303/2017 ΜονΕφΛαρ (Η επιταγή, ως πρώτη πράξη αλλά και προδικασία εκτέλεσης, φέρει χαρακτήρα δικογράφου – Επί επιταγής προς απόδοση ακινήτου μη ανάγκη μνείας του εξ αδιαιρέτου ποσοστού κάθε επιτασσόμενου)
303/2017
Πρόεδρος: Βήλη Χρηστίδου Δικηγόροι: Αθανασία Κατσάβα, Ελένη Ευσταθίου
Η επιταγή, ως πρώτη πράξη αλλά και προδικασία εκτέλεσης, φέρει χαρακτήρα δικογράφου και πρέπει να περιέχει καθορισμό της απαίτησης κατά τρόπο ορισμένο και ευσύνοπτο, άλλως ακυρότητα επί δικονομικής βλάβης του οφειλέτη μη δυναμένης να επανορθωθεί άλλως.
Επί επιταγής προς απόδοση ακινήτου μη ανάγκη μνείας του εξ αδιαιρέτου ποσοστού κάθε επιτασσόμενου, καθόσον το άθροισμα των κληρονομικών αδιαίρετων μερίδων τους καλύπτει το σύνολο του επιδικασθέντος στον επιτάσσοντα ακινήτου, ενόψει και μη αμφισβήτησης της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων των αρχικών διαδίκων, μήτε επίκλησης βλάβης.
{…} Η κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ επιταγή, που αποτελεί την πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, συνάμα δε και την προδικασία αυτής, είναι η έγγραφη πρόσκληση του επισπεύδοντος προς τον καθ’ ου η εκτέλεση, με την οποία καλείται αυτός να εκπληρώσει την υποχρέωσή του. Με την έννοια ότι δεν απευθύνεται ούτε λαμβάνει χώρα ενώπιον Δικαστηρίου, η επιταγή είναι εξώδικη πράξη. Συνάμα όμως αποτελεί και διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, το δε έγγραφο της επιταγής φέρει το χαρακτήρα του δικογράφου. Επομένως, πρέπει να περιέχει τα γενικά στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ, εκτός από την αναφορά του δικαστηρίου, αφού δεν απευθύνεται σε δικαστήριο, και ειδικά (άρθρο 924 εδ. β’ ΚΠολΔ), ακριβή καθορισμό της απαιτήσεως κατά τρόπο ορισμένο, σαφή και ευσύνοπτο, ώστε να είναι δυνατή η συμμόρφωση του επιτασσομένου και εφικτή η εκτέλεση. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονομική βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο παρά με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 474/1999 Δνη 41.80, ΑΠ 194/1995 Δνη 37.101, ΑΠ 72/1995 Δνη 1995.101, ΕφΑθ 2838/2002 Δνη 43.1460, ΕφΑθ 3009/2001 Δνη 42.1372, Π. Γέσιου Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, γενικό μέρος, έκδ. 1998, σελ. 431).
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, κατά το πρώτο σκέλος του, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση των ανωτέρω 8 επιταγών προς εκτέλεση (απόδοση ακινήτου) ισχυριζόμενοι ότι επιτάσσεται ο καθένας τους χωριστά (ονομαστικά) να αποδώσει στο καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο ολόκληρη την διεκδικούμενη και τελεσιδίκως επιδικασθείσα έκταση των 16.750 τ.μ. χωρίς να προσδιορίζεται, όπως θα έπρεπε, το ποσοστό εξ αδιαιρέτου για τον καθένα τους, το οποίο σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση (εκτελεστό τίτλο) πρέπει να αποδοθεί στο καθ’ ου. Ο παραπάνω λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθόσον ο προσδιορισμός του ποσοστού εξ αδιαιρέτου για τον καθένα των ανακοπτόντων στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι απαραίτητος για το ορισμένο της απαιτήσεως, επειδή το άθροισμα των κληρονομικών τους μερίδων καλύπτει το σύνολο του επιδικασθέντος ακινήτου. Εξάλλου, οι ανακόπτοντες δεν αμφισβητούν την ιδιότητά τους ως κληρονόμων των αρχικών διαδίκων, ούτε ότι το άθροισμα των κληρονομικών τους μερίδων καλύπτει το σύνολο του επιδικασθέντος ακινήτου. Επιπλέον δε, οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται ότι η παραπάνω έλλειψη επέφερε κατ’ άρθρο 159 παρ. 3 ΚΠολΔ σ’ αυτούς βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απέρριψε τον προαναφερόμενο λόγο της ανακοπής, ως νόμω αβάσιμο, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο. Τα αντίθετα παράπονα των εκκαλούντων που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς τους, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, κατά το δεύτερο σκέλος του, οι ανακόπτοντες επιδιώκουν την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης ισχυριζόμενοι ότι η από 25.4.2013 επιταγή προς εκτέλεση, που επιδόθηκε στην έκτη των ανακοπτόντων, δεν αναφέρει την ιδιότητά της, και συγκεκριμένα «ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο του Π. Α. του Α.», ήτοι τη σχέση της με τον αρχικό διάδικο. Ο παραπάνω λόγος της ανακοπής είναι νόμω αβάσιμος, καθόσον η αοριστία της επιταγής προς εκτέλεση, σε όλες τις περιπτώσεις μη αναφοράς των γεγονότων που στηρίζουν την παθητική νομιμοποίηση του καθ’ ου έχει ως συνέπεια την απαγγελία της ακυρότητάς της μόνον με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, έκδ. 2000, σελ. 1759). Εξάλλου, οι ανακόπτοντες με την ανακοπή τους δεν αμφισβητούν την ιδιότητα της έκτης των ανακοπτόντων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αρχικού διαδίκου, Π. Α. του Α.. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το σχετικό λόγο της ανακοπής ορθά εφάρμοσε το νόμο και τα αντίθετα παράπονα των εκκαλούντων που προβάλλονται με το δεύτερο λόγο της εφέσεώς τους είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα. {…}


