2/2018 ΠολΠρΛαρ (Σύμβαση στεγαστικού δανείου σε ελβετικά φράγκα – Αντιφατικότητα ισχυρισμών νυν ενάγουσας, που έχει ασκήσει αίτηση ρύθμισης οφειλών μεταξύ των οποίων και η ένδικη – Το 291 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου και δεν θεμελιώνει διαζευκτική ενοχή, αλλά ευχέρεια οφειλέτη)

2/2018

Πρόεδρος: Σταυρούλα Κουταντέλια Εισηγητής: Ευάγγελος Νικολάου Δικηγόροι: Παναγιώτης Γκορτσίλας, Κωνσταντίνος Νταρακλίτσας, Αθανάσιος Τσιμπλινίδης, Γεώργιος Χατζηευθυμίου

Ο νόμος καταναλωτών αποτελεί ενσωμάτωση Οδηγίας, διό παράβασή της επί αντίθετης προς αυτήν εφαρμογής και ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου. Ερμηνεία διατάξεων άνω Οδηγίας. Ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας και όχι της σύμβασης εν όλω, εφαρμογή δε εθνικής διάταξης αντί της ρήτρας και όχι συμπληρωματική τροποποίησή της. Επί δανείου σε ξένο νόμισμα, υποχρέωση Τράπεζας να ενημερώνει σαφώς τον καταναλωτή για το συναλλαγματικό κίνδυνο και τις δυνητικές διακυμάνσεις των ισοτιμιών. Ετεροβαρής σύμβαση το δάνειο, διό μη εφαρμογή 388 ΑΚ, αλλά 288 ΑΚ για (μελλοντική και όχι αναδρομική) μείωση παροχής επί μεταβολής συνθηκών, όχι όμως και όταν ο οφειλέτης είχε αναλάβει τους κινδύνους. Αδικοπρακτική η παράβαση γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας. Διπλή λειτουργία αμέλειας ως μορφής πταίσματος αλλά και παρανομίας. Έννοια πρόστησης. Νόθος αντικειμενική ευθύνη παρόχου υπηρεσιών και βάρος απόδειξης προς απαλλαγή του. Απαράδεκτη η αγωγή επί προβολής αντιφατικών ισχυρισμών στο πλαίσιο της ίδιας ή παράλληλων ή διαδοχικών δικών.

Σύμβαση στεγαστικού δανείου σε ελβετικά φράγκα. Αντιφατικότητα ισχυρισμών νυν ενάγουσας, που έχει ασκήσει αίτηση ρύθμισης οφειλών μεταξύ των οποίων και η ένδικη, χωρίς αμφισβήτηση ή επιφύλαξη για την ύπαρξη και ύψος της που συνιστά ομολογία και ρητή αναγνώρισή της, ενώ στην ένδικη αγωγή αμφισβητεί την ίδια οφειλή.

Το 291 ΑΚ, καθό επί χρηματικών οφειλών σε ξένο νόμισμα πληρωτέων στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, δικαιούται να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τόπο της πληρωμής, είναι ενδοτικού δικαίου και δεν θεμελιώνει διαζευκτική ενοχή, αλλά ευχέρεια οφειλέτη. Αν όμως έχει εξ αρχής συμφωνηθεί διαζευκτική ενοχή (δηλαδή πληρωμή ή σε ξένο ή στο εγχώριο νόμισμα), εφαρμογή άνω διάταξης μόνον αν ο οφειλέτης επιλέξει πληρωμή στην ημεδαπή σε αλλοδαπό νόμισμα.

1. Ο νόμος 2251/1994 «προστασία των καταναλωτών» (ΦΕΚ Α’ 191/16.11.1994) αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές» (ΕΕ L 95/1993, σ. 29), με αποτέλεσμα να πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της οδηγίας αυτής (για την υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, που έχει θεσπιστεί για την εκτέλεση μίας οδηγίας, βλ. ΔΕΚ, 10.4.1984, υπόθεση 14/83 von Colson, ECLI:EU:C:1984:153, σκ. 26 και, σε επίπεδο θεωρίας, αντί άλλων, Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό δίκαιο, Σάκκουλας, 2013, σ. 485 επ.). Η άρνηση ή η παράλειψη του εθνικού δικαστηρίου να κρίνει την εκκρεμή σε αυτό υπόθεση, με βάση το ενωσιακό δίκαιο και την ερμηνεία που του έχει δοθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ως «ΔΕΕ») συνιστά παράβαση του δικαίου αυτού, η οποία συντελείται ακόμα και όταν το εθνικό δικαστήριο δεν εφαρμόζει μεν ευθέως το δίκαιο της Ένωσης, αλλά ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου, που ενσωματώνουν αντίστοιχες ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου, αν τελικά ερμηνεύει τις εσωτερικές ρυθμίσεις κατά τρόπο αντίθετο προς την ερμηνεία που έχει δώσει στις ενωσιακές ρυθμίσεις το ΔΕΕ (ΟλΑΠ 13/2013 ΧρΙΔ 2013.596).

2. Περαιτέρω, στο άρθρο 3 παρ. 1 της προαναφερθείσας οδηγίας 93/13/ΕΟΚ ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Κατ’ αντιστοιχία με την προπαρατεθείσα διάταξη του ενωσιακού δικαίου, το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, όπως αυτό ισχύει έπειτα από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 24, στοιχείο β’ του Ν. 2741/1999, ορίζει ότι γενικοί όροι των συναλλαγών (στο εξής ως «ΓΟΣ»), δηλαδή όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία πιθανώς αυτή εξαρτάται (ΑΠ 904/2011 Αρμ 2012.1708, ΕφΘεσ 1279/2017 Νόμος).

3. Επιπροσθέτως, ο έλεγχος της καταχρηστικότητας, κατά την οδηγία 93/13/ΕΟΚ, θέτει περιορισμούς στη μονομερή εκμετάλλευση της συμβατικής ελευθερίας. Αποσκοπεί, λοιπόν, να υπαγάγει σε έλεγχο μόνο συμβατικές συμφωνίες και όχι κανόνες δικαίου, δεδομένου ότι πρέπει να διαφυλαχθεί η νομοθετική λειτουργία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το μέτρο που είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο. Έτσι, το άρθρο 1 παρ. 2 της οδηγίας ορίζει ότι «οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η έκφραση «νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», που αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 2, καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως». Η εξαίρεση, που εισάγεται με αυτόν τον τρόπο, πρέπει να ερμηνεύεται στενά, ιδίως εν όψει του σκοπού της εν λόγω οδηγίας, που δεν είναι άλλος από την προστασία των καταναλωτών έναντι καταχρηστικών ρητρών, τις οποίες οι επαγγελματίες περιλαμβάνουν σε καταναλωτικές συμβάσεις, και αφορά συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις του εθνικού δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της επιλογής των συμβαλλομένων μερών ή διατάξεις του εθνικού δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται ελλείψει διαφορετικής σχετικής συμφωνίας τους (ΔΕΕ, 21.3.2013, C 92/11 RWE Vertrieb, ECLI:EU:C:2013:180, σκ. 25-26).

4. Ακόμα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, οι συμβατικές ρήτρες καθορισμού του κυρίου αντικείμενου της συμβάσεως και της σχέσης παροχής και αντιπαροχής δεν ελέγχονται ως καταχρηστικές, παρά μόνο σε σχέση με την αρχή της διαφάνειας, εξετάζεται δηλαδή αν αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώσει ότι μία συμβατική ρήτρα δεν καλύπτεται από την παραπάνω εξαίρεση του άρθρου 1 παρ. 2 της οδηγίας, οφείλει να εξετάσει εάν αυτή εμπίπτει στην έννοια του «κύριου αντικειμένου της συμβάσεως» ή στην έννοια «το ανάλογο ή μη μεταξύ [του τιμήματος] και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου», υπό την έννοια του προμνησθέντος άρθρου 4 παρ. 2 αυτής. Καθώς δε η εν λόγω διάταξη εισάγει εξαίρεση από το μηχανισμό επί της ουσίας ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών, όπως προβλέπεται στο πλαίσιο του συστήματος προστασίας των καταναλωτών που καθιερώνει η συγκεκριμένη οδηγία, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (υπ’ αυτήν την έννοια, βλ. ΔΕΕ, 30.4.2014, C 26/13 Kásler, ECLI:EU:C:2014:282, σκ. 42, καθώς και ΔΕΕ, 23.4.2015, C 96/14 Van Hove, ECLI:EU:C:2015:262, σκ. 31), ενώ οι όροι «κύριο αντικείμενο της συμβάσεως» και «ανάλογο ή μη μεταξύ [του τιμήματος] και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου», πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ, 22.2.2015, C 143/13 Matei, ECLI:EU:C:2015:127, σκ. 50).

Όσον αφορά την κατηγορία των συμβατικών ρητρών, οι οποίες εμπίπτουν στην έννοια του «κύριου αντικειμένου της συμβάσεως», το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κρίνει ότι είναι εκείνες με τις οποίες καθορίζονται οι ουσιώδεις παροχές της και, εν τέλει, χαρακτηρίζεται η σύμβαση (ΔΕΕ, 3.6.2010, C 484/08 Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid, ECLI:EU:C:2010:309, σκ. 34, και ΔΕΕ, 23.4.2015, C 96/14 Van Hove, ο.π., σκ. 33). Περαιτέρω, με την πρόσφατη απόφασή του της 20ης.9.2017, στην υπόθεση C-186/16, Andriciuc (ECLI:EU:C:2017:703) το ΔΕΕ έκρινε (βλ. σκ. 37 και 38) ότι ρήτρα, η οποία έχει τεθεί σε σύμβαση δανείου, συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, βάσει της οποίας το δάνειο πρέπει να εξοφληθεί στο ίδιο νόμισμα, εμπίπτει στην έννοια του «κύριου αντικειμένου της συμβάσεως», υπό την έννοια του άρθρου 4 παρ. 2 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Άλλωστε, με τη σύμβαση δανείου ο δανειστής αναλαμβάνει κυρίως την υποχρέωση να θέσει στη διάθεση του οφειλέτη ορισμένο χρηματικό ποσό και ο οφειλέτης αναλαμβάνει κυρίως την υποχρέωση να εξοφλήσει, κατά κανόνα εντόκως, το ποσό αυτό εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Ως εκ τούτου, οι βασικές παροχές μιας τέτοιας συμβάσεως αφορούν χρηματικό ποσό το οποίο πρέπει να καθοριστεί σε σχέση με το νόμισμα στο οποίο προβλέπεται να γίνει η καταβολή και η εξόφλησή του. Συνεπώς, το γεγονός ότι ένα δάνειο πρέπει να εξοφληθεί σε συγκεκριμένο νόμισμα δεν αποτελεί, κατ’ αρχήν, παρεπόμενο όρο καταβολής, αλλά αφορά καθεαυτή τη φύση της υποχρέωσης του οφειλέτη, οπότε συνιστά ουσιώδες στοιχείο μίας συμβάσεως δανείου.

5. Με δεδομένη την ανωτέρω παραδοχή, η απαίτηση μια ρήτρα δανειακής συμβάσεως να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, συνεπάγεται ότι ρήτρα, βάσει της οποίας η εξόφληση του δανείου πρέπει να γίνει στο ίδιο νόμισμα με εκείνο στο οποίο αυτό συνομολογήθηκε, δεν αρκεί να είναι σαφής και κατανοητή από τυπική και γραμματική άποψη. Απεναντίας, έχει την έννοια ότι επιτάσσει, επίσης, να εκτίθεται στη σύμβαση κατά τρόπο εναργή η συγκεκριμένη λειτουργία του μηχανισμού, τον οποίο η εν λόγω ρήτρα αφορά, καθώς και η σχέση μεταξύ αυτού του μηχανισμού και εκείνου που προβλέπουν άλλες συμβατικές ρήτρες, έτσι ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις ως προς αυτόν οικονομικές συνέπειες (ΔΕΕ, 30.4.2014, C 26/13 Kásler, ό.π., σκ. 75). Κατά τη διαμόρφωση της σχετικής του κρίσεως το δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη σύναψη της σύμβασης, στα οποία συγκαταλέγονται η διαφήμιση και η πληροφόρηση που παρείχε ο δανειστής στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης μίας τέτοιας συμβάσεως δανείου (ΔΕΕ, 22.2.2015, C 143/13 Matei, ο.π., σκ. 75 και ΔΕΕ, 20.9.2017, C 186/16 Andriciuc, ό.π., σκ. 44-46).

Ειδικότερα, το δικαστήριο θα πρέπει να ελέγξει αν ο καταναλωτής έλαβε κάθε αναγκαία πληροφορία, ώστε να καταστεί για αυτόν δυνατή η αξιολόγηση των οικονομικών συνεπειών μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Στην εκτίμηση αυτή κρίσιμο είναι, αφενός, το ζήτημα αν η ρήτρα είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε να επιτρέπει στο μέσο καταναλωτή, ήτοι τον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, να υπολογίσει το κόστος που συνεπάγεται η εφαρμογή της και, αφετέρου, η πιθανή έλλειψη αναφοράς, στη σύμβαση καταναλωτικής πίστης, πληροφοριών που θεωρούνται ουσιώδεις, βάσει του είδους των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως (ΔΕΕ, 9.7.2015, C 348/14 Bucura, ECLI:EU:C:2015:447, σκ. 66). Κατά συνέπεια, ο καταναλωτής πρέπει να έχει ενημερωθεί με σαφήνεια για το ότι, συνάπτοντας μία σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα, εκτίθεται σε ορισμένο συναλλαγματικό κίνδυνο, στον οποίο ενδέχεται ακόμα και να δυσκολευτεί οικονομικά να ανταπεξέλθει σε περίπτωση υποτίμησης του νομίσματος, στο οποίο εισπράττει τα εισοδήματά του. Από την άλλη ο επαγγελματίας, εν προκειμένω η τράπεζα, πρέπει να εκθέτει τις δυνητικές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τους κινδύνους που ενέχει η σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα, ιδίως στην περίπτωση που ο δανειολήπτης καταναλωτής δεν εισπράττει τα εισοδήματά του στο εν λόγω ξένο νόμισμα (ΔΕΕ, 20.9.2017, C 186/16 Andriciuc, ο.π., σκ. 47-50).

6. Προσέτι, σύμφωνα με το ΔΕΕ, το άρθρο 6 παρ. 1 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, που ορίζει ότι «οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, αν μπορεί να υπάρξει και χωρίς αυτές», έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που επιτρέπει στον εθνικό δικαστή, σε περίπτωση που κηρύξει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας, η οποία περιλαμβάνεται σε σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, να συμπληρώνει την εν λόγω σύμβαση τροποποιώντας το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής (ΔΕΕ, 14.6.2012, C-618/10 Banco Español de Crédito, ECLI:EU:C:2012:349, σκ. 73). Δικαιολογητικό λόγο αυτής της ερμηνευτικής προσέγγισης του ΔΕΕ αποτελεί το γεγονός ότι, αν οι εθνικοί δικαστές είχαν την εξουσία να αναθεωρούν το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών, οι επαγγελματίες θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες γνωρίζοντας ότι, ακόμα και αν αυτές κηρύσσονταν άκυρες, η σύμβαση θα μπορούσε παρά ταύτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο. Η αναγνώριση, δηλαδή, μίας τέτοιας εξουσίας στους εθνικούς δικαστές, δεν θα ήταν σε θέση να εξασφαλίσει, αφ’ εαυτής, προστασία εξίσου αποτελεσματική με εκείνη που συνεπάγεται η μη εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών.

Σε μία τέτοια, λοιπόν, περίπτωση, από το ΔΕΕ προτάσσεται, αντί της καταχρηστικής ρήτρας, να εφαρμοστεί, βάσει των αρχών του δικαίου των συμβάσεων, τυχόν υπάρχουσα εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου, η οποία, άλλωστε, θεωρείται, σύμφωνα και με την 13η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες. Η εφαρμογή, άλλωστε, εθνικής διάταξης ενδοτικού δικαίου, αντί της καταχρηστικής ρήτρας, συνάδει με τους σκοπούς του άρθρου 6 παρ. 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, καθόσον τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που προβλέπει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα. Αντιθέτως, σε περίπτωση που ο δικαστής όφειλε να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, τούτο θα επέφερε δυνητικώς ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, με αποτέλεσμα ο αποτρεπτικός χαρακτήρας, που απορρέει από την ακύρωση της συμβάσεως, να διακυβευόταν. Ειδικότερα, μια τέτοια ακύρωση συνεπάγεται κατά κανόνα το απαιτητό του συνόλου του οφειλόμενου ποσού του δανείου, συνέπεια η οποία ενδέχεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή και, ως εκ τούτου, να λειτουργεί περισσότερο προς τιμωρία του ιδίου παρά του δανειστή, ο οποίος, δεδομένης της εν λόγω συνέπειας, δεν θα είχε κίνητρο να αποφεύγει την εισαγωγή τέτοιων ρητρών στις συμβάσεις του (έτσι, ΔΕΕ, 30.4.2014, C 26/13 Kásler, ο.π., σκ. 76-78, 80-84).

7. Πέραν τούτων, από τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ προκύπτει ότι το δάνειο είναι σύμβαση ετεροβαρής (ΑΠ 609/2005 Δνη 2006.1015), συνεπώς δεν έχει εφαρμογή επ’ αυτής η διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, η οποία προϋποθέτει, όπως ρητά σε αυτήν αναφέρεται, αμφοτεροβαρή σύμβαση (ΑΠ 798/1989 ΕλλΔνη 1990.1249). Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπει άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Η διορθωτική επέμβαση στην ενοχή, βάσει της ως άνω διατάξεως, πρέπει να γίνεται μόνο όταν υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος και, οπωσδήποτε, να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, αντλημένα από την ίδια την έννομη τάξη και τις κρατούσες αντιλήψεις. Ο κανόνας παραμένει ότι η καλή πίστη απαιτεί την τήρηση των συμπεφωνημένων, όπως αυτά συμπληρώνονται από τις ειδικές διατάξεις νόμου.

Έτσι, η καλή πίστη, και όταν η παροχή έχει γίνει πολύ επαχθής για τον ένα συμβαλλόμενο, επιβάλλει την εκπλήρωσή της και αποκλείει την παρέκκλιση από τη σύμβαση, εάν η επαχθής παροχή ανήκει στο πλαίσιο του κινδύνου που ανέλαβε ο υπόχρεος με τη σύμβαση. Ως εκ τούτου, με βάση το άρθρο 288 ΑΚ μπορεί να επιβάλλεται η μείωση του ύψους της παροχής, όταν αυτή έγινε δυσβάσταχτη για τον οφειλέτη εξαιτίας μεταγενέστερης μεταβολής των συνθηκών, όχι όμως και όταν με την ίδια τη σύμβαση ο οφειλέτης είχε αναλάβει τους σχετικούς κινδύνους, ούτε όταν απλώς έπεσε έξω στους υπολογισμούς του (ΠΠρΘεσ 8966/2017 Νόμος, Γεωργιάδης Σταθόπουλος, ΑΚ, ανάλυση άρθρου 288, αριθμ. 17 και 52). Το δικαίωμα που απορρέει από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ είναι διαπλαστικό, διότι αποτελεί διαμόρφωση της ενοχής στο προσήκον μέτρο, με συνέπεια τόσο η σχετική αγωγή όσο και η απόφαση που αναπροσαρμόζει την παροχή να είναι διαπλαστικές. Αποτέλεσμα του παραπάνω χαρακτηρισμού είναι το ασκηθέν δικαίωμα να ενεργοποιείται από την επίδοση της αγωγής και να αφορά το μέλλον, χωρίς αναδρομικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η σύμβαση είναι ενεργός (ΟλΑΠ 3/2014 ΝοΒ 2014.1131).

8. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, συνδυαζόμενη προς εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενεργείας, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της εννόμου τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και της κοινωνικής εν γένει δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψεως ορισμένων μέτρων επιμελείας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων.

Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που, αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεως του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία, την οποία και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 922 ΑΚ, που ορίζει ότι «ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του», «προστηθείς», για την αδικοπραξία του οποίου ευθύνεται «ο κύριος» ή «ο προστήσας», είναι εκείνος που, με τη βούληση του τελευταίου και υπό τις οδηγίες και εντολές αυτού, ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του, απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς με τη διεκπεραίωση υποθέσεως και γενικώς με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτού.

Περαιτέρω, την ευθύνη για αποζημίωση ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή», ότι «ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο», ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» και ότι «ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του». Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δύναται να είναι και τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου, προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ του παρέχοντος τις υπηρεσίες και του ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι: α) η παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών στο πλαίσιο ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της ελλείψεώς της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της υπάρξεως υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης, δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας.

Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ευθύνης απαιτείται, όπως προαναφέρθηκε, παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα εκδηλωθεί συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφαλείας, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερουμένης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, υπό την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου αυτής με την ζημία, είτε τη συνδρομή λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 669/2017 Νόμος).

Ακόμα, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, η οποία είναι ειδική και συμπληρώνει εκείνη του άρθρου 914 ιδίου Κώδικα, αφού επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν προσβλήθηκε ευθέως ορισμένο δικαίωμα ή προστατευόμενο συμφέρον, σαφώς προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: 1) συμπεριφορά του δράστη («πράξη ή παράλειψη») αντικείμενη στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά αυτή αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο, 2) η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση προκλήσεως ζημίας, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ήτοι δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με σκοπό τη ζημία του άλλου, αλλά αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση της ζημίας στον άλλο και, παρά ταύτα, αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν, 3) να προκληθεί όντως ζημία σε άλλον, και 4) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή και της ζημίας που επήλθε στον άλλον υφίσταται όταν η πράξη ή η παράλειψη από μόνη της ήταν ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά λαμβανόμενη, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, πράγμα που κρίνεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες στην κατηγορία αυτή κρατούσες αντιλήψεις λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική (ΑΠ 1298/2006 Δνη 2006.1407 και ΕφΘρακ 261/2009 ΧΡΗΔΙΚ 2009.439).

9. Τέλος, η προβολή αντιφατικών πραγματικών ισχυρισμών, είτε στο πλαίσιο της ίδιας είτε στα πλαίσια παράλληλων ή διαδοχικών δικών, κρίνεται επίμεμπτη, ιδίως επειδή καταστρατηγεί το καθήκον αληθείας, το οποίο επιβάλλεται ως γνήσια υποχρέωση στους διαδίκους με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, που ορίζει: «Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί τους οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην υπόθεση έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν, με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις». Η παραβίαση του καθήκοντος αληθείας επισύρει την ποινή του απαραδέκτου λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος καθώς, όπου συντρέχει κατάχρηση δικονομικών δυνατοτήτων, ελλείπει το έννομο συμφέρον (ΠΠρΘεσ 1210/2016 ΕΠολΔ 2017.50, Γ. Διαμαντόπουλος, Η αντιφατική συμπεριφορά των διαδίκων στην πολιτική δίκη, Αντ. Σάκκουλας, 1996, σελ. 8-9, Ν. Νίκας, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, Αντ. Σάκκουλας, 1981, σελ. 39-40). Τέλος, το άρθρο 116 ΚΠολΔ, ενταγμένο στο πρώτο βιβλίο του ως άνω Κώδικα και μάλιστα στο δέκατο τρίτο κεφάλαιό του, αυτό των θεμελιωδών δικονομικών αρχών, διατρέχει ολόκληρη την πολιτική δικονομία και καταλαμβάνει κάθε είδος διαδικασίας. Έτσι, το καθήκον αληθείας ισχύει σε κάθε φάση διαδικαστικής εξέλιξης μίας υποθέσεως, ασχέτως της επέλευσης της εκκρεμοδικίας ή του τρόπου περάτωσης μίας διαφοράς. Υπόχρεοι δε στην τήρηση του καθήκοντος αληθείας είναι, κυρίως, οι διάδικοι, χωρίς μάλιστα να ενδιαφέρει η δικονομική τους θέση και ανεξάρτητα από την πολλαπλότητα των διαδίκων, ήτοι από την επέλευση ενεργητικής ή (και) παθητικής ομοδικίας.

10. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι την 23η.10.2007 συνήψαν, σε υποκατάστημα της εναγομένης στη Λ., τη με αριθμό … σύμβαση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα, με σκοπό την αποπεράτωση / βελτίωση ακινήτου, ποσού 59.080,73 ελβετικών φράγκων (CHF), η οποία συνοδεύεται από το «προσάρτημα Ι στη σύμβαση με αριθμό …/23.10.2007 δάνειο συναλλάγματος κυμαινόμενου επιτοκίου». Ότι το σύνολο των όρων αυτής της σύμβασης είχαν προδιατυπωθεί από την εναγομένη και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μαζί τους. Ότι, κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείσματος, η ισοτιμία ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου αντιστοιχούσε στο 1 ευρώ προς 1,6885 ελβετικά φράγκα. Ότι η εξόφληση του δανείου είχε ορισθεί σε ελβετικά φράγκα και στην καταβολή 180 μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, αρχής γενομένης από το μήνα Δεκέμβριο του 2007. Ότι το επιτόκιο συμφωνήθηκε κυμαινόμενο, η δε προσαρμογή του θα γινόταν βάσει της μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη LIBOR, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στη σύμβαση και το προσάρτημα αυτής. Ότι με τη ρήτρα 7α της εν λόγω δανειακής συμβάσεως συνομολογήθηκε ότι «Ο/Οι οφειλέτης/ες υποχρεούται/νται να καταβάλει/ουν στην Τράπεζα ακριβόχρονα τις προς εξόφληση του δανείου δόσεις, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο προσάρτημα Ι της παρούσας. Εφ’ όσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο/οι οφειλέτης/ες υποχρεούται/ούνται να εκπληρώσει/ουν τις εντεύθεν υποχρεώσεις του/τους προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε EURO με βάση την τιμή πώλησης του νομίσματος της χορήγησης την ημέρα της καταβολής», ενώ με τη ρήτρα 9 αυτής συνομολογήθηκε ότι «σε περίπτωση καταγγελίας, σύμφωνα με το αμέσως προηγούμενο άρθρο, η τράπεζα δικαιούται επίσης να μετατρέπει το σύνολο της απαίτησης σε ισότιμη οφειλή σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας». Ότι το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν σε συνάλλαγμα εμπίπτει στην έννοια της επενδυτικής υπηρεσίας, που απευθύνεται σε πρόσωπα με εξειδικευμένη γνώση της αγοράς συναλλάγματος και των κινδύνων της.

Ότι η ισοτιμία του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου σταδιακά μεταβλήθηκε, με αποτέλεσμα την 3η.9.2015 να ανέλθει στο 1 ευρώ προς 1,0563 ελβετικά φράγκα, καθόσον το ελβετικό φράγκο ισχυροποιήθηκε έναντι του ευρώ. Ότι αυτή η μεταβολή της ισοτιμίας είχε ως συνέπεια, καίτοι οι ενάγοντες κατέβαλαν τις οφειλόμενες τοκοχρεωλυτικές δόσεις σε ευρώ, αφενός μεν να έχει εξανεμιστεί η αξία των καταβολών τους και, αφετέρου, το μη εισέτι ληξιπρόθεσμο ποσό του δανείου να έχει αυξηθεί σε σχέση με το αρχικό ποσό του δανείσματος. Ότι η δεύτερη εξ αυτών, Β. Τ., έχει ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λάρισας (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) τη με αριθ. κατάθ. …/5.9.2013 αίτηση υπαγωγής της στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, στην οποία συμπεριέλαβε προς ρύθμιση και την οφειλή που αυτή διατηρεί προς την εναγομένη από την προαναφερθείσα σύμβαση δανείου.

Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά και επικαλούμενοι, παράλληλα, ότι δεν έχουν ειδικές οικονομικές γνώσεις, ότι δεν ενημερώθηκαν από τους υπαλλήλους της εναγομένης για το συναλλαγματικό κίνδυνο, τον οποίο ανέλαβαν κατά την υπογραφή της σύμβασης και, ιδίως, για τις επιπτώσεις από μία σοβαρή υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, τόσο επί του ύψους των εξοφλητικών δόσεων όσο και επί του κεφαλαίου του δανείου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, ζητούν, κατ’ εκτίμηση του αγωγικού τους δικογράφου:

  1. να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρες οι προαναφερόμενες, με αριθμούς 7α και 9 ρήτρες της ως άνω δανειακής συμβάσεως, ως αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1, 6 και 7 Ν. 2251/1994. Επίσης, να συμπληρωθεί ερμηνευτικά το κενό που αναφύεται, λόγω της επικαλούμενης από τους ενάγοντες ακυρότητας, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, με διάπλαση του περιεχομένου τους από το Δικαστήριο ούτως ώστε: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να υπολογίσει το ποσόν του ανωτέρω δανείου, από τη λήψη και μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση, με βάση την, κατά το χρόνο της εκταμίευσής του, ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου και, συγκεκριμένα, με την ισοτιμία της 1ης.11.2007, ήτοι με ισοτιμία 1 ευρώ προς 1,6885 ελβετικά φράγκα, συμψηφίζοντας όσα ποσά έχουν καταβληθεί από τους ενάγοντες καθ’ υπέρβαση αυτής της ισοτιμίας με το άληκτο ποσό του ανωτέρω δανείου, άλλως δε, και έτι επικουρικότερα, να υποχρεωθεί η εναγομένη να υπολογίσει το άληκτο κεφάλαιο του ανωτέρω δανείου, με βάση την, κατά το χρόνο της εκταμίευσής του, ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να εφαρμόζει στο εξής αυτήν τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων για κάθε αποπληρωμή δόσης, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να απέχει στο μέλλον από την άσκηση του δικαιώματός της να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση εξαιτίας της εφαρμογής της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου, δ) να αναγνωριστεί, έπειτα από την κατά τα ανωτέρω συμπλήρωση του αναφυόμενου κενού από το Δικαστήριο, ότι το άληκτο κεφάλαιο του ανωτέρω δανείου ανερχόταν, στις 6.10.2015, στο ποσό των 16.123,88 ευρώ και ότι οι ενάγοντες έχουν καταβάλει προς εξυπηρέτησή του μέχρι την 5η.10.2015 συνολικό ποσό 18.886,19 ευρώ,

  2. επικουρικά, να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η ως άνω δανειακή σύμβαση, άλλως δε και επικουρικότερα, να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρες οι προεκτεθείσες, με αριθμούς 7α και 9 ρήτρες της, λόγω παραβίασης από την εναγομένη της υποχρέωσης ενημέρωσης των εναγόντων, αντίθετα με τη συμπεριφορά που επιτάσσουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη,

  3. επικουρικότερα, επικαλούμενοι τα άρθρα 388 και 288 ΑΚ, να αναπροσαρμοστεί η υφιστάμενη οφειλή των εναγομένων από την επίδικη δανειακή σύμβαση κατά τέτοιο τρόπο ώστε: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να υπολογίσει το ποσόν του ανωτέρω δανείου, από τη λήψη και μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση, με βάση την, κατά το χρόνο της εκταμίευσής του, ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου και, συγκεκριμένα, με την ισοτιμία της 1ης.11.2007, ήτοι με ισοτιμία 1 ευρώ προς 1,6885 ελβετικά φράγκα, συμψηφίζοντας όσα ποσά έχουν καταβληθεί από τους ενάγοντες καθ’ υπέρβαση αυτής της ισοτιμίας με το άληκτο ποσό του ανωτέρω δανείου, άλλως δε, και έτι επικουρικότερα, να υποχρεωθεί η εναγομένη να υπολογίσει το άληκτο κεφάλαιο του ανωτέρω δανείου, με βάση την, κατά το χρόνο της εκταμίευσής του, ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου και β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να εφαρμόζει στο εξής αυτήν τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων για κάθε αποπληρωμή δόσης, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής,

  4. να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε καθένα από τους ενάγοντες ποσό 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστησαν από την πλημμελή ενημέρωση που τους παρείχε η εναγομένη ως προς τους κινδύνους που ανέλαβαν, άλλως δε λόγω του γεγονότος ότι η εναγομένη τους ζημίωσε κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, εκμεταλλευόμενη την απειρία και τη μειονεκτική τους θέση απέναντί της,

  5. να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και

  6. να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά τους έξοδα.

11. Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η κρινόμενη αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 18, 33 και 35 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.

12. Ωστόσο, και όσον αφορά τη δεύτερη ενάγουσα, Β. Τ., αυτή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, καθώς η δεύτερη ενάγουσα, ενώπιον δύο διαφορετικών δικαστηρίων, του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και του Ειρηνοδικείου Λάρισας, κατά την παράλληλη εξέλιξη δύο διαφορετικών δικών, εμφανίζεται να προβαίνει σε διαδικαστικές πράξεις που βρίσκονται σε ευθεία εναντιοτροπή και αδιάλλακτη λογική αντίθεση μεταξύ τους, δεδομένου ότι η μία αντιστρατεύεται ευθέως την άλλη, παραθέτοντας μάλιστα πραγματικούς ισχυρισμούς των οποίων η συνύπαρξη είναι αδύνατη. Πιο συγκεκριμένα, και όπως η ίδια η δεύτερη ενάγουσα αναφέρει στην κρινόμενη αγωγή, αυτή έχει ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λάρισας (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) τη με αριθ. κατάθ. …/5.9.2013 αίτηση υπαγωγής της στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, στην οποία συμπεριέλαβε προς ρύθμιση και την οφειλή που αυτή διατηρεί προς την εναγομένη από την επίδικη σύμβαση δανείου, χωρίς να διατυπώσει στην αίτησή της αυτή την παραμικρή αμφισβήτηση ή επιφύλαξη για το ποσό και το ποιό της οφειλής της αυτής. Ωστόσο, καθώς η ανεπιφύλακτη ένταξη μίας απαιτήσεως πιστωτή σε μία αίτηση υπαγωγής οφειλέτη στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 συνιστά ομολογία και ρητή αναγνώριση του οφειλέτη για την ύπαρξη και το ύψος αυτής της απαιτήσεως του πιστωτή, η αλήθεια της κρίσης, την οποία η δεύτερη ενάγουσα παραθέτει στην κρινόμενη αγωγή, ότι δηλαδή αμφισβητεί την ύπαρξη και το ύψος της οφειλής της από την επίδικη σύμβαση παροχής τραπεζικής πίστωσης, αντιστρατεύεται ευθέως την αλήθεια της κρίσης ότι η ίδια απαίτηση, χωρίς να διατυπωθεί η παραμικρή αμφισβήτηση για την ύπαρξη και το ύψος της, εντάσσεται από τη δεύτερη ενάγουσα στην προαναφερθείσα αίτηση, που αυτή έχει ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λάρισας, προκειμένου να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και να ρυθμιστεί με βάση τις διατάξεις αυτού του νομοθετήματος. Σημειωτέον ότι, σε περίπτωση που ο οφειλέτης αμφισβητεί το ύψος κάποιας απαιτήσεως, που φέρεται να διατηρεί σε βάρος του κάποιος πιστωτής, θα πρέπει να περιλάβει και το συγκεκριμένο χρέος στην αίτηση υπαγωγής του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, στο ύψος που αυτό εμφανίζεται στη βεβαίωση του πιστωτή, με επιφύλαξη, όμως, ως προς το ύψος του, το οποίο θα πρέπει να δηλώνει ρητά ότι αμφισβητεί, προκειμένου το, επιλαμβανόμενο της αιτήσεως, δικαστήριο να κρίνει για το ύψος του κατά τον προδικαστικό έλεγχο της απαιτήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 (έτσι, ειδικά μάλιστα για απαιτήσεις που πηγάζουν από δάνεια με ρήτρα σε ελβετικό φράγκο, Γ. Κομπολίτης, εισήγηση στο σεμινάριο της ΕΣΔι για το Ν. 3869/2010 της 3ης και 4ης.11.2015, με θέμα «Αοριστία της κατά το άρθρο 4 παρ. 1 αιτήσεως του οφειλέτη περί υπαγωγής στις ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010», διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου www.dsh.gr, και Α. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον Ν. 3869/2010 όπως ισχύει μετά τις επελθούσες νομοθετικές μεταβολές, Σάκκουλας, 2016, σ. 139).

Με τον τρόπο αυτό η δεύτερη ενάγουσα, κατά παραβίαση του καθήκοντος αληθείας, υιοθετεί με την ένδικη αγωγή της μία συμπεριφορά η οποία αποτελεί παραβίαση της θεμελιώδους αρχής απαγόρευσης του venire contra factum proprium και επιδεικνύει μία πρόδηλα αντιφατική δικονομική συμπεριφορά, που αντίκειται στις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της ευθύτητας και της εντιμότητας. Κατά συνέπεια, και σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στην προεκτεθείσα, υπό στοιχείο 9 μείζονα σκέψη, η κρινόμενη διαδικαστική πράξη (αγωγή), καθ’ ο μέρος της αφορά τη δεύτερη ενάγουσα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπό της. Τέλος, εν όψει της ήττας της δεύτερης ενάγουσας και της καταστρατήγησης από μέρους της των δικονομικών επιταγών του άρθρου 116 ΚΠολΔ, θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό και με βάση αντίστοιχο αίτημα της τελευταίας, καθ’ ο μέρος τα έξοδα αυτά οφείλονται στην αντίκρουση της ιδιαίτερης διαδικασίας, που προκάλεσε με την άσκηση της ένδικης αγωγής η δεύτερη ενάγουσα (άρθρα 176, 180 παρ. 2, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

13. Κατά τα λοιπά, και όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα, Κ. Σ., η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει νόμιμη, όσον αφορά το πρώτο, κύριο, αναγνωριστικό αίτημά της και καθ’ ο μέρος το αίτημα αυτό αφορά την αναγνώριση της ακυρότητας της προεκτεθείσας, με αριθμό 7α ρήτρας της επίδικης δανειακής συμβάσεως, που καθορίζει το νόμισμα στο οποίο πραγματοποιείται η εξόφληση των τοκοχρεωλυτικών δόσεων του επίδικου δανείου. Σημειωτέον πως το κρινόμενο, κύριο αίτημα ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με το επικουρικό αίτημα της κρινόμενης αγωγής να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η προαναφερθείσα, με αριθμό 7α συμβατική ρήτρα, λόγω παραβίασης από την εναγομένη της υποχρέωσης ενημέρωσης των εναγόντων, αντίθετα με τη συμπεριφορά που επιτάσσουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθώς η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 Ν. 2251/1994, στην οποία, μεταξύ άλλων στηρίζεται το προαναφερθέν κύριο αίτημα, αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ (ΕφΘρακ 261/2009 ΧΡΗΔΙΚ 2009.439), στην οποία στηρίζεται το εν λόγω επικουρικό. Επίσης, λεκτέον ότι η κρινόμενη, με αριθμό 7α συμβατική ρήτρα βρίσκεται εντός του πεδίου εφαρμογής του Ν. 2251/1994 και δεν υπάγεται στην εξαίρεση του άρθρου 1 παρ. 2 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, παρά την κατ’ αποτέλεσμα ταύτιση του περιεχομένου της με αυτό της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, το οποίο ορίζει πως, όσον αφορά χρηματικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, που πρέπει να πληρωθούν στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει το δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ειδικότερα, το άρθρο 291 ΑΚ αποτελεί διάταξη ενδοτικού δικαίου ενταγμένη στο γενικό ενοχικό δίκαιο, καταλαμβάνοντας κάθε χρηματική ενοχή και προσιδιάζοντας σαφώς και στη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου (βλ. σχετικά πρακτικά της Αναθεωρητικής Επιτροπής του ΑΚ, Συνεδρίαση 16η, της 21.01.1931, σε Σχέδιον Αστικού Κωδικός, εκπονηθέν υπό της Συντακτικής Επιτροπής, II. Ενοχικόν Δίκαιο, 1935, σελ. 13 επ.).

Περαιτέρω, η εν λόγω διάταξη δεν θεμελιώνει διαζευκτική ενοχή, αλλά παρέχει στον οφειλέτη τη διαζευκτική ευχέρεια («facultas alternativa») να εξοφλεί στην ημεδαπή χρηματικές οφειλές σε ξένο νόμισμα σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης (ισοτιμία) του ξένου νομίσματος κατά την ημέρα της αντίστοιχης καταβολής. Σε περίπτωση, ωστόσο, που έχει εξ αρχής συμφωνηθεί διαζευκτική ενοχή, δηλαδή πληρωμή είτε σε ξένο είτε στο εγχώριο νόμισμα, η ως άνω διάταξη βρίσκει εφαρμογή μόνον εφόσον ο οφειλέτης επιλέξει την πληρωμή της οφειλής στην ημεδαπή σε αλλοδαπό νόμισμα (Ταμπάκης, σε: Γεωργιάδη / Σταθόπουλου, ΑΚ, ανάλυση άρθρου 291, παρ. 9. σ. 50 και Κοντογεωργακόπουλος, σε: Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, Τόμος I, ανάλυση άρθρου 291, παρ. 11, σ. 564). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την όλη οικονομία και τις διατάξεις της επίδικης συμβάσεως δανείου, καθώς και το νομικό και το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, ότι η κρινόμενη ρήτρα, η οποία καθιερώνει διαζευκτική ενοχή, βάσει της οποίας ο οφειλέτης καταναλωτής υποχρεώνεται, και δεν επιλέγει ο ίδιος, να εξοφλήσει το δάνειο στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης του νομίσματος της χορήγησης την ημέρα της καταβολής, δεν απηχεί μία διάταξη αναγκαστικού δικαίου της ελληνικής νομοθεσίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 2 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Άλλωστε, σε διαφορετική περίπτωση, θα αναιρούνταν ο ίδιος ο, προστατευτικός για τους καταναλωτές, σκοπός της εν λόγω οδηγίας, καθώς το σύνολο των τραπεζικών δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα, που τυγχάνουν πληρωτέα στην Ελλάδα, θα εξέφευγαν του ελέγχου με βάση το Ν. 2251/1994, απλά και μόνο επειδή έχουν επαναλάβει στο κείμενό τους τη ρύθμιση του άρθρου 291 ΑΚ, ενώ θα παραβιαζόταν και η υποχρέωση στενής ερμηνείας της εξαιρέσεως που εισάγεται με το άρθρο 1 παρ. 2 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στην προεκτεθείσα, υπό στοιχείο 3 μείζονα σκέψη.

Απεναντίας, το πρώτο, κύριο, αναγνωριστικό αίτημα της κρινόμενης αγωγής, καθ’ ο του μέρος διώκει την αναγνώριση της ακυρότητας και της προεκτεθείσας, με αριθμό 9 συμβατικής ρήτρας της επίδικης δανειακής συμβάσεως, που σχετίζεται με το δικαίωμα της εναγομένης να μετατρέψει σε ευρώ το συνολικό ποσό της απαιτήσεως από την επίδικη σύμβαση, σε περίπτωση καταγγελίας της, τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτο, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του ενάγοντος, δεδομένου ότι σε κανένα σημείο της κρινόμενης αγωγής δεν γίνεται αναφορά σε καταγγελία της επίδικης συμβάσεως από την εναγομένη και, συνακόλουθα, σε μία ενεργοποίηση του εν λόγω δικαιώματός της, που ενδεχομένως να συνεπαγόταν δυσμενείς για τον ενάγοντα συνέπειες. Περαιτέρω, ως μη νόμιμο, λόγω αντίθεσης προς το άρθρο 6 παρ. 1 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, θα πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της κρινόμενης αγωγής που διώκει τη διάπλαση από το Δικαστήριο του κενού, το οποίο θα προκύψει, σε περίπτωση ακύρωσης της προεκτεθείσας, με αριθμό 7α συμβατικής ρήτρας ως καταχρηστικής, με τροποποίηση του περιεχομένου της ρήτρας αυτής, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στην προεκτεθείσα, υπό στοιχείο 6 μείζονα σκέψη.

Επιπροσθέτως, ως απαράδεκτο λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος θα πρέπει να απορριφθεί το επικουρικό αίτημα της κρινόμενης αγωγής που κατατείνει στην ακύρωση της επίδικης συμβάσεως στο σύνολό της, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στην ίδια, ως άνω, υπό στοιχείο 6 μείζονα σκέψη, μία τέτοια ακύρωση θα συνεπαγόταν ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον ενάγοντα, ως καταναλωτή, καθώς θα είχε ως αποτέλεσμα το απαιτητό του συνόλου του οφειλόμενου ποσού του δανείου, συνέπεια η οποία θα λειτουργούσε περισσότερο προς τιμωρία του ιδίου, παρά της δανείστριας εναγομένης, εάν ήθελε υποτεθεί ότι αυτή εισήγαγε καταχρηστικές ρήτρες στην επίδικη σύμβαση. Ακόμα, μη νόμιμη τυγχάνει η επικουρική βάση της κρινόμενης αγωγής με την οποία ζητείται η αναπροσαρμογή της οφειλής του ενάγοντος κατά το άρθρο 388 ΑΚ, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται μόνο επί αμφοτεροβαρών και όχι επί ετεροβαρών συμβάσεων ενώ, όσον αφορά την αγωγική βάση που στηρίζεται στο άρθρο 288 ΑΚ, αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη κατά το μέρος που αναφέρεται σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της αγωγής, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στην υπό στοιχείο 7 μείζονα σκέψη της παρούσας, το σχετικό διαπλαστικό δικαίωμα ασκείται από της επιδόσεως της αγωγής και μελλοντικά, χωρίς αναδρομικότητα. Τέλος, μη νόμιμο είναι το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής όσον αφορά τα αναγνωριστικά και τα διαπλαστικά αιτήματά της, καθώς προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις. Ως εκ των ανωτέρω, κατά το μέρος της που δεν κρίθηκε απαράδεκτη και μη νόμιμη, η κρινόμενη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 6, 7 και 8 Ν. 2251/1994, 281, 297, 288, 299, 330, 914, 919, 922, 932, 70, 71, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ίσχυε πριν τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015, εν όψει του ότι η κρινόμενη αγωγή έχει κατατεθεί πριν τη θέση σε ισχύ του ως άνω νομοθετήματος (άρθρο 1, άρθρο ένατο, παρ. 4 Ν. 4335/2015), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

14. Από την ένορκη κατάθεση … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος ενάγων, Κ. Σ., την 23η.10.2007, συνήψε, σε υποκατάστημα της εναγομένης στη Λ., τη με αριθμό … σύμβαση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα, με σκοπό την αποπεράτωση βελτίωση ακινήτου, ποσού 59.080,73 ελβετικών φράγκων, η οποία συνοδεύεται από το «προσάρτημα Ι στη σύμβαση με αριθμό …/23.10.2007 δάνειο συναλλάγματος κυμαινόμενου επιτοκίου». Στη σύμβαση αυτή συμβλήθηκε ως συνοφειλέτρια και η σύζυγός του, Β. Τ., ενώ το σύνολο των όρων αυτής της σύμβασης είχαν προδιατυπωθεί από την εναγομένη και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μαζί τους. Δυνάμει της με αριθμό 7α ρήτρας της εν λόγω δανειακής συμβάσεως συνομολογήθηκε ότι «Ο/Οι οφειλέτης/ες υποχρεούται/νται να καταβάλει/ουν στην Τράπεζα ακριβόχρονα τις προς εξόφληση του δανείου δόσεις, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο προσάρτημα Ι της παρούσας. Εφ’ όσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο/οι οφειλέτης/ες υποχρεούται/ούνται να εκπληρώσει/ουν τις εντεύθεν υποχρεώσεις του/τους προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε EURO με βάση την τιμή πώλησης του νομίσματος της χορήγησης την ημέρα της καταβολής». Όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων διατείνεται ότι ο συγκεκριμένος γενικός όρος συναλλαγών, η λειτουργία του οποίου κατατείνει στο να υποχρεώνεται ο οφειλέτης να εκπληρώνει τις, απορρέουσες από το οικείο συμβατικό πλαίσιο, υποχρεώσεις του προς την εναγομένη τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, δηλαδή σε ελβετικό φράγκο, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης (ισοτιμία) αυτού (του ελβετικού φράγκου) κατά την ημέρα της καταβολής, εξαγόμενη τούτη από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος, είναι αντίθετος προς τις καθοδηγητικές αρχές της διαφάνειας και της απαγόρευσης της, χωρίς λόγο, ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση της εναγομένης προμηθεύτριας. Δεδομένου, όμως, ότι η ρήτρα μίας σύμβασης δανείου, που προσδιορίζει το νόμισμα στο οποίο πρέπει αυτό το δάνειο να εξοφληθεί, εμπίπτει στην έννοια του «κύριου αντικειμένου της συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 2 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, η βασιμότητα του κρινόμενου ισχυρισμού του ενάγοντος εξαρτάται από τον έλεγχο καταχρηστικότητας της εν θέματι συμβατικής ρήτρας, ο οποίος πρέπει περιοριστεί, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στην προεκτεθείσα, υπό στοιχείο 4 μείζονα σκέψη, μόνο σε σχέση με την αρχή της διαφάνειας.

Εν προκειμένω δε, αποδεικνύεται ότι η με αριθμό 7α ρήτρα της επίδικης συμβάσεως δανείου είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Πιο συγκεκριμένα, εξεταζόμενη από τυπική και γραμματική άποψη, αποδεικνύεται ότι αυτή δεν περιορίζεται στο να προσδιορίσει την υποχρέωση εξόφλησης του δανείου στο αλλοδαπό νόμισμα χορήγησης, αλλά παρέχει στον ενάγοντα την ευχέρεια να εξοφλήσει τις εκάστοτε μηνιαίες δόσεις του είτε σε ελβετικό φράγκο είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της αντίστοιχης καταβολής. Με τον τρόπο αυτό, περιγράφεται στη σύμβαση κατά τρόπο απολύτως εναργή η συγκεκριμένη λειτουργία του μηχανισμού συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, ώστε να επιτρέπεται στον ενάγοντα, ως καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, να αντιληφθεί το είδος, τα βασικά χαρακτηριστικά και τη λειτουργία του οικονομικού κινδύνου που ανέλαβε, καθώς και να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Άλλωστε, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν σε συνάλλαγμα δεν εμπίπτει στην έννοια της επενδυτικής υπηρεσίας (ΔΕΕ, 3.12.2015, C-312/14, Banif Plus Bank, ECLI:EU:C:2015:794, σκ. 75), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει δεκτό ότι απευθύνεται σε πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις, που αποσκοπούν στη διαχείριση του συναλλαγματικού κινδύνου ή στην κατ’ επάγγελμα κερδοσκοπία επί της συναλλαγματικής ισοτιμίας ξένου νομίσματος. Ο ίδιος μάλιστα ο ενάγων, όπως προκύπτει από την από 17.7.2017 και με αριθ. κατάθ…./21.7.2017 αίτηση κηρύξεώς του σε κατάσταση πτώχευσης, η οποία είναι γνωστή στο Δικαστήριο από προηγούμενη ενέργειά του, έχει αναλάβει, με την ιδιότητα του ομορρύθμου εταίρου και νομίμου εκπροσώπου της, εδρεύουσας στη Λ., ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «… ΟΕ», υποχρεώσεις συνολικού ύψους 374.205,25 ευρώ δυνάμει συμβάσεων παροχής τραπεζικής πίστωσης με τρία τραπεζικά ιδρύματα (την εναγομένη, την A. Bank και την Ε. Τράπεζα), γεγονός που καταδεικνύει ότι, πέρα από την κατ’ επάγγελμα εμπορική του δραστηριότητα, που αφ’ εαυτής καταδεικνύει μία, ευρύτερη από το μέσο καταναλωτή, γνώση των οικονομικών συνθηκών στις οποίες διαμορφώνονται οι συναλλαγές σε χρήμα, ο πρώτος ενάγων υπήρξε ιδιαιτέρως εξοικειωμένος με τη σύναψη συμβάσεων παροχής τραπεζικών πιστώσεων, ώστε ευλόγως να αναμένεται ότι δεν θα προέβαινε στη σύναψη και της επίδικης συμβάσεως, σε περίπτωση που οι όροι της, ιδίως αυτός που προσδιορίζει τη θεμελιώδη υποχρέωσή του για την αποπληρωμή του δανείσματος, δεν απηχούσαν τα οικονομικά του συμφέροντα. Ως εκ τούτου, ενόψει της, κατά τον κρίσιμο χρόνο σύναψης της επίδικης συμβάσεως (για το ότι η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας πρέπει να γίνεται με βάση το χρόνο σύναψης της σύμβασης βλ. ΔΕΕ, 20.9.2017, C 186/16 Andriciuc, ο.π., σκ. 54), ιδιαιτέρως ευνοϊκής για τα συμφέροντα του ενάγοντος, ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, ευλόγως η εναγομένη θα μπορούσε να αναμένει ότι ο ενάγων θα αποδεχόταν μία ρήτρα, με περιεχόμενο ανάλογο με αυτήν της επίδικης συμβάσεως, κατόπιν ατομικής διαπραγμάτευσης.

Σε κάθε περίπτωση και σε μία ευρύτερη θεώρηση, η δυνατότητα αντίληψης ενός κινδύνου δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη λεπτομερή επιστημονική εξήγηση του φαινομένου, από το οποίο ενδέχεται να προέλθει ο κίνδυνος, η οποία άλλωστε δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή χωρίς ειδικές γνώσεις. Ως εκ τούτου, ειδικά για την αντίληψη του κινδύνου αλλαγής του ύψους της οφειλής, εξαιτίας της ανατίμησης του αλλοδαπού νομίσματος ενός δανείου έναντι του νομίσματος του εισοδήματος του δανειολήπτη, δεν απαιτείται η λεπτομερής εξήγηση του τρόπου λειτουργίας των χρηματαγορών κατά τον καθορισμό της ισοτιμίας των δύο αυτών νομισμάτων (έτσι και σε Δ. Λιάπη, Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο. Η διαγραφόμενη από το ΔΕΕ και την οδηγία 2014/17/ΕΕ προσέγγιση και η κυμαινόμενη ελληνική νομολογία, ΧρΙΔ 2016.241-250, σ. 245). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη σύναψη της επίδικης συμβάσεως και, συγκεκριμένα: i) ότι το οικείο δάνειο μεταξύ των συμβαλλόμενων διαδίκων μερών συμφωνήθηκε ρητά στο ως άνω αλλοδαπό νόμισμα (ελβετικό φράγκο), ii) ότι η εκταμίευση του δανείσματος έγινε σε ελβετικά φράγκα (βλ. το από 1.11.2007, ενυπόγραφο παραστατικό εκταμίευσης που προσκομίζει ο ενάγων), τα οποία στη συνέχεια μετατράπηκαν σε ευρώ και πιστώθηκαν σε έτερο λογαριασμό ταμιευτηρίου των εναγόντων, κατόπιν σχετικής επιθυμίας αυτών και κατ’ εφαρμογή σχετικού όρου της επίδικης συμβάσεως και iii) ότι ο λογαριασμός εξυπηρέτησης του δανείου τηρείται σε συνάλλαγμα ελβετικών φράγκων, ενώ και η αποπληρωμή του δανείου γίνεται ομοίως στο ίδιο αλλοδαπό νόμισμα, καθώς έκαστη καταβολή των εναγόντων μέχρι σήμερα έχει μεν πραγματοποιηθεί, κατόπιν επιλογής τους, σε ευρώ, ωστόσο πιστώνεται κατά μετατροπή του οικείου ποσού σε ελβετικά φράγκα στο λογαριασμό εξυπηρέτησης του δανείου (βλ. τους, προσκομιζόμενους από τον ενάγοντα, από 2.1.2008, 2.6.2008, 2.1.2009, 1.7.2009, 4.1.2010, 1.7.2010, 3.1.2011, 1.6.2011, 2.1.2012, 2.7.2012, 2.1.2013, 1.7.2013, 2.1.2014, 1.7.2014, 1.12.2014, 1.4.2015 και 1.9.2015 πίνακες πληρωμών και απόσβεσης δανείου, του οποίους απέστειλε η εναγομένη στον ενάγοντα και οι οποίοι περιέχουν λεπτομερή ανάλυση των πληρωμών του τελευταίου αποκλειστικά σε ελβετικό φράγκο) και iv) ότι στην κρινόμενη αγωγή δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι η βούληση του ενάγοντος και της συζύγου του να συμβληθούν στην επίδικη σύμβαση δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα υπήρξε αποτέλεσμα παραπλανητικής διαφήμισης από μέρους της εναγομένης, καταδεικνύει ότι ο πρώτος ενάγων είχε ενημερωθεί με σαφήνεια για το ότι, συνάπτοντας μία σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα και συνομολογώντας την εξόφλησή του στο ξένο αυτό νόμισμα, ή στο ισόποσό του σε ευρώ κατά το χρόνο της καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης, εκτίθεται σε συγκεκριμένο συναλλαγματικό κίνδυνο, που θα μπορούσε να αποβεί ακόμα και σε βάρος των οικονομικών του συμφερόντων, καθώς με την επίδικη ρήτρα κρίσιμος για την εξόφληση του χρέους κατέστη όχι ο χρόνος συνομολόγησης ή λήξης του, αλλά ο χρόνος της πραγματικής πληρωμής εκάστης τοκοχρεωλυτικής δόσεως, ούτως ώστε η οποιαδήποτε τυχόν άνοδος ή πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος εν τω μεταξύ να αποβαίνει σε βάρος ή σε όφελος, αντίστοιχα, του ενάγοντος και της συζύγου του, ως οφειλετών. Ως εκ τούτου, το αίτημα του ενάγοντος να αναγνωριστεί η ακυρότητα της προεκτεθείσας, με αριθμό 7α ρήτρας της επίδικης δανειακής συμβάσεως, που καθορίζει το νόμισμα στο οποίο πραγματοποιείται η εξόφληση των τοκοχρεωλυτικών δόσεων του ληφθέντος δανείου, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο.

Εν όψει δε αυτού του πορίσματος, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος και ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η εναγομένη τράπεζα εκδήλωσε, στο πλαίσιο παροχής των υπηρεσιών της προς τον πρώτο ενάγοντα, συμπεριφορά που δεν ανταποκρίνεται στις, ευλόγως προσδοκώμενες, συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφαλείας ή που αντίκειται στα χρηστά ήθη, με αποτέλεσμα να μην πληρούται εν προκειμένω η, αναγκαία για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης, προϋπόθεση του παρανόμου. Τέλος, ως ουσιαστικά αβάσιμο θα πρέπει να απορριφθεί και το αγωγικό αίτημα που σκοπεί στην αναπροσαρμογή του άληκτου κεφαλαίου του δανείου με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου, η οποία ίσχυε κατά το χρόνο της εκταμίευσης. Πιο συγκεκριμένα, με αυτό του το αίτημα ο ενάγων, αν και συμβλήθηκε στην επίδικη σύμβαση δανείου έχοντας κατανοήσει, σύμφωνα με τα όσα προεξετέθησαν, τη συγκεκριμένη λειτουργία του μηχανισμού συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, αποβλέπει στη διατήρηση στο διηνεκές της, ευνοϊκής για τα συμφέροντά του, συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά το χρόνο της εκταμίευσης. Το γεγονός, ωστόσο, ότι έπεσε έξω στους υπολογισμούς του για ένα μέγεθος, όπως η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ δύο νομισμάτων, το οποίο ούτως ή άλλως δεν είναι σταθερό και κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη σταθερότητά του, ενόψει του ότι εξαρτάται από αστάθμητους παράγοντες, δεν δικαιολογεί τη δικαστική παρέμβαση προς τροποποίηση της ενοχής του από την επίδικη σύμβαση δανείου. Απεναντίας, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων, επιλέγοντας να συμβληθεί σε αυτήν, ανέλαβε με πλήρη επίγνωση το συναλλαγματικό κίνδυνο που απορρέει από την προεκτεθείσα, διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, με αριθμό 7α συμβατική ρήτρα, ώστε να αντίκειται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη η προσπάθειά του να απεκδυθεί αυτού του κινδύνου, αξιώνοντας κατ’ αποτέλεσμα τη μετακύλισή του στην εναγομένη.

15. Συγκεφαλαιωτικά, λοιπόν, με βάση όλα τα παραπάνω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της…