91/2016 ΜονΠρΛαρ (Τακτική) (καθ’ ύλην αρμοδιότητα – σιωπηρή παραίτηση απο ένδικα μέσα – ακύρωση απόφασης ΔΣ σωματείου)

91/2016 (τακτική)                             

Πρόεδρος: Μαρία Τσάνα

Δικηγόροι: Χρήστος Δεληντζής, Ιουλία Αγγελακοπούλου

 

Υπαγωγή στο Ειρ/κείο, αδιαφόρως αξίας αντικειμένου, των διαφορών για οφειλόμενη εισφορά μελών σωματείων και συνεταιρισμών.

Αυτεπάγγελτη έρευνα καθ’ ύλην αρμοδιότητας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής σε κάθε στάση της δίκης.

Μη δέσμευση δικαστηρίου της παραπομπής πριν την τελεσιδικία της παραπεμπτικής λόγω αναρμοδιότητας απόφασης, διό μπορεί ή να δικάσει ή να παραπέμψει στο παραπέμψαν ή και σε τρίτο δικαστήριο.

Η αποδοχή απόφασης πριν την άσκηση ενδίκου μέσου, που δηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα άσκησής του, δεν υπόκειται σε τύπο (όπως η γενόμενη μετά την άσκηση του ένδικου μέσου), δυνάμενη να γίνει και σιωπηρά με ειδική πληρεξουσιότητα του δικηγόρου. Σιωπηρή παραίτηση από την άσκηση ένδικου μέσου επί παράστασης του εναγομένου κατά τη συζήτηση με κλήση του ενάγοντος κατόπιν παραπομπής από αναρμόδιο δικαστήριο σε αρμόδιο, πρέπει όμως να αναφέρεται ειδικά ότι παρέχεται πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο να προβεί στη δήλωση αποδοχής, εκτός αν ο διάδικος παρίσταται αυτοπροσώπως οπότε θεωρείται ότι την εγκρίνει.

Η υπό του ενάγοντος κλήση της αγωγής στο δικαστήριο της παραπομπής δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, και σιωπηρή αποδοχή και τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης, αν δεν δηλώσει και ο εναγόμενος νομότυπα αποδοχή της.

Αντικείμενο ένδικης αγωγής όχι η ακύρωση απόφασης ΔΣ σωματείου αφού δεν προβάλλεται σχετικός λόγος, αλλά η αναγνώριση της ανυπαρξίας οφειλής των εναγόντων μελών του. Αναπομπή υπόθεσης στο παραπέμψαν Ειρ/κείο, ως αρμόδιο.

Η δ/ξη περί μη προσβολής απόφασης Πρωτοδικείου λόγω του ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα Ειρ/κείου λειτουργεί μόνον ex post, διό μη επιτρεπτή εκδίκαση διαφοράς υπαγόμενης σε κατώτερο δικαστήριο.

 

{…} Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε ως κατωτέρω με το άρθρο 2 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α’ 165/25.7.2011), και ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του εισαγωγικού της προκειμένης δίκης δικογράφου, στη συνήθη αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 Ε, ενώ στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από 20.000 Ε, δεν υπερβαίνει όμως τις 120.000 Ε. Κατά το άρθρο δε 15 αρ. 10 ΚΠολΔ, στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων υπάγονται, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, μεταξύ άλλων και οι διαφορές που αφορούν τις απαιτήσεις των σωματείων και των συνεταιρισμών εναντίον των μελών τους, για την εισφορά που τους οφείλουν. Εξάλλου, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ανήκει στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης (ΑΠ 245/2009 Νόμος), αφορά στη δημόσια τάξη και ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (άρθρο 73 ΚΠολΔ), προηγείται δε από την έρευνα οποιασδήποτε δικονομικής και ουσιαστικής ενστάσεως. Κρίσιμος χρόνος για το χαρακτηρισμό του καθ’ ύλην αρμόδιου Δικαστηρίου είναι αποκλειστικά ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής, ενώ το Δικαστήριο που είναι αναρμόδιο προσδιορίζει το καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο και παραπέμπει σ’ αυτό την υπόθεση (άρθρο 46 ΚΠολΔ). Η απόφαση περί παραπομπής είναι οριστική, αφού απεκδύει το Δικαστήριο που την εξέδωσε από κάθε εξουσία του σχετική με την υπόθεση (βλ. Κ. Κεραμέα, Αστικό Δικονομικά Δίκαιο, έκδοση 1986, παρ. 45, σελ. 82-84).

ΙΙ. Το άρθρο 46 του ΚΠολΔ ορίζει, στο πρώτο εδάφιο, ότι «αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση» και στο δεύτερο εδάφιο ότι «η παραπεμπτική απόφαση όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο οποίο γίνεται παραπομπή». Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες αποσκοπούν προεχόντως στην αποφυγή αρνητικής συγκρούσεως της αρμοδιότητας και εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων στην περίπτωση όπου παράλληλα με τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής ασκούσε κάποιος από τους διαδίκους έφεση κατά της αποφάσεως του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, συνάγεται ότι εάν η υπόθεση εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου παραπομπής πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος, δεν υφίσταται δέσμευση του Δικαστηρίου προς το οποίο γίνεται η παραπομπή, το οποίο μπορεί όχι μόνο να δικάσει την υπόθεση, αλλά και να την παραπέμψει στο Δικαστήριο που του την παρέπεμψε, καθώς και να την παραπέμψει περαιτέρω σε τρίτο Δικαστήριο (ΕφΠαρ 266/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 6197/2009 Δνη 2010. 512, ΕφΑθ 513/1997 Δνη 1997. 1604, ΕφΚρητ 502/1991 Αρμ 1992. 743, Νίκας Πολιτική Δικονομία τ. Ι σελ. 284-285, ο ίδιος σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα αρθρ. 46 αριθ.11, Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1986, σελ. 84, Μπέης, ΠολΔ 46, σελ. 286, Κωστάκος σε Δνη 24. 56, Ελ. Καμπουράκη, σε Αρμ 31. 471, βλ. και ΑΠ 881/1975 ΝοΒ 24. 173, Β. Βαθρακοκοίλης Ερμηνεία ΚΠολΔ, 1994, τ. Α’ άρθρο 46. αρ. 23, του ίδιου «Συμπληρωματικός Τόμος», 2001, άρθρο 46 αρ. 8 σ. 89 του ιδίου «Συμπληρωματικός Τόμος», 2006, άρθρο 46, αρ. 2).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 297, 298, και 299 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αποδοχή της αποφάσεως, πριν από την άσκηση κάποιου ένδικου μέσου εναντίον της, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της ασκήσεώς του, δεν υπόκειται σε ορισμένο διαδικαστικό τύπο, όπως εκείνη που γίνεται μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, δυναμένη να γίνει είτε ρητώς, με την τήρηση των διατυπώσεων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 297 του Κώδικα αυτού και συγκεκριμένα με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο αυτού που παραιτείται, είτε σιωπηρώς, με δηλώσεις ή πράξεις από τις οποίες συνάγεται αναγκαίως ο περί αποδοχής σκοπός. Για την παραίτηση, όμως, από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου και, επομένως, για την ενέχουσα τέτοια παραίτηση αποδοχή της αποφάσεως, ρητή ή σιωπηρά, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα του δικηγόρου που υπογράφει την ρητή αποδοχή της αποφάσεως ή που προβαίνει στην πράξη από την οποία συνάγεται η σιωπηρή αποδοχή αυτής, διαφορετικά η (ρητή ή σιωπηρά) αποδοχή της αποφάσεως και συνεπώς και η παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατ’ αυτής είναι ανίσχυρη (ΑΠ 1852/2011, ΑΠ 1247/2009 Νόμος). Τέτοια περίπτωση σιωπηρής παραιτήσεως από την άσκηση κάποιου ένδικου μέσου μπορεί να συντρέχει και στην περίπτωση παραστάσεως του εναγομένου κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στο οποίο εισάγεται η υπόθεση με κλήση του ενάγοντος κατόπιν παραπομπής από αναρμόδιο Δικαστήριο σε αρμόδιο, η παραίτηση όμως από το δικαίωμα προς άσκηση ένδικου μέσου, όπως και αυτή της εφέσεως, κατά τα ανωτέρω, προϋποθέτει, κατά το άρθρο 98 εδ. β’ ΚΠολΔ, την ύπαρξη ειδικής πληρεξουσιότητας προς το δικηγόρο, ο οποίος προβαίνει στη σχετική δήλωση, να αναφέρεται δηλαδή ειδικά ότι παρέχεται η πληρεξουσιότητα να προβεί στη δήλωση αποδοχής, εκτός αν παρίσταται αυτοπροσώπως ο διάδικος κατά τη συζήτηση μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο, οπότε θεωρείται ότι εγκρίνει τη δήλωση αποδοχής που γίνεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του (ΕφΠατρ 929/1996 Δνη 39. 136). Συνεπώς, στην περίπτωση εκ μέρους του ενάγοντος εισαγωγής με κλήση της υποθέσεως (αγωγής), στο Δικαστήριο της παραπομπής, αυτή καθ’ εαυτή δεν σημαίνει και σιωπηρή αποδοχή αποφάσεως, που συνεπάγεται, κατ’ άρθρα 298 και 299 ΚΠολΔ, το απαράδεκτο των ενδίκων μέσων και επομένως την τελεσιδικία της παραπεμπτικής αποφάσεως, όταν ο εναγόμενος δεν δηλώσει και αυτός νομότυπα, κατά τα ανωτέρω, τη βούλησή του γι’ αποδοχή της αποφάσεως, και έχει δικαίωμα εφέσεως, εφόσον προδήλως έλαβε χώρα επίδοση αυτής, από της επομένης της οποίας κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως, μετά την πάροδο της οποίας αυτή, κατ’ άρθρο 532 του ιδίου Κώδικα, είναι απαράδεκτη και η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη.

Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες με την από 1.3.2012 αγωγή τους, απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Λάρισας, κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών, εξέθεταν ότι τυγχάνουν μέλη του εναγομένου οργανισμού εγγείων βελτιώσεων, υπό την ιδιότητά τους ως ιδιοκτήτες και μισθωτές αγροτικών ακινήτων, κείμενων στην κτηματική περιφέρεια Γ. και Κ., του Δήμου Φ.. Ότι, το εναγόμενο νομικό πρόσωπο διαχειρίζεται στις προαναφερόμενες κτηματικές περιφέρειες τα αναφερόμενα στην αγωγή αντλιοστάσια, από τα οποία, όμως, ουδέποτε αρδεύτηκε κάποια γεωργική έκταση ανήκουσα στην εκμετάλλευσή τους (των εναγόντων). Ότι, μολονότι ουδέποτε έλαβε χώρα από τους ιδίους χρήση του αναφερόμενου αρδευτικού συστήματος της διαχείρισης και εκμετάλλευσης του εναγομένου, λόγω και της αναφερόμενης αδυναμίας και ανεπάρκειας του υπάρχοντος αρδευτικού συστήματος, εντούτοις το εναγόμενο προέβη αυθαίρετα στην επιβολή αρδευτικού τέλους από το έτος 2002 και επέκεινα, προβαίνοντας μάλιστα σε βεβαίωση των σχετικών οφειλών και στην αρμόδια για την είσπραξή τους Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, και δη ποσού 1.656,59 Ε, για το μη διάδικο στην παρούσα δίκη Α. Κ., 2.567,05 Ε για τον πρώτο καλούντα, και 2.401,71 Ε για το δεύτερο εξ αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό, το οποίο αναλύεται εκτενέστερα στην αγωγή, και επικαλούμενοι ότι ουδέποτε έλαβε χώρα από τους ίδιους χρήση του αναφερόμενου αρδευτικού συστήματος, ζήτησαν να αναγνωριστεί δικαστικά ότι καμία οφειλή τους υφίσταται προς το εναγόμενο, που να αφορά τέλος από τη χρήση του αρδευτικού συστήματος της εκμετάλλευσής του, και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να διαγράψει τις προαναφερόμενες, βεβαιωθείσες ήδη, οφειλές από τους σχετικούς καταλόγους, και να προβεί περαιτέρω σε ανάκληση των καταστάσεων που απεστάλησαν στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, δυνάμει των οποίων βεβαιώθηκαν σε βάρος τους οι ανωτέρω οφειλές.

Στην προκείμενη περίπτωση, με δεδομένα τα πραγματικά περιστατικά που ιστορούνται ως άνω στην κρινόμενη αγωγή, και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αντικείμενο της αγωγής, όπως αυτή αναλυτικώς παρατέθηκε ανωτέρω, δεν αφορά σε ακύρωση αποφάσεως διοικητικού συμβουλίου νομικού προσώπου, για κάποιο νόμιμο λόγο, και δη για ελάττωμα αυτής, καθόσον ουδόλως προβάλλεται από τους ενάγοντες και ήδη καλούντες κάποιος λόγος ακυρότητας ή ακυρωσίας αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, αλλά σε διαφορά που αφορά σε αναγνώριση της ανυπαρξίας οιασδήποτε οφειλής τους από εισφορά τους ως μέλη του εναγομένου νομικού προσώπου, οπότε και, ενόψει του αντικειμένου της, υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου. Συνεπώς, πρέπει, σύμφωνα μετά άρθρα 10, 14 παρ. 2, και 46 ΚΠολΔ, να κηρυχθεί το Δικαστήριο τούτο αναρμόδιο προς εκδίκαση της προκειμένης υποθέσεως, η οποία πρέπει να αναπεμφθεί προς εκδίκαση στο καθ’ ύλην αρμόδιο Ειρηνοδικείο Λάρισας, που είναι και κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκασή της, στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται η έδρα του εναγομένου νομικού προσώπου (άρθρο 25 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ),

Εξάλλου, το Δικαστήριο τούτο δύναται να κρίνει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητά τού, χωρίς να υφίσταται δέσμευσή του από την παραπεμπτική, με αριθμό 34/2014, απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας, αλλά και να αναπέμψει την υπόθεση στο ως άνω Δικαστήριο που του την παρέπεμψε, καθώς η εν λόγω παραπεμπτική απόφαση δεν έχει καταστεί τελεσίδικη, αφού από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι αυτή επιδόθηκε, ούτε ισχυρίζονται κάτι τέτοιο οι διάδικοι, οπότε το Δικαστήριο άγεται στο συμπέρασμα ότι η προθεσμία για την άσκηση εφέσεως είναι τρία έτη από τη δημοσίευσή της (παραπεμπτικής απόφασης), η οποία (προθεσμία) εκκινείται από την 4.3.2014, χωρίς εντούτοις να έχει παρέλθει η τριετής διάρκειά της. Επισημαίνεται ότι η, εκ μέρους των εναγόντων, εισαγωγή με κλήση της υποθέσεως στο παρόν Δικαστήριο ως τέτοιο της παραπομπής, αυτή καθ’ εαυτή δεν σημαίνει σιωπηρή αποδοχή της αποφάσεως, που συνεπάγεται κατ’ άρθρα 298 και 299 ΚΠολΔ το απαράδεκτο των ενδίκων μέσων και επομένως την τελεσιδικία της παραπεμπτικής αποφάσεως (ΕφΕυβ 37/2015 Νόμος), αφού επί πλέον το εναγόμενο, το οποίο δεν δήλωσε νομότυπα τη βούλησή του γι’ αποδοχή της αποφάσεως, έχει δικαίωμα εφέσεως, εφόσον προδήλως δεν έλαβε χώρα επίδοση αυτής, από της επομένης της οποίας, κατ’ άρθρα 518 παρ. 1, και 149 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως, μετά την πάροδο της οποίας αυτή κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη και η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη. Ενόψει πάντων των ανωτέρω, θα πρέπει να κηρυχθεί αναρμόδιο καθ’ ύλη το παρόν Δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως, και να αναπεμφθεί η αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο, καθ’ ύλη και κατά τόπο, Ειρηνοδικείο Λάρισας.

Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι η διάταξη του άρθρου 47 εδάφιο α’ ΚΠολΔ, κατά την οποία, απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, λειτουργεί μόνον ex post, ώστε το Δικαστήριο που κρίνει τη διαφορά δεν επιτρέπεται να παραβεί τους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας και να δικάσει διαφορά υπαγόμενη σε κατώτερο δικαστήριο (βλ. ΕφΑθ 5077/1979 ΝοΒ 1980. 301, Νίκα, στην ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, 2000, άρθρο 47, αριθμ. 2, σελ. 111).

Τέλος, ενόψει του ότι η παραπεμπτική απόφαση είναι οριστική (ΕφΑθ 1514/1999 Αρμ1999. 1580, ΕφΑθ 4322/1995 Δ 1996. 1186, ΕφΘεσ 1824/1994 ΑρχΝ 1995. 769, Στ. Σταυρόπουλου ΕρμΚΠολΔ, έκδοση 1979, άρθρο 46 παρ. α’, σελ. 105), θα πρέπει να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων…