30/2018 ΜονΕφΛαρ (Ευθύνη συνεταίρων για χρέη συνεταιρισμού – Αποχώρηση μέλους από Συνεταιρισμό – Αγωγή αποχωρήσαντος για απόδοση αξίας συνεταιριστικών μερίδων)
30/2018
Πρόεδρος: Αναστασία Κουτσογιαννούλη Δικηγόροι: Γεώρ. Παππάς, Φώτης Σπύρου, Παύλος Σφέτσιου, Ανδρομάχη Νταλαμπίρα
Ο συνεταιρισμός είναι ν.π. με εμπορική ιδιότητα από την καταχώριση στο μητρώο του Ειρηνοδικείου της έδρας του, αλλά και εταιρία προσωπική στηριζόμενη στη συμβολή συνεταίρων. Ευθύνη συνεταίρων για χρέη συνεταιρισμού στον μεν απεριόριστης ευθύνης απεριόριστα, στον δε περιορισμένης μέχρις ορισμένο ποσό που ορίζεται στο καταστατικό.
Αποχώρηση μέλους από Συνεταιρισμό σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό με δήλωση αποχώρησης, επερχόμενη με την πάροδο της στο άρθρο 87 ΑΚ προθεσμίας χωρίς ανάγκη αποδοχής της και λήψης απόφασης από τα όργανά του.
Η ευχέρεια αποχώρησης μέλους αποτελεί εκδήλωση ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και αντισυνταγματικός ο καταστατικός αποκλεισμός, έστω και αν με την αποχώρηση μειώνεται ο αριθμός μελών συνεταιρισμού κάτω του στο νόμο ορίου οπότε επέρχεται αυτοδίκαια διάλυσή του, αφού η κατά το 87 ΑΚ γνωστοποίηση αφορά μόνο τις έναντι του σωματείου οικονομικές υποχρεώσεις του.
Μη αποχώρηση μέλους με μόνη την αίτησή του διαγραφής (για την οποία δεν κινήθηκε σχετική διαδικασία), χωρίς όμως δήλωση πρόθεσης αποχώρησης.
Αγωγή αποχωρήσαντος για απόδοση αξίας συνεταιριστικών μερίδων, καθώς και (αναγωγικά) για το συμψηφιστικά υπό Τράπεζας εισπραχθέν ποσό εκ λογαριασμού του προς εξόφληση χρέους του Συνεταιρισμού προς αυτήν.
Μη ακατάσχετο ποσό τραπεζικού λογαριασμού προερχόμενο από μηνιαία σύνταξη, αφού με την εν συνεχεία κατάθεση μεταφορά των χρημάτων στο όνομα άλλου προσώπου, έχασε την αυτοτέλειά του.
{…} Ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ασκήθηκαν: Α) Η από 29.10.2012 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 429/2012) αγωγή με την οποία ο πρώτος των εναγόντων Π. Γ. και ήδη εφεσίβλητος (της υπό στοιχείο Β’ έφεσης) εξέθετε ότι ήταν μέλος του πρώτου των εναγομένων και ήδη εκκαλούντος Αστικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία «Προμηθευτικός Συνεταιρισμός Σιδηρουργών Νομού Κ.», που είχε συσταθεί νόμιμα. Ότι τον Δεκέμβριο του 2010 υπέβαλε αίτηση με την οποία αιτούταν την αποχώρησή του από τον Συνεταιρισμό και συγχρόνως κατέθεσε στην αρμόδια ΔΟΥ αίτηση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία. Ότι η αποχώρησή του από τον πρώτο των εναγομένων συντελέστηκε τον Δεκέμβριο του 2011 και ότι ο ίδιος έχοντας εκλείψει πλέον μία από τις προϋποθέσεις κτήσης της ιδιότητας του μέλους, και δη αυτή της άσκησης του επαγγέλματος του σιδηρουργού, έπρεπε να διαγραφεί από τα μητρώα του πρώτου των εναγομένων. Ότι αν και ο τελευταίος μετά την αποχώρηση του ενάγοντος έπρεπε να του αποδώσει τις πέντε συνεταιριστικές μερίδες με τις οποίες αυτός συμμετείχε ως μέλος, συνολικής αξίας 53.250 € και δη νομιμοτόκως από την ολοκλήρωση της αποχώρησης, ήτοι από 1.1.2012, εντούτοις ο πρώτος των εναγομένων δεν έχει αποδώσει την αξία αυτών.
Περαιτέρω εξέθετε ότι η δεύτερη εναγομένη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη (της υπό στοιχείο Α’ έφεσης) τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα Κ.», στις 26.9.2011, συμψήφισε το ποσό των 44.926,26 € που υπήρχε κατατεθειμένο στην ίδια με συνδικαιούχους τον πρώτο των εναγόντων και τα τέκνα αυτού, με μέρος ανταπαίτησής της, συνολικού ποσού 117.855,36 €, προερχόμενη από χρέη του πρώτου των εναγομένων Συνεταιρισμού προς την δεύτερη εξ αυτών ως άνω τραπεζική εταιρία από σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό στην οποία ο πρώτος των εναγόντων είχε συμβληθεί ως εγγυητής παραιτούμενος της ένστασης διζήσεως. Ότι η «Τράπεζα Κ.» προέβη στην ως άνω ενέργεια του συμψηφισμού όλως παρανόμως, αφού κατά το χρόνο του συμψηφισμού, ο πρώτος των εναγόντων δεν ήταν μέλος του πρώτου των εναγομένων. Με βάση το ως άνω ιστορικό ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί ο πρώτος των εναγομένων Προμηθευτικός Συνεταιρισμός Σιδηρουργών Κ. να του καταβάλει α) την αξία των συνεταιριστικών μερίδων συνολικού ποσού των 53.250 € με το νόμιμο τόκο από 1.1.2012 και β) επικαλούμενος την εκ του νόμου υποκατάστασή του στα δικαιώματα της δεύτερης των εναγομένων, αφού ικανοποίησε την τελευταία, το ποσό των 48.066,39 € του λογαριασμού του, επικουρικώς δε το ως άνω ποσό κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από 26.9.2011, άλλως τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Περαιτέρω, η δεύτερη των εναγόντων Φ. χα Μ. Γ. με την σωρευόμενη στο αυτό αγωγικό δικόγραφο αγωγή της εξέθετε ότι η ίδια διατηρούσε στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Ε. Τράπεζα» προθεσμιακή κατάθεση με χρήματα προερχόμενα από την μηνιαία πίστωση της σύνταξής της. Ότι στις 10.3.2009 εξόφλησε τον λογαριασμό αυτόν και μετέφερε, αρχικά στο όνομά της, το ποσό των 44.926,26 € στην δεύτερη των εναγομένων τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα Κ. Κ.», ποσό που στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε προθεσμιακή κατάθεση στο όνομα όμως του πρώτου των εναγόντων με συνδικαιούχους τα τέκνα αυτού (εγγόνια της β’ ενάγουσας). Ότι ενώ το κατατεθειμένο στην προθεσμιακή κατάθεση ποσό είχε ανέλθει, μετά των τόκων, σε 48.066,39 €, η δεύτερη των εναγομένων (Τράπεζα Κ.) προέβη στον συμψηφισμό του ποσού αυτού με ανταπαίτηση που είχε κατά του πρώτου των εναγομένων παρά το ότι γνώριζε ότι το κατατεθειμένο σε αυτή ποσό προερχόταν από τη σύνταξή της και ότι επρόκειτο για ποσό ασυμψήφιστο και ακατάσχετο. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ζητούσε να υποχρεωθεί η δεύτερη των εναγομένων να της καταβάλει το ποσό των 48.066,39 € νομιμοτόκως από 26.9.2011.
Β) Η από 4.6.2013 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 248/5.6.2013) εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, με την οποία η προσθέτως παρεμβαίνουσα και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Τράπεζα Π. ΑΕ», ως ειδική διάδοχος της εναγομένης της ως άνω αγωγής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Κ.» στα δικαιώματα της οποίας υπεισήλθε, παρενέβη προσθέτως υπέρ της τελευταίας επικαλούμενη ότι μεταξύ των εκπροσώπων της υπερ ης η παρέμβαση και του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού είχε υπογραφεί η υπ’ αριθμ. …./2002 σύμβαση πίστωσης, την τήρηση των όρων της οποίας είχε εγγυηθεί ο πρώτος των καθών η παρέμβαση και ζητούσε να απορριφθεί η αγωγή.
Τα ως άνω δικόγραφα αφού συνεκδικάσθηκαν εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 47/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία απερρίφθη η αγωγή της δεύτερης ενάγουσας Φ. χας Μ. Γ., έγινε δεκτή η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και επίσης έγινε δεκτή η αγωγή του πρώτου ενάγοντος Π. Γ., υποχρεώθηκε δε ο πρώτος των εναγομένων Προμηθευτικός Συνεταιρισμός να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 101.316,39 € και συγκεκριμένα το ποσό των 53.250 € με το νόμιμο τόκο από 1.8.2014 και το ποσό των 48.066,39 €, με το νόμιμο τόκο από 27.9.2011, μέχρις εξοφλήσεως. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις τους η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής Φ. χας Μ. Γ. και ο εναγόμενος της πρώτης αγωγής Προμηθευτικός Συνεταιρισμός Σιδηρουργών Κ. και ζητούν για λόγους που ανάγονται σε πλημμελή εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ώστε στη συνέχεια κατά μεν την δεύτερη ενάγουσα να γίνει δεκτή η δική της αγωγή και να απορριφθεί η πρόσθετη παρέμβαση, κατά δε τον εναγόμενο να απορριφθεί η αγωγή του πρώτου ενάγοντος.
Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του νόμου (άρθρα 1 παρ. 7 Ν.1667/1986 και 1 παρ. 2 Ν.2169/1993), ο συνεταιρισμός είναι νομικό πρόσωπο που έχει την εμπορική ιδιότητα, εταιρία, κατά συνέπεια, του εμπορικού δικαίου που είναι από τον τύπο της εμπορική (Κ. Παμπούκης, Δικ.Εμπ. Ετ. Γενικό Μέρος παρ. 5 σελ. 35, Αναστασιάδης Ρόκας, Ελληνικό Εμπορικό Δίκαιο, έκδ. 5η, τ. I, τεύχος II σελ. 479). Τη νομική προσωπικότητα αποκτά ο συνεταιρισμός από την καταχώριση στο μητρώο των συνεταιρισμών, που τηρείται στο ειρηνοδικείο της περιφέρειας, όπου έχει την έδρα του (άρθρο 1 παρ. 7 Ν.1667/1986). Ως νομικό πρόσωπο, ο συνεταιρισμός αποτελεί οντότητα διαφορετική και ανεξάρτητη από τα μέλη του. Είναι φορέας αυτοτελών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, φέρει ιδία επωνυμία και έδρα, ιδία περιουσία, έχει δε τη δυνατότητα να είναι διάδικος και υποκείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης (Παμπούκης, Δικ. Εμπ. Ετ. Γενικό μέρος σελ. 346). Τέλος, διαθέτει όργανα που διαμορφώνουν και στη συνέχεια εκφράζουν προς τα έξω τη δική τους βούληση.
Παράλληλα, ο συνεταιρισμός είναι εταιρία προσωπική. Ο χαρακτήρας αυτός προκύπτει από το γεγονός ότι, για την πραγματοποίηση του σκοπού του, στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στην προσωπική συμβολή των συνεταίρων (ΕφΘεσ 189/2009 Νόμος, Κ. Παμπούκης, ό.π., σελ. 37). Επιπλέον, οι αστικοί συνεταιρισμοί, διακρίνονται σε συνεταιρισμούς περιορισμένης και απεριόριστης ευθύνης των συνεταίρων, για τα χρέη του συνεταιρισμού. Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 Ν. 1667/1986, οι συνεταίροι ευθύνονται εις ολόκληρον για τα χρέη του συνεταιρισμού και στο μεν συνεταιρισμό απεριόριστης ευθύνης απεριόριστα, ενώ στο συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης μέχρι ένα ορισμένο ποσό που καθορίζεται στο καταστατικό και είναι ίσο ή πολλαπλάσιο της αξίας κάθε συνεταιριστικής μερίδας. Η ευθύνη των συνεταίρων θεωρείται αναπόφευκτη συνέπεια της έλλειψης ενός μόνιμου και σταθερού κεφαλαίου στο συνεταιρισμό, ως μέσου προστασίας των τρίτων πιστωτών του (ΕφΘεσ 189/2009 ό.π., Κ. Κιντής, Δίκαιο συνεταιρισμών 1995, τεύχ. Β’, Μέρος α’ σελ. 90).
Περαιτέρω, η συνεταιριστική μερίδα έχει περιεχόμενο διττής φύσης, ήτοι περιγράφει αφενός μεν το ελάχιστο ποσό συμμετοχής κάθε συνεταίρου στο σχηματισμό του κεφαλαίου του συνεταιρισμού, και αφετέρου την εταιρική συμμετοχή στο συνεταιρισμό, δηλαδή την έννομη σχέση που συνδέει ένα πρόσωπο με το συνεταιρισμό. Η εταιρική μερίδα είναι, συγχρόνως, το μέτρο της συμμετοχής του κάθε εταίρου στην άσκηση των εταιρικών δικαιωμάτων, αλλά και το μέτρο ανάλογης επιβάρυνσής του με τις εταιρικές υποχρεώσεις. Η συνεταιριστική μερίδα, με την έννοια του ορισμένου χρηματικού ποσού που εισφέρει ο συνεταίρος, παριστά το ελάχιστο ποσό συμμετοχής του στο συνεταιρισμό. Το άρθρο 1 Ν. 1667/1986 αναφέρει ότι κάθε συνεταίρος εγγράφεται για μία συνεταιριστική μερίδα, που καθορίζεται από το καταστατικό, δηλαδή ο συνεταίρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει την αξία της σε χρήμα στο συνεταιρισμό (ΕφΘεσ 189/2009 ό.π., Ε. Τζίβα, Η εταιρική συμμετοχή στο συνεταιρισμό και ειδικότερα τα δικαιώματα των συνεταίρων, 1997, σελ. 65, 69, 77, 78, 80). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι τα μέλη του συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το συνεταιρισμό, μέχρι ένα ορισμένο ποσό που καθορίζεται στο καταστατικό και είναι ίσο ή πολλαπλάσιο της αξίας κάθε συνεταιριστικής μερίδας, έναντι καθενός των δανειστών του συνεταιρισμού (ΕφΘεσ 189/2009 ό.π., Γνωμοδ. Ν. Νίκα σε ΔΕΕ 2014. 748), όχι δε με την εκάστοτε αξία της μερίδας ή της συνεισφοράς τους, με την καταβολή της οποίας λήγει και η ευθύνη τους.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητος, Αστικός Συνεταιρισμός Περιορισμένης Ευθύνης, με την επωνυμία «Προμηθευτικός Συνεταιρισμός Σιδηρουργών Νομού Κ.», που εδρεύει στην Κ., έχει συσταθεί δυνάμει του από 10.10.1988 ιδιωτικού συμφωνητικού το οποίο καταχωρήθηκε νόμιμα στο Μητρώο Συνεταιρισμών του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …/7.11.1988 πράξη του Ειρηνοδίκη Καρδίτσας. Σκοπός του εν λόγω Συνεταιρισμού είναι σύμφωνα με το άρθρο 3 του καταστατικού του (όπως αυτό τροποποιήθηκε το έτος 2006 και το οποίο προσκομίζεται από τους ενάγοντες), η προαγωγή των οικονομικών συμφερόντων των μελών, η σύναψη συμβάσεων αποκλειστικής αντιπροσωπείας, η δημιουργία και λειτουργία αποθήκης στην οποία δημιουργεί παρακαταθήκη οποιουδήποτε προϊόντος, η ενέργεια ομαδικών προμηθειών, η απόκτηση ή μίσθωση ακινήτων, η ίδρυση υποκαταστημάτων, η λήψη κάθε μέτρου προς τον σκοπό ηθικής, οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης των συνεταίρων, η κατασκευή κουφωμάτων, και η εμπορία δομικών υλικών. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ίδιου ως άνω καταστατικού «Συνεταίροι μπορούν να γίνουν όλοι οι Σιδηρουργοί που διατηρούν καταστήματα στην περιφέρεια του Νομού Κ.», ενώ με το άρθρο 7 αυτού «Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία άρθρου 5 παρ. 4 και 6 εδαφ. 2 του Ν. 1667/86, διαγράφεται από τον Συνεταιρισμό: Α) Β) … Γ) Ο Συνεταίρος που απώλεσε τις ιδιότητες που χρειάζονται για την εγγραφή του, Δ)...».
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ίδιου ως άνω καταστατικού «Αφού περάσει τριετία από την εγγραφή του, κάθε Συνέταιρος μπορεί να αποχωρήσει από τον Συνεταιρισμό. Για την αποχώρησή του πρέπει να κάνει έγγραφη δήλωση προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Συνεταιρισμού. Η δήλωση περί αποχωρήσεως πρέπει να γίνει 3 μήνες τουλάχιστον πριν λήξει η διαχειριστική περίοδος (οικονομική χρήση). Παρά ταύτα κάθε Συνεταίρος μπορεί να αποχωρήσει από τον Συνεταιρισμό χωρίς να τηρηθούν οι πιο πάνω προθεσμίες, πάντοτε όμως στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου: Α. Εάν αλλάξει ο κύριος σκοπός του Συνεταιρισμού. Β. Εάν αλλάξει η ευθύνη του Συνεταιρισμού από περιορισμένης σε απεριόριστη. Δεν μπορούν να αποχωρήσουν από τον Συνεταιρισμό όσοι από τους Συνέταιρους δέχθηκαν και ψήφισαν την αλλαγή και την τροποποίηση του καταστατικού. Ο Συνεταίρος που αποχωρεί από τον Συνεταιρισμό δικαιούται να παίρνει μέρος στις Γενικές Συνελεύσεις μέχρι τέλος της Διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία αποχωρεί, παύει όμως να είναι μέλος του Διοικητικού και Εποπτικού Συμβουλίου και δεν μπορεί να παίρνει μέρος στις συνεδριάσεις τους από την ημέρα που υπέβαλε την δήλωση αποχωρήσεως. Ο Συνεταίρος που αποχωρεί δεν μπορεί να ζητήσει εκκαθάριση του Συνεταιρισμού».
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 του καταστατικού του πρώτου των εναγομένων συνεταιρισμού «Ο Συνεταίρος που εξέρχεται με οποιοδήποτε τρόπο από τον Συνεταιρισμό δεν μπορεί να ζητήσει την εκκαθάριση του Συνεταιρισμού. Δικαιούται όμως να ζητήσει την επιστροφή της Συνεταιριστικής του μερίδας. Στον Συνεταίρο που αποχωρεί ή αποκλείεται από τον Συνεταιρισμό, αποδίδεται η συνεταιριστική μερίδα που εισέφερε το αργότερο σε τρεις μήνες από την έγκριση του ισολογισμού της χρήσης μέσα στην οποία έγινε η αποχώρηση ή ο αποκλεισμός. Με οποιονδήποτε όμως τρόπο και αν εξέλθει από τον Συνεταιρισμό ο Συνεταίρος, δεν έχει κανένα άλλο δικαίωμα εκτός από τη συνεταιριστική του μερίδα στην υπόλοιπη περιουσία του Συνεταιρισμού». Περαιτέρω, στο άρθρο 13 του καταστατικού ορίζεται ότι μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Διοικητικού Συμβουλίου είναι και «να αποφασίζει για την παραδοχή ή όχι νέων συνεταίρων» και «να δηλώνει την αποχώρηση ή τον αποκλεισμό Συνεταίρου από τον Συνεταιρισμό στο Ειρηνοδικείο της έδρας». Σύμφωνα με το άρθρο 29 του καταστατικού: «Η Συνεταιριστική μερίδα καθορίζεται στο ποσό των 10.650 €. Οι μέχρι σήμερα συνεταιριστικές μερίδες ήταν συνολικά 49, ήτοι το συνεταιριστικό κεφάλαιο ήταν 49 Χ 7.331,75 € = 359.501,10 € και από σήμερα αυξανομένων των συνεταιριστικών μερίδων από 49 σε 53, και αυξανομένης της συνεταιριστικής μερίδας από 7.331,75 € σε 10.650 € διαμορφουμένου πλέον του κεφαλαίου του Συνεταιρισμού από 359.501,10 € σε 53 X 10.650 = 564.450 €. Αύξηση ή μείωση του ποσού της Συνεταιριστικής μερίδας είναι δυνατόν να γίνει μόνο με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης η οποία για τον σκοπό αυτό συγκαλείται και βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τα 2/3 των μελών του Συνεταιρισμού (άρθρο 5 παρ. 4 Ν. 1667/86)». Κατά το άρθρο 32 του καταστατικού του πρώτου των εναγομένων «Το λογιστικό έτος (διαχειριστική περίοδος) αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου». Εξάλλου, κατά το άρθρο 33 του από 10.10.1988 καταστατικού του Συνεταιρισμού (ως αυτό τροποποιήθηκε στις 8.5.2006) «Ένα μήνα πριν λήξει το λογιστικό έτος (διαχειριστική περίοδος) το Διοικητικό Συμβούλιο καταρτίζει τον προϋπολογισμό εξόδων διοίκησης και τον υποβάλλει για έγκριση μαζί με την έκθεση του Εποπτικού Συμβουλίου στην Γενική Συνέλευση μέχρι την 15η Ιανουαρίου κάθε χρόνο».
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι μεταξύ των μελών του πρώτου των εναγομένων ήταν και ο πρώτος των εναγόντων (όπως άλλωστε συνομολογείται), Π. Γ., ο οποίος συμμετείχε στον συνεταιρισμό με πέντε συνεταιριστικές μερίδες αξίας εκάστης, όπως προαναφέρθηκε 10.650 € και συνολικά 53.250 €. Ο ανωτέρω, στις 16.12.2010 προέβη σε δήλωση βεβαίωση διακοπής εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία προς την αρμόδια ΔΟΥ Κ., και δη δήλωση παύσης της κύριας επαγγελματικής του δραστηριότητας, ήτοι της κατασκευής κουφωμάτων από αλουμίνιο. Στις 20.12.2010, λίγες δηλαδή ημέρες μετά την ως άνω δήλωση διακοπής εργασιών, ο πρώτος των εναγόντων κατέθεσε αίτηση προς τον πρώτο των εναγομένων, με την οποία αιτούταν να εγκριθεί η αποχώρησή του από μέλος του Συνεταιρισμού, επικαλούμενος αλλαγή του επαγγέλματος του, ως ειδικώς ανέγραφε επί της αίτησής του. Από το περιεχόμενο συνεπώς της αίτησής του, που προσκομίζεται από τον πρώτο των εναγόντων, προκύπτει ότι με αυτή ο τελευταίος γνωστοποίησε στον πρώτο των εναγομένων συνεταιρισμό, λόγο διαγραφής του από μέλος, αφού, ως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 7 του καταστατικού, η απώλεια μίας από τις ιδιότητες που απαιτούνταν προκειμένου να εγγραφεί κάποιος ως μέλος του Συνεταιρισμού, μεταξύ δε αυτών και η άσκηση του επαγγέλματος του σιδηρουργού με την διατήρηση καταστήματος στην περιφέρεια του Νομού Κ., αποτελούσε λόγο διαγραφής του Συνεταίρου από τον Συνεταιρισμό.
Για την αποβολή διαγραφή όμως ενός μέλους από τον Συνεταιρισμό, απαιτείται απόφαση του οργάνου που έχει οριστεί προς τούτο από το καταστατικό, ήτοι εν προκειμένω από τη Γενική Συνέλευση που αποφασίζει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προπαρατιθέμενο άρθρο του καταστατικού. Εν προκειμένω όμως και σχετικά με τον λόγο αυτόν αποβολής, που ο ίδιος ο πρώτος των εναγόντων γνωστοποίησε προς τον πρώτο των εναγομένων, δεν έχει ληφθεί σχετική απόφαση. Ταυτόχρονα δε ο πρώτος των εναγόντων συνέχισε, ενόψει προφανώς και του ότι δεν κινήθηκε η διαδικασία από το αρμόδιο όργανο για την αποβολή του από μέλος, να συμμετέχει στις έκτακτες γενικές συνελεύσεις που έλαβαν χώρα στις 23.2.2011 και στις 17.3.2011 (βλ. τα προσκομιζόμενα από τους εναγόμενους υπ’ αριθμ. …/23.2.2011 και …/17.3.2011 πρακτικά έκτακτης Γενικής Συνέλευσης στην οποία φέρεται να πήρε μέρος και ο πρώτος των εναγομένων). Συνεπώς, γνωστοποιώντας ο πρώτος των εναγόντων με την ως άνω από 20.10.2010 αίτησή του λόγο αποβολής του και όχι πρόθεση αποχώρησης από μέλος του Συνεταιρισμού, για την οποία και δε κινήθηκε από τα αρμόδια όργανα του τελευταίου η σχετική διαδικασία, συνέχιζε να παραμένει και κατά τα έτη 2010, 2011 μέλος του πρώτου των εναγομένων.
Ακόμη, αποδείχθηκε ότι στις 20.4.2013, ο πρώτος των εναγόντων κοινοποίησε εκ νέου αίτηση προς τον πρώτο των εναγομένων, με την οποία αυτή τη φορά πέραν της γνωστοποίησης του λόγου για αποβολή διαγραφή του από τον συνεταιρισμό (δήλωση διακοπής εργασιών στην ΔΟΥ Κ.), εκδήλωνε πλέον ρητώς και την πρόθεσή του να αποχωρήσει από τον συνεταιρισμό αιτούμενος την απόδοση των συνεταιριστικών του μερίδων (βλ. την από 20.4.2013 εξώδικη δήλωση πρόσκληση και την υπ’ αριθμ. …/22.4.2013 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Π. Λ.). Μάλιστα, δύο μήνες μετά την εξώδικη δήλωση προς τον πρώτο των εναγομένων και δη στις 14.6.2013, ο πρώτος των εναγόντων επέδωσε νέα εξώδικη δήλωση και προς τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου του πρώτου των εναγομένων Συνεταιρισμού, Σ. Τ., Λ. Σ. και Α. Δ., διαμαρτυρόμενος για την μη διαγραφή του από τον συνεταιρισμό και αιτούμενος την απόδοση της συνεταιριστικής του μερίδας, ενώ παρέθετε και την ασκηθείσα ήδη από τον ίδιο αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (βλ. την από 12.6.2013 εξώδικη δήλωση προς τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου και τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Π. Λ., που προσκομίζονται από τον πρώτο ενάγοντα).
Με βάση τα παραπάνω, ο πρώτος των εναγόντων για πρώτη φορά διατύπωσε ρητώς την πρόθεσή του να αποχωρήσει από τον Συνεταιρισμό στις 22.4.2013, αφού μέχρι τότε είχε διατυπώσει μόνο λόγο διαγραφής του για τον οποίο όμως και δεν κινήθηκε σχετική διαδικασία. Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα της δήλωσης αποχώρησης του πρώτου των εναγόντων από τον πρώτο των εναγομένων Συνεταιρισμό επήλθαν με την λήξη του λογιστικού έτους 2013 και όχι του έτους 2011, όπως ισχυρίζεται ο πρώτος των εναγόντων. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι για την αποχώρηση του μέλους από τον Συνεταιρισμό σύμφωνα με το νόμο αλλά και κατά τα οριζόμενα στα σχετικά άρθρα του καταστατικού, απαιτείται μόνο σχετική δήλωση αποχώρησης, τα αποτελέσματα της οποίας επέρχονται με την παρέλευση της οριζόμενης στο άρθρο 87 ΑΚ (που εφαρμόζεται και για την αποχώρηση των μελών από τους αστικούς συνεταιρισμούς) προθεσμίας, χωρίς να απαιτείται η αποδοχή της δήλωσης και η λήψη σχετικής απόφασης από κάποιο από τα όργανα Συνέλευσης ή Διοικητικού Συμβουλίου του πρώτου των εναγομένων, ως απαιτείται για την περίπτωση αποβολής ενός μέλους, κατά τα αναγραφόμενα στη μείζονα σκέψη. Συνεπώς, στον πρώτο των εναγόντων έπρεπε να αποδοθούν, το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την έγκριση του ισολογισμού της χρήσης μέσα στην οποία έγινε η αποχώρηση, οι συνεταιριστικές μερίδες που αυτός εισέφερε στον πρώτο των εναγομένων, ήτοι εν προκειμένω οι πέντε συνεταιριστικές μερίδες αξίας εκάστη 10.650 €, ήτοι συνολικού ποσού 53.250 €.
Όπως περαιτέρω αποδείχθηκε, ο πρώτος των εναγομένων δεν έχει αποδώσει την αξία των συνεταιριστικών μερίδων στον πρώτο των εναγόντων, γεγονός άλλωστε (μη απόδοσης) που δεν αμφισβητείται ειδικώς τουλάχιστον από τον πρώτο των εναγομένων. Τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο πρώτος των εναγομένων προμηθευτικός συνεταιρισμός, ότι δηλαδή ο πρώτος των εναγόντων ουδέποτε εκδήλωσε την πρόθεσή του να αποχωρήσει από τον συνεταιρισμό, είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα. Εν προκειμένω δε λεκτέα και τα ακόλουθα: Το δικαίωμα του μέλους για αποχώρησή του μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, σύμφωνα και με τα αναγραφόμενα στη μείζονα σκέψη. Πλην της ανάγκης τήρησης του ανωτέρω χρόνου προμηνύσεως (προειδοποιήσεως), ως αναγκαίου διαστήματος που θα πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ της γνωστοποιήσεως στο σωματείο της δηλώσεως περί αποχωρήσεως του μέλους του και της επελεύσεως των αποτελεσμάτων αυτής, ρύθμιση που και αυτή έρχεται σε άμεση και ευθεία αντίθεση προς την διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος, από την οποία απορρέει το ανεμπόδιστο δικαίωμα αποχωρήσεως κάθε μέλους σωματείου από αυτό αλλά και στο άρθρο 5 §1 του Συντάγματος, αφού η ευχέρεια του μέλους του σωματείου να αποχωρεί από αυτό αποτελεί, αναμφίβολα, εκδήλωση της ελευθερίας του για ανάπτυξη της προσωπικότητας του, σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να αποκλεισθεί η άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος με αντίθετη διάταξη του καταστατικού, έστω και εάν με την αποχώρηση του συγκεκριμένου μέλους μειώνεται ο συνολικός αριθμός των μελών του συνεταιρισμού κάτω του προβλεπόμενου στον νόμο ορίου, οπότε επέρχεται η αυτοδίκαια διάλυση αυτού, αφού μάλιστα η από τη διάταξη του άρθρου 87 ΑΚ (που εφαρμόζεται αναλογικά και για τους Συνεταιρισμούς) επιβαλλόμενη γνωστοποίηση της αποχωρήσεως του μέλους αφορά μόνο τις έναντι του σωματείου οικονομικές υποχρεώσεις του. Ως εκ τούτου, η πρόβλεψη στο άρθρο 8 του καταστατικού του πρώτου των εναγομένων Συνεταιρισμού, όπου ορίζει ότι «όσοι από τους Συνεταίρους δέχθηκαν και ψήφισαν την αλλαγή και την τροποποίηση του καταστατικού δεν μπορούν να αποχωρήσουν από το Συνεταιρισμό» έρχεται σε άμεση και ευθεία αντίθεση προς την διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος, από την οποία απορρέει το ανεμπόδιστο δικαίωμα αποχωρήσεως κάθε μέλους σωματείου από αυτό, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του πρώτου των εναγομένων ότι ο πρώτος των εναγόντων δεν μπορεί να αποχωρήσει από τον Συνεταιρισμό, επειδή ήταν ένα από τα μέλη που το έτος 2006 ψήφισαν την αλλαγή και την τροποποίηση του καταστατικού. Συνεπώς, ο πρώτος των εναγομένων οφείλει να αποδώσει στον πρώτο των εναγόντων την αξία των συνεταιριστικών μερίδων που ο τελευταίος είχε εισφέρει, συνολικής αξίας 53.250 € και δη νομιμοτόκως από 1.8.2014 (ήτοι τρεις μήνες μετά το απώτατο των τεσσάρων πρώτων μηνών του έτους χρονικό σημείο σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης για την έγκριση του ισολογισμού της χρήσης μέσα στην οποία έγινε η αποχώρηση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 10 εδ. β’, 20 παρ. 6, και 21 παρ. 1 του καταστατικού του πρώτου των εναγομένων, καθόσον ο πρώτος των εναγόντων δεν αναφέρει προγενέστερο χρονικό σημείο έγκρισης του ισολογισμού από τη Γενική Συνέλευση). Σημειωτέον δε, ότι ο πρώτος των εναγομένων με τις κατατεθείσες προτάσεις του αρνείται απλά την υποχρέωσή του προς επιστροφή των συνεταιριστικών μερίδων υποστηρίζοντας ότι ο πρώτος των εναγόντων δεν έχει αποχωρήσει από τον Συνεταιρισμό, χωρίς να προβάλλει ισχυρισμό περί διατήρησης έναντι του πρώτου των εναγόντων αξίωσης για απαιτητές μέχρι του χρόνου της αποχώρησης οικονομικές υποχρεώσεις του τελευταίου.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων αφενός της δεύτερης των εναγομένων ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Κ.» και αφετέρου του πρώτου των εναγομένων και ήδη εκκαλούντος συνεταιρισμού με την επωνυμία «Προμηθευτικός Συνεταιρισμός Σιδηρουργών Νομού Κ.», καταρτίστηκε η υπ’ αριθμ. …/15.2.2002, σύμβαση πίστωσης, σύμφωνα με τους όρους της οποίας η δεύτερη των εναγομένων ανώνυμη τραπεζική εταιρία χορήγησε στον πρώτο των εναγομένων συνεταιρισμό, πίστωση μέχρι του ποσού των 220.000 €. Το όριο της πίστωσης αυτής αυξήθηκε με την ταυτάριθμη, από 24.6.2003, πρόσθετη πράξη αύξησης στο ποσό των 400.000 €. Τις ανωτέρω συμβάσεις πίστωσης εγγυήθηκε υπέρ του πιστούχου συνεταιρισμού για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που απέρρεαν από αυτές με τις υπ’ αριθμ. …/18.2.2002 και … συμβάσεις παροχής εγγύησης, ο πρώτος των εναγόντων, με την ιδιότητα του μέλους του πρώτου των εναγομένων και ενεργώντας υπό την εντολή των νομίμων οργάνων του τελευταίου, υποσχόμενος ότι θα εξοφλήσει εμπρόθεσμα και ολοσχερώς, κατά κεφάλαιο, τόκους, φόρους και έξοδα τα ποσά που θα οφείλονταν από τον πιστούχο, ενεχόμενος σε ολόκληρο με αυτόν ως αυτοφειλέτης και παραιτούμενος της ένστασης διζήσεως. Στις 16.9.2011, η δεύτερη των εναγομένων έκλεισε οριστικά την χρήση της σύμβασης πίστωσης με συνολική οφειλή ποσού 119.031,18 € προσκαλώντας με εξώδικη δήλωση πρόσκληση, που κοινοποιήθηκε στις 29.9.2011, τα μέλη του πρώτου των εναγομένων να εξοφλήσουν άμεσα την οφειλή (βλ. την υπ’ αριθμ. …/29.9.2011 έκθεση επίδοσης Σ. Μ.). Την αυτή ως άνω ημέρα (29.9.2011), η δεύτερη των εναγομένων, με την από 26.9.2011 εξώδικη δήλωσή της προς τον πρώτο των εναγόντων, του γνωστοποιούσε ότι προέβη σε συμψηφισμό της απαίτησης του τελευταίου, ποσού 48.066,39 €, που προερχόταν από τον υπ’ αριθ. … λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης, με μέρος της ανταπαίτησής της, συνολικού ποσού 117.855,39 €, που προερχόταν από την υπ’ αριθμ. …/15.2.2002 σύμβαση πίστωσης (βλ. την υπ’ αριθμ. …/29.9.2011 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Σ. Μ.).
Στο σημείο αυτό λεκτέα τα ακόλουθα: η δεύτερη των εναγομένων προέβη σε συμψηφισμό της απαίτησης του πρώτου των εναγόντων ποσού 48.066,39 €, από τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης με κοινούς δικαιούχους του λογαριασμού αυτού τον πρώτο των εναγόντων και τα τέκνα αυτού, με μέρος της ανταπαίτησής της, που προερχόταν από την υπ’ αριθμ. …/15.2.2002 σύμβαση πίστωσης συνολικού ποσού 117.855,39 € (βλ. τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό προθεσμιακής κατάθεσης, που προσκομίζεται από τον πρώτο των εναγόντων). Επρόκειτο λοιπόν για κοινό λογαριασμό των τριών ανωτέρω προσώπων και όχι για λογαριασμό στον οποίο πιστωνόταν οποιοδήποτε ποσό σύνταξης, στο σχετικό έντυπο μάλιστα του οποίου (λογαριασμού) και δη στον όρο 1.2.4. προβλεπόταν το δικαίωμα της τράπεζας να συμψηφίζει το πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού του καταθέτη με κάθε οφειλή του προς την τράπεζα από οποιαδήποτε αιτία και έννομη σχέση. Ως εκ τούτου, με τον συμψηφισμό στον οποίο προχώρησε η δεύτερη των εναγομένων, ο πρώτος των εναγόντων έχοντας δικαίωμα αναγωγής που πήγαζε από την μεταξύ του ιδίου και του πρώτου των εναγομένων έννομη σχέση και δη αυτή του μέλους του συνεταιρισμού, υποκαταστάθηκε εκ του νόμου στα δικαιώματα της δεύτερης των εναγομένων εναντίον του πιστούχου (πρώτου των εναγομένων) για το ανωτέρω ποσό των 48.066,39 €, το οποίο και υποχρεούται ο πρώτος των εναγομένων να καταβάλει στον πρώτο των εναγόντων και δη νομιμοτόκως από την επομένη του συμψηφισμού, ήτοι από 27.9.2011. Συνεπώς, η αγωγή του πρώτου των εναγόντων πρέπει να γίνει δεκτή και ως προς τα δύο αιτήματα.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, και όσον αφορά τη σωρευόμενη (υποκειμενικώς) στο αυτό δικόγραφο, αγωγή της δεύτερης των εναγόντων, αποδείχθηκε ότι η τελευταία είχε στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «Ε. Τράπεζα» προθεσμιακή κατάθεση στο όνομά της, ποσού 44.926,26 €, με συνδικαιούχο τον πρώτο των εναγόντων, η οποία (κατάθεση) προερχόταν από την σύνταξη της δεύτερης των εναγόντων από το φορέα ΙΚΑ, που πιστωνόταν κάθε μήνα στον λογαριασμό ταμιευτηρίου. Ωστόσο, ο πρώτος των εναγόντων, στις 10.3.2009, εξόφλησε το ως άνω ποσό και την ίδια ως άνω ημέρα κατέθεσε αυτό σε κατάστημα της δεύτερης των εναγομένων τραπεζικής εταιρίας και δη σε λογαριασμό που ανοίχθηκε εκεί (με αριθμό …) στο όνομα της δεύτερης των εναγόντων (βλ. την από 12.10.2011 βεβαίωση της Ε. Τράπεζας). Στη συνέχεια, και δη στις 12.10.2010, όταν το ποσό είχε ανέλθει στα 46.868,32 €, μεταφέρθηκε εκ νέου σε λογαριασμό (υπ’ αριθμ. …) στο όνομα όμως του πρώτου ενάγοντος και των δύο τέκνων αυτού, από τον οποίο (λογαριασμό) η δεύτερη των εναγομένων προέβη στον συμψηφισμό κατά τα ανωτέρω αναγραφόμενα. Ωστόσο, ακόμα και αν το αρχικό ποσό των χρημάτων προερχόταν από την μηνιαία πίστωση της σύνταξης της δεύτερης των εναγόντων, με την εξόφληση του ποσού αυτού και την εν συνεχεία κατάθεση των χρημάτων στο όνομα του πρώτου των εναγόντων και των τέκνων αυτού, έχασε την αυτοτέλειά του και ουδόλως μπορεί να νοηθεί το ποσό αυτό ως ασυμψήφιστο και ακατάσχετο. Εξάλλου, πέραν του ότι η δεύτερη των εναγομένων δεν υποχρεούται να γνωρίζει τα της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιούχων ενός λογαριασμού και τρίτων, σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω ότι ενημερώθηκε για την προέλευση των χρημάτων αυτών και το ασυμψήφιστο ακατάσχετο αυτών. Τουναντίον μάλιστα, ως προαναφέρθηκε, με σχετικό όρο στο έντυπο της προθεσμιακής κατάθεσης του πρώτου των εναγόντων και των τέκνων αυτού, είχε συμφωνηθεί η δυνατότητα της τράπεζας να συμψηφίζει τις απαιτήσεις της και είχε εξουσιοδοτηθεί από τους δικαιούχους να προβαίνει σε οποιονδήποτε συμψηφισμό. Συνεπώς, η αγωγή της δεύτερης των εναγόντων πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη.
{…} Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή της δεύτερης των εναγόντων Φ. χας Μ. Γ., ως ουσία αβάσιμη, δεκτής γενομένης αντιστοίχως της πρόσθετης παρέμβασης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Π. ΑΕ». Επίσης πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή του πρώτου των εναγόντων Π. Γ., ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο πρώτος των εναγομένων Προμηθευτικός Συνεταιρισμός να καταβάλει στον πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 101.316,39 € νομιμοτόκως ως εξής: α) το ποσό των 53.250 € και νομιμοτόκως από την 1.8.2014 και β) το ποσό των 48.066,39 €, από τις 27.9.2011. Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τους εκκαλούντες με τους λόγους της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. {…}


