298/2018 ΜονΕφΛαρ (Κατά τον ΑΚ σύσταση ενεχύρου επί απαίτησης με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό βεβαίας χρονολογίας – Ειδικό ενέχυρο προς εξασφάλιση απαιτήσεων Τραπεζών με απλό έγγραφο χωρίς βέβαιη χρονολογία)
298/2018
Πρόεδρος: Μαρία Τσιρωνίδου Δικηγόροι: Χαράλαμπος Τσιρογιάννης, Αχιλλέας Γαλαζούλας
Κατά τον ΑΚ σύσταση ενεχύρου επί απαίτησης με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό βεβαίας χρονολογίας. Ειδικό ενέχυρο προς εξασφάλιση απαιτήσεων Τραπεζών με απλό έγγραφο χωρίς βέβαιη χρονολογία. Η ειδική ενεχύραση απαίτησης συνεπάγεται περιορισμένη εκχώρησή της προς την Τράπεζα, που δικαιούται να την εισπράξει και να αποδώσει στον οφειλέτη το απομένον μετά την εξόφληση, ρύθμιση δε αποτελεσμάτων της από το ειδικό και γενικό ενεχυρικό δίκαιο και επικουρικά από τις διατάξεις εκχώρησης. Στο ειδικό ενέχυρο δικαιούχος της βεβαρημένης απαίτησης παραμένει ο ενεχυράσας οφειλέτης που μπορεί να προβεί σε νέα εκχώρησή της προς τρίτον ή και σε άλλες ενεχυράσεις.
Επί πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας πιστούχου, ανοχή κατά την καλή πίστη εύλογης καθυστέρησης, ιδίως όταν η άμεση επιδίωξη θα οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την Τράπεζα, και δη επί απαιτήσεών της ασφαλισμένων. Μη καταχρηστική η ένδικη καταγγελία σύμβασης υπό Τράπεζας και η έκδοση διαταγής πληρωμής, διότι δεν μπόρεσε να εισπράξει ποσό από την ενεχυρασθείσα υπέρ αυτής απαίτηση του ανακόπτοντος κατά τρίτου οφειλέτη του.
{…} ΙΙ. Οι ανακόπτοντες, με την από 17.2.2014 (αρ. εκθ. κατ. ΕιΜ 81/27.2.2014) ανακοπή τους που απηύθυναν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων, ζήτησαν για τους αναφερόμενους σε αυτήν (ανακοπή) λόγους, την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 44/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον έκαστος, ως πιστούχος πρωτοφειλέτης ο πρώτος και ως εγγυήτρια υπέρ του πιστούχου η δεύτερη, το ποσό των 115.719,36 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της καθ’ ης από σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην δικαστική τους δαπάνη.
Με τον μοναδικό λόγο της ανακοπής τους, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ισχυρίσθηκαν ότι η καταγγελία εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή της ένδικης σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου έγινε κατά κατάχρηση δικαιώματος, ήτοι κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Ότι ειδικότερα η καθ’ ης η ανακοπή προέβη στην καταγγελία της ένδικης σύμβασης, χωρίς η τελευταία να έχει ίδιον συμφέρον από την καταγγελία αυτή, καθόσον οι απαιτήσεις της από αυτήν (σύμβαση) σε βάρος τους ήταν πλήρως εξασφαλισμένες με τη μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος και της καθ’ ης υπογραφείσα σύμβαση ενεχύρασης απαίτησης, βάσει της οποίας συστήθηκε υπέρ της καθ’ ης πλασματικό ενέχυρο επί της απαίτησης του πρώτου ανακόπτοντος κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Α. Κ. Τ. ΑΕ», της οποίας δικαιούχος προς είσπραξη ήταν η ίδια η καθ’ ης. Ότι ως προς αυτούς η ένδικη καταγγελία, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα, επέφερε πολύ επαχθείς συνέπειες, διότι η καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής οφείλεται σε ανυπαίτια πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία των ανακοπτόντων, ενώ η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης αυτής από την καθ’ ης θα οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή τους χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια, δεδομένου ότι η απαίτησή της είναι εξασφαλισμένη με ενέχυρο, οι δε ανακόπτοντες βρίσκονται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτή και δεν οφείλουν σε τρίτους.
Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 35/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία η ανακοπή τους απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής, οι ηττηθέντες ανακόπτοντες άσκησαν την κρινομένη έφεσή τους, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο και οι οποίοι συνιστούν αιτιάσεις για εσφαλμένη, παρά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής.
ΙΙΙ. Α. Οι διατάξεις των άρθρων 1247 επ. ΑΚ προβλέπουν τη σύσταση ενεχύρου επί απαιτήσεως, το οποίο συνιστάται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό βεβαίας χρονολογίας και ανάλογα με το αν το ασφαλιζόμενο χρέος έληξε ή όχι και το εάν η ενεχυραζόμενη απαίτηση είναι χρηματική ή μη, χορηγούν στο δανειστή τα αντίστοιχα προβλεπόμενα δικαιώματα (άρθρα 1252-1254 ΑΚ). Παρόμοιο με το ενέχυρο αυτό είναι και το προβλεπόμενο από τα άρθρα 35-47 ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», που διατηρήθηκε σε ισχύ, με το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ και στη συνέχεια με το άρθρο 52 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ, και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, το οποίο αφορά την εξασφάλιση απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων από δάνειο ή χορήγηση πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, προγενέστερης όμως του ενεχύρου (άρθρα 35 και 47). Το ενέχυρο αυτό αντιδιαστέλλεται με το κοινό ενέχυρο του Αστικού Κώδικα: α) ως προς τον τρόπο συστάσεως, καθόσον καταρτίζεται και με απλό έγγραφο χωρίς βεβαία χρονολογία και τον τρόπο γνωστοποιήσεως, η οποία γίνεται αποκλειστικά με την επίδοση αντιγράφου της ενεχυρικής συμβάσεως από οποιονδήποτε από τους συμβαλλόμενους και β) ως προς τα αποτελέσματα.
Ειδικότερα, ως προς τα αποτελέσματα του ειδικού αυτού ενεχύρου, το άρθρο 39 του πιο πάνω ΝΔ ορίζει ότι, η ενεχύραση συνεπάγεται εκχώρηση της απαιτήσεως από τον οφειλέτη προς την πιστώτρια (παρ. 1) και ότι από την επίδοση, η πιστώτρια θεωρείται ότι νέμεται την απαίτηση (παρ. 3), ενώ κατά το άρθρο 44 η πιστώτρια δικαιούται να εισπράξει την ενεχυρασμένη απαίτηση και να αποδώσει στον οφειλέτη το μέρος της απαιτήσεως που απέμεινε μετά την εξόφλησή της. Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων και ιδίως του άρθρου 39, τα αποτελέσματα της ενεχυράσεως ταυτίζονται βασικά με εκείνα που επιφέρει η ενεχύραση απαιτήσεως κατά τον ΑΚ. Διαφοροποίηση ανακύπτει μόνο, κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 44, ως προς τον τρόπο πραγματώσεως του ενεχύρου και συγκεκριμένα την εξουσία προς είσπραξη της απαιτήσεως. Επομένως, τα αποτελέσματα της ενεχυράσεως κατά το άνω ΝΔ ρυθμίζονται πρώτα από το ειδικό και γενικό δίκαιο του ενεχύρου και μόνο επικουρικά, εφόσον δεν αντίκειται στη φύση του ενεχυρικού δικαιώματος, από τις διατάξεις για την εκχώρηση.
Η εκχώρηση αυτή δεν φτάνει μέχρι του σημείου να υπερακοντίζει το σκοπό για τον οποίο συνομολογείται η ενεχύραση, που είναι η εξασφάλιση της πιστώτριας τράπεζας και με την έννοια αυτή δεν συνεπάγεται μία τέλεια, απόλυτη και οριστική διάθεση της απαιτήσεως προς την τράπεζα, με την έννοια της ΑΚ 455, αλλά «πλασματική», «περιορισμένη» που τα αποτελέσματά της ρυθμίζονται κατά πρώτο λόγο από το ενεχυρικό δίκαιο, επικουρικά δε από τις περί εκχωρήσεως διατάξεις, όπως προεκτέθηκε. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον νομοθέτη του ΝΔ για να είναι αναμφίβολο ότι η ενεχυρούχος τράπεζα έχει δικαίωμα να εισπράξει την απαίτηση τόσο πριν, όσο και μετά τη λήξη του ασφαλιζόμενου χρέους, ζήτημα που αμφισβητείτο τότε, λόγω των ατελειών του προϊσχύσαντος περί ενεχύρου νόμου (βλ. Δημάκου στον Αστ. Κωδ. Γεωργιάδη Σταθόπουλου τόμ. VI υπ’ άρθρα 1247-1248 κεφ. V παρ. 72-83). Έτσι, κατά παρέκκλιση όσων ισχύουν στο κοινό ενέχυρο (1254 εδ. 2 ΑΚ), στο ενέχυρο του ως άνω ΝΔ, η τράπεζα έχει δικαίωμα να εισπράξει μόνη αυτή την απαίτηση, ενώ στο ενέχυρο του ΑΚ, μόνο από κοινού με τον ενεχυράσαντα οφειλέτη. Αυτή ακριβώς είναι η έννοια του άρθρου 44 του ΝΔ και δεν είχε σκοπό με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης να καταστήσει προνομιακή τη θέση της τράπεζας απέναντι στους υπόλοιπους δανειστές του ενεχυραστή. Από αυτά παρέπεται ότι στην περίπτωση του ειδικού αυτού ενεχύρου, δικαιούχος της βεβαρημένης με το ενέχυρο απαιτήσεως παραμένει ο ενεχυράσας οφειλέτης, ο οποίος μπορεί να προβεί είτε σε νέα εκχώρηση της απαιτήσεώς του προς τρίτον, με το βάρος βέβαια του ενεχύρου, είτε και σε άλλες ενεχυράσεις περαιτέρω (βλ. ΑΠ 1065/2009, ΕφΑθ 6371/2014, ΕφΑθ 5740/2011 Νόμος).
Β. Εξάλλου ναι μεν κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί, για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του, επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 Νόμος).
Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων και προσώπων, φυσικών ή νομικών, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα αυτών που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και, για το λόγο αυτό, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται, αντίστοιχα, κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους.
Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1535/1995, 567/1996 Νόμος).
IV. Από όλα τα έγγραφα … αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αρ. …/23.3.2010 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, που συνήφθη στα Τ. μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος και της καθ’ ης, συμφωνήθηκε η χορήγηση δανείου ποσού 110.000 ευρώ, προς το σκοπό αγοράς άυλων παγίων, αποπληρωθησομένου σε 120 δόσεις, την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση του οποίου (δανείου) εγγυήθηκε με την ίδια σύμβαση η δεύτερη ανακόπτουσα. Η περιοδικότητα αποπληρωμής του δανείου με τοκοχρεωλυτικές δόσεις συμφωνήθηκε τριμηνιαίες, με την πρώτη τοκοχρεωλυτική δόση να καταβάλλεται σε τρεις μήνες μετά την ημερομηνία της πρώτης εκταμίευσης (που έγινε την 29.3.2010).
Προς εξασφάλιση της καθ’ ης η ανακοπή για κάθε απαίτησή της προερχόμενη από την άνω σύμβαση δανείου, ποσού 110.000 ευρώ, και από τυχόν στο μέλλον αυξήσεις του ποσού αυτής, καθώς και από κάθε τυχόν υπέρβαση του λογαριασμού της, συνήφθη μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος και της καθ’ ης την ίδια ημέρα με την άνω σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, η από 23.3.2010 σύμβαση ενεχύρασης απαίτησης, με την οποία ο πρώτος ανακόπτων συνέστησε υπέρ της καθ’ ης πλασματικό ενέχυρο επί της απαίτησής του κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Α. Κ. Τ. ΑΕ». Ειδικότερα, το ως άνω ενέχυρο, διεπόμενο από τις διατάξεις του νδ της 17.7.1923 κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα ως άνω (ΙΙΙΑ) μείζονα σκέψη, συστήθηκε σε κάθε απαίτηση του πρώτου ανακόπτοντος κατά της οφειλέτριας εταιρίας «Α. Κ. Τ. ΑΕ», για ολόκληρο το ποσό της απαίτησής του, καθώς και για όσο ποσό θα ανερχόταν αυτή στο μέλλον, και σε κάθε απαίτηση που τότε απέρρεε ή θα απέρρεε στο μέλλον κατά οιονδήποτε τρόπο από τα μισθώματα που δικαιούτο να λαμβάνει σύμφωνα με την από 15.3.2010 συναφθείσα σύμβαση μίσθωσης μεταξύ αυτού (του πρώτου ανακόπτοντος) και της οφειλέτριας εταιρίας (Α. Κ. Τ. ΑΕ), σύμφωνα με την οποία είχε εκμισθώσει στην τελευταία εταιρία ένα λεωφορείο ιδιοκτησίας του σε ποσοστό 50% τύπου Αστικό Α-100, μάρκας MAN αριθμ. κυκλοφορ. …, αριθμ πλαισίου … έτους κατασκευής 2003.
Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από 23.3.2010 σύμβαση ενεχύρασης απαίτησης, αποδεικνύεται ότι η εκχώρηση των μισθωμάτων στην καθ’ ης έλαβε χώρα χάριν καταβολής και όχι αντί καταβολής, διότι στην άνω σύμβαση προβλέφθηκε ρητά ότι η καθ’ ης δεν κωλύεται να ασκήσει όλα τα ενδεικνυόμενα κατά την κρίση της μέτρα για την αναγκαστική είσπραξη των ασφαλιζομένων απαιτήσεων, δηλαδή των απαιτήσεών της που απορρέουν από τη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου. Από τον ανωτέρω συμβατικό όρο σε συνδυασμό με τον όρο που ρητά προβλέπει ότι ουδεμία αμέλεια μπορεί να καταλογισθεί από τον πιστούχο και την εγγυήτρια στην καθ’ ης περί της μη είσπραξης της ενεχυραζόμενης απαίτησης, συνάγεται ότι η καθ’ ης δικαιούται να επιδιώξει την ικανοποίησή της από τη νέα ενοχή της εκχώρησης, με την έννοια της δυνατότητας παράλληλης άσκησης των δικαιωμάτων της και από την παλαιά και από τη νέα ενοχή. Σημειώνεται ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/7.4.2010 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Α. Μ. επιδόθηκε με επιμέλεια της καθ’ ης η ανακοπή στην προαναφερόμενη οφειλέτρια εταιρία «Α. Κ. Τ. ΑΕ» η ως άνω σύμβαση ενεχύρασης απαίτησης.
Πλην όμως ο πρώτος ανακόπτων καθυστέρησε να καταβάλλει τις συμφωνημένες τριμηνιαίες δόσεις δανείου από 29.6.2011 και έπειτα, ώστε η καθ’ ης η ανακοπή με την από 17.1.2014 εξώδικη γνωστοποίηση καταγγελία σύμβασης και πρόσκλησής της, κατήγγειλε την προαναφερόμενη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, όπως είχε δικαίωμα κατά το ρητό όρο (9ο) της εν λόγω σύμβασης, καθώς το συνολικό οφειλόμενο ποσό δόσεων μέχρι την 17.1.2014 ανέρχονταν σε 41.092,23 ευρώ, και κήρυξε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το εν λόγω δάνειο στο σύνολό του, κατά τον ίδιο συμβατικό όρο (9ο), συνολικού οφειλόμενου ποσού 115.719,36 ευρώ, καλώντας τον εν λόγω δανειζόμενο να το εξοφλήσει (βλ. σχετική εξώδικη και την υπ’ αριθμ. …/17.1.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Ε. Π. με την οποία επιδόθηκε η εν λόγω καταγγελία στον πρώτο ανακόπτοντα).
Σημειώνεται ότι η ενεχυρούχος καθ’ ης δεν είχε εισπράξει από την προαναφερόμενη οφειλέτρια «Α. Κ. Τ. ΑΕ» την ενεχυρασθείσα απαίτηση, ήτοι τα μισθώματα σύμφωνα με την προαναφερόμενη σύμβαση ενεχύρασης απαίτησης, αν και είχε οχλήσει την τελευταία ανώνυμη εταιρία και με την από 11.9.2013 επιστολή της καθ’ ης προς την «Α. Κ. Τ. ΑΕ», στην οποία διατυπώνει την διαμαρτυρία της, διότι δεν της είχαν καταβληθεί αυτά, αν και έχει δικαίωμα να εισπράξει με την εν λόγω σύμβαση ενεχύρασης απαίτησης, ζητώντας επιπλέον να της γνωστοποιηθεί εγγράφως το ποσό των μισθωμάτων που το ίδιο διάστημα ο πρώτος ανακόπτων έλαβε μετά την πιο πάνω σύμβαση ενεχύρασης απαίτησης από την εν λόγω ανώνυμη εταιρία. Εξάλλου δυνάμει της σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου συμφωνήθηκε ότι η δεύτερη ανακόπτουσα εγγυήτρια θα ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πρώτο ανακόπτοντα πρωτοφειλέτη ως αυτοφειλέτρια (όρος 10ος), παραιτούμενη από τις ενστάσεις που αναφέρονται στον ίδιο συμβατικό όρο, μεταξύ άλλων και της ένστασης της διζήσεως. Λόγω λοιπόν της μη καταβολής του πιο πάνω οφειλόμενου ποσού η καθ’ ης η ανακοπή με την από 29.1.2014 αίτησή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων κατά των ανακοπτόντων με τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση την απαίτηση από την σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 44/29.1.2014 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 115.719,36 ευρώ. Ακολούθως, ακριβές αντίγραφο από πρώτο απόγραφο εκτελεστό της παραπάνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 7.2.2014 (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/7.2.2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Α. Κ.).
Όμως η αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή προς έκδοση διαταγής πληρωμής για τη ληξιπρόθεσμη απαίτησή της αποτελεί δικαίωμα της καθ’ ης να αποφασίζει για την είσπραξη της απαίτησής της, συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτή μπορεί να αποφασίζει, ενώ ήταν δικαιολογημένη η ως άνω καταγγελία της σύμβασης δανείου λόγω της μη καταβολής των συμφωνημένων δόσεων δανείου του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος για όχι μάλιστα ασήμαντο οφειλόμενο μέχρι τότε (χρόνο καταγγελίας) ποσό δανείου (41.092,23 ευρώ). Δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσο η επικαλούμενη από τους ανακόπτοντες ανυπαίτια πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία εκπληρώσεως της παροχής, που υπερβαίνει τα όρια της αντοχής αυτών και επιβάλλει στη δανείστρια την υποχρέωση να ανεχθεί απόκλιση από τα συμφωνηθέντα και εύλογη καθυστέρηση, ούτε ότι η αξίωση εκτέλεσης της παροχής θα επιφέρει την πλήρη οικονομική καταστροφή αυτών.
Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης τράπεζα, ασκώντας το συμβατικό της δικαίωμα να καταγγείλει την σύμβαση δανείου λόγω της καθυστέρησης καταβολής των πιο πάνω οφειλόμενων δόσεων δανείου κατά το πιο πάνω διάστημα και να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το δάνειο στο σύνολό του και να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την πληρωμή του ως άνω οφειλόμενου ποσού (115.719,36 ευρώ), επιχείρησε τούτο χωρίς ίδιον αυτής συμφέρον, ενώ η συνεπεία του κλεισίματος του λογαριασμού επερχόμενη ζημία στον πιστούχο είναι ιδιαιτέρως σημαντική (βλ. και ΑΠ 644/1997 Νόμος). Δεν αποδείχθηκε σύμφωνα με τα προαναφερόμενα ότι η ως άνω ενέργεια της καθ’ ης, με την οποία κατήγγειλε την προαναφερόμενη σύμβαση δανείου και στη συνέχεια επιδίωξε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, δεδομένου ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν μπόρεσε να εισπράξει κάποιο ποσό από την ενεχυρασθείσα απαίτηση, αν και είχε προσκαλέσει την οφειλέτρια εταιρία για την καταβολή της, όπως προαναφέρθηκε, ώστε η τελευταία απαίτηση δεν ήταν επαρκής για την εξασφάλιση της απαίτησής της από την σύμβαση δανείου, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι το ποσό της ενεχυρασθείσας απαίτησης (ως άνω μισθώματα) μετά την προαναφερόμενη σύμβαση ενεχύρασης απαίτησης δεν έχει εισπραχθεί από τον πρώτο ανακόπτοντα και ότι οφείλεται ακόμη από την οφειλέτρια ανώνυμη εταιρία. Ούτε αποδείχθηκε κάποια συμπεριφορά της καθ’ ης η ανακοπή, η οποία τους δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι η τελευταία (καθ’ ης η ανακοπή) δεν θα κατήγγειλε την σύμβαση δανείου, αλλά θα την αναπροσάρμοζε, όπως προφορικά, κατά τον αβάσιμο ισχυρισμό των εκκαλούντων, τους είχε δηλωθεί από τα στελέχη της καθ’ ης.
Πρέπει λοιπόν ο λόγος αυτός της κρινόμενης ανακοπής να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε το ίδιο και απέρριψε τον μοναδικό λόγο της ανακοπής ως ουσία αβάσιμο, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και πρέπει ο περί του αντιθέτου σχετικός λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επομένως, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της…


