456/2018 ΜονΕφΛαρ (Αναγκαστική ομοδικία πρωτοφειλέτη και εγγυητή επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής από αλληλόχρεο λογαριασμό, λόγω αδιαίρετου χαρακτήρα της παροχής – Μη απαράδεκτη έφεση επί κατάθεσης παραβόλου μετά την άσκησή της και πριν τη συζήτηση)

456/2018

Πρόεδρος: Ηλ. Τουλίγκος Δικηγόροι: Δημ. Νώτας, Χρυσούλα Θεοχάρη

Αναγκαστική ομοδικία πρωτοφειλέτη και εγγυητή επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής από αλληλόχρεο λογαριασμό, λόγω αδιαίρετου χαρακτήρα της παροχής και ανάγκης για ενιαία ρύθμιση. Απόφαση εκδιδόμενη υπέρ πρωτοφειλέτη ή εγγυητή περί ανυπαρξίας του χρέους αποτελεί δεδικασμένο υπέρ του άλλου, διότι επί κοινής εναγωγής τους [υφίσταται] αναγκαστική ομοδικία ως προς την ύπαρξη της κύριας οφειλής.

Μη απαράδεκτη έφεση επί κατάθεσης παραβόλου μετά την άσκησή της και πριν τη συζήτηση.

Σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 1α ΚΠολΔ «Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνον ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται». Η διάταξη αυτή προσδίδει ευρύτερα όρια στην έννοια της αναγκαστικής ομοδικίας, εφόσον αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, στις οποίες, αν και δεν υπάρχει κίνδυνος σύγκρουσης δεδικασμένου, δεν νοείται, όμως, η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, αλλά κατά τους κανόνες της λογικής και του δικαίου επιβάλλεται η έκδοση όμοιας απόφασης. Έτσι, αναγκαστική ομοδικία υφίσταται και σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει πλήρης ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης κάθε ομοδίκου, καθόσον η λογική αναγκαιότητα επιβάλλει την έκδοση όμοιας απόφασης και, συνεπώς, δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων (ΑΠ 223/2018, ΑΠ 42/2016).

Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, υφίσταται και επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής από αλληλόχρεο λογαριασμό μεταξύ πρωτοφειλέτη και εγγυητή (ΑΠ 30/2003, ΕφΑθ 3865/2012, ΕφΠειρ 950/2005, ΕφΘεσ 1627/2003), λόγω του αδιαίρετου χαρακτήρα της αξιούμενης παροχής και της εντεύθεν ανάγκης για ενιαία ρύθμιση της διαφοράς. Ειδικότερα, από τις διατάξεις του άρθρου 328 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι το δεδικασμένο επεκτείνεται υπέρ του εγγυητή από τη δίκη μεταξύ του δανειστή και του πρωτοφειλέτη και υπέρ του πρωτοφειλέτη από τη δίκη μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή. Η απόφαση δηλαδή που εκδίδεται υπέρ του πρωτοφειλέτη ή του εγγυητή περί ανυπαρξίας του χρέους αποτελεί δεδικασμένο υπέρ του άλλου. Όταν, συνεπώς, κατ’ αυτών ασκείται κοινή αγωγή, υπάρχει μεταξύ τους σχέση αναγκαστικής ομοδικίας ως προς το μέρος της δίκης που αφορά την ύπαρξη της κυρίας οφειλής (άρθρο 76 παρ. 1β ΚΠολΔ, ΕφΠειρ 25/2016 Νόμος).

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 ν. 4055/2012 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 93 παρ. 1 ν. 4139/2013) και 532 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της εφέσεως υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού διακοσίων ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, καθώς και ότι σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο. Με βάση τ’ ανωτέρω η κατάθεση του παραβόλου συνιστά τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της εφέσεως. Όμως εφόσον ορίζεται ότι το απαράδεκτο γεννάται «αν δεν κατατεθεί το παράβολο» και όχι αν αυτό δεν κατατεθεί εμπροθέσμως, η κατάθεση αυτού μετά την άσκηση της εφέσεως και πριν από τη συζήτησή της δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτής.

Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι ήδη εκκαλούντες άσκησαν την από 15.6.2016 (αρ. κατ. 71/2016) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 405/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων χωρίς όμως να καταθέσουν το απαιτούμενο κατ’ άρθ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παράβολο και ως εκ τούτου σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα το ασκηθέν ένδικο μέσο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο…