512/2018 ΜονΕφΛαρ (Προνόμια του Δημοσίου (και κατ’ επέκταση του ΙΚΑ/ΕΦΚΑ) σε δίκες αναγκαστικής εκτέλεσης)
512/2018 Πρόεδρος: Ελένη Μούρτζη Δικηγόροι: Σωτηρία Χατζηδημητρίου, Ελένη Άγγου, Νικόλαος Παπαπέτρου
Μη αναγκαία κατάθεση παραβόλου έφεσης υπό ΝΠΔΔ, όπως το ΙΚΑ (και ήδη ο διάδοχός του ΕΦΚΑ) που έχει τα ουσιαστικά, δικονομικά και οικονομικά προνόμια του Δημοσίου. Η κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών, και επί ΙΚΑ (εκτός από τον αρμόδιο διευθυντή είσπραξης εσόδων) και στο Διοικητή του, αναφέρεται σε δικόγραφα για δίκες σε δικαστήρια, τέτοιο όμως δεν συνιστά η πρόσκληση δανειστών από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για κατάταξη απαιτήσεων, για την οποία αρκεί η επίδοση μόνο στο Διευθυντή Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ, όχι δε και στο Διοικητή.
Η κρινόμενη από 17.11.2014 (αριθ. καταθ. 330/24.11.2014) έφεση του ανακόπτοντος της από 30.5.2011 (αρ. καταθ. 236/31.5.2011) ανακοπής, κατά της με αριθμό 227/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω ανακοπή κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί στις 24.11.2014 νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και επίσης δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της απόφασης (29.9.2014) μέχρι την άσκηση της ενδίκου εφέσεως (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 ως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της μη επιδοθείσας εκκαλουμένης προ της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, ήτοι προ την 1.1.2016 βλ. ΟλΑΠ 10/2018 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Επίσης, η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 24.11.2014, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 3994/25.7.2011 (άρθρο 19 ΚΠολΔ ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 Ν. 3994/25.7.2011 ως εκ του χρόνου άσκησης της ενδίκου εφέσεως σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 13 Ν. 3994/25.7.2011) και επομένως, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση του προβλεπόμενου στο άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ από το εκκαλούν, καθόσον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), μεταξύ των οποίων είναι το ΙΚΑ και ήδη ο διάδοχός του (Ν. 4364/16, άρθρο 62 παρ. 3 εδ. θ’ Ν. 4387/2016 ως αντικ. με το άρθρο 31 Ν. 4445/2016) Ε.Φ.Κ.Α. που έχει τα ουσιαστικά, δικονομικά και οικονομικά προνόμια του Δημοσίου, απαλλάσσεται δε από κάθε τέλος, φόρο, παράβολο και κράτηση για την παράστασή του και εκπροσώπησή του ενώπιον παντός Δικαστηρίου και Αρχής, καθώς και για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήματος και μέσου ή άλλης διαδικαστικής πράξης ενώπιον τούτων, όπως και το Δημόσιο, απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση μεταξύ άλλων και ενδίκου μέσου ενώπιον όλων των Δικαστηρίων. Επομένως, η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 3δ’ του ν. 1469/1951, που προστέθηκε με το άρθρο 18 του ν. 1469/1984, οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου εφαρμόζονται ανάλογα και για την είσπραξη των εσόδων του ΙΚΑ. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ: «Επί δικών του παρόντος ν. διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου καθ’ ου στρέφεται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν περίπτωσιν, επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις και εις τον Υπουργόν των Οικονομικών». Παρόμοια είναι και η διάταξη του άρθρου 5 του «Κώδικα Νόμων περί δικών Δημοσίου» (Διάταγμα 26.6/10.7.1944). Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι η κοινοποίηση των σχετικών δικογράφων στον Υπουργό Οικονομικών, και στην περίπτωση του ΙΚΑ, εκτός από τον αρμόδιο διευθυντή είσπραξης των εσόδων του, και στο Διοικητή του ΙΚΑ, αναφέρονται σε δικόγραφα για δίκες ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων. Τέτοιο όμως δικόγραφο δεν συνιστά και η πρόσκληση του δανειστού που γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για την κατάταξη της απαίτησής του. Αρκεί η πρόσκληση του δανειστού αυτού να επιδίδεται, εκτός των άλλων προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 972 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, μόνο στον Διευθυντή του οικείου Ταμείου Εισπράξεως Εσόδων ΙΚΑ, υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, όχι δε και στο Διοικητή του ΙΚΑ (πρβλ. ΑΠ 650/2011 ΝοΒ 2012.109).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 30.5.2011 (αριθ. καταθ. 236/2011) ανακοπή, το ανακόπτον Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ», ζήτησε να μεταρρυθμιστεί ο με αριθμό …/4.4.2011 πίνακας κατάταξης του Συμβολαιογράφου Δ. Τ., ώστε να καταταγεί (το ανακόπτον) προνομιακά και οριστικά για το σύνολο του αναγγελθέντος ποσού για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο της ανακοπής λόγους, καθώς και να καταδικαστούν οι καθ’ ων στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της και επέβαλε σε βάρος του ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα του δευτέρου των καθ’ ων, τα οποία όρισε στο ποσό των 250 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή του το εκκαλούν για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
Από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του με αριθμό …./4.4.2011 πίνακα κατάταξης του Συμβολαιογράφου Δ. Τ., το εκκαλούν κατετάγη προνομιακά και οριστικά για το ποσό των 6.609,86 ευρώ. Ο παραπάνω πίνακας κατάταξης επιδόθηκε στον Διευθυντή του περιφερειακού καταστήματος Β. στις 29.4.2011 (βλ. επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας Α. Α. που επικαλείται και προσκομίζει το εκκαλούν) και η κρινόμενη ανακοπή στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου επιδόθηκε στον Διευθυντή της Δ.Ο.Υ. Σ. και στον επισπεύδοντα την εκτέλεση στις 6.6.2011 (βλ. τις με αριθμούς …/6.6.2011 εκθέσεις επίδοσης αντίστοιχα, της δικαστικής επιμελήτριας Ε. Γ.), ενώ στον Υπουργό των Οικονομικών επιδόθηκε στις 15.11.2012 (έκθεση επίδοση του δικαστικού Επιμελητή Η. Ζ.). Συνεπώς, η παραπάνω ανακοπή επιδόθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 10 του Κ.Δ. της 26.6/10.7.1944 «Περί Κώδικος νόμων περί δικών του Δημοσίου», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 50 παρ. 3 του ΕισΝΚΠολΔ.
Το εκκαλούν, με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι η προθεσμία για την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης που αρχίζει από την επίδοση της πρόσκλησης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς τους δανειστές, δεν είχε ξεκινήσει ως προς αυτό (το εκκαλούν), καθόσον έπρεπε να επιδοθεί και στο Διοικητή του ΙΚΑ. Όμως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η πρόσκληση που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν συνιστά δικόγραφο, το οποίο αφορά δίκη ενώπιον Δικαστηρίου όπως απαιτεί ο νόμος και συνεπώς δεν απαιτείται η επίδοσή της στον Διοικητή του Ι.Κ.Α.. Συνεπώς, ενόψει του χρόνου άσκησης της ανακοπής μετά την παρέλευση των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση στο εκκαλούν της πρόσκλησης του άρθρου 979 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, με άλλες αιτιολογίες τις οποίες το παρόν Δικαστήριο αντικαθιστά (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορρίπτοντας την ανακοπή ως απαράδεκτη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι έφεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα, καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 191 παρ. 2, 183, 176 ΚΠολΔ), μειωμένα (ΑΠ 2204/2014, ΑΠ 540/2014), κατά τα άρθρα 21 παρ. 9 ν. 1902/1990 και 22 παρ. 1 και 3 ν. 3643/1957, 19 §1 α.ν. 1846/1951, 7 και 9 ν. 2698/1953 και 5 ν. 3210/1955 σε συνδ. με την ΥΑ 134428/1993 (εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 5 §12 ν. 1738/1987), 53 επ. ν. 4387/2016 και 33 ν. 4445/2016, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.


