301/2015 ΜΕφΛαρ (άκυρη σύμβαση έργου με το Δημόσιο – αναίρεση επί μη λήψης υπόψη προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων)

301/2015

Πρόεδρος: Γλυκερία Καραναστάση

Δικηγόροι: Σοφία Αποστολάκη, Ευθ. Αναγνώστου

 

Επί άκυρης σύμβασης έργου, απόδοση της ωφέλειας, ήτοι της χρηματικής αποτίμησης του έργου και της εξοικονομηθείσας δαπάνης. Ισχύς τούτου και στο Δημόσιο και τα νπδδ.

Επί ευθείας αγωγής αδικ. πλουτισμού ανάγκη μνείας των λόγων ακυρότητας της σύμβασης.

Ρύθμιση συμβάσεων προμηθειών από νοσοκομεία με το νόμο 2955/2001. Μη ανάγκη διαγωνισμού αν με ΥΑ έχει καθορισθεί ανώτατη τιμή προμήθειας χωρίς διαγωνισμό για συγκεκριμένα υλικά μη συγκρίσιμα ή των οποίων η καταλληλότητα εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες κάθε ασθενούς.

Ακυρότητα συμβάσεων προμηθειών ή έργου, και ως ιδιωτικών, επί μη τήρησης έγγραφου τύπου και λοιπών νομίμων όρων.

Αβασιμότητα ισχυρισμού νοσοκομείου περί αυθαίρετης εκτέλεσης έργου και μη δέσμευσής του λόγω ανάθεσης από αναρμόδιο όργανο (Διοικητή και όχι ΔΣ), άλλως αλυσιτελής αφού η ένδικη απαίτηση ερείδεται στον αδικ. πλουτισμό και όχι σε έγκυρη σύμβαση.

Αναίρεση επί μη λήψης υπόψη προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων.

Μη αναγκαία ειδική χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκούσας γενικής βεβαίωσης ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα κατ’ είδος αναφερόμενα, εκτός αν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει αναμφίβολα η λήψη συγκεκριμένου. Διαφορετικός ο αναιρετικός λόγος του 559.12 ΚΠολΔ περί παραβίασης του νόμου σχετικά με την βαρύτητα αποδεικτικού μέσου.

Αναίρεση επί μη απόφανσης σε αίτηση επίδειξης εγγράφου εφόσον ήταν παραδεκτή με μνεία της κατοχής του από τον αντίδικο, του περιεχομένου και της προσφορότητας για (αντ)απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού.

Αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη της παραγραφής υπέρ Δημοσίου και ν.π.δ.δ. και πρότασή της σε κάθε στάση της δίκης.

 

{…} Με την ένδικη αγωγή του ο εφεσίβλητος-ενάγων ισχυρίσθηκε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 2006 έως και τον Ιανουάριο του 2007, δια των αρμοδίων οργάνων του, το εναγόμενο ΝΠΔΔ «Α. Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Β.» του ανέθεσε απευθείας, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού, λόγω της έλλειψης προσωπικού στο Νοσοκομείο και για την κάλυψη των αναγκών του, τα ειδικότερα αναφερόμενα έργα (πλύσιμο ακάθαρτου ιματισμού και σιδέρωμα αυτού, δίπλωμα του ιματισμού των χειρουργείων, τραπεζοκομεία στη ΜΤΝ και στην κουζίνα χειρουργείων), τα οποία ο ίδιος εκτέλεσε και το εναγόμενο παρέλαβε ανεπιφύλακτα και ότι ο ίδιος εξέδωσε αναφορικά με την εκτέλεση αυτών τα ειδικότερα αναφερόμενα τιμολόγια συνολικού ποσού 70.150,33 Ε, τα οποία κατέθεσε στο λογιστήριο του εναγομένου, ωστόσο, όμως το εναγόμενο δεν εξόφλησε αυτά. Με το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να του καταβάλει το παραπάνω ποσό των 70.150,33 Ε, κατά το οποίο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας του, χωρίς νόμιμη (έγκυρη) αιτία, λόγω μη τήρησης του νόμιμου συστατικού τύπου (ιδιωτικό έγγραφο), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις ειδικότερα αναφερόμενες ημερομηνίες εκτέλεσης κάθε επιμέρους εργασίας, άλλως από την ημεροχρονολογία παράδοσης των σχετικών παραστατικών στο εναγόμενο, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση και, τέλος, να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του και την προαναφερθείσα διορθωτική αυτής, αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα για την επιδίκαση τόκων για το προ της επίδοσης της αγωγής χρονικό διάστημα, έκρινε κατά τα λοιπά νόμιμη την αγωγή, την οποία ακολούθως δέχθηκε ως βάσιμη και κατ` ουσίαν, υποχρεώνοντας το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 70.150,33 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής και κατά το μέρος που έγινε δεκτή η αγωγή παραπονείται ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεση του για τους αναφερόμενους σ`αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της, με σκοπό να απορριφθεί η σε βάρος του αγωγή.

Κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α του ιδίου Κώδικα «ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, «ο αντισυμβαλλόμενος» του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 1462/2012 Νόμος, ΑΠ 1225/2008). Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΟλΑΠ 218/1977). Περαιτέρω, στην περίπτωση που ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. (ΟλΑΠ 23/2003 ΑΠ 390/2011 Νόμος).

Σύμφωνα δε με το άρθρο 41 του Ν.Δ. 496/1974 «περί λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» οι συμβάσεις που συνάπτονται από αυτά με τρίτους υπόκεινται σε έγγραφο. Με το άρθρο 43 του ίδιου ν.δ. προβλεπόταν ότι οι συμβάσεις των ΝΠΔΔ, που συνεπάγονται δαπάνες γι΄αυτά, καταρτίζονται, αφού προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η προβλεπόμενη δαπάνη δεν υπερβαίνει τις 10.000 δρχ. ή υπάρχει κατεπείγουσα ανάγκη επαρκώς αιτιολογημένη. Το τελευταίο άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 1797/1988. Ακολούθησε ο ν. 2286/1995, με το άρθρο 5 παρ.2 του οποίου χορηγήθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση να εκδοθεί π.δ., με το οποίο θα προβλεπόταν ο τρόπος και οι προϋποθέσεις καταρτίσεως συμβάσεων από τα ΝΠΔΔ για τις προμήθειές τους. Με χρήση της ανωτέρω εξουσιοδοτήσεως εκδόθηκε το π.δ. 394/1996 περί «Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου». Από τη ρύθμιση του τελευταίου, όμως, είχαν εξαιρεθεί με το άρθρο 1 παρ. 5. Ι του ν. 2286/1995 οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, στους οποίους περιλαμβάνονται και τα νοσοκομεία. Για τα τελευταία εκδόθηκε ο ν. 2955/2001, με το άρθρο 7 παρ. 1 του οποίου προβλέπεται, για την κατάρτιση συμβάσεων προμηθειών, η προηγούμενη διενέργεια διαγωνισμών, εκτός εάν με υπουργική απόφαση έχει καθορισθεί ανώτατη τιμή προμήθειας χωρίς διαγωνισμό, όσον αφορά συγκεκριμένα υλικά που δεν είναι συγκρίσιμα ή των οποίων η καταλληλότητα εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες κάθε ασθενούς (παρ. 2 του ίδιου άρθρου βλ. σχετ. με τα ανωτέρω την ΕφΑθ 1781/2012 Νόμος).

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 6 του Ν. 3329/2005 «Το Διοικητικό Συμβούλιο του Νοσοκομείου έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες….. 9. Εγκρίνει τη σκοπιμότητα και τον τρόπο χρηματοδότησης για εκτέλεση έργων, υλοποίηση μελετών, προμήθεια παντός τύπου εξοπλισμού, προμήθεια παντός τύπου αναλώσιμου υλικού και ανάθεση υπηρεσιών κατά ΚΑΕ προϋπολογισμού για ποσό άνω των 15.000 Ε και μέχρι 45.000 Ε ετησίως.» Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 8 του ίδιου άρθρου «Ο Διοικητής του Νοσοκομείου έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: … 17. Εγκρίνει τη σκοπιμότητα και τον τρόπο χρηματοδότησης για εκτέλεση έργων, υλοποίηση μελετών, προμήθεια παντός τύπου εξοπλισμού, προμήθεια παντός τύπου αναλώσιμου υλικού και ανάθεση υπηρεσιών κατά ΚΑΕ προϋπολογισμού μέχρι 15.000 Ε ετησίως». Συμβάσεις προμηθειών ή έργου, για τις οποίες δεν έχει τηρηθεί ο προβλεπόμενος έγγραφος τύπος και οι λοιπές προϋποθέσεις καταρτίσεώς τους, είναι απολύτως άκυρες ακόμη και ως ιδιωτικές συμβάσεις και απ΄αυτές μπορεί να γεννηθεί μόνο αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 322/2010, ΑΠ 1649/2009 Νόμος, ΕφΑθ 1781/2012 Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, στην ένδικη αγωγή, ο ενάγων ιστορεί ειδικότερα, πλέον των ως άνω αναφερομένων στο εκτιθέμενο ιστορικό αυτής, ότι η μη υπογραφή γραπτών συμβάσεων με το εναγόμενο δεν οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα αφού ο ίδιος δεν γνώριζε ότι η συγκεκριμένη προϋπόθεση αποτελούσε αναγκαίο στοιχείο για την εγκυρότητα αυτών, αλλά σε υπαιτιότητα του εναγομένου, το οποίο προέβη στην κατάρτιση αυτών με σκοπό να πλουτίσει αδικαιολόγητα εις βάρος του και ότι επειδή οι συμβάσεις συνήφθησαν προφορικά και όχι εγγράφως με τα αρμόδια όργανα του εναγομένου για την εκτέλεση των προαναφερομένων έργων είναι άκυρες, λόγω μη τήρησης κατά τη σύναψη τους των προϋποθέσεων των οικείων διατάξεων του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/74 «Περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» από υπαιτιότητα του εναγομένου, το οποίο γνώριζε τη σχετική νόμιμη διαδικασία, τούτο οφείλει να του καταβάλει το οφειλόμενο ποσό των 70.150,53 Ε με τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού έγινε πλουσιότερο εις βάρος του κατά το αιτούμενο ποσό, το οποίο θα κατέβαλε για το ίδιο έργο σε άλλον εργολάβο αν ήταν έγκυρες οι συμβάσεις εκτέλεσης των ανωτέρω και λεπτομερώς περιγραφομένων στην αγωγή έργων. Με τα ανωτέρω ιστορικό και αίτημα η αγωγή, σύμφωνα με τις εκτιθέμενες στην αρχή σκέψεις, περιέχει όλα τα από το νόμο απαιτούμενα στοιχεία για την θεμελίωση της στις ως άνω διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεδομένου ότι αναφέρονται τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα των συμβάσεων και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη (εναγομένου) δεν είναι νόμιμη. Συνεπώς, είναι ως προς όλα τα στοιχεία της ορισμένη και βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 904 παρ 1 και 908 ΑΚ και ως εκ τούτου το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφαση του έκρινε την αγωγή ορισμένη και ερειζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις, ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και ο σχετικός έκτος λόγος της έφεσης περί αοριστίας της ένδικης αγωγής είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρεί οργανωμένη επιχείρηση, με έδρα τη Θ., με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών καθαριότητας, συντήρησης, φύλαξης κτιρίων και αποκομιδής απορριμμάτων σε οργανισμούς, Ν.Π.Δ.Δ., νοσοκομεία, εργοστάσια, κάθε είδους επιχειρήσεις και εν γένει επαγγελματικούς χώρους. Τις εν λόγω υπηρεσίες καθαρισμού παρέχουν ειδικά συνεργεία του, με ειδικό εξοπλισμό, τα οποία εξειδικεύονται και αναλαμβάνουν συγκεκριμένες κάθε φορά εργασίες. Δυνάμει συμβάσεων αναδοχής έργου ορισμένου χρόνου, κατόπιν προηγούμενης συμμετοχής του στους σχετικούς προκηρυχθέντες δημόσιους μειοδοτικούς διαγωνισμούς του εναγομένου, ανέλαβε από το έτος 1998 μέχρι το έτος 2007 τον καθαρισμό χώρων του εναγομένου και την αποκομιδή απορριμμάτων αυτού. Επιπλέον, εκτός των προαναφερόμενων υπηρεσιών, τις οποίες προσέφερε στο εναγόμενο και οι οποίες απέρρεαν από τις συμβατικές του υποχρεώσεις, το εναγόμενο του ανέθεσε απευθείας και χωρίς την τήρηση του έγγραφου τύπου, λόγω προφανώς της έλλειψης προσωπικού στο Νοσοκομείο και για την κάλυψη των αναγκών αυτού, το πλύσιμο ιματισμού (σεντόνια κλπ), καθώς και το σιδέρωμα αυτών των ειδών στα πλυντήρια και τα σιδερωτήρια του Νοσοκομείου. Η εν λόγω παροχή έργου ήταν αυτοτελής και ανεξάρτητη από την κύρια εργολαβία που ο ενάγων είχε αναλάβει, δηλαδή τον καθαρισμό και την αποκομιδή των απορριμμάτων. Για την εκπλήρωση των όρων της, απασχολούσε στο συγκεκριμένο τομέα δύο (2) εργαζόμενους, για ένα οκτάωρο καθημερινά, μετά δε το πέρας κάθε μηνός, η συγκροτούμενη επιτροπή με την υπ΄αριθμ. 17/15.4.2005 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, παραλάμβανε τις εκτελεσθείσες από τον ενάγοντα εργασίες, αφού πρώτα τις ενέκρινε και εν συνεχεία ο ενάγων εξέδιδε επί πιστώσει το σχετικό τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, το οποίο κατέθετε στο λογιστήριο του εναγομένου προκειμένου να καταβληθεί η αμοιβή του, εκδιδομένου από την πλευρά του εναγομένου του αντίστοιχου εντάλματος πληρωμής. Το συνολικό ποσό, που συμφωνούνταν με τον εναγόμενο αναπροσαρμοζόταν με το πέρας των ετών για να ανέλθει για τα έτη 2004, 2005, 2006 και 2007, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α που αναλογούσε, στο ποσό των 3.378,52 Ε μηνιαίως. Το χρονικό διάστημα από το Μάϊο του έτους 2006 μέχρι και το μήνα Ιανουάριο του έτους 2007 το εναγόμενο, αν και εξακολούθησε να δέχεται τις ως άνω υπηρεσίες του (πλύσιμο και σιδέρωμα του ιματισμού), δεν κατέβαλε στον ενάγοντα την αμοιβή του για το ως άνω χρονικό διάστημα, παρόλο που το εναγόμενο ενέκρινε τη σχετική δαπάνη και παρέλαβε το έργο, δια της ως άνω συσταθείσας Επιτροπής, με τον χαρακτηρισμό ικανοποιητικές καλές έως πολύ καλές». Ειδικότερα, 1) για τον μήνα Μάϊο του έτους 2006 ο ενάγων εξέδωσε για τις ως άνω προσφερόμενες υπηρεσίες στο εναγόμενο (πλύσιμο και σιδέρωμα του ιματισμού του εναγομένου) επί πιστώσει το υπ΄αριθμ. …/31.5.2006 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ποσού 2.839 Ε, πλέον Φ.Π.Α. 19% ποσού 539,43 Ε, ήτοι συνολικής αξίας 3.378,52 Ε. Το ως άνω τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών κατατέθηκε από τον ενάγοντα στο λογιστήριο του εναγομένου την 08.06.2006 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου … Επιπλέον, όπως προκύπτει από το από 31.05.2006 έγγραφο του προϊσταμένου του τμήματος ιματισμού του εναγομένου βεβαιώνεται η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών του για το μήνα Μάϊο του έτους 2006, ενώ από το από 13.07.2006 πρακτικό παραλαβής εκτελεσθείσας εργασίας, προκύπτει ότι η ως άνω συσταθείσα επιτροπή παρέλαβε το έργο και ενέκρινε τη δαπάνη {…}.

Με βάση τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ενώ το εναγόμενο παρέλαβε ανεπιφύλακτα και ενώ ο ενάγων εκτέλεσε προσηκόντως το ως άνω έργο που είχε αναλάβει, εντούτοις το εναγόμενο αρνήθηκε αδικαιολόγητα να του καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του για τους μήνες Μάϊο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο, Δεκέμβριο του έτους 2006 και τον Ιανουάριο του έτους 2007, συνολικού ποσού 30.406,68 Ε (3.378,52 Ε Χ 9 μήνες).

Περαιτέρω, από την 01.04.2006 ο ενάγων έχει αναλάβει (ως ιδιωτικό συνεργείο) και ακόμη τρεις ανεξάρτητους τομείς παροχής υπηρεσιών και ειδικότερα α) την παρασκευή καφέδων και το μοίρασμα των δίσκων στη Μονάδα Τεχνητού Νεφρού (Μ.Τ.Ν.) για δύο ώρες την ημέρα από τις 18.30 μ.μ. έως τις 20.30 μ.μ. για έξι ημέρες την εβδομάδα, πλην της Κυριακής, β) την καθαριότητα της κουζίνας των χειρουργείων και την παρασκευή καφέδων εντός αυτών για τρεις ώρες την ημέρα από τις 10.00 π.μ έως την 13.00 μ.μ και για πέντε ημέρες την εβδομάδα, πλην Σαββάτου και Κυριακής, γ) το δίπλωμα του ιματισμού των χειρουργείων καθημερινά. Οι παραπάνω εργασίες αναλήφθηκαν από τον ενάγοντα κατόπιν προφορικής συμφωνίας με την τότε απελθούσα Διοικητή του Νοσοκομείου, καθόσον αναφορικά με την παρασκευή καφέδων και το μοίρασμα των δίσκων στη Μονάδα Τεχνητού Νεφρού (Μ.Τ.Ν) προϋπήρξε προς την ίδια, τον Διευθυντή της Μ.Τ.Ν. και τους υπόλοιπους αρμόδιους φορείς σχετικό αίτημα των νεφροπαθών για την ανάληψη των συγκεκριμένων υπηρεσιών από ιδιωτικό συνεργείο για την καλύτερη εξυπηρέτησή τους και αναφορικά με την καθαριότητα της κουζίνας των χειρουργείων και την παρασκευή καφέδων προηγήθηκε και πάλι σχετικό αίτημα των εργαζομένων στα χειρουργεία για την καλή λειτουργία της κουζίνας αυτών (όπως τούτα προκύπτουν και από τα υπ’ αριθμ. πρωτ. …/1.2.2007 και …/24.7.2007 έγγραφα του εναγομένου). Εξάλλου, η ανάθεση σε ιδιωτικό συνεργείο των εργασιών του διπλώματος του ιματισμού των χειρουργείων, λόγω έλλειψης κεντρικής αποστείρωσης στο Νοσοκομείο Β., έγινε διότι υπήρξε προφορική διαμαρτυρία του μόνιμου προσωπικού που απέρρεε από την έλλειψη επαρκούς αριθμού εργαζομένων για την κάλυψη και αυτών των αναγκαιοτήτων (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. …/30.1.2007 υπόμνημα των υπεύθυνων του χειρουργείου Σ. Σ. και Ι. Ι.).

Για τις παραπάνω εργασίες, η συμφωνηθείσα με το εναγόμενο αμοιβή του ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των 3.339,82 Ε μηνιαίως. Εντούτοις, το εναγόμενο, αν και εξακολούθησε να δέχεται τις ως άνω υπηρεσίες του ανεπιφύλακτα και συγκεκριμένα χωρίς ποτέ να υποβληθεί η οποιαδήποτε παρατήρηση για την ποιότητα των ως άνω υπηρεσιών του, δεν κατέβαλε στον ενάγοντα την αμοιβή του για το ως άνω χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, α) για το δίπλωμα του ιματισμού των χειρουργείων, την τραπεζοκομεία στη ΜΤΝ και την κουζίνα χειρουργείων, εξέδωσε επί πιστώσει το υπ΄αριθμ. …/31.12.2006 συγκεντρωτικό τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, που αφορούσε στους μήνες Απρίλιο του έτους 2006 για ποσό 3.339,82 Ε, Μάϊο του έτους 2006 για ποσό 3.339,82 Ε, Ιούνιο του έτους 2006 για ποσό 3.339,82 Ε, Ιούλιο του έτους 2006 για ποσό 3.339,82 Ε και Αύγουστο του έτους 2006 για ποσό 3.339,82 Ε και συνολικά για ποσό 16.699,10 Ε, πλέον Φ.Π.Α. 19% ποσού 3.172,82 Ε και συνολικά ποσού 19.871,92 Ε (3.339,82 Ε Χ 5 μήνες, πλέον Φ.Π.Α.). Το ως άνω τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών κατατέθηκε από τον ενάγοντα στο λογιστήριο του εναγομένου στις 2.1.2007 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου … β) για το δίπλωμα του ιματισμού των χειρουργείων, την τραπεζοκομεία στη ΜΤΝ και την κουζίνα χειρουργείων εξέδωσε επί πιστώσει το υπ’ αριθμ. …/31.12.2006 συγκεντρωτικό τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, που αφορούσε στους μήνες Σεπτέμβριο του έτους 2006 για ποσό 3.339,82 Ε, Οκτώβριο του έτους 2006 για ποσό 3.339,82 Ε, Νοέμβριο του έτους 2006 για ποσό 3.339,82 Ε και Δεκέμβριο του έτους 2006 για ποσό 3.339,82 Ε και συνολικά για ποσό 13.359,28 Ε, πλέον Φ.Π.Α. 19% ποσού 2.538,26 Ε και συνολικά ποσού 15.897,54 Ε (3.339,82 Ε Χ 4 μήνες, πλέον Φ.Π.Α.). Το ως άνω τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών κατατέθηκε από τον ενάγοντα στο λογιστήριο του εναγομένου στις 2.1.2007 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 21561. γ) για το δίπλωμα του ιματισμού των χειρουργείων, την τραπεζοκομεία στη ΜΤΝ και την κουζίνα χειρουργείων εξέδωσε επί πιστώσει το υπ’ αριθμ. …/31.1.2007 συγκεντρωτικό τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, που αφορούσε τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2007 για ποσό 3.339,82 Ε, πλέον Φ.Π.Α. 19% ποσού 634,57 Ε και συνολικά ποσού 3.974,39 Ε. Το ως άνω τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών κατατέθηκε από τον ενάγοντα στο λογιστήριο του εναγομένου στις 1.2.2007 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ….

Και ενώ το εναγόμενο παρέλαβε το ως άνω προσηκόντως εκτελούμενο από τον ενάγοντα έργο στη συνέχεια αυτό (εναγόμενο) αρνήθηκε αδικαιολόγητα να του καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του για τους μήνες Απρίλιο, Μάϊο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο, Δεκέμβριο του έτους 2006 και τον Ιανουάριο του έτους 2007, συνολικού ποσού 39.743,85 Ε (19.871,92 Ε + 15.897,54 Ε + 3.974,39 Ε). Οι ως άνω συμβάσεις έργου που καταρτίσθηκαν, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 41 ν.δ. 496/1974 «περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.» που απαιτεί έγγραφο, ως συστατικό τύπο, για τις συμβάσεις έργου με συμβαλλόμενο ν.π.δ.δ., προφορικά είναι άκυρες (άρθρα 158, 159 ΑΚ) οφείλεται δε η ακυρότητα αυτή στα αρμόδια όργανα του εναγομένου (Διοικητή και Διοικητικό συμβούλιο), που το μεν πρώτο (διοικητής) ανάθεσε το έργο προφορικά στον εναγόμενο, το δε δεύτερο γνώριζε περί της ανάθεσης αυτής και τούτο αποδεικνύεται, εκτός από όλα τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και τα προμνησθέντα ειδικότερα έγγραφα [τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από το εναγόμενο καθόσον όλα φέρουν πρωτόκολλο παραλαβής, βεβαιώσεις των προϊσταμένων των τμημάτων περί της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (ειδικότερα προϊσταμένου παραλαβής του τμήματος ιματισμού), πρακτικά παραλαβής εκτελεσθεισών εργασιών των συσταθεισών από το εναγόμενο επιτροπών, υπομνήματα προσωπικού εναγομένου και έγγραφα αυτού] και από την κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου κατά την εκδίκαση προηγούμενης αγωγής του ενάγοντος με αριθμό κατάθεσης 437/10.12.2007 στο ίδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα με την υπ΄αριθμ. 415/2011 απόφαση του Εφετείου Λάρισας ως μη νόμιμη, Ν. Τ. του Σ., του οποίου η κατάθεση περιλαμβάνεται στα υπ΄αριθμ. 203/2009 πρακτικά συνεδρίασης του ανωτέρω δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου) και χρησιμεύει για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ο οποίος χαρακτηριστικά καταθέτει ότι «… Δόθηκε παράταση ο Χ. παρέμεινε έως τον Ιανουάριο του 2007 μετά σταμάτησε ο Χ… Στη μονάδα τεχνητού νεφρού από τον Απρίλιο του 2006 έως τον Ιανουάριο του 2007 για 2 ώρες από 6.30 έως 8.30 δεν ξέρω γιατί σερβίριζε καφέδες…». Πλέον τούτων αντίκειται και στην κοινή λογική να εκτελείται έργο εντός ΝΠΔΔ και δη νοσηλευτικού ιδρύματος όπως εν προκειμένω, από τρίτο μη συμβαλλόμενο με αυτό και να μην είναι εις γνώση του αρμοδίου οργάνου διοίκησης αυτού, όπως του διοικητικού συμβουλίου αυτού και του διοικητή του. Ενόψει αυτών τα όσα αντιφατικώς ισχυρίζεται το εναγόμενο, περί αυθαίρετης άσκησης του έργου εκ μέρους του ενάγοντος και περί μη δέσμευσης αυτού διότι η ανάθεση αυτού έγινε από αναρμόδιο όργανο τον Διοικητή και όχι το Διοικητικό Συμβούλιο είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Σε κάθε περίπτωση τα ανωτέρω ισχυριζόμενα από το εναγόμενο με τον πέμπτο ειδικότερα λόγο της έφεσης, είναι απορριπτέα και ως αλυσιτελώς προβαλλόμενα, καθόσον η απαίτηση του ενάγοντος έχει ως έρεισμα τον αδικαιολόγητο πλουτισμό από άκυρη σύμβαση και όχι έγκυρη σύμβαση έργου.

Επίσης, με βάση τα ανωτέρω απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη είναι και η ένσταση του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος που επαναφέρεται και ως λόγος έφεσης, με την οποία το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι ο ενάγων εκμεταλλεύτηκε το γεγονός των παρατάσεων των συμβάσεων και των απευθείας αναθέσεων που αυτό συνήψε στο παρελθόν μαζί του και επεδίωξε με τον ίδιο αριθμό εργαζομένων που χρησιμοποιούσε για την καθαριότητα ή και με μικρότερο αριθμό να αποσπάσει επιπλέον αποδοχές από δήθεν παροχή υπηρεσιών, αποσπώντας την υπογραφή καλόπιστων υπαλλήλων του, που προφανώς δεν γνώριζαν ότι δεν υπήρχε σύμβαση με τον ενάγοντα, καθώς από την 25.1.2006 και μετά οι εργασίες πλυσίματος και σιδερώματος του ιματισμού εκτελούνταν αποκλειστικά από υπαλλήλους του Νοσοκομείου, ενώ δεν προβλέπεται η παροχή στα νοσηλευτικά ιδρύματα υπηρεσιών παρασκευής καφέδων και διανομής δίσκων στη Μ.Τ.Ν και δεν υπάρχει ανάλογος κωδικός ΚΑΕΚ. Κατόπιν αυτών και επειδή οι επίδικες συμβάσεις που συνήφθησαν προφορικά τυγχάνουν άκυρες, το εναγόμενο κατά το ανωτέρω ποσό των 70.150,33 Ε, που όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο, αφού το ποσό αυτό έπρεπε να καταβληθεί σε οποιονδήποτε εργολάβο εκτελούσε τις προπεριγραφόμενες εργασίες αν ήταν έγκυρες οι επίδικες συμβάσεις. Επομένως, η εκκαλουμένη δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κρίνοντας τα ίδια και οι σχετικοί 1ος, 3ος, 4ος, 5ος, 7ος και 10ος λόγοι της κρινόμενης έφεσης του εκκαλούντος – εναγομένου, που υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 11 περ.γ` ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του όλα τ` αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 2915/2001. Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, αλλ` αρκεί η γενική βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα κατ` είδος μόνο αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο έγγραφο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ` ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Ο λόγος αυτός, εξάλλου, δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη το έγγραφο, αλλά του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, διαφορετικό δε είναι το ζήτημα εάν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την αποδεικτική του δύναμη, οπότε ιδρύεται ο από το άρθρο 559 αριθ.12 λόγος αναίρεσης. ΑΠ 49/2013 Νόμος)

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα λεπτομερώς απ΄ αυτό αναφερόμενα και με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα. Ο λόγος αυτός τη έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον από την επισκόπηση της εκκαλούμενης απόφασης προκύπτει ότι προς συναγωγή κρίσης το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι με επίκληση προσκόμισαν χωρίς να απαιτείται σύμφωνα με τα ως άνω εκτιθέμενα ειδική για το καθένα μνεία (ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004. 70, ΑΠ 1628/ 2003 Δνη 2004. 723).

Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος εκείνου που κατέχει το έγγραφο, εφ’ όσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί στην αίτηση για επίδειξη εγγράφων θεμελιώνει τον από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή ήταν παραδεκτή και σύννομη, να γίνεται δηλαδή επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και να εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος και συγκεκριμένα ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του. (ΑΠ 1045/04, ΑΠ 575/04 αδημ.).

Με τον όγδοο λόγο της έφεσης το εναγόμενο βάλλει κατά της εκκαλουμένης επειδή αυτή παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματός του, όπως ο ενάγων επιδείξει τα για το επίδικο χρονικό διάστημα αντίγραφα των υποβληθέντων εγγράφων για την απασχόληση και ασφάλιση των εργαζομένων του στο ΙΚΑ και στην Επιθεώρηση Εργασίας, άλλως με απόφαση αυτού να κληθεί ο ενάγων να προσκομίσει προς το Δικαστήριο αντίγραφα των ως άνω υποβληθέντων στοιχείων στο ΙΚΑ και στην Επιθεώρηση Εργασίας για την απόδειξη της απασχόλησης του συνεργείου του στις εγκαταστάσεις αυτού. Η αίτηση αυτή αν και νόμιμη (ΚΠολΔ 450 παρ. 2α, 451), έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι τα αιτούμενα έγγραφα προσκομίστηκαν από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης με επίκληση (βλ. σελ. 28 και 29 προτάσεων ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) και επαναπροσκομίζονται με επίκληση και στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας δίκης (βλ. υπ` αυξ. αριθμ. 33 προσκομιζόμενα από τον εφεσίβλητο έγγραφα). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε το αίτημα αυτό σιωπηρά, ορθά εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Γι` αυτό ο ανωτέρω όγδοος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν- εναγόμενο υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Με τον δέκατο λόγο της έφεσης το εκκαλούν για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ισχυρίζεται ότι η αξίωση του ενάγοντος έχει υποπέσει στην εκ του άρθρου 48 παρ. 1 του Ν.Δ. 496/1974 «περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.» τριετή παραγραφή, άλλως στην εκ του άρθρου 44 του ιδίου ν.δ. πενταετή παραγραφή. Στο άρθρο 48 παρ. 1 του Ν.Δ. 496 της 17/19.7.1974: «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΦΕΚ Α` 204) ορίζεται ότι: «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ` όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος», στο άρθρο 49 ότι «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ` ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις», ενώ κατά το άρθρο 52 του ίδιου ν.δ. «….Η παραγραφή λαμβάνεται υπ` όψιν αυτεπαγγέλτως υπό των δικαστηρίων».

Η ως άνω ένσταση, που παραδεκτά κατ` άρθρο 527 σε συνδυασμό με το άρθρο 269 παρ. 1 εδ. β Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, διότι η παραγραφή υπέρ του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ όπως το εκκαλούν-εναγόμενο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης (βλ. ΑΠ 1366/2012 Νόμος), είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη και τούτο διότι, ενόψει του γεγονότος ότι το πρώτο τιμολόγιο εκδόθηκε την 31.05.2006, από το τέλος του έτους 2006 που αρχίζει αυτή και όχι όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται το εκκαλούν από την έκδοση κάθε τιμολογίου (βλ. ΣτΕ 201/2014 Νόμος) έως την κατάθεση, την 18.5.2011, και επίδοση την 23.5.2011 στο εκκαλούν – εναγόμενο της κρινόμενης αγωγής, δεν είχε συμπληρωθεί η προβλεπόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις 5ετής παραγραφή που ισχύει εν προκειμένω και όχι όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται το εκκαλούν η τριετής. Επομένως ο ανωτέρω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Μετά από όλα αυτά και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη…