350/2017 (Τακτική) ΕιρΛαρ (Εφαρμογή αδικαιολόγητου πλουτισμού επί αξιώσεων από σχέση εργασίας με το Δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ.)

350/2017 (Τακτική)

Ειρηνοδίκης: Παρθένα Μουτρουπίδου Δικηγόροι: Γεώρ. Παπαδημητρίου, Στυλιανή Μπρότση, Σπυρ. Βρογκιστινός, Μαρία Σωτηρίου

Κατά το ΒΡΔ, κοινοχρησία και με αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, αν το πράγμα διετέλεσε κοινόχρηστο επί 80 έτη πριν τις 23.2.1946, μη αρκούντος ότι οι περίοικοι πίστευαν ότι προοριζόταν ως τέτοιο. Μη κτητικός κυριότητας ο θεσμός αυτός, αλλά κυρωτικός της υφιστάμενης κατάστασης, μη αναγνωριζόμενος υπό ΑΚ, αλλά προστασία των μέχρι την ισχύ του κτηθέντων δικαιωμάτων.

Διάκριση και διαδικασία χαρακτηρισμού οδών σε εθνικές ή επαρχιακές, ενώ η απόκτηση της ιδιότητας οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής συνιστά ζήτημα πραγματικό, γιατί ο νόμος δεν προβλέπει ειδική διαδικασία.

Επί νομικών όρων εύχρηστων στην πράξη με ορισμένο περιεχόμενο, μη ανάγκη μνείας και των πραγματικών περιστατικών αυτών.

Η εξουσία χρήσης κοινοχρήστου πράγματος απορρέει από το δικαίωμα προσωπικότητας, αλλά δεν παρέχει δικαίωμα (οιονεί) νομής ή κατοχής του.

Αντιφατική και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης η ένδικη αγωγή, καθόσον οι ενάγοντες επικαλούνται αφενός μεν δικαίωμα οιονεί νομής (δουλείας διέλευσης) επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας, αφετέρου δε κοινοχρησία αυτής, οπότε όμως δεν μπορεί να θεμελιωθεί οιονεί νομή ιδιώτη σε πράγμα εκτός συναλλαγής και μη δυνατή επίκληση οιονεί νομής σε κοινόχρηστο πράγμα κατά το 28 ν. 1337/83, καθό ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσης σχηματισθέντες έστω και κατά παράβαση πολεοδομικών διατάξεων και ευρισκόμενοι σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων θεωρούνται κοινόχρηστοι ανήκοντες στον ΟΤΑ.

{…} Κατά το άρθρο 967 ΑΚ πράγματα κοινής χρήσης είναι ιδίως τα νερά με αέναη και ελεύθερη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια, οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους. Σαν πράγματα κοινής χρήσης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι δρόμοι, είναι εκείνα των οποίων δικαιούται να κάνει χρήση ευρύτερος, αόριστος, αλλά όχι κατ’ ανάγκη και απεριόριστος αριθμός προσώπων (ΑΠ 2062/1984 ΝοΒ 33. 1163, ΕφΠειρ 1291/1996 Δνη 38. 928, ΕφΠειρ 1515/1988 Δνη 31. 1482, ΕφΠειρ 1548/1987 αδημ.). Πράγματα δηλαδή κοινής χρήσης είναι εκείνα, τα οποία το δίκαιο θέτει στην άμεση διάθεση του κοινού γενικά για χρήση σύμφωνη με τον προορισμό τους. Χαρακτηριστικό στοιχείο της κοινής χρήσης είναι η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Το περιεχόμενο και η έκταση της κοινής χρήσης εξαρτάται από τον προορισμό που δόθηκε στο πράγμα, την επάρκειά του και τον αριθμό των προσώπων που μετέχουν στην κοινή χρήση, αφού, όσο ευρύτερος είναι ο κύκλος των προσώπων που μετέχουν σ’ αυτή, τόσο περισσότερο εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον (ΑΠ 1454/1990 Δνη 33. 138).

Κατά το προϊσχύσαν του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, τρόπο καθιέρωσης πράγματος σαν κοινόχρηστου, αποτελούσε και η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα (vetustas). Με το θεσμό αυτό κυρωνόταν ως έννομη η πραγματική κατάσταση, την οποία η ζώσα γενιά, μέχρι εκεί που φθάνει η μνήμη της, έτσι γνώρισε στο παρελθόν, χωρίς να διασωθεί από την παρελθούσα γενιά καμία παράδοση για την ύπαρξη άλλης διαφορετικής κατάστασης. Απαιτείτο δηλαδή η πάροδος τόσου χρόνου, ώστε η παρούσα γενιά ανθρώπων και η αμέσως προηγηθείσα, κάθε μία θεωρούμενη ότι εκτείνεται σε τεσσαρακονταετία, να μη γνώρισαν διαφορετική κατάσταση. Ο θεσμός της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας δεν ήταν κτητικός κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος, αλλά κυρωτικός της μέχρι τώρα υφιστάμενης κατάστασης. Με αυτόν κυρωνόταν σαν έννομη η μέχρι τώρα πραγματική κατάσταση, της οποίας η γένεση εξαφανιζόταν στα βάθη του παρελθόντος. Δεν επρόκειτο όμως για γενικό τρόπο κύρωσης οποιασδήποτε πραγματικής κατάστασης, αλλά για ειδικό τρόπο που ίσχυε στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στις πηγές, ήτοι μόνο για δρόμους, για ανθρώπινα έργα προς διεύθυνση των νερών της βροχής και για υδραγωγεία. Ο Αστικός Κώδικας δεν αναγνωρίζει το θεσμό της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας. Για τα δικαιώματα όμως που αποκτήθηκαν μέχρι την ισχύ του, υφίσταται και προστατεύεται (ΕισΝΑΚ άρθ. 51, 57). Με την ισχύ του ΑΚ ο θεσμός αυτός αναπληρώνεται επαρκώς από τις διατάξεις για παραγραφή, αχρησία και την ένσταση του δόλου (άρθρο 281 ΑΚ). Η αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα εφαρμόζεται μόνο, όταν κατά την εισαγωγή του ΑΚ, ήτοι την 23.2.1946, είχαν ολοκληρωθεί αναφορικά προς ορισμένη κατάσταση, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της, σε εκείνες δηλαδή τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τότε (23.2.1946) ζώντες άνθρωποι, ούτε οι πατέρες τους διατήρησαν στη μνήμη τους εικόνα διαφορετική της γνωστής σ’ αυτούς. Πρέπει συνεπώς, καθ’ όλο το πιο πάνω διάστημα να υπήρχε κατάσταση πραγμάτων αντίστοιχη κατά περιεχόμενο προς το επικαλούμενο δικαίωμα, προκειμένου δε για την ιδιότητα πράγματος ως κοινόχρηστου, να αποδεικνύεται ότι αυτό χρησιμοποιείτο σαν τέτοιο για ολόκληρο το χρονικό αυτό διάστημα, κατά το οποίο πραγματικά αυτό καθιερώθηκε σαν κοινόχρηστο από χρόνο που υπερβαίνει την 80ετία. Δεν αρκεί, έτσι, να προορίστηκε σαν κοινόχρηστο, ούτε το ότι οι περίοικοι πίστευαν ότι το πράγμα προοριζόταν σαν τέτοιο, αλλά απαιτείται να διατέλεσε κοινόχρηστο καθ’ όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα (ΑΠ 544/1979 ΝοΒ 20. 1404-6, ΑΠ 1836/1981 ΝοΒ 30. 1077-1078, ΕφΠειρ 1515/1988 Δνη 31. 1482, ΕφΑθ 9407/1987 Δνη 31. 559, Β. Οικονομίδη Γεν.Αρχ. παρ. 68, Γ. Μπαλή Γεν. Αρχ. παρ. 140 και 204, 208, Α. Τούση Γεν. Αρχ. 1962, σελ. 723-724 παρ. 161, Παπαχρήστου Γεν.Αρχ.1979 σελ. 605-606).

Περαιτέρω οι οδοί, σύμφωνα με την ενδεικτική απαρίθμηση του άρθρου 967 ΑΚ, περιλαμβάνονται μεταξύ των κοινόχρηστων πραγμάτων. Αυτές με βάση το άρθρο 1 του ΠΔ της 25/28.11.1929 διακρίνονται σε εθνικές, επαρχιακές, δημοτικές και κοινοτικές. Οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ίδιου προεδρικού διατάγματος καθορίζουν τη διαδικασία, η οποία απαιτείται να τηρηθεί, για να χαρακτηρισθεί μία οδός ως εθνική ή επαρχιακή. Η απόκτηση όμως του ιδιαίτερου γνωρίσματος μιας οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παραπάνω προεδρικού διατάγματος, ζήτημα πραγματικό, γιατί ο νόμος δεν προβλέπει ειδική διαδικασία, η οποία να προσδίδει στην οδό την παραπάνω ιδιότητα. Έτσι η οδός χαρακτηρίζεται ως δημοτική ή κοινοτική, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 3155/1955 εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός δήμου ή μιας κοινότητας, που δημιουργούνται μέσα στα διοικητικά όρια αυτών (ΑΠ 1038/1994 Γ’ Τμήμα Δνη 37. 140, ΑΠ 242/1994 ΝοΒ 43. 55). Έτσι οι δήμοι και οι κοινότητες δεν έχουν εξουσία να αναγνωρίζουν ή να διαπιστώνουν την ύπαρξη δημοτικού ή κοινοτικού δρόμου (Σ.τ.Ε 40/1973 ΝοΒ 21. 986). Εξάλλου οι παραπάνω δρόμοι μπορούσαν κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο να καταστούν πράγματα κοινής χρήσης και με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, εφόσον υπήρχαν οι προϋποθέσεις, που πιο πάνω αναφέρονται. Για την πληρότητα του σχετικού ισχυρισμού αρκεί ότι η επίδικη έκταση είναι δημοτικός ή κοινοτικός δρόμος από αμνημόνευτα χρόνια (ΕφΘεσ 1710/1990 Δνη 31. 1332). Και τούτο γιατί προκειμένου για νομικούς όρους εύχρηστους στην πράξη, που έχουν ορισμένο περιεχόμενο και γνωστή έννοια και δηλώνουν κάποια πραγματική κατάσταση ή νομική σχέση, δεν είναι αναγκαίο όπως ο επικαλούμενος τούτους διάδικος εκθέσει συγχρόνως και τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν αυτούς. Έτσι σε περίπτωση παράλειψης μνείας των πραγματικών αυτών περιστατικών δεν είναι αόριστος ο σχετικός ισχυρισμός. Τέτοιος γνωστός κατά περιεχόμενο και νομική έννοια είναι και ο κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου προβλεπόμενος θεσμός της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας, ως τρόπος καθιέρωσης ενός πράγματος ως κοινόχρηστου (ΑΠ 264/1984 ΝοΒ 33. 269, ΕφΘεσ 1872/1981 ΑρχΝ 33. 38).

Τέλος η καθιέρωση ενός πράγματος ως κοινόχρηστου παράγει διφυή σχέση, αφενός μεν σχέση της πολιτείας προς το πράγμα, αφετέρου δε σχέση του ατόμου προς τούτο, που συνίσταται στην εξουσία για χρήση του τελευταίου. Η εξουσία αυτή απορρέει από το ιδιωτικό δικαίωμα επί της προσωπικότητας του ατόμου, το οποίο δικαίωμα προσβάλλεται με την παρεμπόδιση της ικανότητας προς απόλυτη και ελεύθερη ανάπτυξη της ανθρώπινης πρωτοβουλίας. Η παραπάνω επομένως εξουσία δεν είναι άμεση, αφού δεν παρέχει στον άνθρωπο δικαίωμα νομής, οιονεί νομής ή κατοχής στο κοινόχρηστο πράγμα. Κατά συνέπεια, όποιος προσβάλλεται στο δικαίωμά του που απορρέει από την προσωπικότητά του για ελεύθερη χρήση των κοινόχρηστων πραγμάτων, προστατεύεται από το άρθρο 57 ΑΚ και δικαιούται να ζητήσει κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις αυτού άρση της προσβολής, καθώς και παράλειψη αυτής στο μέλλον (ΑΠ 286/1987 Δνη 29. 1365, ΕφΠειρ 1291/1996 Δνη 38. 928). Εξάλλου όπως προκύπτει από το άρθρο 975 ΑΚ, η οιονεί νομή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η φυσική εξουσία πάνω στο ξένο πράγμα, που αποτελεί περιεχόμενο ενεχύρου ή δουλείας. Άρα κάθε χρησιμότητα σε ξένο πράγμα, που μπορεί σύμφωνα με το νόμο να παραχωρηθεί ως δουλεία υπέρ οποιουδήποτε, μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο μερικής εξουσίας πάνω στο πράγμα και συνεπώς να αποκτηθεί και ασκηθεί ως οιονεί νομή (ΕφΔωδ 324/2004 Νόμος). Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 975 ΑΚ για την ύπαρξη της οιονεί νομής απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία: α) ύπαρξη μερικής φυσικής εξουσίασης πάνω στο πράγμα (corpus), β) η θέληση (animus juri exercendi) του οιονεί νομέα να ασκεί την παραπάνω φυσική εξουσία με διάνοια δικαιούχου, χωρίς να απαιτείται και πεποίθηση αυτού ότι ασκεί την οιονεί νομή νόμιμα συνεστημένη και γ) η θέληση προς εξουσίαση να κατευθύνεται πάνω σε ξένο πράγμα (Μπαλής Εμπρ.Δίκ. παρ. 25, σελ. 73, ΕιρΚοζ 48/1996 Αρμ 1998. 557).

Στην κρινόμενη με στοιχείο Α’ αγωγή ιστορούν οι ενάγοντες ότι είναι αποκλειστικοί κύριοι, κάτοχοι και νομείς και ειδικότερα ο μεν πρώτος κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου η δε δεύτερη κατά ποσοστό 6/8 εξ αδιαιρέτου, ενός ακινήτου που βρίσκεται στην πόλη της Λ. στη συνοικία Ν. και στην οδό Σ. αρ. … και σε ιδιωτική πάροδο της οδού Σ. μηπω εγκεκριμένης από το σχέδιο πόλεως και ειδικότερα ενός οικοπέδου επιφάνειας 300,92 τμ μετά της επ’ αυτού οικίας και των πάσης φύσεως παραρτημάτων και παρακολουθημάτων, όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά κατά θέση έκταση και όρια στην κρινόμενη αγωγή, το οποία περιήλθε σ’ αυτούς με τον τρόπο, που αναλύεται στην αγωγή. Ότι ο πατέρας των εναγομένων, ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει και κληρονομήθηκε από αυτούς είχε στην αποκλειστική κυριότητα νομή και κατοχή του α) ένα οικόπεδο εκτάσεως 150,70 τμ στη συνοικία Ν. στη Λ. και στην οδό Σ. (ήδη αρ. …), όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά κατά θέση έκταση και όρια στην κρινόμενη αγωγή, το οποίο περιήλθε σ’ αυτόν με τον τρόπο που αναλύεται στην αγωγή, β) ένα οικόπεδο εκτάσεως 210 τμ στην ίδια ως άνω θέση, όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά κατά θέση έκταση και όρια στην κρινόμενη αγωγή, το οποίο περιήλθε σ’ αυτόν με τον τρόπο που αναλύεται στην αγωγή. Ότι τα ως άνω οικόπεδα φαίνεται ότι συνορεύουν με ιδιωτική οδό, όπως αυτή ειδικότερα περιγράφεται.

Ότι οι εναγόμενοι προέβησαν στην υπ’ αριθμ. …/4.3.2009 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θ. Δ. η οποία μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι επί της ως άνω αποδοχής κληρονομιάς, αποδέχθηκαν ένα οικόπεδο συνολικής εκτάσεως 407,63 τμ όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή αλλά και στο από Οκτωβρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Θ.Λ., το οποίο είναι προσαρτημένο στην αγωγή. Ότι με την ως άνω αποδοχή κληρονομιάς προσπαθούν να οικειοποιηθούν την ως άνω ιδιωτική κοινόχρηστη έκταση, αφεθείσα σε κοινή χρήση προς εξυπηρέτηση των παρόδιων ιδιοκτητών και ιδιοκτησιών. Ότι η ιδιωτική αυτή οδός αποτελεί κοινόχρηστο χώρο από το έτος 1963 και μέχρι σήμερα για χρονικό διάστημα δηλαδή σχεδόν 50 ετών που χρησιμοποιείται τόσο από τους εναγομένους, όσο και από τους ενάγοντες, καθώς εισέρχονται στην οικία τους και ειδικότερα στον αύλειο χώρο που βρίσκεται στον πίσω χώρο αυτής και ότι ως εκ τούτου έχουν αποκτήσει δικαίωμα οιονεί νομής επ’ αυτής διανοία δικαιούχου διόδου και με έκτακτη χρησικτησία. Ότι η ιδιωτική αυτή οδός αποτελεί κοινόχρηστο χώρο κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρ. 28 του ν. 1337/1983. Ότι συνεπεία της εν λόγω οικειοποιήσεως φέρεται ότι οι εναγόμενοι έχουν αποκτήσει οικόπεδο εμβαδού 407,63 τμ. Ότι επιπλέον ο πρώτος των εναγομένων Κ. Ζ. προσπάθησε να τοποθετήσει εξώθυρα επί της υφισταμένης ως άνω ιδιωτικής οδού στο σημείο όπου αυτή εφάπτεται της οδού Σ., αποκόπτοντας τους ενάγοντες από την πρόσβαση στην οδό αυτή, γεγονός που απετράπη ύστερα από την επέμβαση της αστυνομίας.

Ότι κατόπιν των ανωτέρω προσβάλλονται τα υφιστάμενα δικαιώματα οιονεί νομής τους ως δικαιούχων διελεύσεως επί της ως άνω περιγραφομένης ιδιωτικής οδού, παρόδου της οδού Σ. και για αυτό ζητούν, όπως επί λέξει αναφέρουν, να αναγνωριστούν «οιονεί νομείς ως διανοία δικαιούχοι διόδου επί της αναφερομένης στο ιστορικό επίδικης ιδιωτικής οδού», να αναγνωριστεί ότι η ως άνω ιδιωτική οδός δεν αποτελεί τμήμα του οικοπέδου ιδιοκτησίας των εναγομένων και ότι ουδέποτε οι εναγόμενοι απέκτησαν κυριότητα επ’ αυτής, αλλά ότι αποτελεί κοινόχρηστο χώρο κατά την έννοια του άρθρ. 28 ν.1337/1983 και ως τέτοια ανήκει στον οικείο δήμο Λ., να απαγορευτεί στους εναγομένους οποιαδήποτε πράξη διατάραξης της οιονεί νομής τους ως δικαιούχων διελεύσεως επί της ως άνω ιδιωτικής οδού, να απειληθεί σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση ενός έτους και χρηματική ποινή 1.000 € για κάθε μελλοντική διατάραξη της οιονεί νομής τους επί της ως άνω ιδιωτικής οδού και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξουσίου τους δικηγόρου.

Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή είναι αντιφατική και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, καθώς υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν δύναται το δικαστήριο να συνάγει σε ποιες νομικές διατάξεις επιχειρείται να θεμελιωθεί αυτή (αγωγή), αλλά ούτε και να υπαγάγει (δικαστήριο) αυτά (πραγματικά περιστατικά) σε κάποιο κανόνα δικαίου λόγω της αντιφατικότητάς τους, εκτιμώντας τη νομική βασιμότητα της αγωγής. Η ως άνω ασάφεια εκτείνεται τόσο στο ιστορικό, όσο και στο αιτητικό της. Ειδικότερα οι ενάγοντες ισχυρίζονται αφενός μεν ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα αποτελεί κοινόχρηστο χώρο, αφετέρου δε ότι έχουν αποκτήσει επ’ αυτής δικαίωμα οιονεί νομής, δουλείας διέλευσης, διανοία δικαιούχου με έκτακτη χρησικτησία. Ταυτόχρονα δηλαδή επικαλούνται οι ενάγοντες το μεν ότι έχουν αποκτήσει δικαίωμα οιονεί νομής, η οποία (οιονεί νομή) ασκείται σε ιδιωτικό ακίνητο, ήτοι σε ακίνητο που βρίσκεται στη νομή άλλου, προκειμένου να θεμελιωθεί το δικαίωμα δουλείας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην νομική σκέψη, το δε ότι η επίδικη δίοδος είναι κοινόχρηστη, ισχυρισμός που δεν μπορεί να θεμελιώσει οιονεί νομή ιδιώτη, καθώς πρόκειται σύμφωνα με τα 966, 967 ΑΚ για πράγμα εκτός συναλλαγής, και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να επικαλούνται οι ενάγοντες ότι ασκούν οιονεί νομή σε ακίνητο Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ομοίως και τα αιτήματα της κρινόμενης αγωγής αφορούν αφενός στην προστασία του δικαιώματος των εναγόντων της οιονεί νομής τους επί της επίδικης λωρίδας, αφετέρου και στην προστασία του δικαιώματός τους σύμφωνα με τις περί προσβολής της προσωπικότητας διατάξεις, εφόσον ζητούν να αναγνωριστεί ότι η ως άνω λωρίδα αποτελεί κοινόχρηστο χώρο κατά την έννοια του άρθρ. 28 ν.1337/1983, σύμφωνα με την οποία ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματιστεί με οποιονδήποτε τρόπο έστω και κατά παράβαση των κείμενων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι που ανήκουν στον οικείο δήμο ή κοινότητα. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω…