97/2018 ΜονΕφΛαρ (Επί διατροφής ανηλίκων, μη ρευστοποίηση απρόσοδης περιουσίας τους – Για καθορισμό διατροφής, μη αναγκαία μνεία της αξίας της χρήσης ακινήτου του πατέρα που παραχωρήθηκε ως στέγη μητέρας και τέκνων)
97/2018
Πρόεδρος: Ελένη Μούρτζη Δικηγόροι: Μαρία Παναγιωτοπούλου, Κωνσταντίνος Ευθυμίου, Δημήτριος Παπαδόπουλος
Επί διατροφής ανηλίκων, μη ρευστοποίηση απρόσοδης περιουσίας τους ως ψιλών κυρίων διαμερίσματος καλύπτοντος στεγαστικές τους ανάγκες, προς αντιμετώπιση μελλοντικών ή έκτακτων αναγκών. Λήψη υπόψη για τον προσδιορισμό οικονομικών δυνατοτήτων γονέα απρόσοδων αγρών, χωρίς ρευστοποίησή τους προς εξασφάλιση στο μέλλον. Οι δόσεις δανείων και οι ασφαλιστικές εισφορές λαμβάνονται ως στοιχείο προσδιοριστικό περιουσίας και συνθηκών διαβίωσης.
Για καθορισμό διατροφής, μη αναγκαία μνεία της αξίας της χρήσης ακινήτου του πατέρα που παραχωρήθηκε ως στέγη μητέρας και τέκνων, καθόσον, ενόψει κάλυψης στεγαστικών αναγκών, η διατροφή τους περιορίζεται στις λοιπές ανάγκες.
Ένσταση καταχρηστικής άσκησης ένδικης αγωγής λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού με το οποίο ορίστηκε μικρότερο ποσό διατροφής για κάθε τέκνο και συμφωνήθηκε, ενόψει και άνω παραχώρησης υπό εναγομένου, ότι δεν θα διεκδικούνταν διατροφή ανηλίκων για το μέλλον. Αβασιμότητα ένστασης, καθόσον ρυθμίστηκε η διατροφή για ορισμένο διάστημα ως και περιουσιακά ζητήματα δίχως αίρεση παραίτησης από τη νόμιμη διατροφή για το μέλλον.
Η προκαταβολή διατροφής απαλλάσσει τον υπόχρεο μόνο αν έγινε κατά συμφωνία διαδίκων ή κατ’ επιταγή δικαστικής απόφασης ή νόμου, όχι και εκούσια (όπως καταβολή διδάκτρων). Απαγόρευση συμψηφισμού κατ’ απαιτήσεων εκ διατροφής, έστω και αν η προς συμψηφισμό απαίτηση απορρέει από καταβληθείσα αχρεωστήτως διατροφή.
{…} Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στη Μ. Μ. στις 20.1.1995 που ιερολογήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, την 27.9.1997, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Μ. Μ., κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν δύο τέκνα, ήτοι τον Ν. που γεννήθηκε στις 28.4.2001 και τον Χ. που γεννήθηκε στις 12.5.2002. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και έχει ήδη λυθεί δυνάμει της με αριθμό 100/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία κατέστη αμετάκλητη.
Μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης οι διάδικοι κατέθεσαν κοινή αίτηση για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου και υπεγράφη προς τούτο το από 15.2.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό δυνάμει του οποίου μεταξύ άλλων, οι διάδικοι ρύθμισαν την επιμέλεια των τέκνων τους, το δικαίωμα επικοινωνίας του εκκαλούντος με αυτά, και συμφωνήθηκε το ποσό μηνιαίας διατροφής τους σε 150 ευρώ για κάθε τέκνο για το χρονικό διάστημα από 15.2.2006 έως 14.2.2008 και επίσης ρύθμισαν και τα ζητήματα της περιουσίας τους. Περαιτέρω, δυνάμει της με αριθμό 25/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου (ειδική διαδικασία) ανατέθηκε η επιμέλεια των ως άνω ανηλίκων τέκνων των διαδίκων αποκλειστικά στην εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα μητέρα τους.
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι τα ως άνω ανήλικα τέκνα των διαδίκων, ηλικίας 10 και 9 ετών περίπου αντίστοιχα κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (13.2.2012), είναι μαθητές της Ε’ και της Δ’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου αντίστοιχα, παρακολουθούν μαθήματα ξένων γλωσσών και αδυνατούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους, αφού στερούνται προσοδοφόρου περιουσίας, εισοδημάτων ή άλλων οικονομικών πόρων και λόγω της ανηλικότητάς τους και των σχολικών τους σπουδών δεν μπορούν να εργαστούν και να διατρέφονται μόνα τους και συνεπώς, υπάρχει αδυναμία αυτοσυντηρήσεώς τους και ως εκ τούτου δικαιούνται διατροφή από τους γονείς τους, οι οποίοι έχουν την υποχρέωση να διατρέφουν τα τέκνα τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, κατά τους όρους του άρθρου 1489 παρ. 2 ΑΚ. Οι δαπάνες διαβίωσης (τροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας, εξωσχολικών δραστηριοτήτων, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της εν γένει εκπαίδευσης κλπ) των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, είναι οι συνήθεις δαπάνες τέκνων της ηλικίας τους υπό παρόμοιες συνθήκες, πλην των προβλημάτων δυσλεξίας που εμφάνισαν από έτους και για τα οποία συνιστάται ιατρική παρακολούθηση και ειδική διαπαιδαγώγηση, η οποία δεν αποδείχτηκε ότι καλύπτεται πλήρως από τον ασφαλιστικό φορέα (τα μαθήματα λογοθεραπείας ως ομολογείται από την εφεσίβλητη καλύπτονται πλήρως από τον ασφαλιστικό φορέα και δεν περιλαμβάνονται στις διατροφικές ανάγκες των τέκνων).
Διαμένουν στην ιδιόκτητη οικογενειακή στέγη με τη μητέρα τους και επομένως δεν βαρύνονται με ποσοστό συμμετοχής τους στις δαπάνες στέγασης, παρά μόνο με την αναλογία τους επί των παγίων δαπανών συντήρησης αυτής (θέρμανσης, ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού κλπ) της εν λόγω οικίας, στην οποία διαμένουν. Η επικαλούμενη από τον εκκαλούντα – αντεφεσίβλητο ακίνητη περιουσία που περιήλθε στα τέκνα του λόγω γονικής παροχής τα έτη 2007 και 2008 και συγκεκριμένα, στον Ν. περιήλθε η ψιλή κυριότητα ενός διαμερίσματος του πρώτου ορόφου οικοδομής που βρίσκεται στη Μ. εμβαδού 112,60 τμ, καθώς και η ψιλή κυριότητα κατά ποσοστό 50% του ισογείου καταστήματος εμβαδού 35,50 τμ και στον Χ. περιήλθε η ψιλή κυριότητα κατά ποσοστό 50% του ανωτέρω ισογείου καταστήματος, δεν αποφέρουν κάποιο εισόδημα, καθόσον το πρώτο ακίνητο καλύπτει τις στεγαστικές τους ανάγκες, ενώ το δεύτερο χρησιμοποιείται από την μητέρα τους ως αποθήκη για την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας, ενώ δεν απαιτείται ανάλωση ή ρευστοποίηση τούτων και η διατήρησή τους επιβάλλεται για λόγους πρόνοιας προς εξασφάλισή τους στο μέλλον και για την αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης.
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα, διατηρεί επιχείρηση μίνι μάρκετ στη Μ. σε μισθωμένο κατάστημα, την οποία εκμεταλλεύεται με τη βοήθεια και του πατέρα της. Από την επαγγελματική της δε αυτή δραστηριότητα αποκομίζει το ποσό των 2.000 ευρώ κατά μέσο όρο το μήνα, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του ισχυρισμού της εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας που προβάλλεται με το σχετικό λόγο αντέφεσης ότι τα καθαρά έσοδά της από την άσκηση της ανωτέρω επαγγελματικής της δραστηριότητας δεν υπερβαίνουν το ποσό των 1.690 ευρώ μηνιαίως για το έτος 2012, το ποσό των 800 ευρώ μηνιαίως για το έτος 2013 και το ποσό των 1.041 ευρώ για το έτος 2014 μηνιαίως, δεδομένου ότι τα προσκομιζόμενα από την ίδια εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος των αντίστοιχων οικονομικών ετών της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., που έγιναν βάσει της δηλώσεώς της, δεν προκύπτει ότι έχουν ελεγχθεί (ΕφΘεσ 286/2001 Αρμ 2001.923), με συνέπεια να μη δεσμεύει το Δικαστήριο καθ’ όσον δεν έχει ελεγχθεί η ειλικρίνεια των δηλώσεών της (ΑΠ 1330/2011 Νομοτέλεια, ΑΠ 659/1988 Δνη 30.310), δεδομένου επίσης ότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής η εφεσίβλητη ως μηνιαίο εισόδημά της ανέφερε στην αγωγή το ποσό των 2.000 ευρώ.
Επίσης, η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα διαθέτει ακίνητη περιουσία και συγκεκριμένα ένα κατάστημα στη Μ. εμβαδού 35,50 τμ κατά την επικαρπία σε ποσοστό 100% επί του καταστήματος και 50% επί του οικοπέδου, το οποίο χρησιμοποιεί για την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας, την επικαρπία μίας οικίας (διαμέρισμα) στη Μ. εμβαδού 112,60 τμ στην οποία διαμένει μαζί με τα τέκνα της, την ψιλή κυριότητα μίας οικίας στη Μ. εμβαδού 110 τμ στην οποία κατοικούν οι γονείς της οι οποίοι έχουν την επικαρπία, και τρεις αγρούς στη Μ. και στο Λ. Μ., συνολικής έκτασης 6.000 τμ οι οποίοι δεν της αποφέρουν κάποιο εισόδημα, εν τούτοις, λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των οικονομικών της δυνατοτήτων, ως στοιχεία της περιουσίας της (βλ. ΑΠ 272/2004 Δνη 2004.420, ΑΠ 1638/2002 Δνη 2003.1293, ΑΠ 284/2001 Δνη 2001.139) χωρίς να απαιτείται ανάλωση ή ρευστοποίηση τούτων και η διατήρησή τους επιβάλλεται για λόγους πρόνοιας προς εξασφάλισή της στο μέλλον και για την αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης. Η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα δεν βαρύνεται με δαπάνες στέγασης, βαρύνεται, όμως, με την αναλογία της επί των δαπανών που είναι αναγκαίες για τη συντήρηση και λειτουργικότητα της οικίας που διαμένει με τα τέκνα της (ηλεκτροφωτισμός, θέρμανση, ύδρευση κλπ) και επίσης διαθέτει ένα φορτηγό όχημα και ένα ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο για τις ανάγκες της επιχείρησής της και για τις ανάγκες μετακίνησης της ίδιας και των τέκνων της. Επίσης, η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα ασχολείται με τις οικιακές εργασίες καθώς και την ανατροφή και επίβλεψη των ως άνω ανηλίκων τέκνων της, τα οποία λόγω της κρίσιμης ηλικίας που διάγουν και των αυξανόμενων αναγκών στη σχολική τους εκπαίδευση έχουν ανάγκη από την παρουσία και φροντίδα της και στα οποία παρέχει τις προσωπικές της υπηρεσίες για τη φροντίδα και την ανατροφή τους που συνδέονται με τη συνοίκηση και αποτιμώνται σε χρήμα, ενώ η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερες, πέρα από τις συνηθισμένες ανάγκες τροφής, ένδυσης και ψυχαγωγίας, ούτε επίσης, αποδείχτηκαν πέραν των ανωτέρω, άλλα περιουσιακά στοιχεία, ή άλλες υποχρεώσεις ή εισοδήματα της εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας από οποιαδήποτε πηγή.
Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο εκκαλών – αντεφεσίβλητος διατηρεί επιχείρηση μάνδρας οικοδομικών υλικών, οικοδομικές και χωματουργικές εργασίες με τον αδελφό του, στη Μ. Μ., διαθέτει για την εξυπηρέτηση αυτής πέντε φορτηγά αυτοκίνητα και οκτώ μηχανήματα (φορτωτές, τσάπες κλπ) και από την άσκηση της ως άνω επαγγελματικής του δραστηριότητας αποκομίζει το ποσό των 3.000 ευρώ κατά μέσο όρο περίπου το μήνα. Διαφορετικό συμπέρασμα και ειδικότερα ότι τα καθαρά έσοδα του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου ανέρχονται σε μικρότερο ποσό, ως ο ίδιος ισχυρίζεται με τον σχετικό λόγο έφεσης ότι ανέρχονται σε 1.000 ευρώ, δεν μπορεί να συναχθεί από τα προσκομιζόμενα από τον ίδιο εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος οικονομικών ετών 2012, 2013 της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., που έγιναν βάσει της δηλώσεώς του, που δεν προκύπτει ότι έχουν ελεγχθεί (ΕφΘεσ 286/2001 Αρμ 2001.923), με συνέπεια να μη δεσμεύει το Δικαστήριο καθ’ όσον δεν έχει ελεγχθεί η ειλικρίνεια των δηλώσεών του (ΑΠ 1330/2011 Νομοτέλεια, ΑΠ 659/1988 Δνη 30.310). Συνεπώς, οι οικονομικές δυνάμεις του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου δεν υπολείπονται μηνιαίως του ποσού των 3.000 ευρώ, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του ισχυρισμού της εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας που επαναφέρεται με τον σχετικό λόγο αντέφεσης ότι τα καθαρά έσοδα του αντεφεσίβλητου από την άσκηση της ανωτέρω επαγγελματικής του δραστηριότητας υπερβαίνουν το ως άνω ποσό και ειδικότερα ότι ανέρχονται στο ποσό των 5.875 ευρώ μηνιαίως.
Επίσης αποδείχτηκε ότι ο εκκαλών – αντεφεσίβλητος διαθέτει ακίνητη περιουσία και συγκεκριμένα είναι κύριος επί τριών ελαιοπερίβολων και συγκύριος σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί τριών ελαιοπερίβολων, που βρίσκονται στη Μ., συνολικού εμβαδού 7.000 τμ περίπου, σε τρία εκ των οποίων κατόπιν συνένωσής τους έχει κατασκευάσει μία διώροφη οικία. Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου δεν του αποφέρουν εισόδημα, ωστόσο, ως προεκτέθηκε, λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των οικονομικών του δυνατοτήτων, ως στοιχεία της περιουσίας του. Διαμένει σε ιδιόκτητη οικία και συνεπώς ο εκκαλών – αντεφεσίβλητος δεν επιβαρύνεται με δαπάνες μισθωμάτων, παρά μόνο με πάγιες δαπάνες που είναι αναγκαίες για τη συντήρηση και λειτουργικότητα της οικίας αυτής (ηλεκτροφωτισμός, θέρμανση, ύδρευση κλπ), ενώ πέραν των ανωτέρω δεν αποδείχτηκαν άλλα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, ή άλλη περιουσία, ή τυχόν άλλες υποχρεώσεις του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου, πλην όσων προεκτέθηκαν και τις συνηθισμένες δαπάνες διαβίωσης. Σημειώνεται δε ότι η δαπάνη για την καταβολή δόσεων δανείων, καθώς και οι οφειλές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς κλπ δεν αφαιρούνται από το εισόδημα αλλά λαμβάνονται ως στοιχείο προσδιοριστικό της περιουσίας τους και ως στοιχείο που προσδιορίζει τις συνθήκες διαβίωσης (βλ. ΑΠ 1084/2014 Νομοτέλεια, ΑΠ 120/2013 Συνήγορος τ. 99/2013.21, ΑΠ 230/2012, ΑΠ 1330/2011 Νόμος, ΑΠ 680/2010 ΝοΒ 2010.2334) και επίσης κρίσιμο στοιχείο είναι και ο χρόνος κατά τον οποίο δημιουργήθηκαν τα χρέη καθώς και η αφορμή για τη δημιουργία τους.
Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της ζωής των διαδίκων και των ανηλίκων τέκνων τους και ειδικότερα, την ηλικία τους, τον τρόπο διαβίωσης και την οικονομική τους κατάσταση και των δυνάμεων του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου από τις οποίες αυτές συμπροσδιορίζονται, η κατά μήνα διατροφή για τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 650 ευρώ για τον Ν. και στο ποσό των 550 ευρώ για τον Χ.. Τα ποσά αυτά είναι ανάλογα με τις ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής τους και ανταποκρίνεται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή, συντήρηση, ψυχαγωγία και την εν γένει εκπαίδευση των τέκνων των διαδίκων και στα ποσά αυτά συνυπολογίζεται η αυξημένη δαπάνη που απαιτείται για την αντιμετώπιση της δυσλεξίας, οι εξωσχολικές τους δραστηριότητες, καθώς και η αναλογία τους στις κοινόχρηστες και λοιπές λειτουργικές δαπάνες της οικίας διαμονής τους (βλ. ΑΠ 826/94 Δνη 1997.1078) και η προσφορά της προσωπικής εργασίας και απασχόλησης της μητέρας τους για τη φροντίδα και ανατροφή τους, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι αποτιμητή σε χρήμα. Με τα ποσά αυτά μπορούν να καλυφθούν όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και την ανατροφή τους, ώστε να εξασφαλισθεί επίπεδο διαβίωσής τους ανταποκρινόμενο προς το επίπεδο που αρμόζει στην ηλικία τους και προς το επίπεδο ζωής των γονέων τους.
Για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς που βαρύνει τους γονείς τους (δεδομένου ότι ζητείται μόνο η επιδίκαση του ποσού, που κατά τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας αντιστοιχεί στην προς συνεισφορά υποχρέωση του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου στην ανάλογη διατροφή των τέκνων τους και όχι το προσδιοριζόμενο από τις ανάγκες αυτών συνολικό ποσό της διατροφής τους), πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας κάθε γονέα στο σύνολο των εισοδημάτων τους. Με τα δεδομένα αυτά, ο εκκαλών – αντεφεσίβλητος πρέπει να μετέχει στην ανάλογη διατροφή των ως άνω τέκνων του με το ποσό των 500 ευρώ για τον Ν. και με το ποσό των 400 ευρώ για τον Χ.. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν στην προς συνεισφορά υποχρέωση του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου στην ανάλογη διατροφή των ως άνω ανηλίκων τέκνων του, τα οποία είναι σε θέση να καταβάλει, χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή ή άλλου προσώπου που είναι υποχρεωμένος από το νόμο να διατρέφει, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών – αντεφεσίβλητος με τον πρώτο λόγο έφεσης (βλ. ΑΠ 282/2012 ΧρΙΔ 2013.425, ΑΠ 676/2000 [Θ. Λαφαζάνος] Δνη 41.1597, ΕφΠειρ 195/2010 ΠειρΝομ 2011.37 Σημ. Μ. Διαθεσόπουλος, ΕφΘεσ 1439/2005 Nόμος, Ανδρουλιδάκη, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 1487 αρ. 47 και 58), με τον οποίο επαναφέρει την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση διακινδύνευσης, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά το υπόλοιπο ποσό, που απαιτείται προς συμπλήρωση της ανάλογης διατροφής τους, συμμετέχει και η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα με το εναπομένον υπόλοιπο εισόδημα από την εργασία της (ήτοι αφού αφαιρεθεί, από το σύνολο των μηνιαίων εισοδημάτων της, μέρος των εν γένει λειτουργικών δαπανών της οικίας όπου διαμένει, αφαιρουμένων επίσης και των προσωπικών εξόδων της ιδίας στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι δαπάνες κινήσεως για τη διεκπεραίωση των επαγγελματικών της υποχρεώσεων και για τις διάφορες μετακινήσεις των τέκνων) και την προσφορά της προσωπικής της απασχόλησης για την περιποίηση και φροντίδα των τέκνων τους, η οποία ως προεκτέθηκε συνδέεται με τη συνοίκηση και αποτιμάται σε χρήμα ήτοι σε 120 ευρώ μηνιαίως και για τα δύο τέκνα. Σημειώνεται ότι ο, ως άνω, επιμερισμός της, απαιτουμένης για τα ανήλικα τέκνα, διατροφής, μεταξύ των γονέων τους, γίνεται χωρίς ν’ απαιτείται η υποβολή ενστάσεως συνεισφοράς και της μητέρας τους εκ μέρους του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου, δεδομένου ότι με την κρινόμενη αγωγή ζητείται όχι ολόκληρο το ποσό της απαιτουμένης διατροφής, αλλά μόνο το ποσό που αντιστοιχεί στην υποχρέωση συμμετοχής του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου στη διατροφή αυτή, μετά την αφαίρεση της συμμετοχής της μητέρας των ανηλίκων (βλ. ΑΠ 1330/2011 Νομοτέλεια, ΑΠ 1307/1999 Δνη 44.728). Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, κρίνοντας κατά τον ίδιο τρόπο με την εκκαλούμενη απόφαση, με το να δεχτεί, με την ίδια κατά βάση αιτιολογία, τα αυτά σε σχέση με ανωτέρω και υποχρέωσε τον εκκαλούντα – αντεφεσίβλητο να καταβάλει στην εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα ως διατροφή για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων του τα παραπάνω ποσά, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι διάδικοι με σχετικό λόγο της έφεσης και της αντέφεσης αντίστοιχα είναι απορριπτέα στην ουσία τους.
Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών – αντεφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ενώ παραχώρησε το ποσοστό κυριότητάς του επί της οικογενειακής στέγης και επί του καταστήματος που εκμεταλλεύεται η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα, δεν συνυπολόγισε κατά τον προσδιορισμό της συνεισφοράς του στη διατροφή των τέκνων τους το ποσό που εξοικονομούν από την παραχώρηση των ανωτέρω ακινήτων κατά το ποσοστό που παραχωρήθηκε από τον εκκαλούντα – αντεφεσίβητο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς τον καθορισμό των αναγκών των ανήλικων τέκνων και της οφειλόμενης από τον εκκαλούντα – αντεφεσίβλητο διατροφής αυτών, καθώς και του ποσοστού συμμετοχής σ’ αυτή της εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας, δεν ήταν δε αναγκαίος προς τούτο ο προσδιορισμός της αξίας της χρήσεως του ακινήτου της κυριότητας κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου του εκκαλούντος, το οποίο παραχωρήθηκε ως οικογενειακή στέγη, για τη διαμονή της εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας και των ανήλικων τέκνων τους και για τις ανάγκες άσκησης της επαγγελματικής της δραστηριότητας, καθόσον οι στεγαστικές ανάγκες των ανήλικων τέκνων καλύφθηκαν από τη διαμονή τους στο ακίνητο αυτό, για την οποία δεν καταβάλουν μίσθωμα, ώστε η οφειλόμενη από τον εκκαλούντα – αντεφεσίβλητο διατροφή τους να περιορισθεί στην κάλυψη των λοιπών αναγκών τους, ενώ η παραχώρηση του ποσοστού του αναφορικά με το κατάστημα το οποίο χρησιμοποιείται για τις ανάγκες λειτουργίας της επιχείρησης της εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας, καλύπτονται οι διατροφικές ανάγκες της τελευταίας και μέρος των εισοδημάτων της συνυπολογίστηκε στο ύψος της συνεισφοράς της τελευταίας στη διατροφή των τέκνων τους. Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
Περαιτέρω, ο πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του εκκαλούντος που επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι το δικαίωμα που ασκείται με την ένδικη αγωγή ασκείται καταχρηστικά από την εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα, λόγω του από 15.6.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού που υπεγράφη μεταξύ τους και ορίστηκε το ποσό της διατροφής σε 150 ευρώ για κάθε τέκνο και ενόψει της παραχώρησης άνευ ανταλλάγματος της αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής επιχείρησης και της δωρεάς ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας ενός διαμερίσματος και της οικογενειακής στέγης με τη συμφωνία ότι η εφεσίβλητη δεν θα διεκδικούσε διατροφή και για το μέλλον για τα ανήλικα τέκνα τους, δεν καθιστά την ένδικη αξίωση, προφανώς, αντίθετη προς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ο οικονομικός ή ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, καθόσον, υπό τα επικαλούμενα ως άνω περιστατικά, καθώς και όσων αποδείχτηκαν κατά τα ως άνω και ιδίως ενόψει του ότι με το επικαλούμενο ιδιωτικό συμφωνητικό ρυθμίστηκε η μηνιαία διατροφή των τέκνων τους για ορισμένο χρονικό διάστημα (ήτοι από 15.2.2006 έως 14.2.2008) και επίσης ρυθμίστηκαν τα ζητήματα της περιουσιακής τους κατάστασης, ανεξάρτητα από τη διατροφή των τέκνων τους και όχι υπό την αίρεση παραίτησης από τη νόμιμη διατροφή για το μέλλον, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 1499 εδ. α’ ΑΚ (βλ. ΕφΛαρ 42/2010 ΑρχΝ 2011.333), δεν είναι ικανή να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, διότι η οικονομική κατάσταση της εφεσίβλητης και των τέκνων της, της ηλικίας τους και των εν γένει διατροφικών αναγκών τους, για τις οποίες η εφεσίβλητη ζητεί για λογαριασμό τους την επιδίκαση μηνιαίας διατροφής για το οριοθετούμενο με την αγωγή χρονικό διάστημα που υπαγορεύεται από την ανάγκη προστασίας των συμφερόντων τους και εξασφάλισης της διατροφής τους κατά του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου πατέρα τους, ούτε εξάλλου αποδείχτηκε συμπεριφορά τέτοια των δικαιούχων τις διατροφής που να υπερακοντίζει τα όρια που διαγράφονται στην ΑΚ 281 και επομένως ο ως άνω ισχυρισμός του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις.
Τέλος, ο εκκαλών – αντεφεσίβλητος με τον τρίτο λόγο έφεσης επαναφέρει τον προβληθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό του περί μερικής εξόφλησης της απαίτησης της εφεσίβλητης – αντεκκαλούσας και ζητεί να αφαιρεθεί το ποσό των 320 ευρώ που κατέβαλε για το χρονικό διάστημα από 13.2.2012 έως 31.5.2013 για την αμοιβή της δασκάλας των τέκνων τους Α. Σ., για την ενισχυτική διδασκαλία που τους παρείχε και που αντιστοιχεί στο ποσό των 160 ευρώ για κάθε τέκνο, προσκομίζοντας δέκα χειρόγραφα σημειώματα της προαναφερόμενης δασκάλας. Κατά την ΑΚ 1499 εδ. β’, συνδυαζόμενη με τις διατάξεις των άρθρων 1496 εδ. α’ και 1497 ΑΚ η προκαταβολή της διατροφής απαλλάσσει τον υπόχρεο μόνο αν αυτή έγινε κατά συμφωνία των διαδίκων ή κατ’ επιταγή της δικαστικής απόφασης που την επιδίκασε ή άλλης που εκδόθηκε κατ’ αίτηση του τέκνου και καθορίζει διαφορετικά το χρόνο καταβολής της ή αν η προκαταβολή επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση από διάταξη νόμου χάριν του δικαιούχου τέκνου, όχι όμως και όταν η διατροφή προκαταβάλλεται εκουσίως ή από διάταξη νόμου η οποία επιβάλλει αυτή ως μέτρο διοικητικό προς εξασφάλιση της απρόσκοπτης είσπραξής της από το τέκνο στα χρονικά διαστήματα που όρισε η απόφαση που την επιδίκασε (βλ. ΑΠ 114/1991 ΝοΒ 40.721, ΑΠ 113/1991 Δνη 33.782).
Στην προκείμενη περίπτωση υπό τα επικαλούμενα από τον εκκαλούντα – αντεφεσίβλητο πραγματικά περιστατικά, οι επιμέρους καταβολές που επικαλείται προς μερική εξόφληση ποσών για τα δίδακτρα δεν τον απαλλάσσουν από την καταβολή της διατροφής, καθόσον αυτές έγιναν εκουσίως και όχι κατόπιν συμφωνίας, την οποία άλλωστε δεν επικαλείται ο εκκαλών – αντεφεσίβλητος, ούτε εξάλλου συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις προκειμένου για την απαλλαγή του από την καταβολή της διατροφής. Επιπλέον, απαγορεύεται ο συμψηφισμός κατ’ απαιτήσεων εκ διατροφής κι αν ακόμη η προς συμψηφισμό προτεινόμενη απαίτηση απορρέει και αυτή από καταβληθέντα προηγουμένως, αχρεωστήτως ποσά διατροφής (βλ. ΕφΘεσ 509/1993 Αρμ 47.532). Εξάλλου, ενόψει και της προγενέστερης συμφωνίας των διαδίκων σχετικά με τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους για προγενέστερο του επιδίκου χρονικό διάστημα, δεν αποδεικνύεται εάν έχει εξοφλήσει τις προηγούμενες οφειλές και ότι οι υπόλοιπες καταβολές αφορούν το επίδικο χρονικό διάστημα. Επομένως, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί μερικής εξόφλησης της οφειλόμενης διατροφής και το αίτημά του να αφαιρεθούν τα πιο πάνω ποσά από την καταβλητέα διατροφή, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμα. {…}


