125/2017 ΜονΕφΛαρ (Επί προσβολής προσωπικότητας κρίσιμη διάκριση μεταξύ ψευδών ισχυρισμών γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων)

125/2017

Πρόεδρος: Σπυρ. Μελάς Δικηγόροι: Χρ. Καράκωστας, Παν. Τανταρούδας, Αντ. Ντουρουντός, Ιωάν. Χελιδόνης

Περίληψη Νομικών Ζητημάτων: Επί προσβολής προσωπικότητας, άρση αδίκου της γενόμενης από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, όπως το εκ συνταγματικής ελευθερίας και κοινωνικής αποστολής του Τύπου για δημοσίευση ειδήσεων ως προς συμπεριφορά δημόσιων ή ενδιαφερόντων το κοινωνικό σύνολο προσώπων, και με οξεία κριτική και δυσμενείς χαρακτηρισμούς. Κρίσιμη διάκριση μεταξύ ψευδών ισχυρισμών γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων. Καθήκον αλήθειας του Τύπου με διασταύρωση πληροφοριών. Παράνομη η φωτογράφηση ή κινηματογράφηση προσώπου, η προβολή εικόνας και η αναπαραγωγή δίχως (και άτυπη) συναίνεση. Αν ο εικονιζόμενος εμφανίζεται υπό συνθήκες μειωτικές της τιμής ή παραβιάζουσες το απόρρητο ιδιωτικής ζωής, προσβολή πλειόνων εκφάνσεων της προσωπικότητας.

Επιτρεπτή λήψη φωτογραφίας χωρίς συναίνεση όταν απεικονίζονται δημόσιες τελετές ή συναθροίσεις γενικού ενδιαφέροντος ή πρόσωπα επικαιρότητας. Οι αστυνομικοί μη πρόσωπα επικαιρότητας, ακόμη και όταν τελούν σε διατεταγμένη υπηρεσία, εκτός αν η προσωπική τους συμπεριφορά προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μη επιτρεπτή φωτογράφηση υποδίκων ή γενικά παραγόντων της δίκης. Μη συκοφαντική δυσφήμηση αστυνομικών συναθροισθέντων για συμπαράσταση συναδέλφου τους κατά τη μεταγωγή του στο δικαστήριο, που προβλήθηκε με βίντεο σε τηλεοπτικές εκπομπές. Άρση άδικου χαρακτήρα απλής δυσφήμησης λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος ενημέρωσης κοινής γνώμης για τη λειτουργία της Αστυνομίας. Μη σκοπός εξύβρισης, καθόσον οι σχολιαστές διατυπώνουν τη διαφωνία τους. Οι αστυνομικοί με τη συμμετοχή στην άνω ομαδική παρουσία τους κατέστησαν την εικόνα τους δημόσια και έθραυσαν αυτοβούλως την ιδιωτικότητα. Μη παραβίαση νόμου προσωπικών δεδομένων, καθόσον μετά την τροποποίηση του ν. 2472/97 μη εφαρμογή του επί συλλογής προσωπικών δεδομένων επί δημοσιογραφικής έρευνας με άμεση δημοσιοποίηση πληροφοριών, χωρίς περαιτέρω οργάνωση ή αποθήκευση δεδομένων, αλλά με έννομο συμφέρον το δικαίωμα πληροφόρησης.


Σκεπτικό της Απόφασης

{…} 2. Οι εκκαλούντες άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, την από 22.4.2013, με αριθ. καταθ. 31/26.4.2013 αγωγή, στρεφομένην, εκτός των άλλων, και κατά των εφεσίβλητων. Με την αγωγή αυτή οι εκκαλούντες ενάγοντες αστυνομικοί ισχυρίστηκαν ότι στις 4.1.2013, προκειμένου να συμπαρασταθούν ηθικά και ανθρώπινα στον τελούντα εν δοκιμασία συνάδελφό τους και φίλο τους, Προϊστάμενο της δίωξης ναρκωτικών της Υπ/δνσης Δίωξης Ναρκωτικών Β., που θα μετήγετο ενώπιον της αρμόδιας ανακρίτριας Θ., με την κατηγορία της συμμετοχής του σε κύκλωμα εμπορίας ναρκωτικών, μετέβησαν με πολιτική περιβολή και με τα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα, εν γνώσει της υπηρεσίας τους, στο Δικαστικό Μέγαρο Θ., όπου ήδη είχαν συγκεντρωθεί άλλοι είκοσι περίπου συνάδελφοί του.

Ότι κατά την μεταγωγή του συναδέλφου τους, κάποιοι εκ των άλλων είκοσι και ο πέμπτος εξ αυτών, προέβησαν, για να καταστήσουν αντιληπτή την παρουσία τους, σε χειροκρότημα και κάποιοι φώναξαν «Γερά ρε», «Ψηλά το κεφάλι Σ.», ότι οι εφεσίβλητες έστρεψαν τις κάμερες των συνεργείων τους προς αυτούς, χωρίς να λάβουν τη συναίνεσή τους για τη λήψη και μετάδοση των εικόνων τους και προέβαλαν το γεγονός κατά τρόπο ώστε να διαπομπεύσουν το σύνολο των παρευρισκόμενων αστυνομικών. Ειδικότερα ότι, στις 4.1.2013 και 5.1.2013, οι εφεσίβλητες προέβαλαν τα αναλυτικά αναφερόμενα σ’ αυτήν (αγωγή) κεντρικά δελτία ειδήσεων και τηλεοπτικές εκπομπές με τις οποίες αναφέρθηκαν με εξυβριστικές εκφράσεις σε βάρος τους και ισχυρίστηκαν εν γνώσει τους αναληθή δυσφημιστικά γεγονότα που τους αφορούσαν, πλαισιωμένα από τους αναφερόμενους στην αγωγή τίτλους.

Ότι αποτέλεσμα των σχολίων και της ερμηνείας του γεγονότος της παρουσίας των από τους προστηθέντες των εφεσιβλήτων ήταν να προσβληθεί παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητά τους: α) ως προς την τιμή και την υπόληψή τους, β) ως προς την εικόνα τους και γ) να παραβιαστούν τα άρθρα 7 και 7Α Ν. 2472/1997 περί προστασίας από την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.

Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν, μετά παραδεκτό διά των προτάσεων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (και ειδικότερα ο τρίτος, αφού περιόρισε το αίτημά του από 100.000€ σε 55.000€), να αναγνωριστεί ότι η κάθε μία των εφεσιβλήτων εναγόμενων υποχρεούται να καταβάλει σε κάθε έναν από τους πρώτο, δεύτερο, τέταρτο και πέμπτο των εκκαλούντων 100.000€ και στον τρίτο των εκκαλούντων 55.000€, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 77/22.8.2014 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι εκκαλούντες ενάγοντες, ηττηθέντες διάδικοι, με την κρινόμενη έφεσή τους, παραπονούμενοι για, μετά από εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, εσφαλμένη αξιολόγηση των συγκρουσμένων εννόμων αγαθών και αιτούνται να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να γίνει δεκτή αγωγή τους.

3. ι. Κατά το άρθρ. 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρ. 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις.

Προστατεύεται έτσι, με τα παραπάνω άρθρα, από τον κοινό νομοθέτη, η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 §1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009). Η διάταξη απηχεί τις αντιλήψεις του διαφωτισμού όπου ο άνθρωπος έρχεται στο προσκήνιο της ιστορίας και καθίσταται το κέντρο του κόσμου. Ο κοινός νομοθέτης, λόγω του δυναμικού χαρακτήρα του δικαιώματος, ενσυνειδήτως απέφυγε να το οριοθετήσει επιτρέποντας την συνεχή διεύρυνσή του. Η έλλειψη ορισμού της προσωπικότητας επιτρέπει την σφαιρική προστασία της και την προσαρμογή των διατάξεων που τη ρυθμίζουν στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές αντιλήψεις.

Τυπικό αντικείμενο προστασίας τους αποτελούν οι διάφορες εκφάνσεις της προσωπικότητας, οι οποίες δεν μπορούν να αποσπασθούν από τον φορέα τους είτε διότι γεννιέται με αυτές, είτε αποκτώνται κατά τη διάρκεια της ζωής του, καθώς και δικαιώματα που είναι στενά συνδεδεμένα με αυτόν. Έτσι η προσωπικότητα συνίσταται από πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις/εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας.

Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου καθώς και η εικόνα του. Τιμή είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του.

Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25 §3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010).

Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως, για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57 §2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής, ως παράνομης, είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου.

Εν όψει τούτων, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 ΠΚ, που μπορεί να περιέχονται και σε δημοσίευμα εφημερίδας, αφού η κατοχυρωμένη με το άρθρ. 14 §§1, 2 του Συντάγματος ελευθεροτυπία, υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου, με τους οποίους επιδιώκεται όχι η παρεμπόδιση της ελευθεροτυπίας, αλλά η προστασία των ατόμων από την καταχρηστική άσκησή της (άρθρ. 25 §3 του Συντάγματος). Όριο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελούν ακριβώς τα άρθρ. 361-363 ΠΚ και επομένως με πρόσχημα την ελευθεροτυπία δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας με δημοσιεύματα εξυβριστικά ή δυσφημιστικά για το άτομο.

Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης. Συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον.

Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη.

Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 §1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1030/2009, 333/2010, 179/2011).

Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρ. 367 §1γ ΠΚ), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και κοινωνική αποστολή του τύπου, έχουν και τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως προπάντων είναι οι δημοσιογράφοι, αλλά και γενικότερα όσοι κάνουν χρήση του τύπου για τη δημοσίευση ειδήσεων και σχολίων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο.

Η έννοια του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος εξαρτάται από τις περιστάσεις. Στην έννοια αυτή έχει κριθεί ότι υπάγονται ζητήματα της επικαιρότητας, όπως το περιβάλλον και η δημόσια υγεία, η παράβαση κανόνων δικαίου ή υπηρεσιακής δεοντολογίας από δημόσια πρόσωπα (ΣτΕ 4150/2015), η ενδοοικογενειακή βία (ΣτΕ 3795/2015), ο τρόπος εκτέλεσης των καθηκόντων των κληρικών ή των αστυνομικών αρχών (ΣτΕ 483/2013), η χρήση της αστυνομικής βίας κλπ (βλ. Μαρκόπουλος εις Φ. Σπυρόπουλος, Σύνταγμα σελ. 330). Έτσι είναι επιτρεπτά για τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του τύπου δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς (ΑΠ 1662/2005).

Κατ’ εξαίρεση όμως το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 367 ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ’ αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του κοινού (ΑΠ 167/2000, 1897/2006, 488/2010).

Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρ. 367 §1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 387/2005). Πάντως, για την ύπαρξη σκοπού εξύβρισης δεν ερευνώνται οι μεμονωμένες φερόμενες ως προσβλητικές λέξεις ή φράσεις, αλλά το σύνολο του κειμένου μέσα στο οποίο έχουν παρεμβληθεί αυτές (βλ. ΑΠ 162/1993 ΝοΒ 1993. 1113).

Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι σε σχέση με τους τρόπους αυτούς προσβολής της προσωπικότητας αναγκαία και κρίσιμη είναι η διάκριση μεταξύ ισχυρισμών που αναφέρονται σε γεγονότα και ισχυρισμών που συνιστούν αξιολογικές κρίσεις. Τα πρώτα είναι, όπως προαναφέρθηκε, δεκτικά αποδείξεως, ενώ οι αξιολογικές κρίσεις δεν μπορούν να αποδειχθούν. Ειδικότερα από το Σύνταγμα, που στο άρθρο 14 §1 ορίζει ότι κάθε ένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, κατοχυρώνεται η ελευθερία της έκφρασης υπό τη μορφή διανοητικού σχηματισμού και έκφρασης γνώμης, απόψεων, ιδεών. Για την έκταση της προστασίας δεν έχει σημασία το περιεχόμενο ή το είδος της ιδέας, αν δηλ. είναι εσφαλμένη, παλιομοδίτικη, συντηρητική, προοδευτική, υπερβολική κλπ. Το σχόλιο, η αξιολόγηση της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας και οποιασδήποτε πραγματικότητας επηρεάζει το δημόσιο βίο αποτελεί στοιχείο «στοχασμού», γνώμης και προστατεύεται συνταγματικά ιδίως επί θεμάτων πολιτικών ή δημοσίου ενδιαφέροντος. Δεν αποτελεί όμως στοχασμό, γνώμη, ο ισχυρισμός περί υπάρξεως πραγματικού περιστατικού δηλ. η είδηση και γενικότερα τα γεγονότα διότι αυτά δεν αποτελούν έκφραση άποψης ή γνώμης, δεν ανήκουν δηλ. στην διανοητική περιγραφή του βίου.

Ισχυρισμοί συνεπώς περί γεγονότων, είτε ειδήσεις είτε πληροφορίες, προστατεύονται συνταγματικά στο μέτρο που χρησιμοποιούνται και συνδέονται με τον σχηματισμό και την έκφραση απόψεων. Δεν προστατεύονται συνταγματικά οι ψευδείς ισχυρισμοί γεγονότων (Μαρκόπουλος εις Φ. Σπυρόπουλος Ξ. Κοντιάδης κ.ά. Το Σύνταγμα σελ. 320 επ.). Η έκφραση και διάδοση ιδεών όμως τελεί, όπως προαναφέρθηκε, υπό την επιφύλαξη της προστασίας αγαθών των γενικών νόμων δηλ. των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την έννομη ανθρώπινη συμβίωση. Τέτοιοι γενικοί νόμοι είναι οι κανόνες που προβλέπουν ως αδικήματα που προαναφέρθηκαν.

Τα όρια διατύπωσης αξιολογικών κρίσεων, δηλ. της κριτικής για ένα δημόσιο υπάλληλο, δεν γίνονται αντιληπτά με την ίδια ευρύτητα με τα όρια της κριτικής των πολιτικών προσώπων. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν μπορούν να εξομοιωθούν όσον αφορά τα όρια της αποδεκτής κριτικής κατά πράξεών τους με τα πολιτικά πρόσωπα, δεδομένου ότι θα πρέπει να απολαμβάνουν δημόσια εμπιστοσύνη προκειμένου να ασκούν τα καθήκοντά τους χωρίς να ενοχλούνται αδίκως και μπορεί να κριθεί αναγκαίο να προστατεύονται από προσβλητικές προφορικές επιθέσεις όταν βρίσκονται στην υπηρεσία. Η ανάγκη αυτή προστασίας των δημοσίων υπαλλήλων θα πρέπει να σταθμίζεται με τη δημοσιογραφική ελευθερία ανάδειξης δυσλειτουργιών της δημόσιας υπηρεσίας, δηλ. με θέματα που αποτελούν ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος.

Πάντως οι δημόσιοι υπάλληλοι, αν και δεν υπόκεινται στον ευρύ έλεγχο των λόγων και των πράξεων τους, όπως οι πολιτικοί, όταν δρουν υπό τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, είναι ευνόητο ότι υπόκεινται σε ευρύτερη κριτική σε σχέση με τους απλούς ιδιώτες για τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους. Ζήτημα υποχώρησης της προστασίας της προσωπικότητας σε σχέση με την ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης του κοινού τίθεται μόνο στην περίπτωση που υφίσταται δικαιολογημένο δημόσιο συμφέρον το οποίο επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών (ΣτΕ 5382/2012), αντιθέτως δεν δικαιολογείται η υποχώρηση της προστασίας του ιδιωτικού βίου όταν οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται ανάγονται αποκλειστικώς στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του ατόμου, έστω και αν αυτό είναι δημόσιο και ειδικότερα πολιτικό πρόσωπο ή γνωστό στο κοινό.

Ομοίως και το άρθρο 10 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης, που κυρώθηκε και αποτελεί εσωτερικό δίκαιο (ΝΔ 53/1974), που καθιερώνει με την παρ. 1 αυτού την ελευθερία της γνώμης και της μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, με την παρ. 2 αυτού προβλέπει δυνατότητα περιορισμού της ελευθερίας του τύπου, ορίζοντας ότι η άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες και μπορεί να υπαχθεί σε περιορισμούς ή κυρώσεις που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια τάξη, την προστασία της υπολήψεως και των δικαιωμάτων τρίτων, για την παρεμπόδιση της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή για την εξασφάλιση του κύρους ή της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας (ΑΠ 1565/2012 Νόμος, ΑΠ 788/2000 Δνη 42. 162).

Από το πλέγμα των προαναφερθεισών διατάξεων συνάγεται ότι από τον ενυπάρχοντα στη δημοσιογραφική δραστηριότητα αυξημένο κίνδυνο προσβολής της προσωπικότητας λόγω της δημοσιότητας που αποτελεί το πεδίο δράσεως του τύπου απορρέουν οι λεγόμενες συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου, μεταξύ των οποίων η υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας και το καθήκον αλήθειας, που επιβάλλει να προηγηθεί ο έλεγχος της αλήθειας των πληροφοριών και των ειδήσεων, ώστε το περιεχόμενο να συμπίπτει με την πραγματικότητα. Η μη τήρηση αυτών των συναλλακτικών υποχρεώσεων αποκλείει, στην περίπτωση της μετάδοσης αναληθούς ειδήσεως, την ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του δημοσιογράφου προς ενημέρωση του κοινού, και γι’ αυτό δεν τίθεται θέμα άρσεως του παρανόμου της προσβολής κατ’ άρθρο 367 ΠΚ (βλ. Καράκωστα, «Το δίκαιο των ΜΜΕ», σελ. 202-203, 80, 91, 93).

ιι. Με το δικαίωμα επί της προσωπικότητας προστατεύεται η εικόνα του προσώπου έναντι των κινδύνων που συνεπάγονται η αποτύπωση και η χρήση της. Και αυτό γιατί η αποτύπωση της εικόνας το αποσπά από τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και το συγκεκριμένο γεωγραφικό και κοινωνικό περίγυρο και το καθιστά γνωστό σε ασύγκριτα μεγαλύτερο αριθμό προσώπων από εκείνα στα οποία εκτέθηκε το υποκείμενο με τη θέλησή του, δηλ. εκθέτει το πρόσωπο σε μια ολοένα μεταβαλλόμενη δημοσιότητα με διαφορετικά κάθε φορά αποτελέσματα και με τον κίνδυνο να προκύψουν παραποιήσεις της εικόνας του υποκειμένου ή άλλες ανεξέλεγκτες αρνητικές συνέπειες γι’ αυτό και ερήμην του. Γι’ αυτό η εμφάνιση ενός προσώπου σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο δεν καθιστά άνευ άλλου τινός επιτρεπτή την αποτύπωση της δραστηριότητας του προσώπου αυτού. Αντίθετα τούτο σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό είναι υποχρεωμένο να ανεχθεί μόνο τόσες και τέτοιες επεμβάσεις στην προσωπικότητά του όσες δικαιολογούνται από την εκδήλωση της προσωπικότητας του ατόμου σε συνάρτηση με τις λειτουργίες του χώρου αυτού (Α. Δ. Τσεβάς Προσωπικά δεδομένα και μέσα ενημέρωσης, και ΠοινΧρον 2003. 181).

Η εικόνα, ειδικότερα, παριστάνει την εξωτερική μορφή του ανθρώπου. Όπως δε αυτή συνοδεύει πάντοτε τον άνθρωπο και εμφανίζεται δημόσια μόνο όταν αυτός θέλει, έτσι και η εικόνα του δεν ανήκει στο κοινό αλλά μόνο στο πρόσωπο που παριστάνει. Κανένας δεν έχει δικαίωμα χωρίς τη συναίνεση του ενδιαφερομένου ούτε να αποτυπώσει (π.χ. με φωτογράφηση, κινηματογράφηση) την εικόνα του άλλου, ούτε και να την εκθέσει δημόσια (π.χ. διά του τύπου, μέσω τηλεοράσεως). Το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας είναι αυτοτελές. Μόνη η αποτύπωση ή η εμφάνιση της εικόνας κάποιου στο κοινό χωρίς τη συναίνεσή του προσβάλλει αυτοτελώς την προσωπικότητά του (δηλαδή το δικαίωμά του επί της ιδίας εικόνας) και δεν απαιτείται να προσβάλλεται συγχρόνως και άλλο αγαθό της προσωπικότητας του εικονιζομένου, όπως η τιμή του με την κατά μειωτικό τρόπο εμφάνιση της φυσιογνωμίας του ή το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής του με την εμφάνιση σκηνών απ’ αυτήν.

Αν συμβεί και το εικονιζόμενο πρόσωπο να εμφανίζεται κάτω από συνθήκες που μειώνουν την τιμή και υπόληψή του ή που παραβιάζουν το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής, τότε προσβάλλονται περισσότερες εκφάνσεις της προσωπικότητας και η προσβολή είναι σημαντικότερη (ΑΠ 195/2007 Νόμος, ΑΠ 1010/2002 Δνη 2003. 1357, ΑΠ 411/2002 Δνη 2002. 1692, ΕφΑθ 2221/2006 Νόμος, ΕφΑθ 4430/2003 Δνη 2003. 1664, ΕφΠείρ 805/2000 ΕπισκΕΔ 2001. 953, ΕφΑθ 3346/1996 Δνη 1998. 667, ΕφΑθ 8908/1988 ΝοΒ 36. 1664, ΕφΘεσ 3424/1989 Αρμ ΜΓ.1205, Καρακατσάνης, στον Γεωργιάδη Σταθόπουλου ΑΚ άρθρο 57 αριθ. 9). Έτσι, αποτελεί παράνομη προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας η φωτογράφηση ή κινηματογράφηση κάποιου προσώπου και η προβολή της εικόνας του διά της τηλεοράσεως.

Εξαιρετικά, επιτρέπεται η φωτογράφηση του προσώπου και η περαιτέρω αναπαραγωγή ή η έκθεσή της, εφόσον υφίσταται συναίνεση του εικονιζόμενου, η οποία δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο και μπορεί να δοθεί ρητά ή σιωπηρά. Θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή συναίνεση, προς λήψη φωτογραφίας και αναπαραγωγή, όταν για τη λήψη της ο φωτογραφούμενος λαμβάνει αμοιβή (βλ. ΕφΑθ 3346/1996 Δνη 39. 665 και Σούρλα, στην ΕρμΑΚ, άρθρο 57, αρ. 32, 33). Το πότε υπάρχει συναίνεση του προσώπου για δημοσίευση της φωτογραφίας του, ως προς τον τρόπο και το σκοπό της δημοσίευσης, κρίνεται πάντοτε με ερμηνεία της συναινέσεώς του, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Η συνδρομή της συναινέσεως αυτής προβάλλεται και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, αποδεικνύεται από τον εναγόμενο κατ’ ένσταση.

Επίσης, κατ’ εξαίρεση της αρχής του σεβασμού της προσωπικότητας του ατόμου, επιτρέπεται η λήψη φωτογραφίας, χωρίς τη συναίνεση του φωτογραφούμενου, όταν απεικονίζονται τελετές, δημόσιες συναθροίσεις, τοπία που παρουσιάζουν καλλιτεχνικό ή άλλο γενικό ενδιαφέρον, στα οποία παρευρίσκονται και πρόσωπα, καθώς και όταν εικονίζονται πρόσωπα που ανήκουν στη σύγχρονη ιστορία και την απόλυτη ή σχετική επικαιρότητα (βλ. ΕφΘεσ 2147/2001 Αρμ 2002. 1161, Γεωργιάδη Σταθόπουλου ΑΚ, στο άρθρο 57, λήμμα 9, σελ. 101). Η συμμετοχή όμως ενός προσώπου σε δημόσια εκδήλωση μπορεί να συνιστά σιωπηρή συναίνεση που απορρέει από την εξουσία αυτοπροσδιορισμού του προσώπου είτε «ιδίω κινδύνω» ενέργεια (Ι. Καράκωστας Προσωπικότητα και τύπος σελ. 158). Εκείνο που δεν επιτρέπεται είναι η εξατομίκευση ενός από τα πρόσωπα που συμμετέχουν και η χωρίς λόγο δημοσιογραφική εμμονή στο πρόσωπό του, εφόσον το συγκεκριμένο άτομο δεν διαδραμάτισε ένα ιδιαίτερο ρόλο στη συλλογική εκδήλωση (π.χ. αστυνομικός που επέδειξε ιδιαίτερη βίαιη συμπεριφορά κατά την καταστολή μιας διαδήλωσης χωρίς άδεια της αρχής). Οι αστυνομικοί γίνεται δεκτό ότι δεν καθίστανται πρόσωπα της σχετικής επικαιρότητας ακόμη και όταν τελούν σε διατεταγμένη υπηρεσία σε οποιοδήποτε στάδιο ακόμη και μιας «πολύκροτης δίκης» ή σε μια σημαντική αστυνομική επιχείρηση, παρά μόνο εφόσον αυτή καθεαυτή η προσωπική τους συμπεριφορά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον (Ε. Αθανασόπουλος, Η εικόνα ως στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, σελ. 105).

Ακόμη και η φωτογράφηση υποδίκων προσώπων ή γενικότερα παραγόντων της δίκης, στο πλαίσιο κυρίως της ποινικής δίκης, δεν είναι επιτρεπτή (αρθρ. 34 παρ. 4α Ν. 2172/1993, Γ. Καράκωστα εκδ. 2000 Προσωπικότητα και τύπος, σελ. 158 επ., Ε. Αθανασόπουλος Η εικόνα ως στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου σελ. 113). Περαιτέρω ο ιδιωτικός βίος προστατεύεται και σε δημόσιο χώρο, όταν υπάρχει εύλογη προσδοκία απορρήτου. Κριτήριο για το εύλογο ή μη της προσδοκίας αυτής δεν είναι η υποκειμενική προτίμηση αλλά οι κοινωνικές αντιλήψεις (Κ. Μπουτουνάς Η οριοθέτηση της προσωπικότητας στην αντιπαράθεσή της με τα ΜΜΕ σελ. 38). Η έννοια του δημόσιου χώρου συχνά συνδέεται με τη έννοια του δημόσιου γεγονότος, δηλ. όταν το γεγονός τελείται σε χώρο ανοικτό στο κοινό, ενώ περαιτέρω έχει κριθεί ότι η στάθμιση της προστασίας της εικόνας και του ιδιωτικού βίου με το δικαίωμα πληροφόρησης πρέπει να πραγματοποιείται με αποκλειστικό κριτήριο την συμβολή της λήψης και της δημοσίευσης της εικόνας για την πληροφόρηση σε ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος (Τ.-Ε. Συνοδινού Η εικόνα στο δίκαιο, σελ. 218).

4. Από τις ένορκες καταθέσεις… αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εκκαλούντες είναι αστυνομικοί, που κατά τον χρόνο που ενδιαφέρει εν προκειμένω, στις 4.1.2013, υπηρετούσαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Μ.. Περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2012 είχε εξαρθρωθεί κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών το οποίο εφέρετο ότι δρούσε στη Θ., Β. και Α.. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο προϊστάμενος της υποδιεύθυνσης δίωξης ναρκωτικών Σ. Τ. καθώς και άλλοι δύο αστυνομικοί υπηρετούντες σε Θ. και Α.. Το γεγονός προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και για το λόγο αυτό ασχολήθηκε με αυτό όλος ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος. Στις 4.1.2013 και περί ώρα 10:45 επρόκειτο να γίνει μεταγωγή του ως άνω Σ. Τ., μαζί με άλλους συγκατηγορουμένους του, από αστυνομικούς της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θ. στο Δικαστικό μέγαρο Θ. προκειμένου να απολογηθούν ενώπιον της αρμοδίας ανακρίτριας.

Για την κάλυψη του γεγονότος συνεργεία των τηλεοπτικών σταθμών των εφεσιβλήτων είχαν συγκεντρωθεί στον εξώστη του 1ου ορόφου, της δυτικής πλευράς του Δικαστικού Μεγάρου Θ.. Στον ίδιο χώρο παρευρίσκοντο και περίπου εικοσιπέντε άτομα. Επρόκειτο για αστυνομικούς, με πολιτική περιβολή, μεταξύ των οποίων και οι πέντε εκκαλούντες, οι οποίοι είχαν μεταβεί από το Β. ατομικά, για να συμπαρασταθούν στον μεταγόμενο συνάδελφό τους Σ. Τ. και στην οικογένειά του. Κατά την αποβίβαση του συλληφθέντος συναδέλφου τους από το μεταγωγικό όχημα και την είσοδό του στο δικαστικό μέγαρο από την είσοδο του υπόγειου γκαράζ, γεγονός που διήρκεσε λίγα δευτερόλεπτα, κάποιοι από τους παρευρισκόμενους αστυνομικούς προέβησαν σε χειροκροτήματα ενώ απηύθυναν προς αυτόν τις φράσεις: «ψηλά το κεφάλι Σ.», «είμαστε μαζί», «κουράγιο», «εδώ είμαστε όλοι», «κράτα γερά», «υπομονή». Επί πλέον φώναξαν προς τους αστυνομικούς της ασφάλειας Θ. που τον συνόδευαν «Συγχαρητήρια, θα πάρετε προαγωγή όλοι», «Μπράβο ρε παιδιά, τον θάψατε, Μπράβο», «τον καλύτερο αξιωματικό φάγανε, μπράβο», «Ο μεγαλύτερος εγκληματίας είναι αυτός, μπράβο».

Οι φωνές της ομάδας των ανθρώπων αυτών αστυνομικών προσήλκυσαν, όπως και οι ίδιοι οι εκκαλούντες αναφέρουν στην αγωγή τους, το εύλογο ενδιαφέρον των ως άνω τηλεοπτικών συνεργείων των εφεσιβλήτων εναγομένων, τα οποία με τις κάμερες και τα μικρόφωνά τους προς το μέρος των, βιντεοσκόπησαν το γεγονός αυτό των εκδηλώσεων, το οποίο την ίδια ημέρα και την επομένη, απετέλεσε περιεχόμενο των ενημερωτικών εκπομπών των τηλεοπτικών σταθμών των εφεσιβλήτων και οξύτατου σχολιασμού του, είτε με υπότιτλους στην οθόνη της τηλεόρασης είτε διά ζώσης. Ανάμεσα στους παρευρισκόμενους στον εξώστη του δικαστικού μεγάρου Θ. ήταν και οι εκκαλούντες ενάγοντες. Εξ αυτών ο πέμπτος συνομολογεί με την αγωγή του ότι κατά την προσαγωγή των προαναφερθέντων χειροκρότησε και φώναξε «Γερά ρε, Σ., Ε γερά» «Γερά ρε» και «Μπράβο ρε παιδιά Μπράβο. Τον θάψατε. Μπράβο». Οι υπόλοιποι αρνούνται ότι φώναξαν ή χειροκρότησαν. Κανένας μάρτυρας δεν αναφέρει ότι φώναξαν ή χειροκρότησαν. Οι μάρτυρες αναφέρονται γενικώς ότι οι φωνές και τα χειροκροτήματα ακούστηκαν από την ομάδα των αστυνομικών, ως σύνολο. Από τους ψηφιακούς δίσκους που προσκομίζονται με επίκληση δεν μπορεί να γίνει ταυτοποίηση των εκκαλούντων και της συμπεριφοράς των, παρά μόνο του πέμπτου ο οποίος χειροκρότησε και φώναξε «Γερά ρε, Σ.. Ε γερά» «Γερά ρε» και «Μπράβο ρε παιδιά Μπράβο. Τον θάψατε. Μπράβο». Ενώ για τους λοιπούς δεν αποδεικνύονται παρόμοιες εκδηλώσεις.

Ειδικότερα αναφέρθηκαν τα εξής: Στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού A. της πρώτης εφεσίβλητης: «Κυρίες και κύριοι στα δικαστήρια Θ. για να απολογηθούν οδηγήθηκαν, εν μέσω επευφημιών από συναδέλφους τους, οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί στην υπόθεση με τη μαφία της διακίνησης ναρκωτικών. Ο εγκέφαλος της σπείρας αρνείται τα πάντα, ενώ ο διοικητής της δίωξης ναρκωτικών Β., που βρίσκεται μεταξύ των κατηγορουμένων, αποδίδει την εμπλοκή του στον υπερβάλλοντα ζήλο των συναδέλφων του». Αμέσως προβλήθηκε ρεπορτάζ με υπότιτλο με κεφαλαία γράμματα «ΣΤΟΝ ΑΝΑΚΡΙΤΗ ΜΕ ΕΠΕΥΦΗΜΙΕΣ» κατά το οποίο ο εκφωνητής ανέφερε κατά λέξη τα εξής «άντρες της ασφάλειας που συμμετείχαν στην εξάρθρωση του μεγάλου κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών, στο οποίο σύμφωνα με το κατηγορητήριο εμπλέκονται και αστυνομικοί έρχονται αντιμέτωποι με συναδέλφους τους…».

Την επομένη ημέρα (5.1.2013) κατά το βραδινό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού A. της πρώτης των εφεσιβλήτων προβλήθηκε ρεπορτάζ με υπότιτλο και κεφαλαία γράμματα «ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΕΥΦΗΜΙΕΣ», στα πλαίσια του οποίου και αναφέρθηκε από τους συντάκτες του ρεπορτάζ «Στη φυλακή οδηγήθηκαν μετά τις απολογίες τους οι δύο υψηλόβαθμοι αξιωματικοί, κατηγορούμενοι για συμμετοχή στο πολυμελές κύκλωμα ναρκωτικών. Την ίδια ώρα, κυρίες και κύριοι, σε διαθεσιμότητα τέθηκαν πέντε αστυνομικοί, οι οποίοι επευφημούσαν τους κατηγορούμενους κατά την προσαγωγή τους στο δικαστήριο», ενώ στην συνέχεια δύο άλλοι δημοσιογράφοι του σταθμού ανέφεραν «Εξαγριωμένοι για τη δικαστική εξέλιξη ήταν και οι αστυνομικοί που βρέθηκαν στα δικαστήρια για να συμπαρασταθούν στους κρατούμενους συναδέλφους τους», και «Οι εικόνες αυτές, των αστυνομικών που όχι μόνο χειροκροτούσαν, αλλά και επευφημούσαν τους κατηγορούμενους συναδέλφους τους, αλλά στρέφονταν και κατά των ανδρών της ασφάλειας που τους συνέλαβαν, έγιναν η αιτία να παρθούν σκληρά μέτρα από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας. Πέντε από αυτούς που αναγνωρίσθηκαν τέθηκαν σε διαθεσιμότητα και σχηματίστηκε σε βάρος τους δικογραφία, ενώ για τους υπόλοιπους διατάχθηκε έρευνα».

Επίσης στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του Τηλεοπτικού σταθμού Μ. C. (4.1.2013) προβλήθηκε ρεπορτάζ στο οποίο ελέχθησαν κατά λέξη τα εξής: «….είναι χιλιάδες οι συνομιλίες Ό. που έχουν καταγραφεί μεταξύ των αστυνομικών και των εμπόρων ναρκωτικών, την ώρα που σήμερα έξω από τα δικαστήρια της Θ. είχαν συγκεντρωθεί αστυνομικοί για να συμπαρασταθούν στους επίορκους που οδηγούνται στην ανακρίτρια για να δώσουν τις εξηγήσεις τους…».

Την επόμενη ημέρα (5.1.2013), κατά την πρωινή ενημερωτική εκπομπή «Σ.» του τηλεοπτικού σταθμού M. C., δύο δημοσιογράφοι έκαναν και πάλι αναφορά στο εν λόγω θέμα της μεταγωγής και εμφανίστηκε σε ζωντανή σύνδεση («παράθυρο») ο ταμίας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων. Κατά την εν λόγω εκπομπή, οι πιο πάνω παρουσιαστές δημοσιογράφοι ανέφεραν, πλην άλλων, επί λέξει και τα εξής: «Ααα, άλλη ιστορία αυτή. Άλλη ιστορία αυτή. / Για πες την. / Πάμε να δούμε τα πλάνα λίγο. / Κάτσε, να πούμε στους φίλους τηλεθεατές, ότι γι’ αυτό το κύκλωμα στη Θ., που πιασαν τους αστυνομικούς και τους ξήλωσαν, που βγάζαν έξω εμπόρους ναρκωτικών, έγιναν οι προσαγωγές. Σε αυτό που θα δείτε πήγαν αστυνομικοί συνάδελφοί τους και προπηλάκιζαν και φωνάζανε τους αστυνομικούς που κουβαλούσανε μέσα τους αστυνομικούς. / Άσε να τα δει ο κόσμος. Θα τα δούμε τώρα. / Να, να το εξηγήσουμε όμως γιατί από το βίντεο δε θα καταλάβει. / Θα το εξηγούμε την ώρα εκείνη voice-cover είναι. / Να ακούσουμε και τον ήχο. / Θα το εξηγούμε την ώρα εκείνη. Πάμε λίγο».

Ακολούθως προβλήθηκε βίντεο, στο οποίο εικονίζεται η προσαγωγή ατόμων από αστυνομικούς, ενώ τρίτα παρευρισκόμενα άτομα χειροκροτούσαν και φώναζαν: «Θα πάρετε προαγωγή όλοι. Μπράβο, ρε παιδιά, τον θάψατε. Μπράβο. Τον καλύτερο αστυνομικό φάγανε. Μπράβο. Ο μεγαλύτερος εγκληματίας είναι αυτός. Μπράβο». Στη συνέχεια οι παραπάνω δημοσιογράφοι ανέφεραν κατά λέξη και τα εξής: «Ακούς, Μπράβο λέει θα πάρετε προαγωγή όλοι. Κράζουνε τους άλλους αστυνομικούς που τους έπιασαν. / Και τους μεταφέρουν. / Και τους μεταφέρουν ναι και σ’ αυτούς επεφύλαξαν υποδοχή ηρώων. Κοίτα τώρα εδώ να δεις. Κατάλαβες; Αυτούς οι οποίοι. / Αυτοί εδώ είναι οι αστυνομικοί τώρα. / Αυτοί είναι. / Που φωνάζουνε και αποδοκιμάζουνε τους αστυνομικούς, τους αστυνομικούς που μεταφέρουνε τους επίορκους / Και έχουνε πάει εκεί για να συμπαρασταθούνε σε αυτούς που μεταφέρουνε. / Τους επίορκους / Ποιους επίορκους ρε Ι. να πούμε, επίορκους; / Ε. πώς να το πεις; / Καθίκια να πούμε. Επίορκοι είναι αυτοί; Επίορκοι είναι εδώ; Δε διαβάζεις εδώ τι λένε; «Δε μου λες; Με το άλλο χαρτί που δώσαμε στο παιδί Θ.; Δε θυμάμαι μας είχες δώσει ένα όνομα ρε Γ., του ’χαμε φτιάξει χαρτί για δυο κιλά ηρωίνη». Του χάνε φτιάξει χαρτί. / Γράψε κατοχή, ρίξ’ τους και λίγο ξύλο και στα δυόμιση χρόνια έμπορος ναρκωτικών έβγαινε έξω. / Κατάλαβες; Γράψε κατοχή, ριξ’ τους και λίγο ξύλο. Κατάλαβες; / Πες τα στον κύριο Μ. … / Κύριε Μ. Δεν είναι επίορκοι που είπε ο Ι. Δεν είναι επίορκοι. Δεν είναι επίορκοι. Είμαστε στο 2013, έφεξε το 2013 και βλέπετε αυτές τις σκηνές. Τις βλέπετε, της ντροπής. / Εγώ τις σκηνές τις βλέπω αλλά όπως καταλαβαίνετε στο θεσμό της ελληνικής αστυνομίας υπάρχουν μηχανισμοί οι οποίοι είμαι βέβαιος αν δεν έχουν ενεργοποιηθεί, θα ενεργοποιηθούν και θα ελέγξουν κάθε πτυχή αυτό που δείχνετε τώρα εκεί. Τώρα όσον αφορά για την υπόθεση της Θ. είναι στη δικαιοσύνη να φωτιστεί η υπόθεση σε όλες τις πτυχές. / Κύριε Μ. συγγνώμη, συζητάμε για όλους αυτούς τους συναδέλφους σας που πήγαν και αποδοκιμάσανε αυτούς που συλλάβανε. / Σας είπα αν εκεί υπάρχουν ενέργειες συναδέλφων που δεν είναι στα πλαίσια της νομιμότητος, η υπηρεσία νομίζω θα επιληφθεί. Δεν υπάρχει περίπτωση η υπηρεσία της ελληνικής αστυνομίας να μην ελέγξει τα πράγματα / Ένα λεπτό, το αν γιατί το βάζετε δηλαδή; Αφού τους βλέπετε μπροστά σας γιατί το βάζετε το αν; / Όχι.., όχι μιλάμε για ενέργειες που αντιβαίνουν στην νομιμότητα. Αν υπάρχουν τέτοιες ενέργειες είναι σίγουρο ότι θα ελεγχθεί αυτό εννοώ / Μα κύριε Μ. δε το βλέπετε που έλεγε μπράβο σου, ξεφτίλα που το … μπράβο σου θα πάρεις προαγωγή. / Εντάξει αυτό είναι ενέργεια μεμονωμένη συναδέλφου. Τι να πω εγώ, θα σχολιάσω τις πράξεις του; / Όχι, είπατε αν είπατε αν. / Όχι δεν το βάζω στην κατεύθυνση αυτή. Δε βάζω το αν δηλαδή με την έννοια ότι δεν υπάρχει. / Δεν βλέπετε εκεί που είναι μαζεμένοι καμία εικοσαριά; / Το βλέπω, το βλέπω / Και επευφημούν. Γιατί είναι εκεί; / Το βλέπω, το βλέπω. / Γιατί είναι εκεί; Για να υπερασπιστούν αυτούς που πήγαν εκεί. / Εντάξει αυτοί εκφράζονται συναδελφικά από ότι καταλαβαίνω. Ο καθένας είναι υπόλογος των πράξεών του. / Ένα λεπτό κύριε Μ. Τι σημαίνει συνάδελφος; Για να το εξηγήσουμε, ότι είμαστε αδέρφια; / Όχι, Όχι Όχι. / Τι σημαίνει συνάδελφος; / Συμπαρίσταμαι σε κάποιον σε μία υπόθεση. / Σε ποιόν συμπαρίσταμαι; Στο δολοφόνο; / Θα πρέπει να εξετάζουμε τις ενέργειές μας. / Σε ποιον συμπαρίσταμαι; Να ξέρουμε σε ποιον συμπαρίσταμαι ξέρουμε σε ποιον συμπαραστεκόμεθα. / Ακριβώς. / Συμπαρίσταμαι σε ποιον; Αυτόν που καταπάτησε τον όρκο του; Και τα λοιπά και που λέει γράψε κατοχή ρίξ του και κάνα… / Αυτά είναι πράγματα που δεν τα επικροτούμε… / Κύριε Μ. ακούστε με λίγο. Ακούστε με λίγο γιατί η υποκρισία δεν έχει όρια. Τα ξέρετε πολύ καλά όλα αυτά που συμβαίνουν. Όλοι σας μες στα τμήματα και στις ασφάλειες, όπου συμβαίνει. Τα ξέρετε παρά πολύ και δεν βγάζετε κουβέντα και δε λέτε τίποτα. Τίποτα δε λέτε. / Κύριε Α., κύριε Α. Δεν μπορώ εγώ να γνωρίζω τι συμβαίνει σ’ ένα τμήμα ασφαλείας. / Όχι δε μιλάω για σας. Μιλάω ότι όλοι οι αστυνομικοί κι εσείς αν υπηρετήσατε σε ένα τμήμα και ήμασταν δίπλα δίπλα κι εγώ ήμουνα πούλαγα την ηρωίνη, την έπαιρνα και την πούλαγα θα το ξέρατε, το ξέρουν όλοι όσοι είναι στα τμήματα ασφαλείας. Έτσι είναι. Έτσι είναι και είναι όλοι συνάδελφοι είμαστε. Όλοι συνάδελφοι… Αμ δεν είμαστε συνάδελφοι όλοι. / Κανείς δεν λέει στις πράξεις αυτές να μην αποδοθεί δικαιοσύνη. / Δε λέω αυτό εγώ, εγώ λέω αφού τα ξέρετε. / Κλείνουμε τα μάτια. Κλείνουμε τα μάτια, αυτό λέω και τα ξέρετε. Όλοι ξέρουν τι συμβαίνει στα τμήματα ασφαλείας. Όλοι όσοι υπηρετούν ξέρουν πολύ καλά τι κάνει ο ένας με τον άλλον. / Καλά θα κάνουν, άμα γνωρίζουν, να σκεφτούν τις πράξεις τους».

Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκπομπής υπήρχε υπότιτλος με κεφαλαία γράμματα «ΥΠΟΔΟΧΗ ΗΡΩΩΝ ΕΠΕΦΥΛΑΞΑΝ ΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ ΤΟΥΣ».

Στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού Σ. της τρίτης των εφεσιβλήτων με τίτλο «Σ.» έγινε αναφορά για την μεταγωγή και με ζωντανή σύνδεση του σταθμού με το τηλεοπτικό συνεργείο που βρισκόταν στο δικαστήριο της Θ. προβλήθηκαν απευθείας εικόνες από το χώρο αυτό. Στην εν λόγω προβολή η μεν παρουσιάστρια ανέφερε τα εξής: «Βλέπουμε αυτήν την ώρα να φτάνουν στο δικαστικό μέγαρο Θ. οι συλληφθέντες για το κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών. Μεταξύ τους και αστυνομικός υπέρ του οποίου ήρθαν για συμπαράσταση στο πλευρό του. Ήρθαν αστυνομικοί από το Β.. Βλέπουμε, ακούμε αστυνομικούς από το Β. οι οποίοι ήλθαν με λεωφορείο να συμπαρασταθούν στο συνάδελφό τους που κατηγορείται», η δε ρεπόρτερ «Κάποιοι έχουν βουρκώσει, κάποιοι αποδοκιμάζουν τους συνάδελφους τους που οδηγούν μέσα τους αστυνομικούς στο δικαστικό μέγαρο προκειμένου να απολογηθούν».

Την ίδια ημέρα, τις απογευματινές ώρες, ο ίδιος τηλεοπτικός σταθμός της τρίτης των εφεσιβλήτων έκανε αναφορά στο θέμα της μεταγωγής αναφέροντας επί λέξει τα εξής: «Στη Θ. λοιπόν σήμερα οδηγηθήκαν στον ανακριτή για να απολογηθούν κάποιοι από τους κατηγορουμένους γι’ αυτή τη συμμορία που ακούγατε τις συνομιλίες τις τηλεφωνικές τις προηγούμενες ημέρες, συμμορία από εμπόρους ναρκωτικών, Αλβανούς και Έλληνες και Έλληνες αστυνομικούς, όπου κάποιοι κατηγορούνται ότι έδιναν μέχρι και σφαίρες ως δώρο. Οι αστυνομικοί ισχυρίζονται ότι έκαναν τη δουλειά τους και ότι προσπαθούσαν με αυτόν τον τρόπο να προσεγγίσουν τους εμπόρους ναρκωτικών, προκειμένου να βγάλουν μεγαλύτερα ψάρια εντός εισαγωγικών. Σήμερα λοιπόν, όταν πήγαν στον ανακριτή, μία ομάδα συναδέλφων τους ήταν εκεί και με χειροκροτήματα και επευφημίες τους συμπαρίστατο».

Αμέσως προβλήθηκε ρεπορτάζ με υπότιτλο και κεφαλαία γράμματα «ΥΠΟΔΟΧΗ ΗΡΩΩΝ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΟΡΚΟΥΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ» στο οποίο ο εκφωνητής ανέφερε τα εξής: «Οι εικόνες προκαλούν αίσθηση. Ο προϊστάμενος της δίωξης ναρκωτικών Β. βγαίνει από τα δικαστήρια της Θ.. Δίπλα του ο αρχιφύλακας της Διεύθυνσης αλλοδαπών Θ. και οι δύο Αλβανοί φερόμενοι ως εγκέφαλοι της συμμορίας. Όλοι αστυνομικοί και έμποροι ναρκωτικών μπορεί να ακούγονταν να συνομιλούν μαζί τους, να διαπραγματευόταν μέχρι και συλλήψεις, αλλά παρόλα αυτά κάποιοι από τους συναδέλφους τους ήταν εκεί για να τους συμπαρασταθούν. Στη θέα του κατηγορουμένου κάποιοι βούρκωσαν και κάποιοι αποδοκίμαζαν τους αστυνομικούς που τους έβαζαν στα δικαστήρια».

Στο βραδινό δελτίο ειδήσεων η παρουσιάστρια ανέφερε επί λέξει τα εξής: «Αυτό που προκαλεί πολύ μεγάλη αίσθηση όμως, είναι το γεγονός ότι έξω από τα δικαστήρια συγκεντρώθηκαν αστυνομικοί για να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους προς τους συναδέλφους τους, χειροκροτώντας τους μάλιστα κατά την είσοδό τους». Αμέσως μετά προβλήθηκε ρεπορτάζ με υπότιτλο και κεφαλαία γράμματα: «ΕΠΕΥΦΗΜΙΕΣ …ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΕΣ» και ο εκφωνητής ανέφερε τα εξής: «Αστυνομικοί που ταξίδεψαν από το Β. προς τη Θ. επευφημούν τους συλληφθέντες συναδέλφους τους που οδηγούνται στα δικαστήρια, προκειμένου να απολογηθούν για την εμπλοκή τους στην υπόθεση εμπορίας ναρκωτικών. Οι περίπου είκοσι αστυνομικοί υποδέχονται τους κατηγορούμενους με ζητωκραυγές, ενώ αποδοκιμάζουν τους αστυνομικούς που τους συνόδευαν».

Στα πλαίσια δε διαλόγου μεταξύ της παρουσιάστριας της εκπομπής και άλλου δημοσιογράφου του σταθμού αναφέρθηκαν «Το να υπερασπίζεται κανείς ένα συνάδελφο που έχει συλληφθεί στο πλαίσιο συνδικαλιστικής ή άλλης δράσης, πράγμα που έχουμε δει στο παρελθόν, το καταλαβαίνω, το έχουμε ξανακαταγράψει. Το να προσπαθείς να υπερασπιστείς ένα συνάδελφό σου που κατηγορείται για κάτι τόσο σοβαρό και έχει πιαστεί με τη γίδα στην πλάτη, γιατί με τη γίδα στην πλάτη έχουν πιαστεί με βάση τα όσα βλέπουμε να γράφονται από τον σούπερ κοριό της αντιτρομοκρατικής, αυτό είναι πραγματικά ανήκουστο», ο δε δημοσιογράφος συνομιλητής της ανέφερε: «Ναι και προτού βγει η απόφαση της δικαιοσύνης. Να αποφανθεί η δικαιοσύνη και μετά μπορεί να σχολιαστεί αυτό. Έτσι δεν είναι; Από το αποτέλεσμα. Εδώ λοιπόν ξέρεις κάτι πρέπει να υπάρχει μια αίσθηση της αλαζονείας και της εξουσίας που αποκτούν αυτοί οι οποίοι είναι υποτίθεται οι φρουροί του νόμου, αλλά ταυτόχρονα γίνονται εκείνοι που παρανομούν και συμμετέχουν σ’ ένα κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών και είναι υπηρετικό προσωπικό των ναρκεμπόρων. Όλο αυτό το πράγμα πάντως, όλο αυτό το σκηνικό που βλέπουμε τώρα, το όποιο εξαρθρώθηκε δε, πρέπει να σημειώσουμε ότι παραπέμπει σε ναρκοδημοκρατία της Λατινικής Αμερικής. Είναι κάτι σαν την Κολομβία. Και επειδή αυτοί οι αστυνομικοί, πρόσεξε εδώ τώρα κατηγορείται ο αστυνομικός διευθυντής, ο αρχηγός της υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών σε επίπεδο νομού, δεν είναι να πω κάτι παρακάτω. Αν λοιπόν μια τέτοια επιχείρηση, κατ’ αρχήν έχουν το τεκμήριο της αθωότητας οι άνθρωποι αυτοί, βεβαίως και έχουν και να υποστηρίξουν και να ισχυριστούν ό,τι νομίζουν».

Ακόμη, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι την αμέσως επομένη ημέρα, στις 5.1.2013 και κατά τις απογευματινές ώρες δόθηκε εντολή από το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. για διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης κατά των εκκαλούντων εναγόντων προς διαπίστωση τέλεσης εκ μέρους τους, κατά την προαναφερθείσα προσαγωγή, πειθαρχικών παραπτωμάτων που συνιστούν χαρακτηριστικά αναξιοπρεπή για αστυνομικό συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας και βαριά παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος από πρόθεση, ενώ τέθηκαν άμεσα σε κατάσταση διαθεσιμότητας.

Σε όλα τα πιο πάνω δελτία ειδήσεων και τηλεοπτικές εκπομπές προβλήθηκαν βίντεο, με όμοιο, κατά ουσιώδη και ενδιαφέροντα εν προκειμένω σημεία τους, περιεχόμενο, στα οποία εικονίζονταν η μεταγωγή των συλληφθέντων, καθώς και, σε γενικό πλάνο, κάποιοι από τους παρευρισκομένους αστυνομικούς, μεταξύ των οποίων και οι εκκαλούντες ενάγοντες, χωρίς προστατευτικό μοτίβο στα πρόσωπά τους. Μερικοί από τους συναθροισθέντες φαίνονται να προβαίνουν στις προαναφερθείσες εκδηλώσεις, ήτοι σε χειροκροτήματα και σε αναφώνηση φράσεων, όπως «γερά ρε», «γερά ρε Σ.. Ε, γερά», «ψηλά το κεφάλι Σ.», «ψηλά το κεφάλι, ρε», «είμαστε μαζί», «Συγχαρητήρια», «Συγχαρητήρια, θα πάρετε προαγωγή όλοι» κλπ.

Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά πράγματι κατά την έξοδο του Σ. Τ. από το μεταγωγικό όχημα και την είσοδό του στο δικαστικό μέγαρο, από κάποιους από τους συναθροισθέντες αστυνομικούς, μεταξύ των οποίων και ο πέμπτος των εκκαλούντων, εκφωνήθηκαν οι πιο πάνω φράσεις συμπαράστασης προς αυτόν και αποδοκιμασίας των αστυνομικών που ενεργούσαν την μεταγωγή. Συνεπώς με τις ως άνω αναφορές στα ως άνω δελτία ειδήσεων και στις ως άνω ενημερωτικές εκπομπές οι εφεσίβλητες μετέδωσαν αληθινά πραγματικά περιστατικά γεγονότα. Αληθές επίσης είναι ότι οι εκκαλούντες ευρίσκοντο εντός της ομάδας των αστυνομικών που προέβησαν στις ως άνω εκδηλώσεις. Συμμετείχαν δηλ. στην εκδήλωση συμπαράστασης ανεξαρτήτως αν εκφώνησαν λόγο ή χειροκρότησαν. Όπως προκύπτει από τους ψηφιακούς δίσκους οι εφεσίβλητες δεν αναφέρονται στους εκκαλούντες ονομαστικά αλλά σε «αστυνομικούς από το Β.» σε «ομάδα αστυνομικών», σε «συναδέλφους», «σε πέντε αστυνομικούς». Επομένως αφού τα γεγονότα που διέδωσαν οι εφεσίβλητες ήσαν αληθή, δεν διέπραξαν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και δεν προσέβαλαν δι’ αυτού του εγκλήματος την προσωπικότητα των εκκαλούντων-εναγόντων, δηλ. δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη τους με βάση το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.

Περαιτέρω τα ίδια πραγματικά περιστατικά συγκροτούν το έγκλημα της απλής δυσφήμησης, αφού το τελευταίο τελείται και όταν ακόμη το διαδιδόμενο περιστατικό είναι αληθές, η διάδοσή του όμως μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του θιγομένου. Όμως ο άδικος παράνομος χαρακτήρας του εγκλήματος αυτού αίρεται σύμφωνα με το άρθρο 367 §1γ’ διότι έγινε από το δικαιολογημένο ενδιαφέρον ενημέρωσης της κοινής γνώμης για το ασυνήθιστο γεγονός, κατά παραδοχή σχετικής ένστασης των εφεσιβλήτων. Εν προκειμένω το ενδιαφέρον των εφεσιβλήτων να ενημερώσουν την κοινή γνώμη για την ως άνω παρουσία των συναδέλφων του μεταγομένου στο Δικαστικό Μέγαρο της Θ. και τις ως άνω εκδηλώσεις των, στις οποίες συμμετείχαν τουλάχιστον με φυσική παρουσία και οι τέσσερεις πρώτοι των εκκαλούντων, ενώ ο πέμπτος και με φωνές και χειροκρότημα, ήταν δικαιολογημένο, διότι η είδηση αναφερόταν στη λειτουργία του θεσμού της Αστυνομίας, γεγονός που αφορά την κοινωνία. Οι εκκαλούντες ήσαν αστυνομικοί που είχαν διανύσει 200 χλμ για να μεταβούν στην Θ., είχαν συγκεντρωθεί στο δικαστικό μέγαρο Θ. και μαζί με άλλους συναδέλφους τους ήταν ομάδα που αμφισβητούσε το κύρος της ασκηθείσας δίωξης και των προηγηθεισών αυτής προανακριτικών πράξεων. Εμφάνιζε την ελληνική αστυνομία να σπαράσσεται από φατρίες. Δημιουργούσε σύγχυση και αμφιβολίες στην κοινή γνώμη για το ορθό ή μη της συλλήψεως του μεταγομένου συναδέλφου τους και για τη λειτουργία των προανακριτικών αρχών της Αστυνομίας. Γι’ αυτό και ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης προέβη σε δηλώσεις και το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας αντέδρασε αστραπιαία, και έλαβε για πέντε από αυτούς, τους εκκαλούντες που αναγνωρίσθηκαν, το δυσμενές διοικητικό μέτρο της διαθεσιμότητας, τους αφαιρέθηκε το όπλο και σχηματίστηκε σε βάρος τους δικογραφία, ενώ για τους υπόλοιπους διατάχθηκε έρευνα.

Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι οι πράξεις τους υπαγορεύτηκαν από ανθρωπιστικά αλτρουιστικά κίνητρα και δεν αποσκοπούσαν σε εγκωμιασμό του εγκλήματος, ακόμη και αν γίνει δεκτός ότι είναι αληθής, αναφέρεται στα υποκειμενικά τους κίνητρα και δεν αφαιρεί από την πράξη τους το χαρακτήρα πράξεως που, αντικειμενικά κρινόμενη, κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις, ενδιαφέρει την κοινή γνώμη, καθόσον πρόκειται για αστυνομικούς που προκάλεσαν το ενδιαφέρον της ως προς τη βασιμότητα των κατηγοριών που βάραιναν τον προσαγόμενο και ως προς το κύρος των διωκτικών αρχών και ως προς την εικόνα της Ελληνικής Αστυνομίας. Οι εκκαλούντες βρέθηκαν μεν σε δημόσιο χώρο ως ιδιώτες, όμως κατέστησαν την παρουσία τους γεγονός που αφορά την κοινή γνώμη από τη στιγμή που εξέπεμψαν όχι μόνο τους ως άνω λόγους συμπαράστασης αλλά και τους λόγους αποδοκιμασίας. Με την πράξη τους αυτή μεταπήδησαν από το χώρο της ιδιωτικότητας στο χώρο της δημοσιότητας και δικαιολογημένα έστρεψαν το ενδιαφέρον των εφεσιβλήτων πάνω τους. Οι ίδιοι εκτέθηκαν στη δημοσιότητα και η προσδοκία τους ότι θα εκφύγουν από το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον ενημέρωσης της κοινής γνώμης δεν κρίνεται, κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις, εύλογη. Η υποκειμενική τους στάση απέναντι στον μεταγόμενο, δεν αναιρεί την πραγματικότητα των εκδηλώσεών τους.

Περαιτέρω από τον τρόπο της προβολής των ως άνω εκδηλώσεων, δηλ. τόσο τους υπότιτλους όσο και το προφορικό λόγο κατά την παρουσίασή τους, δεν αποδεικνύεται κατά την κρίση του δικαστηρίου ειδικός σκοπός εξύβρισης των εκκαλούντων. Οι παρουσιαστές των ειδήσεων και οι σχολιαστές του γεγονότος διατυπώνουν την διαφωνία τους για τις εκδηλώσεις αυτές, άλλοτε με τρόπο απορίας, άλλοτε με αξιολόγηση του γεγονότος. Οι χαρακτηρισμοί «επευφημίες, υποδοχή ηρώων … εξαγριωμένοι…», ανεξάρτητα από το αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα των εκδηλώσεων ή είναι μερικώς δραματοποιημένη απόδοση των γεγονότων, συνιστούν αξιολογικές κρίσεις, υπερβολικές μεν, όχι όμως και ανεξάρτητες από τα πραγματικά περιστατικά που τις προκάλεσαν και δεν αποδεικνύουν ειδικό σκοπό εξύβρισης των εκκαλούντων. Εξ άλλου στο σχολιασμό των ως άνω εκδηλώσεων είναι φανερός και ο χαρακτήρας απορίας των σχολιαστών: «Οι εικόνες προκαλούν αίσθηση …. προκαλεί πολύ μεγάλη αίσθηση … σε ποιον συμπαρίσταμαι ξέρουμε σε ποιον συμπαραστεκόμεθα … Συμπαρίσταμαι σε ποιον; Σε αυτόν που καταπάτησε τον όρκο του;», «ξέρεις κάτι, πρέπει να υπάρχει μια αίσθηση της αλαζονείας και της εξουσίας που αποκτούν αυτοί οι οποίοι είναι υποτίθεται οι φρουροί του νόμου». Οι εφεσίβλητες δεν αποδείχθηκε ότι είχαν προηγούμενη σχέση με τους εκκαλούντες ώστε να υπάρχει κίνητρο μειώσεως της τιμής τους. Από τους ίδιους τους σχολιασμούς προκύπτει ότι το προέχον σ’ αυτούς, ακόμη και όταν είναι οξείς και δηκτικοί «με τη γίδα στην πλάτη…» που έγινε για τον συλληφθέντα, είναι η πληροφόρηση και όχι η περιφρόνηση των εκκαλούντων, την επαγγελματική και κοινωνική ακεραιότητα των οποίων δεν αμφισβήτησαν. Επίσης ο χαρακτηρισμός «επίορκος» από τους προστηθέντες των εφεσιβλήτων δεν αναφέρεται στους εκκαλούντες αλλά στους συλληφθέντες, μολονότι οι τελευταίοι καλύπτονται από το τεκμήριο αθωότητας (αρθρ. 6 ΕΣΔΑ). Εν όψει τούτων αίρεται ο άδικος, κατ’ αρχήν, χαρακτήρας των όσων μεταδόθηκαν, κατ’ αποδοχή σχετικής ένστασης των εφεσιβλήτων, που παραδεκτά και νόμιμα επαναφέρουν με τις προτάσεις τους και ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της απλής δυσφήμησης ούτε το έγκλημα της εξύβρισης.

Όσον αφορά τη λήψη της εικόνας τους, οι εκκαλούντες, με τη συμμετοχή τους στην ομαδική παρουσία τους για συμπαράσταση και κυρίως με την εκπομπή από την ομάδα λόγων συμπαράστασης στον μεταγόμενο και λόγων αποδοκιμασίας των πραγματοποιούντων την μεταγωγή αστυνομικών συναδέλφων τους, κατέστησαν την εικόνα τους δημόσια και έθραυσαν αυτοβούλως την ιδιωτικότητά τους. Μάλιστα δεν αποδεικνύεται ότι η λήψη της έγινε με επικέντρωση του φακού στο πρόσωπο αυτών, αλλά ο φακός στρέφεται προς τις εκδηλώσεις της ομάδας συνολικά. Το γεγονός ότι στις ληφθείσες και μεταδοθείσες εικόνες φαίνονται τα πρόσωπά τους δεν οφείλεται στην επικέντρωση του φακού σ’ αυτούς, αλλά στο ότι οι εκκαλούντες βρισκόταν πολύ κοντά με τα τηλεοπτικά συνεργεία των εφεσιβλήτων, τους χειριστές των οποίων δεν απέτρεψαν από τη λήψη της εικόνας τους και οι οποίοι δεν είχαν υποχρέωση να αποκρύψουν τα πρόσωπά τους, διότι με τον τρόπο αυτό θα τους καθιστούσαν υπόπτους τέλεσης εγκλήματος. Σε κάθε περίπτωση η μετάδοση της εικόνας της ομάδας αυτής ήταν απαραίτητη για τη μετάδοση της πληροφορίας για το σχετικό ζήτημα, ενώ και χωρίς τη μετάδοση της εικόνας τους οι εκκαλούντες, ως εκ της ιδιότητάς τους και της υπηρεσίας τους στην Αστυνομική Διεύθυνση Μ., θα υποβάλλονταν στις ερωτήσεις του κοινωνικού τους περιβάλλοντος για τη σχέση τους με το συλληφθέντα και τις φερόμενες τότε εγκληματικές πράξεις του, καθώς και από την υπηρεσία τους. Επομένως ο κατ’ αρχήν άδικος χαρακτήρας της λήψης και μετάδοσης των εικόνων στις οποίες ήσαν ορατοί και οι εκκαλούντες έγιναν για λόγους δικαιολογημένου ενδιαφέροντος.

Εν όψει των ανωτέρω α) ο πρώτος λόγος της έφεσης κατά τον οποίο έσφαλε η εκκαλουμένη διότι έκρινε ότι δεν έγινε υπέρβαση της αναλογίας ανάμεσα στο δικαίωμα προστασίας της προσωπικότητας και στο δικαίωμα της πληροφόρησης, αφού οι εφεσίβλητες με σκόπιμη γενίκευση και ενώ ήσαν σιωπηλοί εμφανίστηκαν από κοινού να επευφημούν τον διωκόμενο συνάδελφο τους που εκείνη τη στιγμή εκαλύπτετο από το τεκμήριο αθωότητας με συνέπεια να δικαστεί όχι μόνο εκείνος αλλά και οι ίδιοι ως συνένοχοι στις πράξεις του έστω και αν δεν συμμετείχαν στις επευφημίες και ο συναφής με αυτόν δεύτερος λόγος έφεσης ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα εκτίμησε τις μαρτυρικές καταθέσεις διότι οι τέσσερις πρώτοι εξ αυτών δεν έπραξαν ουδέν από τα αποδιδόμενα αλλά ήσαν ανέκφραστοι, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

ΙΙΙ. Οι εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε διότι, όσον αφορά την εφαρμογή του Ν. 2472/1997, ενώ δέχτηκε ότι «Αντίθετα η εξατομίκευση ενός από τα πρόσωπα που συμμετείχαν και η χωρίς λόγο δημοσιογραφική εμμονή στο πρόσωπό του, συνιστά προσβολή, εφόσον το συγκεκριμένο άτομο δεν διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στην συλλογική εκδήλωση…» εν τούτοις κατά παράβαση της εν λόγω παραδοχής και παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός της εστίασης των τηλεοπτικών καμερών στα πρόσωπά τους, έπρεπε να δεχτεί την αγωγή τους. Όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη η ως άνω παραδοχή της γίνεται στη νομική σκέψη για το δικαίωμα επί της ιδίας της εικόνας (σκέψη III της εκκαλουμένης) και δεν σχετίζεται από αυτήν με το Νόμο 2472/1997, τον οποίο οι εκκαλούντες με τον λόγο αυτό της έφεσης επικαλούνται αορίστως. Ακόμη και αν ο λόγος αυτός ήθελε εκτιμηθεί ότι αναφέρεται στο επιτρεπτό ή μη της βιντεοσκόπησης των εκκαλούντων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι:

α) Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 2 περ. ε’ του νόμου 2472/1997, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τον ν. Ν 3471/2006, αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνιστά «κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια». Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει ότι αρχείο προσωπικών δεδομένων δεν είναι ένα οποιοδήποτε σύνολο προσωπικών δεδομένων, αλλά σύνολο δεδομένων, το οποίο πρέπει α) να ακολουθεί κάποια διάρθρωση και β) τα δεδομένα που περιλαμβάνει να είναι προσιτά με συγκεκριμένα κριτήρια. Έτσι, ο νέος ορισμός του αρχείου που εισήγαγε ο Ν. 3471/2006 ακολουθεί τον αντίστοιχο ορισμό της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, ο οποίος συνδέει τη διάρθρωση του αρχείου με την ευχερή πρόσβαση σε αυτό. Μετά την τροποποίηση του Ν. 2472/1997 ο νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις συλλογής προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο δημοσιογραφικής έρευνας με άμεση δημοσιοποίηση των κτηθεισών πληροφοριών. Η εν λόγω επεξεργασία είναι μη αυτοματοποιημένη διενεργείται χωρίς περαιτέρω οργάνωση, διατήρηση, αποθήκευση ή μορφοποίηση των δεδομένων, ήτοι χωρίς πρόθεση δημιουργίας «διαρθρωμένου» αρχείου, ηλεκτρονικού ή άλλου (Χρ. Βρεττού ΔιΜΜΕ 2011. 32).

β) Όσον αφορά στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο δημοσιογραφικής δραστηριότητας, όταν δεν υπάρχει συγκατάθεση του υποκειμένου, εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2ε, που απαιτεί η επεξεργασία να είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος του υπευθύνου, υπό τον όρο ότι αυτό το συμφέρον υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες των προσώπων αυτών. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για δημοσιογραφικούς σκοπούς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, διότι ως τέτοιο έννομο συμφέρον νοείται και το δικαίωμα πληροφόρησης, τόσο του πληροφορείν (άρθρο 14 παρ. 1 Συντ.) όσο και του πληροφορείσθαι (άρθρο 5Α Συντ.) (βλ. σχετικά ΑΠΔΠΧ 43/2007, 70/2005, 26/2005, 25/2005, 24/2005, www.dpa.gr). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 5, «με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων εκ των άρθρων 12 και 13, η υποχρέωση ενημέρωσης δεν υφίσταται όταν η συλλογή γίνεται αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς και αφορά δημόσια πρόσωπα».

Εξ άλλου η προϋπόθεση της καταχώρησης σε διαρθρωμένο αρχείο δεν πληρούται ούτε από τις βιντεοκασέτες των μεταδιδόμενων εκπομπών που τηρεί ο τηλεοπτικός σταθμός κατ’ άρθρο 3 παρ. 12 του Ν 2328/1995, διότι κατά τη διάδοση προσωπικών δεδομένων, ευαίσθητων ή απλών, αυτά δεν περιλαμβάνονται τη στιγμή της επεξεργασίας σε διαρθρωμένο με συγκεκριμένα κριτήρια αρχείο ούτε πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Η διάταξη του άρθρου 7 Ν. 2472/1997 που πρωτοδίκως επικαλέστηκαν οι εκκαλούντες αναφέρεται στην επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και σε αυτά δεν περιλαμβάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 2, η εικόνα του προσώπου.

Τέλος ο 3ος λόγος της έφεσης, κατά τον οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι εν ισχύει του τεκμηρίου αθωότητας οι εκδηλώσεις συμπαράστασης σε ένα κατά τεκμήριο αθώο, δεν μπορεί να θεωρηθούν ως κολάσιμες νομικά πράξεις πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, αφού πουθενά στην εκκαλουμένη δεν αναφέρεται ότι οι εκδηλώσεις συμπαράστασης της ομάδας των αστυνομικών και ειδικότερα των εκκαλούντων είναι νομικά κολάσιμες πράξεις.

Η εκκαλουμένη που έκρινε όμοια ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της…