155/2017 ΜονΕφΛαρ (Συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης- Επί απάτης, δυνατή δικαστική ακύρωση της σύμβασης ή σύναψη ανατρεπτικής τοιαύτης)

155/2017

Πρόεδρος: Αντζελίτα Παπαβασιλείου Δικηγόροι: Ιωάν. Βογιατζάκης, Αναστ. Βουγιούκας

Συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης αν η συμπεριφορά χωρίς τη σύμβαση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο καθήκον του μη ζημιούν υπαίτια άλλον.

Επί απάτης, δυνατή δικαστική ακύρωση της σύμβασης ή σύναψη ανατρεπτικής τοιαύτης και αποζημίωση απατηθέντος για το αρνητικό διαφέρον, όπως οι δαπάνες σύναψής της ή το διαφυγόν κέρδος εξ άλλης σύμβασης. Δικαίωμα απατηθέντος να αποδεχθεί τη σύμβαση, οπότε η αποζημίωσή του αφορά το θετικό διαφέρον.

Αγωγικός ισχυρισμός ότι δυνάμει σύμβασης πώλησης ακινήτου ο ενάγων αγόρασε ακίνητο, συγκυριότητας του εναγομένου, του οποίου το ιδανικό μερίδιο ήταν βεβαρυμένο με προσημείωση τραπείσα αργότερα σε υποθήκη, που δολίως απέκρυψε ο εναγόμενος. Η υπό οφειλέτη γνώση της οφειλής του δεν συνεπάγεται αυτόθροα γνώση της τυχόν, χωρίς τη συμμετοχή του, εγγραφής προσημείωσης από το δανειστή δυνάμει διαταγής πληρωμής.

{…} ΙΙ. Με την από 10.9.2009 (αριθμ. έκθ. κατάθ. 317/6.7.2010) αγωγή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου), η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει σύμβασης αγοραπωλησίας ακινήτου που καταρτίσθηκε στις 25.7.2005 αγόρασε ένα ακίνητο, το οποίο ανήκε στη συγκυριότητα του εναγομένου κατά ποσοστό 18,75%. Το ιδανικό μερίδιο όμως δεν ήταν ελεύθερο βαρών, αλλά αντιθέτως σ’ αυτό υφίστατο αρχικώς προσημείωση υποθήκης, η οποία τράπηκε σε υποθήκη, εμπράγματο βάρος το οποίο δολίως της απέκρυψε ο εναγόμενος, ο οποίος γνώριζε την ύπαρξή του, ενώ περαιτέρω αυτός είχε διαβεβαιώσει την ενάγουσα ότι το ιδανικό μερίδιό του δεν βαρύνεται με κανένα απολύτως βάρος.

Ότι εξαιτίας της συγκεκριμένης παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου υπέστη ηθική βλάβη και για το λόγο αυτό πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει, με το νόμιμο τόκο, το ποσό των 50.000 €, το οποίο περιορίσθηκε στο ποσό των 30.000 €, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση εις βάρος του εναγομένου λόγω της αδικοπραξίας.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις της αδικοπραξίας, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της.

III. Κατά το άρθρο 914 ΑΚ: «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η ανθρώπινη συμπεριφορά που αποτελεί στοιχείο αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη. Η τελευταία, όμως, για να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημίωσης πρέπει να είναι παράνομη. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες αντιλήψεις, από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου.

Περαιτέρω, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, εκτός από την αξίωση από τη σύμβαση, να επιστηρίξει και αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία, αν χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο, από το δίκαιο, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, επιβαλλόμενο καθήκον του να μη ζημιώνει κάποιον υπαίτια, άλλως, χωρίς να απαιτείται προς τούτο κάποιο άλλο στοιχείο.

Περαιτέρω, από τα άρθρα 147 εδ. α’ και β’, 298, 361 και 914, 938 ΑΚ σε συνδυασμό και με τα άρθρα 513, 534, 535, 540, 543, 547, 559 και 561 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Όποιος παρασύρθηκε με απάτη άλλου σε σύναψη σύμβασης έχει δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την ακύρωση της σύμβασης, ή να ζητήσει απ’ αυτόν, τον άλλο, τη σύναψη σχετικής ανατρεπτικής σύμβασης, δηλαδή σύμβαση για το ότι η προηγούμενη σύμβαση λογίζεται σαν να μη είχε ποτέ συναφθεί. Παράλληλα δε, εκείνος έχει δικαίωμα να ζητήσει απ’ αυτόν τον άλλο την ανόρθωση κάθε ζημίας, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τις αδικοπραξίες, πράγμα που κατ’ αρχήν συμβαίνει εφόσον η απάτη συνιστά παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά, να ζητήσει δηλαδή αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις.

Συγκεκριμένα, εκείνος δικαιούται να αποζημιωθεί για το αρνητικό διαφέρον, δηλαδή δικαιούται σε ανόρθωση κάθε ζημίας που θα απεφεύγετο αν δεν είχε εσφαλμένα πιστέψει ότι συνάπτει έγκυρη σύμβαση, όπως είναι οι δαπάνες του για τη σύναψη της σύμβασης ή το διαφυγόν κέρδος που θα πετύχαινε εκείνος από άλλη σύμβαση που θα συνήπτε, αν δεν απασχολούνταν με τη σύναψη της ακυρώσιμης σύμβασης. Επίσης, ο απατηθείς έχει δικαίωμα να αποδεχθεί τη σύμβαση. Σ’ αυτή δε την περίπτωση δικαιούται να αποζημιωθεί για το θετικό διαφέρον, δηλαδή δικαιούται σε ανόρθωση από αυτόν τον άλλο κάθε ζημίας που θα αποφευγόταν, αν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ήταν όχι ψευδή, αλλά αληθή και η σύμβαση εκπληρωνόταν. Τα δε προεκτιθέμενα ισχύουν και σε περίπτωση σύναψης σύμβασης πώλησης, όπου με βάση τα άρθρα 513 και 514 του ΑΚ ο πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πράγματος και να παραδώσει αυτό ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου (ΑΠ 1734/2013, ΑΠ 349/2010 Νόμος).

IV. Από τις ένορκες καταθέσεις … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ’ αριθμ. …/25.7.2005 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του άλλοτε συμβολαιογράφου Γ. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Β., ο εναγόμενος μαζί με τους υπόλοιπους συγκυρίους, Ε. Ν., Δ., Ε. και Κ. Ν., μεταβίβασε στην ενάγουσα ένα ακίνητο, και συγκεκριμένα ένα οικόπεδο, εμβαδού 357,70 τμ, το οποίο βρίσκεται στο Ο.Τ. … της Ν. Ι. Μ.. Το παραπάνω ακίνητο ανήκε στον εναγόμενο κατά ποσοστό 18,75% εξ αδιαιρέτου, το οποίο ποσοστό συγκυριότητας, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/2001 Πράξης Εφαρμογής της περιοχής Α.Ν. Β., ορίσθηκε σε 19,06%.

Ο εναγόμενος ασχολείται συστηματικά με την κτηνοτροφία και στα πλαίσια της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητάς του συνεργαζόταν στο παρελθόν με την γαλακτοβιομηχανία «Δ. ΑΕ», η οποία στη συνέχεια απορροφήθηκε από την εταιρεία «V. ΑΕ». Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας του εναγομένου προέκυψε μία οικονομική οφειλή αυτού προς την πρώτη εταιρεία, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 235.537,60 €. Η εν λόγω εταιρεία («Δ.»), διεκδικώντας την πληρωμή της οφειλής αυτής, υπέβαλε αίτηση και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 80/2005 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε δύο φορές στον εναγόμενο, ο οποίος δεν άσκησε ανακοπή, όπως συνομολογεί αυτός. Συγκεκριμένα, η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε για πρώτη φορά στις 8.4.2005, όπως προκύπτει από την ομόχρονη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Γ. Κ. και δεύτερη φορά στις 31.1.2007, όπως αποδεικνύεται από την με την ίδια ημερομηνία και αριθμό … έκθεση επιδόσεως του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή.

Στις 10.5.2005 εγγράφηκε, δυνάμει της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής υπέρ της εταιρείας («Δ.»), σε βάρος του ιδανικού μεριδίου του εναγομένου επί του επιδίκου ακινήτου προσημείωση υποθήκης μέχρι του ποσού των 250.000 €, η οποία τράπηκε μερικώς σε υποθήκη στις 10.5.2007 μέχρι του ποσού των 200.000 €. Ο εναγόμενος γνώριζε βέβαια την ύπαρξη της οφειλής του στην εταιρεία «Δ.», ωστόσο όμως δεν γνώριζε την εις βάρος του ιδανικού μεριδίου του επί του επιδίκου ακινήτου εγγραφή προσημείωσης υποθήκης υπέρ της ανωτέρω εταιρείας, καθόσον η εγγραφή αυτή δεν ήταν συναινετική. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η γνώση της οφειλής συνεπάγεται την γνώση ύπαρξης του εμπράγματου βάρους, ισχυρισμός όμως που δεν είναι βάσιμος, καθώς η εκ μέρους ενός οφειλέτη γνώση της οικονομικής οφειλής του προς ένα δανειστή του δεν συνεπάγεται αυτόθροα γνώση της τυχόν εγγραφής προσημείωσης υποθήκης από το δανειστή δυνάμει διαταγής πληρωμής, καθώς η σχετική διαδικασία γίνεται χωρίς τη συμμετοχή του οφειλέτη.

Περαιτέρω, δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι ο εναγόμενος γνώριζε την εγγραφή του συγκεκριμένου εμπράγματου βάρους στο ιδανικό μερίδιό του, καθώς και ο μάρτυρας που εξετάσθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας κατέθεσε ότι ο εναγόμενος είχε γνωστοποιήσει στην ενάγουσα την ύπαρξη εις βάρος του ιδίου (εναγομένου) υποθήκης στο επίδικο ακίνητο υπέρ της Α. Τράπεζας, ενημέρωση που δεν θα έκανε ο εναγόμενος, αν απέβλεπε στην με οποιοδήποτε τρόπο «επίτευξη» της κατάρτισης της επίμαχης αγοραπωλησίας, αφού ένα εμπράγματο βάρος, ανεξάρτητα υπέρ ποίου εγγράφηκε, αποτελεί συνήθως ανασχετικό παράγοντα πραγματοποίησης μίας αγοραπωλησίας.

Συναφώς με την σχετική αναφορά του μάρτυρα της ενάγουσας και προς επιβεβαίωση της έλλειψης γνώσης του εναγομένου για το εμπράγματο βάρος υπέρ της «Δ.», πρέπει να αναφερθεί ότι ο εναγόμενος στις 28.1.2004 υπέβαλε για το επίδικο ακίνητο μαζί με τους υπόλοιπους συγκυρίους αυτού αίτηση στην Α. Τράπεζα, υπέρ της οποίας υφίσταντο εμπράγματα βάρη και αιτήθηκε την εξάλειψη αυτών, ενόψει επικείμενης πώλησης του (επιδίκου) ακινήτου. Αν ο εναγόμενος γνώριζε την υπέρ της «Δ.» ύπαρξη εμπράγματου βάρους, με βάση την ανωτέρω ακολουθηθείσα τακτική αυτού (εναγομένου), το αναμενόμενο θα ήταν να μεριμνήσει ο τελευταίος, πριν τη μεταβίβαση του επιδίκου ακινήτου, για την εξάλειψη και του άλλου εμπράγματου βάρους, όπως έπραξε και για την περίπτωση της Α. Τράπεζας.

Με βάση τα όσα έγιναν παραπάνω δεκτά ως αποδεδειγμένα ο εναγόμενος δεν εξαπάτησε την ενάγουσα κατά την κατάρτιση του συμβολαίου αγοραπωλησίας του ιδανικού μεριδίου και του ιδίου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται αυτή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε σε όμοιο συμπέρασμα ορθώς εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και επομένως οι αντίθετοι ισχυρισμοί της ενάγουσας που προβάλλονται με την έφεση είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη…