75/2018 ΜονΕφΛαρ (5ετής παραγραφή αξίωσης αδικοπρακτικής αποζημίωσης – Στις αυτοκινητικές διαφορές (πριν το νέο ΚΠολΔ) μη υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων, υποχρέωση δε διαδίκων να προτείνουν αυτοτελείς ισχυρισμούς προφορικά )

75/2018

Πρόεδρος: Βήλη Χρηστίδου Δικηγόροι: Μαρία Παναγιωτοπούλου, Κων. Σταθόπουλος, Γεώρ. Νίκας

5ετής παραγραφή αξίωσης αδικοπρακτικής αποζημίωσης για ζημία παρούσα και μέλλουσα προβλεπτή, αφότου ο ζημιωθείς έλαβε γνώση πρώτων επιζήμιων συνεπειών, ενώ κατά ασφαλιστή από την ημέρα ατυχήματος.

Στις αυτοκινητικές διαφορές (πριν το νέο ΚΠολΔ) μη υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων, υποχρέωση δε διαδίκων να προτείνουν αυτοτελείς ισχυρισμούς προφορικά με καταχώρηση στα πρακτικά έστω συνοπτικά εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Ισχύς των άνω και επί αντένστασης, δικαίωμα όμως αντενισταμένου όπως στην 3ήμερη προθεσμία την αναπτύξει με την προσθήκη.

Προβολή μέσων επίθεσης και άμυνας το πρώτον μετά την πρωτοβάθμια συζήτηση ή και στην κατ’ έφεση δίκη, αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία ή εγγράφως άμεσα και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια.

Προβολή υπό εναγομένων πρωτοδίκως στα πρακτικά ένστασης παραγραφής. Άρνησή της υπό ενάγουσας δίχως προβολή στη συζήτηση άλλου ισχυρισμού, αλλά παραδεκτή προβολή, καθ’ υποφορά διά των πρωτόδικων προτάσεων, αντένστασης διακοπής παραγραφής, αποδεικνυόμενης εγγράφως.

Αοριστία αγωγής αν ο ενάγων δεν επικαλεσθεί ουσιώδη στοιχεία νομιμοποίησης.

Επί αγωγής αδικοπρακτικής αποζημίωσης λόγω βλάβης ή καταστροφής πράγματος αναγκαία μνεία της σχέσης του ενάγοντος με αυτό, όπως κυριότητα, όχι όμως του τρόπου κτήσης της, που θα αποδειχθεί επί αμφισβήτησης.

Επί αποζημίωσης λόγω ολικής καταστροφής οχήματος δυνατότητα ενάγοντος να αφαιρέσει την αξία υπολειμμάτων, άλλως δυνατή ένσταση εναγομένου περί συνυπολογισμού ζημίας και οφέλους με σαφή μνεία είδους και αξίας διασωθέντων υλικών και αίτημα περιορισμού της αποζημίωσης.

{…} Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα και μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει να τρέχει ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών. Επίσης, με το άρθρο 7 του ν. 3557/2007, αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 10 του π.δ. 237/1986, με το οποίο κωδικοποιήθηκε ο ν. 489/1976 και πλέον, η αξίωση του τρίτου παθόντος κατά του ασφαλιστή παραγράφεται μετά πάροδο 5 ετών από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής (ΑΠ 21/2012 ΝοΒ 2012. 531, ΑΠ 1907/2007 Νόμος).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 261, 262, 263 ΑΚ, 106, 262 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διακοπή της παραγραφής αξιώσεως με την έγερση προηγούμενης αγωγής που ασκήθηκε εμπρόθεσμα, σε περίπτωση παραίτησης από αυτή και άσκησης νεότερης εντός έξι μηνών από την παραίτηση ή με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, όταν αυτή απαιτείται σε περίπτωση έγερσης της αγωγής εντός τριμήνου από την περάτωση της διαδικασίας ή μέσα στην προθεσμία που τάσσει ο νόμος, συνιστά αντένσταση, της οποίας πρέπει να γίνει επίκληση από τον διάδικο, ο οποίος αποκρούει την παραγραφή.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 681Α, 666, 670 έως 676, 115 παρ. 3, 591 παρ. 1 εδ. γ’ και δ’, 256 παρ. 1 στοιχ. δ’, 237 παρ. 1, 3, 269 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και την σύμβαση της ασφαλίσεώς του, όπου δεν ήταν προ του ν. 4335/2015 υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικώς, κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί να καταχωρίζονται στα πρακτικά, με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν περιέχονται στις τυχόν κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, απαιτείται προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που «ως γενόμενο κατά την συζήτηση», σημειώνεται στα πρακτικά (ΟλΑΠ 2/2005 Νόμος). Τα προαναφερθέντα εφαρμόζονται και για τους ισχυρισμούς που προτείνονται ως αντένσταση κατά καταλυτικών ενστάσεων του εναγομένου, εφόσον η αντένσταση αυτή προκύπτει από έγγραφα προγενεστέρου χρόνου (ΑΠ 941, 942, 944, 602/2010, 1385/2007 Νόμος), στην περίπτωση όμως αυτή παρέχεται στον αντενιστάμενο το δικαίωμα, όπως στην τριήμερη προθεσμία αντικρούσεως του εδ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 591 ΚΠολΔ να αναπτύξει λεπτομερώς την αντένστασή του με την προσθήκη των εγγράφων προτάσεών του, που κατατίθενται έως την 12η ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση (ΑΠ 98/2015).

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρ. 269 παρ. 2 εδ. α’, β’ και γ’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την 25.7.2011 (ημερομηνία ισχύος του ν. 3994/2011) και πριν την 1.1.2016 (ημερομηνία εφαρμογής του ν. 4335/2015), μέσα επίθεσης και άμυνας, μπορεί να προβληθούν παραδεκτά για πρώτη φορά μετά την συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εάν α) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν έγκαιρα από δικαιολογημένη αιτία, το αυτό δε ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, και γ) αν αποδεικνύονται από έγγραφο ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο προς υπεράσπιση κατά της έφεσης, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή, μεταξύ άλλων, αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Η απόδειξη, όμως, αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το νέο ισχυρισμό πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 611/2016, 98/2015, 1087/2014 Νόμος). Τη συνδρομή δε εξαιρετικής περίπτωσης (ή και περισσότερων) από τις παραπάνω για την επιτρεπτή προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών για πρώτη φορά στο εφετείο οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο διάδικος που προβάλλει τους ισχυρισμούς αυτούς, ενώ και στην απόφαση του δικαστηρίου, που δέχεται ως βάσιμο τον ισχυρισμό αυτό, πρέπει να βεβαιώνεται το παραδεκτό της βραδείας προβολής του και να διαλαμβάνεται στις παραδοχές της η συνδρομή μιας τουλάχιστον από τις παραπάνω περιπτώσεις, που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή του ισχυρισμού (ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 243/2015, 9/2014, 259/2014 Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των υπ’ αριθμ. 45/3.2.2015 πρακτικών συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και των υποβληθέντων δικογράφων της πρωτοβαθμίου δίκης, τόσο οι δύο πρώτοι εναγόμενοι Β. Σ. και Κ. Β., όσο και το τρίτο εναγόμενο της από 13.5.2014 (αρ. κατ. 111/2014) αγωγής της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Β. ΑΕ», το οποίο υπεισήλθε στη θέση της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «G. ΑΕΓΑ» λόγω ανάκλησης της αδείας λειτουργίας της, με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά τη συνεδρίαση της 3.2.2015, που καταχωρήθηκε συνοπτικά στα πρακτικά και αναλύεται περισσότερο με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις τους, ισχυρίστηκαν ότι η επίδικη αξίωση της ενάγουσας υπέκυψε στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ για τους δύο πρώτους και του άρθρου 7 του ν. 3557/2007, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 10 του π.δ. 237/1986, με το οποίο κωδικοποιήθηκε ο ν. 489/1976, για το τρίτο εναγόμενο, καθόσον από την ημέρα του ατυχήματος και μέχρι το χρόνο άσκησης της προκείμενης αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνιστά ένσταση παραγραφής, που είναι νόμιμη, αποδεικνύεται δε παραχρήμα και κατ’ ουσίαν, αφού από την ημέρα του ατυχήματος που συνέβη στις 20.3.2009, οπότε και γεννήθηκε η αγωγική αξίωση της ενάγουσας, η οποία άμεσα έλαβε γνώση του προσώπου του δράστη και μέχρι την επίδοση της παρούσας αγωγής της στους εναγόμενους στις 27.5.2014, 29.5.2014 και 2.6.2014 αντίστοιχα (βλ. εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών Δ.Δ. και Σ. Ζ.) συμπληρώθηκε η πενταετής παραγραφή των αγωγικών αξιώσεών της.

Προς απόκρουση της ως άνω ένστασης παραγραφής των εναγομένων, η ενάγουσα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης της πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα εν λόγω πρακτικά, αρνήθηκε απλώς την ένσταση, χωρίς να προβάλει προφορικά άλλον σχετικό ισχυρισμό. Όμως στις κατατεθείσες προ της ενάρξεως της συζητήσεως έγγραφες προτάσεις της, η ενάγουσα αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Επειδή, εγώ η ενάγουσα τήρησα την κατ’ επιταγή του παραπάνω άρθρου (19 παρ. 8 του π.δ. 237/1986, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο τέταρτο του ν. 4092/2012) απαιτούμενη προδικασία και την 5.2.2014 υπέβαλα προς το γ’ εναγόμενο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου μου την από 4.2.2014 αίτηση αποζημίωσης ιδιοκτήτη από ατύχημα με όχημα ασφαλισμένο σε εταιρία της οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ενώπιον του Επικουρικού Κεφαλαίου, για την οποία και συντάχθηκε από το γ’ εναγόμενο η υπ’ αύξοντα αριθμό …/5.2.2014 απόδειξη παραλαβής εγγράφων από την αρμόδια υπάλληλο της γραμματείας αυτού. Επειδή επί της κατά τα άνω υποβληθείσης αιτήσεώς μου, την 25.4.2014 έλαβα έγγραφη απαντητική επιστολή του γ’ εναγομένου Επικουρικού Κεφαλαίου, σύμφωνα με την οποία το τελευταίο με ενημέρωνε ότι δεν δύναται να προχωρήσει στον διακανονισμό της υποθέσεώς μου και κατά συνέπεια, ύστερα από τη λήψη της άνω απάντησης του γ’ εναγομένου, νομίμως προβαίνω στην άσκηση της παρούσας αγωγής μου στρεφομένη κατ’ αυτού και κατά των λοιπών εναγομένων. Επειδή πράγματι δια της από 30.1.2014 και υπ’ αυξ. αριθ. καταθ. 34/31.1.2014 αγωγής μου στρεφομένης κατά των ιδίων ως άνω εναγομένων, η οποία εφέρετο προς εκδίκαση το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου Σας κατά τη δικάσιμο της 10.6.2014, η οποία επιδόθηκε στους αντιδίκους νομίμως και εμπροθέσμως (ιδ. Σχετ. 10 το οποίο προσάγω και επικαλούμαι) και της οποίας η συζήτηση τελικώς ματαιώθηκε, διέκοψα την παραγραφή της ευθείας αξιώσεώς μου κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του ΠΔ 237/1986, όπως επίσης διέκοψα την παραγραφή των ιδίων αξιώσεών μου και κατά των υπολοίπων εναγομένων. Επειδή δια της παρούσας παραιτούμαι κατ’ άρθρο 294 ΚΠολΔ του δικογράφου της από 30.1.2014 και υπ’ αυξ. αριθ. καταθ. 34/31.1.2014 αγωγής μου στρεφομένης κατά των ιδίων εναγομένων, η οποία φέρεται προς εκδίκαση το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου Σας κατά τη δικάσιμο της 10.6.2014 και η οποία επιδόθηκε στους αντιδίκους νομίμως και εμπροθέσμως. … Αιτούμαι να απορριφθούν οι προτάσεις, ενστάσεις και εν γένει ισχυρισμοί των αντιδίκων».

Με τον ανωτέρω εγγράφως διατυπωμένο ισχυρισμό της η ενάγουσα, όπως δεν αμφισβητείται, προέβαλε, καθ’ υποφοράν, αντένσταση διακοπής της παραγραφής της αξιώσεώς της, η οποία όμως, καταρχήν, είναι απαράδεκτη καθόσον, κατά τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν προτάθηκε και προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με σχετική καταχώρησή της στα πρακτικά, αλλά αποκλειστικά με το δικόγραφο των προτάσεών της. Ωστόσο, ενόψει του ότι ο προβαλλόμενος με την αντένσταση ισχυρισμός της ενάγουσας περί διακοπής της προθεσμίας παραγραφής της αξιώσεώς της με την άσκηση της προγενέστερης από 30.1.2014 (αρ. κατ. 34/2014) αγωγής της εντός της πενταετίας, αποδεικνύεται άμεσα και παραχρήμα από τις προσκομισθείσες και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών Σ. Ζ και Σ. Γ., όπως ομοίως άμεσα και παραχρήμα αποδεικνύεται και η επανέγερση της ίδιας αγωγής εντός εξαμήνου από την παραίτησή της από την προηγούμενη, που έλαβε χώρα με το δεύτερο αγωγικό δικόγραφο που επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 27.5.2014, 30.5.2014 και 2.6.2014, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. …. προσκομισθείσες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανυποβαλλόμενες εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών Δ. Σ. και Σ. Ζ., παραδεκτά, κατ’ άρθρο 269 παρ. 2 γ’ ΚΠολΔ, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη τον μη εγκαίρως και νομοτύπως προβληθέντα ισχυρισμό της ενάγουσας και ορθώς εκτιμώντας τα πράγματα θεώρησε ότι η παραγραφή της αξιώσεως της ενάγουσας διακόπηκε με την εμπρόθεσμη άσκηση της πρώτης αγωγής της και απέρριψε την ένσταση παραγραφής των εναγομένων. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος εφέσεως των εναγομένων, με τον οποίο παραπονούνται ότι απαραδέκτως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του σιγή την αντένσταση διακοπής της παραγραφής και μη νόμιμα τους απέρριψε τη νομότυπα προβληθείσα ένσταση παραγραφής τους, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, το άρθρο 19 του π.δ. 237/1986, με το οποίο κωδικοποιήθηκε ο ν. 489/1976, ορίζει ότι το «Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης, σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητιστικά ατυχήματα, όταν α)…, β)…, γ) Ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παραβάσεως νόμου». Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπου ορίζεται ότι «Η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από το ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)…, γ)…», συνάγεται ότι η αγωγή θεωρείται ορισμένη όταν η ιστορική της βάση τεκμηριώνεται με όλα τα ουσιώδη γεγονότα, δηλαδή με εκείνες τις προϋποθέσεις από τις οποίες απορρέει η αιτούμενη έννομη συνέπεια. Αντίθετα, όσα γεγονότα δεν θεμελιώνουν το αγωγικό αίτημα, δεν ανήκουν στην ιστορική βάση της αγωγής, ούτε ο ενάγων φέρει το βάρος επικλήσεώς τους. Επομένως, η αγωγή είναι αόριστη, μόνο όταν ο ενάγων δεν επικαλεσθεί στο εισαγωγικό του δικόγραφο, τα ουσιώδη γεγονότα της επίδικης έννομης σχέσης. Η από άποψη ιστορικής βάσης πληρότητα της αγωγής συμπεριλαμβάνει και όσα στοιχεία θεμελιώνουν τη διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης, με αποτέλεσμα όταν ο δικαστής αδυνατεί να διαπιστώσει εάν τα επικαλούμενα στο εισαγωγικό δικόγραφο γεγονότα θεμελιώνουν την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση, η αγωγή χαρακτηρίζεται ως αόριστη, με συνέπεια την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο διαπιστώνει θετικά ότι τα επικαλούμενα στοιχεία τα οποία παρατίθενται με πληρότητα, δεν θεμελιώνουν τη διαδικαστική προϋπόθεση της νομιμοποίησης, απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως νομιμοποίησης (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 34, 68).

Ειδικότερα, η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται αξίωση αποζημίωσης από παράνομη επέμβαση σε πράγμα ή από αδικοπραξία λόγω καταστροφής αυτού, πρέπει, εφόσον αντικείμενο αυτής είναι η αποζημίωση, να περιέχει, εκτός από όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την αδικοπραξία (παρανομία, υπαίτια συμπεριφορά του ζημιώσαντος, ζημία και αιτιώδη σύνδεσμο), και την επίκληση της ιδιότητας του ζημιωθέντος ενάγοντος, διότι από αυτήν εξαρτάται το δικαίωμα κατά το ουσιαστικό δίκαιο για την αποζημίωσή του και την έκταση αυτή, η οποία συνάπτεται με το είδος της σχέσης του στο πράγμα (κυριότητα, νομή, κατοχή). Επομένως, εάν ο ενάγων θεμελιώνει την αξίωσή του στην κυριότητά του στο πράγμα, τότε, ενόψει του ότι αυτή δεν αποτελεί το αντικείμενο της δίκης, αλλά συνάπτεται προς αυτό, για τη νομιμοποίησή του, αρκεί η επίκληση του στοιχείου αυτού, χωρίς ειδικότερη αναφορά στον τρόπο κτήσης της κυριότητας, η οποία αν αμφισβητηθεί από τον εναγόμενο, θα γίνει απλώς αντικείμενο απόδειξης, με βάση τον ισχυρισμό που θα διατυπωθεί, κατά παραδεκτή βελτίωση με τις προτάσεις του ενάγοντος (ΑΠ 45/1990 ΕΕΝ 1990. 581, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, 1990, τ.μ. Α’ αρθρ. 216 αρ. 33 με την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα στην ένδικη αγωγή της, επικαλούμενη την αδικοπρακτική συμπεριφορά του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος κατά την ένδικη σύγκρουση με το αναφερόμενο όχημα ιδιοκτησίας της, καθώς και την ασφαλιστική κάλυψη του εναγομένου Επικουρικού Κεφαλαίου λόγω ανάκλησης της αδείας της συμβαλλομένης ασφαλιστικής εταιρίας, για τις έναντι τρίτων ζημίες, ζητεί αποκατάσταση των ζημιών που επήλθαν στο περιγραφόμενο σ’ αυτή όχημά της. Με το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η ενάγουσα παραθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα στοιχεία της ενεργητικής της νομιμοποίησης, που αποτελούν και στοιχεία του ορισμένου της αγωγής της, ήτοι την ιδιότητά της ως ζημιωθείσα και τη σχέση κυριότητας που τη συνδέει με το καταστραφέν όχημα, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται και ο τρόπος κτήσης του δικαιώματός της αυτού, που σε περίπτωση αμφισβήτησης από το εναγόμενο, θα πρέπει να προβεί στη νόμιμη συμπλήρωσή του με τις προτάσεις της και ακολούθως στην απόδειξή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έστω και σιωπηρώς απέρριψε τον περί αοριστίας ισχυρισμό του τρίτου εναγομένου (Επικουρικού Κεφαλαίου) της από 13.5.2014 (αρ. κατ. 111/2014) αγωγής, ορθά το νόμο εφάρμοσε και συνεπώς, ο λόγος αυτός της από 27.5.2015 εφέσεώς του θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

{…} Εξάλλου, σε περίπτωση ολοσχερούς καταστροφής οχήματος που άφησε υπολείμματα με κάποια περιουσιακή αξία, ο ζημιωθείς ενάγων μπορεί να αφαιρέσει την αξία των υπολειμμάτων από το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως, εάν, όμως, δεν το πράξει, ο εναγόμενος δικαιούται με ένσταση να ζητήσει τον συνυπολογισμό της αξίας τους. Η ένσταση αυτή, που χαρακτηρίζεται ως ένσταση συνυπολογισμού ζημίας και οφέλους (compensatio lucri cum damno), πρέπει για να είναι πλήρως ορισμένη, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων (είδος και αξία των υλικών που διασώθηκαν) και να έχει αίτημα, που να κατευθύνεται στον περιορισμό της αιτουμένης αποζημιώσεως κατά την αξία των υπολειμμάτων (άρθρ. 262 ΚΠολΔ) (ΑΠ 1539/1998 Δ 1999. 794 = ΕΕΝ 2000. 203, ΕφΑθ 1115/2009 Δνη 2009. 1449).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι της από 13.5.2014 (αρ. κατ. 111/2014) αγωγής, ισχυρίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρισμό τον οποίο επαναφέρουν με λόγο έφεσης, ότι από το ολικώς καταστραφέν αυτοκίνητο της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας διασώθηκαν σώστρα αξίας 15.000 €, ποσό το οποίο ζητούν να αφαιρεθεί από την αποζημίωση του τελευταίου, αναφέροντας το είδος, δηλαδή ποια ακριβώς μέρη του και την αξία των υλικών μερών του αυτοκινήτου που, τελικώς, διασώθηκαν. Όμως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η αξία των διασωθέντων μερών του οχήματος της ενάγουσας δεν υπερβαίνει το ποσό των 5.000 €. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως τόσο ως προς την ολοσχερή καταστροφή και την αξία του ζημιωθέντος φορτηγού αυτοκινήτου, όσο και ως προς την αξία των σώστρων, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, οπότε οι σχετικοί λόγοι εφέσεως των εναγομένων της προκείμενης αγωγής της εταιρίας «Β. ΑΕ» πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. {…}