49/2016 (Ειδική) ΕιρΛαρ (Εφαρμογή αδικαιολόγητου πλουτισμού επί αξιώσεων από σχέση εργασίας με το Δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ.)

49/2016 (Ειδική)

Ειρηνοδίκης: Αικατερίνη Σπυρέλλη Δικηγόροι: Ευαγγελία Νικολάου, Αικατερίνη Κουκουλιάτρα

Εφαρμογή αδικαιολόγητου πλουτισμού επί αξιώσεων από σχέση εργασίας με το Δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ. Επί απλής σχέσης εργασίας οφειλή αποζημίωσης (όχι μισθού) ίσης με την ωφέλεια εργοδότη, δικαίωμα δε ευθέως εκ του νόμου για αποδοχές αδείας, επιδόματα αδείας και εορτών. Υποχρέωση Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τελεσίδικες ή προσωρινά εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις, μόνοι δε δημοσιονομικοί λόγοι, και δη η ανάγκη τήρησης κρατικού προϋπολογισμού, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν άρνηση εκτέλεσης των κατ’ αυτής αποφάσεων και πολυετή αναμονή νικήσαντος διαδίκου έως το αμετάκλητο. Νόμιμο αίτημα κήρυξης απόφασης προσωρινά εκτελεστής σε βάρος Ν.Π.Δ.Δ., γιατί η διάταξη του 909 αρ. 1 ΚΠολΔ θεωρείται καταργημένη ως αντίθετη στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.

Ο γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, κατά τον οποίο όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιεικείας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου, καθώς και επί των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. Αυτό ισχύει και επί αξιώσεων από τη σχέση εργασίας, διότι δεν εισάγεται υπέρ του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. εξαίρεση με το άρθρο 103 παρ. 2 του Συντάγματος, που απαγορεύει την πρόσληψη υπαλλήλου σε μη νομοθετημένη θέση. Η παρά την απαγόρευση αυτή ενέργεια, επαγόμενη την ακυρότητα της προσλήψεως, συνιστά απλώς τη βασική προϋπόθεση της ελλείψεως νόμιμης αιτίας, ένεκα της οποίας, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 904 ΑΚ, το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. ενέχεται σε απόδοση της ωφελείας που προήλθε από την παρασχεθείσα σ’ αυτό εργασία εκ της οποίας κατέστη πλουσιότερο. Στην περίπτωση απλής σχέσης εργασίας, για την οποία δεν οφείλεται μισθός, αλλά αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ, η αποζημίωση είναι ίση με την ωφέλεια του εργοδότη, που αποκόμισε από την παρασχεθείσα εργασία, η οποία υπολογίζεται με βάση τα όσα θα πλήρωνε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, σε άλλον εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα και ικανότητα και υπό τις ίδιες συνθήκες για την παροχή της ίδιας εργασίας (ΑΠ 82/2013 Νόμος). Τέλος, ακόμη και σε άκυρη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου (όχι βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού) τις αποδοχές αδείας, το επίδομα αδείας και τα επιδόματα εορτών (βλ. ΑΠ 1148/2004 τμ ΕΔ σελ. 470).

Περαιτέρω, με το πρώτο άρθρο του Ν. 2462/97 κυρώθηκε και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στην Νέα Υόρκη στις 16.12.1966. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 του ίδιου νόμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της Συνθήκης της Ρώμης, το Δημόσιο υποχρεούται στην εκτέλεση των αποφάσεων των δικαστηρίων, διαφορετικά η μη συμμόρφωσή του σ’ αυτές καταργεί τη δικαιοσύνη. Τούτο σημαίνει πως το Δημόσιο δεν δύναται πλέον να μην εκτελεί τις σε βάρος του αποφάσεις των δικαστηρίων που δικαιώνουν τον πολίτη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίστανται λόγοι γενικότερου συμφέροντος, όταν αυτές καθίστανται αμετάκλητες (ΜΠρΑθ 19/99 ΑρχΝ 1999.222, ΜΠρΘηβ 360/1998 ΑρχΝ 1999.68). Έτσι με βάση το άρθρο 94 παρ. 4 του Συντάγματος επιτρέπεται πλέον η αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, Δήμων, Κοινοτήτων, ΟΤΑ κλπ. Σε εκτέλεση αυτού εκδόθηκε ο Ν. 3068/2002, με τον οποίο καθιερώνεται υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις. Τέτοιες δικονομικές διατάξεις είναι και οι του άρθρου 904 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ.

Η δυνατότητα εκτέλεσης μιας τελεσίδικης δικαστικής απόφασης αποτελεί μέρος του δικαιώματος της «δίκαιης δίκης» το οποίο προσβάλλεται με τις εν λόγω διατάξεις που καθιερώνουν ιδιαίτερο δικονομικό προνόμιο του Δημοσίου, ΟΤΑ και άλλων Ν.Π.Δ.Δ., έναντι των λοιπών διαδίκων, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να έχει τη δυνατότητα να αρνείται την εκτέλεση των δικαστικών αυτών αποφάσεων. Η αναγκαιότητα της συγκεκριμένης ιδιαίτερης μεταχείρισης του Δημοσίου κλπ δεν επιβάλλεται από συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι μόνη η επίκληση δημοσιονομικών λόγων και ειδικότερα της ανάγκης τήρησης του κρατικού προϋπολογισμού, που επιβαρύνεται με τις σχετικές δαπάνες, για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που επιδικάζουν χρηματικές απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ κλπ δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή δικαιολογητικό λόγο για την κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, πολυετή αναμονή του νικήσαντος διαδίκου, έως ότου καταστεί αμετάκλητη η σχετική τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τη στιγμή που το Δημόσιο έχει την δυνατότητα εκτελέσεως των υπέρ αυτού εκδοθεισών τελεσιδίκων καταψηφιστικών δικαστικών αποφάσεων. Ανεξάρτητα λοιπόν από την συνταγματικότητα ή μη της διάταξης του άρθρου 909 παρ. 1 α’ ΚΠολΔ το Δημόσιο υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις οι οποίες έχουν κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστές, αφού αυτές αποτελούν εκτελεστό τίτλο κατά το άρθρο 904 παρ. 2, στοιχ. α’ ΚΠολΔ, όταν μάλιστα έχουν ασκηθεί και απορριφθεί τα προβλεπόμενα από το νόμο μέσα άμυνας [1903/2003 ΕΣ (πρακτ.) ΕΔΚΑ 2003.606]. Υπό την έννοια αυτή λοιπόν καθίσταται νόμιμο το αίτημα για την κήρυξη της παρούσας απόφασης προσωρινά εκτελεστής σε βάρος του εναγόμενου Ν.Π.Δ.Δ., γιατί η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 909 αρ. 1 ΚΠολΔ ως αντικείμενη στις διατάξεις του ως άνω Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών θεωρείται καταργημένη.

Με την κρινόμενη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι, δυνάμει σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε προφορικά με τον νόμιμο εκπρόσωπο του εναγομένου Δήμου Τ., προσλήφθηκε την 2.4.2011, προκειμένου να εργαστεί ως εργάτης πρασίνου και φροντιστής του ζωολογικού κήπου της πόλεως του Τ.. Ότι απασχολήθηκε στον εναγόμενο με την προαναφερόμενη ειδικότητα μέχρι το τέλος του μηνός Ιουνίου του έτους 2014, οπότε και αποχώρησε οικειοθελώς από την εν λόγω εργασία του, λόγω της ασυνέπειας του εναγομένου ως προς την πληρωμή του. Ότι το ωράριο εργασίας του συμφωνήθηκε να είναι το νόμιμο ημερήσιο και εβδομαδιαίο, απασχολούμενος κατά τις εργάσιμες ημέρες, 5 ημέρες εβδομαδιαίως, επί οκτώ ώρες ημερησίως και ότι το ύψος των καθαρών μηνιαίων αποδοχών του ορίστηκε να είναι το νόμιμο, το οποίο ανέρχονταν στο ποσό των 780 ευρώ. Εκθέτει ακόμη ότι δεν έγινε νομότυπη πρόσληψή του ούτε υπογράφηκε έγγραφη σύμβαση και ότι προσέφερε τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα. Ο εναγόμενος Δήμος όμως, μολονότι αποδέχθηκε τις υπηρεσίες του, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2014 έως και τον Ιούνιο του 2014, εν τούτοις δεν του έχει καταβάλει τις νόμιμες δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού αυτού διαστήματος, καθώς και το επίδομα αδείας και το υπόλοιπο της κανονικής αδείας του, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 5.645,05 ευρώ. Ζητεί δε, για τους λόγους αυτούς, κύρια με τις διατάξεις περί συμβάσεως και επικουρικά με εκείνες περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, με απόφαση κηρυσσομένη προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό, όπως το κάθε μερικότερο κονδύλιο αναλύεται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μερικότερης παροχής, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην δικαστική του δαπάνη.

Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 ν. 2479/1997 κατά το οποίο «στις εργατικές διαφορές δεν καταβάλλεται το κατά νόμο ΓΟΗ/1912, όπως ήδη ισχύει, δικαστικό ένσημο για το μέχρι του ποσού της εκάστοτε καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου αίτημα της αγωγής»), αρμοδίως καθ’ ύλην (άρθρο 14 §1α ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 664 ΚΠολΔ), εισάγεται να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ. Πλην όμως, κατά την κύρια βάση της, η οποία στηρίζεται σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη. Και τούτο για το λόγο ότι, εφόσον για τη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, όπως απαιτείται στην προκειμένη περίπτωση, αυτή δεν αποτελεί εκ του νόμου σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Συνεπώς, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η συνδέουσα το εναγόμενο και τον ενάγοντα σύμβαση εργασίας είναι άκυρη ως τέτοια και μεταξύ των διαδίκων υφίσταται απλή εργασιακή σχέση, για την οποία δεν οφείλεται μισθός, αλλά αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ.

Περαιτέρω η υπό κρίση αγωγή αναφορικά με την παραδεκτά σωρευόμενη, κατά δικονομική επικουρικότητα (219 ΚΠολΔ), βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι νόμιμη, καθόσον γίνεται έστω επίκληση περί ακυρότητας της κύριας βάσης (ΟλΑΠ 22/2003, 23/2003) στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904 επ., 346 ΑΚ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος, να επιδικασθούν οι νόμιμοι τόκοι από της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μερικότερης παροχής, αφού η υποχρέωση προς καταβολή τόκων επί των οφειλών των Ν.Π.Δ.Δ. αρχίζει πάντοτε και μόνον από την επίδοση της αγωγής. Τα αγωγικά δε κονδύλια του επιδόματος αδείας και του υπολοίπου της κανονικής άδειας του ενάγοντος, ποσού 323, 205 και 642 ευρώ, αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθούν ως αόριστα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτιμήσεως, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή του επακριβώς ποιο έτος αφορούν. Πρέπει συνεπώς, η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την ένορκη κατάθεση … αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Στις 2.4.2011 καταρτίσθηκε προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μεταξύ αφενός του ενάγοντος, αφετέρου του νομίμου εκπροσώπου του εναγόμενου Δήμου Τ., με βάση την οποία, ο ενάγων προσλήφθηκε από τον τελευταίο, υπό την ειδικότητα του εργάτη πρασίνου και φροντιστή του ζωολογικού κήπου στο δημοτικό περιαστικό άλσος στη θέση «Π.» της πόλεως του Τ. και ανέλαβε έναντι του εναγομένου Δήμου την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του, υπό την προαναφερόμενη ειδικότητα, έναντι μηνιαίου μισθού ο οποίος συμφωνήθηκε, όπως αυτός οριζόταν από τις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου για τους ΟΤΑ Α’ βαθμού του ν. 4024/2011 και ανέρχονταν στο ποσό των 780 ευρώ.

Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο ενάγων ενεργώντας υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγόμενου, παρείχε την εργασία του κατά τα συμφωνηθέντα, ήτοι παρείχε υπηρεσίες και εργάστηκε από την 2.4.2011 έως και τον Ιούνιο του 2014, κατά τις εργάσιμες ημέρες, ήτοι πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, επί οκτώ ώρες ημερησίως, οπότε και αποχώρησε οικειοθελώς από την εν λόγω εργασία του, λόγω της ασυνέπειας του εναγομένου ως προς την πληρωμή του. Ο εναγόμενος Δήμος μολονότι όμως αποδέχθηκε τις υπηρεσίες του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2014 έως και τον Ιούνιο του 2014, εν τούτοις δεν του έχει καταβάλει τις νόμιμες δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού αυτού διαστήματος, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 4.680 ευρώ. Εξάλλου αποδείχτηκε ότι για την πρόσληψη του ενάγοντος δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία σύναψης συμβάσεων από τους ΟΤΑ. Δεδομένου, ωστόσο, ότι αποδείχθηκε η πραγματική απασχόληση του ενάγοντος στον εναγόμενο Δήμο, μη τηρουμένων των νομίμων διατυπώσεων, ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του με απλή σχέση εργασίας, και ως εκ τούτου δεν δικαιούται μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 250/2006 ΧρΙΔ 2006.661, ΕφΔωδ 309/2007 Νόμος). Μπορεί όμως να αξιώσει, για την ως άνω εργασία του, αποζημίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (αρθρ. 904 επ. του ΑΚ), η οποία (αποζημίωση) είναι ίση με την ωφέλεια του εργοδότη, που ο τελευταίος αποκόμισε από την παρασχεθείσα εργασία, όπως αυτή υπολογίζεται με βάση τα όσα θα πλήρωνε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, σε άλλον εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα και ικανότητα και υπό τις ίδιες συνθήκες για την παροχή της αυτής εργασίας (βλ. ΑΠ 186/2010 Νόμος, ΑΠ 322/2010, ΑΠ 250/2006 Νόμος).

Κατόπιν τούτων, ο εναγόμενος Δήμος οφείλει στον ενάγοντα τις νόμιμες αποδοχές του, από τον Ιανουάριο του 2014 έως και τον Ιούνιο του 2014, που ανέρχονται στο ποσό των (780 Χ 6 μήνες =) 4.680 ευρώ. Το παραπάνω συνολικό οφειλόμενο ποσό, ο εναγόμενος αρνείται να καταβάλει στον ενάγοντα, περιελθών σε υπερημερία ως προς την καταβολή του ποσού αυτού και ωφελούμενος από την παροχή των ως άνω υπηρεσιών του ενάγοντος. Κατά τα ανωτέρω ποσά ο εναγόμενος Δήμος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, που απασχολήθηκε σε αυτόν χωρίς ενεργή σύμβαση εργασίας και χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, και αποτελούν την ωφέλεια που προσπορίστηκε από την εργασία του και συνίσταται στην αμοιβή που θα κατέβαλε σε άλλους εργαζόμενους που θα προσλάμβανε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη.

Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, θα πρέπει η αγωγή κατά την επικουρική της βάση, να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτομένης της ενστάσεως του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος (ότι η εργασία του ήταν οικειοθελής) και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.680 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την πλήρη εξόφληση, σύμφωνα με το διατακτικό. Όσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα, γι’ αυτό το περί τούτου αίτημα πρέπει να γίνει δεκτό….