77/2018 ΜονΕφΛαρ (Ακυρότητα δήλωσης βούλησης αν ο δηλών δεν είχε έλλογη κρίση λόγω έλλειψης συνείδησης ή μη χρήσης του λογικού – Στις αυτοκινητικές διαφορές (πριν το νέο ΚΠολΔ) μη υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων, υποχρέωση δε διαδίκων να προτείνουν αυτοτελείς ισχυρισμούς προφορικά)
77/2018
Πρόεδρος: Ελένη Μούρτζη Δικηγόροι: Γεώργιος Καλτσογιάννης, Στέφανος Τσικελούδης
Ακυρότητα δήλωσης βούλησης αν ο δηλών δεν είχε έλλογη κρίση λόγω έλλειψης συνείδησης ή μη χρήσης του λογικού συνεπεία πνευματικής ασθένειας μη επιτρέπουσας ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησης. Κρίσιμος ο χρόνος της δήλωσης, μη ουσιώδη δε γεγονότα προγενέστερα ή μεταγενέστερα. Μη ακυρότητα ένδικης πώλησης, λόγω μη απόδειξης της επικαλούμενης ψυχωσικής συνδρομής της ενάγουσας κατά την κατάρτισή της, συνεκτιμωμένης της μακρόχρονης παραμονής της εκτός ψυχιατρικών ιδρυμάτων πριν αλλά και μετά.
{…} Κατά τη διάταξη του άρθρου 131 ΑΚ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο σύστασης της ένδικης σχέσης (έτος 1993), ήτοι πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 του ν. 2447/1996, η δήλωση βούλησης είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή δεν είχε τη χρήση του λογικού επειδή έπασχε από πνευματική ασθένεια. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η δήλωση είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, ο δηλών, από τις άνω αιτίες, δεν είχε έλλογη κρίση που να επιτρέπει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησης με λογικούς υπολογισμούς και αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρούσε και τις συνέπειες που θα προκύψουν από αυτή. Κρίσιμος χρόνος για τη διανοητική κατάσταση του προσώπου είναι η στιγμή της δηλώσεως της βούλησης, γεγονότα δε προγενέστερα ή μεταγενέστερα από τα οποία εμμέσως μπορεί αυτή να συναχθεί, δεν είναι ουσιώδη (ΑΠ 1660/2009 ΝοΒ 2010.720).
Στην προκείμενη περίπτωση με την από 9.9.2010 (αριθ. καταθ. 393/2010) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η ενάγουσα με την ιδιότητά της ως δικαστικής συμπαραστάτριας της Α. Π. του Ι., ισχυρίστηκε ότι η παραπάνω συμπαραστατούμενη το έτος 1991, δυνάμει του αναφερομένου στην αγωγή συμβολαίου πώλησης που μεταγράφηκε νόμιμα, πώλησε στην εναγόμενη το ειδικότερα περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο ελαιοπερίβολο που βρίσκεται στα Α. Μ.. Η συμπαραστατούμενη δεν είχε συνείδηση των πράξεών της, ούτε τη χρήση του λογικού λόγω ψυχοδιανοητικής ασθένειας (σχιζοφρένεια), η οποία την καθιστούσε παντελώς ανίκανη να διαχειριστεί την ακίνητη περιουσία της. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του παραπάνω πωλητηρίου συμβολαίου καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε νόμιμη την αγωγή στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 131 εδ. α’, 180, 1666, 1682, 1621 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ και μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη επιβάλλοντας σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία όρισε στο ποσό των 400 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η εκκαλούσα ενάγουσα για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η αγωγή της, καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό 164/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου που δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, η Α. Π. του Ι. τέθηκε σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση και ορίστηκε οριστικός δικαστικός συμπαραστάτης η εκκαλούσα θυγατέρα της. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η ως άνω συμπαραστατούμενη, ήδη από το έτος 1984 νοσηλευόταν περιοδικά σε ψυχιατρικά ιδρύματα ως πάσχουσα από περιοδική ψυχωσική συνδρομή, η οποία σταδιακά εξελίχθηκε σε βαριάς μορφής ψυχωσική συνδρομή (σχιζοφρένεια). Επίσης, από τα παραπάνω έγγραφα αποδεικνύεται ότι η νοσηλεία της αφορούσε τα έτη 1984 έως 1988, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 22.7.1988 έως 8.4.1993 δεν αποδεικνύεται ότι νοσηλεύτηκε σε οποιοδήποτε ψυχιατρικό ίδρυμα.
Επιπλέον αποδεικνύεται ότι δυνάμει της με αριθμό 176/2632/162/1988 εν μέρει οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου που δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας κατόπιν αιτήσεως του πρώην συζύγου της με αίτημα να τεθεί η συμπαραστατούμενη σε δικαστική απαγόρευση, ορίστηκε προσωρινός διαχειριστής της περιουσίας της ο φυσικός της πατέρας, ενώ στη συνέχεια με τη με αριθμό Π26/3543/222/1990 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου απορρίφθηκε ως αβάσιμη η παραπάνω αίτηση. Επίσης αποδεικνύεται ότι δυνάμει του με αριθμό …/15.7.1991 συμβολαίου πώλησης ακινήτου του Συμβολαιογράφου Η. Φ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ν. στον τόμο … και με αριθμό …, η εκκαλούσα συμπαραστατούμενη μεταβίβασε λόγω πώλησης στην εφεσίβλητη ένα ελαιοπερίβολο ιδιοκτησίας της, που βρισκόταν στα Α. Λ..
Όμως, σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, κατά το χρόνο κατάρτισης του παραπάνω συμβολαίου (15.7.1991) δεν αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα στερείτο της χρήσης του λογικού και συγκεκριμένα ότι δεν είχε έλλογη κρίση που να επιτρέπει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησης με λογικούς υπολογισμούς και αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρούσε και τις συνέπειες που θα προκύψουν από αυτή. Έτσι δεδομένου ότι κρίσιμος χρόνος για τη διανοητική κατάσταση της εκκαλούσας είναι ο χρόνος κατάρτισης του παραπάνω συμβολαίου πώλησης, σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη παραμονή της εκτός ψυχιατρικών ιδρυμάτων τόσο για προγενέστερο όσο και για μεταγενέστερο χρόνο από την κατάρτιση της ένδικης δικαιοπραξίας, δεν μπορεί να συναχθεί η επικαλούμενη πάθησή της (της εκκαλούσας) κατά το χρόνο κατάρτισής της (του πωλητηρίου συμβολαίου) ώστε να καθίσταται η πώληση ως άκυρη.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της εφέσεως, καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη…


