190/2017 ΜονΕφΛαρ (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας μάγειρα- ορισμένου χρόνου σύμβαση εργασίας – επιδόματα)
190/2017
Πρόεδρος: Ηλ. Τουλίγκος Δικηγόροι: Στέφ. Καραγεώργος, Αμφιτρίτη Καραβίδα
Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας μάγειρα με επιχείρηση παροχής υπηρεσιών μαζικής εστίασης.
Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου όταν η διάρκεια ορίζεται ρητά ή συνάγεται από το είδος της εργασίας και το σκοπό της σύμβασης, όπως επί πρόσληψης για εποχική εργασία ή διακοπής λειτουργίας της επιχείρησης κατά το θερινό διάστημα, ως και όταν μεταξύ διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου μεσολαβούν διαστήματα χωρίς αντικείμενο εργασίας, όπως και όταν η συνομολόγηση ορισμένου χρόνου γίνεται προς το συμφέρον των μισθωτών ή προβλέπεται από νόμο ή εσωτερικό κανονισμό με ισχύ νόμου.
Μη δικαίωμα λήψης επιδόματος τουριστικής σχολής λόγω μη γνωστοποίησης του πτυχίου τεχνικής εκπαίδευσης.
Δικαίωμα μισθωτού για λήψη εποχικού επιδόματος 10% καθόσον, καίτοι η εναγόμενη επιχείρηση λειτουργούσε όλο το έτος, ο ενάγων προσλαμβάνονταν ως εποχικός με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ως μάγειρας στο εστιατόριο φοιτητικής εστίας που λειτουργεί ορισμένους μήνες το έτος.
{…} Από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι αυτή που έχει ορισμένη διάρκεια, η οποία είτε καθορίζεται από τους συμβαλλομένους ρητώς, είτε συνάγεται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και το σκοπό της συμβάσεως (ΑΠ 346/1997 ΔΕΝ 1999. 5). Είναι δικαιολογημένη η σύναψη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου όταν ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται με αντικείμενο εποχιακή εργασία ή όταν η επιχείρηση διακόπτει τη λειτουργία της κατά το θερινό τρίμηνο, καθώς και όταν μεταξύ των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου μεσολαβούν χρονικά διαστήματα κατά τα οποία δεν υπάρχει αντικείμενο εργασίας, όπως και όταν η συνομολόγηση του ορισμένου χρόνου γίνεται προς το συμφέρον των μισθωτών ή όταν προβλέπεται από νόμο ή εσωτερικό κανονισμό με ισχύ νόμου (ΑΠ 1891/1997 ΔΕΝ 1989. 72, ΑΠ 1493/1986 ΔΕΝ 1987. 561). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του ν. 2112/1920, οι οποίες ορίζουν ότι οι διατάξεις αυτού του νόμου εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτών δεν δικαιολογείται από τη φύση των, αλλά έγινε προς καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου περί καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων εργασίας, σαφώς συνάγεται ότι ο καθορισμός χρονικής διάρκειας στη σύμβαση εργασίας είναι δικαιολογημένος από τη φύση της όταν όχι μόνον η σύμβαση, ως εκ του είδους και του σκοπού της εργασίας, έχει το χαρακτήρα της συμβάσεως ορισμένου χρόνου, αλλά και όταν η διάρκεια αυτής υπαγορεύεται από αποχρώντες λόγους που ανάγονται ειδικότερα στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως. Όταν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις η εκάστοτε συμφωνία εργοδότου και μισθωτού ότι η σύμβαση εργασίας θα είναι ορισμένης διάρκειας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε προς καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου περί καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων εργασίας (ΟλΑΠ 157/1978 ΝοΒ 27. 34, ΑΠ 169/1991 ΝοΒ 40. 872, ΕφΠατρ 505/2004 ΑχΝομ 2005. 462).
Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη είναι ανώνυμη εταιρία, διατηρεί επιχείρηση με έδρα τη Θ. και αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών σίτισης. Ειδικότερα εντός των πλαισίων της δραστηριότητάς της είναι να αναλαμβάνει την παρασκευή και προετοιμασία γευμάτων με σκοπό τη μαζική εστίαση, παρέχοντας τις υπηρεσίες της σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Μεταξύ των δραστηριοτήτων της είναι η παρασκευή γευμάτων στο εστιατόριο της Φοιτητικής Εστίας στο Β. όπου διατηρεί υποκατάστημα. Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκαν μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης και του ενάγοντος, προσέλαβε αυτόν προκειμένου να απασχοληθεί ως Μάγειρας Β’ στο ως άνω υποκατάστημά της κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.11.2006 έως 30.6.2007, από 24.9.2007 έως 30.6.2008, από 1.10.2008 έως 30.6.2009, από 9.10.2009 έως 30.6.2010, από 14.9.2010 έως 30.6.2011 και από 9.9.2011 έως 30.6.2012.
Ο ενάγων παρείχε την εργασία του επί 5 ημέρες εβδομαδιαίως ήτοι από Δευτέρα έως Παρασκευή και επί 8 ώρες ημερησίως με εναλλασσόμενο ωράριο από 09:00 έως 17:00 ή από 13:00 έως 21:00. Ο ενάγων παρείχε την εργασία του υπό την επίβλεψη και την εποπτεία δυο μαγείρων Α’ και συγκεκριμένα ασχολούνταν με το πλύσιμο των λαχανικών, κόψιμο αυτών κ.λπ. ενώ ήταν εφοδιασμένος με το απαραίτητο από 2.10.1999 ατομικό βιβλιάριο υγείας που εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Υγείας της Νομαρχίας Μ.. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εργαζόταν δυο ημέρες Σαββάτου και δυο ημέρες Κυριακής το μήνα, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε εργασία κατά τις ανωτέρω ημέρες, πλην μιας Κυριακής που εργάστηκε τον Ιούνιο του 2011 όταν κρίθηκε αναγκαίο να αντικαταστήσει άλλον συνάδελφό του και γι’ αυτό έλαβε άλλη ημέρα αναπληρωματικής αναπαύσεως και του καταβλήθηκε και η προσαύξηση του 75% ύψους 33,36 € όπως προκύπτει από την απόδειξη πληρωμής αποδοχών Ιουνίου 2011. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι εργαζόταν μηνιαίως δυο ημέρες Σαββάτου και δυο ημέρες Κυριακής αφού στους πίνακες προσωπικού που τηρούσε η εναγόμενη και κατέθετε, ως όφειλε, στην Επιθεώρηση Εργασίας αναφέρεται ότι εργαζόταν επί πενθημέρου από Δευτέρα έως Παρασκευή, η ίδια η μάρτυρας ανταπόδειξης, λογίστρια της επιχείρησης, κατέθεσε περί του ωραρίου απασχόλησης του ενάγοντος και ο ίδιος υπέγραφε εξοφλητικές αποδείξεις κατά την είσπραξη των μηνιαίων αποδοχών του χωρίς να προβάλλει οποιαδήποτε επιφύλαξη. Άλλωστε και ο μάρτυρας απόδειξης αναφέρει αορίστως περί εργασίας του τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, γι’ αυτό τα αιτούμενα σχετικά κονδύλια πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα ως ορθά κρίθηκε από το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε πτυχίο μαγειρικής τέχνης της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Μ. από το έτος 1998, πλην όμως δεν γνωστοποίησε στην εργοδότριά του το ως άνω πτυχίο ούτως ώστε να δικαιούται επιδόματος μέσης τουριστικής σχολής 10%. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι προέβη σε γνωστοποίηση εξωδίκως ή δικαστικώς του ανωτέρω πτυχίου του και αυτό αποδεικνύεται καταρχήν από τη σαφή κατάθεση της μάρτυρα ανταπόδειξης που είναι αρμόδια για τη μισθοδοσία του προσωπικού και στην οποία θα έπρεπε να κατατεθεί το πτυχίο του ενάγοντος προκειμένου να υπολογισθεί ο μισθός του αυξημένος με το αντίστοιχο επίδομα. Αλλά και ο ίδιος ο ενάγων, ο οποίος απολυόταν κάθε έτος με τη λήξη της σαιζόν, δεν έφερε καμία αντίρρηση ως προς τις αποδοχές του επί σειρά ετών και επαναπροσλαμβάνονταν με τις ίδιες συνθήκες εργασίας και υπογράφοντας στην αναγγελία πρόσληψής του ως απόφοιτος λυκείου. Ο ισχυρισμός του ότι στο βιβλιάριο υγείας, με το οποίο ήταν εφοδιασμένος αφού εργαζόταν σε επιχείρηση επισιτιστικού ενδιαφέροντος, αναφερόταν η ιδιότητά του ως μάγειρα κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον καταρχήν για τον έλεγχο των βιβλιαρίων ήταν αρμόδια άλλη υπάλληλος της εναγόμενης και όχι η μάρτυρας ανταπόδειξης στην οποία έπρεπε να κατατεθεί το πτυχίο του μάγειρα για να του επιδικασθεί το επίδομα πτυχίου αλλά και πέραν τούτου γιατί η εργοδότριά του ενδιαφερόταν να είχε σε ισχύ βιβλιάριο υγείας και δεν ήταν υποχρεωμένη σε έλεγχο αυτού. Συνεπώς ο ενάγων δεν γνωστοποίησε νομότυπα στην εναγόμενη εργοδότριά του το πτυχίο του ως αποφοίτου τεχνικής εκπαίδευσης και ως εκ τούτου δεν δικαιούται το επίδομα μέσης τουριστικής σχολής ως ορθά κρίθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απορριπτομένων και των αντιστοίχων λόγων της δεύτερης έφεσης και των προσθέτων λόγων αυτής.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προσλαμβάνονταν από την εναγόμενη ως εποχικός μισθωτός δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε απασχολούνταν στην παρασκευή των γευμάτων στο εστιατόριο της Φοιτητικής Εστίας που λειτουργεί από 1.9 εκάστου έτους έως 30.6 του επομένου έτους. Άλλωστε προσλαμβάνονταν συνεχώς με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου περί τις αρχές ή μέσα Σεπτεμβρίου και απολύονταν πάντα στις 30.6 του επομένου έτους οπόταν και σταματούσε να λειτουργεί η Φοιτητική Εστία. Η εναγόμενη ως επιχείρηση δεν ήταν εποχική αφού λειτουργούσε καθόλη τη διάρκεια του έτους και προμήθευε και άλλες επιχειρήσεις με γεύματα, πλην όμως ο συγκεκριμένος μισθωτός προσλαμβάνονταν ως εποχικός και παρείχε τις υπηρεσίες του στη Φοιτητική Εστία πλην μερικών μεμονωμένων περιπτώσεων που απασχολήθηκε και σε άλλες επιχειρήσεις τις οποίες προμήθευε με γεύματα η εργοδότριά του. Επομένως δικαιούται το επίδομα εποχιακής απασχόλησης 10% ως ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο απορριπτομένου του πρώτου λόγου της πρώτης έφεσης. {…}


