123/2017 ΜονΕφΛαρ (Ακυρότητα ΓΟΣ αν άγουν σε διατάραξη ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος καταναλωτή)
123/2017
Πρόεδρος: Αντζελίτα Παπαβασιλείου Δικηγόροι: Φωτεινή Φωτεινού, Αικατερίνη Ζέρβα-Θεοδωράκη
Ακυρότητα ΓΟΣ αν άγουν σε διατάρα- ξη ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος καταναλωτή. Καταναλωτής και ο έμπορος εφόσον συνάπτει συμβάσεις για ιδιωτικές ανάγκες.
Μη καταναλωτής ο εγγυητής επί τραπεζικής πίστωσης.
Η εμπορικότητα της ΟΕ καθιστά αυτόθροα έμπορο και τον εταίρο, που από την είσοδό του στην εταιρεία απέκτησε την εμπορική ιδιότητα, μη αναιρούμενη κατά το μεσοδιάστημα μέχρι την τήρηση δημοσιότητας, διότι αυτή αφορά τις εξωτερικές σχέσεις.
Επί λήψης δανείου από ομόρρυθμο εταίρο για χρηματοδότηση εμπορικών δραστηριοτήτων της ΟΕ και, μέσω αυ- τής, και δικών του ομοίων, μη υπαγωγή στην προστασία καταναλωτών. Αοριστία λόγου ανακοπής περί επιβάρυνσης με επιτόκιο υπέρτερο του δικαιοπρακτικού, αν δεν καθορίζονται τα ακριβή παράνομα ποσά επιβάρυνσης.
Η επιβολή εισφοράς του ν. 128/1975 στο δανειολήπτη ελέγχεται μόνον από άποψη διαφάνειας, ιδίως επί ανεπαρκούς ενημέρωσης ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο.
{…} 3. Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν.2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εν των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικά όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Κατά δε την παρ. 7 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, καταχρηστικοί, ενδεικτικά είναι οι ΓΟΣ, που μεταξύ άλλων
… 2) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης, χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο. Η εν λόγω αναφερόμενη ενδεικτικά περίπτωση γενικού όρου θεωρείται, άνευ ετέρου, από το νόμο, ως καταχρηστική χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτή και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου
2 του ν. 2251/1994. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ με τα αναφερόμενα σ’ αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά
η σχετική σύμβαση καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή, μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή, για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Οι ΓΟΣ πρέπει σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (βλ. ΑΠ 430/2005 Νόμος).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α’ Ν. 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου ως καταναλωτή, πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος. Η ηθελημένη από τις διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δε δικαιολογείται στην περίπτωση συμβάσεων που έχουν ως σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα. Έτσι, και στις αποφάσεις του ΔΕΚ, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία και συνεπώς ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνον όταν οι επιχειρούμενες από τους τελευταίους συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματός τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις. Προς απόδειξη θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η θέση του προσώπου σε συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και το σκοπό αυτής και όχι η υποκειμενική κατάσταση του ιδίου αυτού προσώπου. Έτσι, ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής στο πλαίσιο ορισμένων πράξεων και ως επιχειρηματίας στο πλαίσιο άλλων πράξεων.
Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος αλλά μόνο εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης, δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (αν λ.χ. το επάγγελμα του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά αν μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής, αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος Τράπεζας. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος (ΕφΘεσ 317/2009 Νόμος).
Εξάλλου, κατ’ άρθρο 2 παρ. β’ της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές» καταναλωτής είναι «Κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς, οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες». Επίσης με το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής παρέχεται η δυνατότητα στα Κράτη μέλη «να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνα προς την συνθήκη για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Η ευχέρεια όμως δεν φθάνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα Κράτη μέλη να διευρύνουν τον κύκλο των προσώπων που ορίζονται ως καταναλωτές. Ως προς την έννοια του καταναλωτή εκτός της αναφοράς που γίνεται στην ανωτέρω οδηγία, κατά την νομολογία του ΔΕΚ, η οποία είναι δεσμευτική για τα Κράτη μέλη, υπό τη μορφή της αυθεντικής ερμηνείας (Πρωτόκολλο της 3.6.1971, κυρωθέν με το Ν. 1814/1988 ΟλΑΠ 1738/2009), ως σύμβαση καταναλωτή θεωρείται μόνον εκείνη που αποβλέπει στην κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών ή εμπορικών του δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα επί της υπόθεσης 269/1995 το ΔΕΚ αποφάνθηκε ως προς την ερμηνεία του άρθρου 13 της σύμβασης των Βρυξελλών ότι «μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή ως οικονομικώς ασθενέστερο μέρος» (βλ. Δνη 39. 238). Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων του Ν. 2251/1994 και ειδικότερα εκείνων του άρθρου 8 §§ 1,2,3 και 4, στις προέχουσες υπηρεσίες εμπίπτουν και οι Τράπεζες, οι οποίες υπέχουν, έναντι του καταναλωτικού κοινού, ανταλλακτικές υποχρεώσεις (ΑΠ 11/2001). Όμως ο εγγυητής στη σύμβαση τραπεζικής πιστώσεως δεν παρίσταται ως αποδέκτης των υπηρεσιών της τράπεζας, δηλαδή ως καταναλωτής, ώστε δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής της νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή (Ν. 2251/1994, όπως ισχύει) (ΑΠ 904/2011 Νόμος).
4.α. Οι ανακόπτοντες με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους ισχυρίστηκαν ότι οι όροι της σύμβασης χορήγησης στεγαστικού δανείου στον πρώτο από αυτούς, την εξόφληση του οποίου εγγυήθηκε ο δεύτερος και αφορούν την επιβάρυνσή τους με προμήθειες και διάφορα έξοδα, την καταγγελία της σύμβασης, την παραίτηση του εγγυητή από τα δικαιώματά του και την επιβάρυνση λόγω πρόωρης εξόφλησης είναι καταχρηστικοί. Οι ανακόπτοντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται για την απόρριψη αυτού από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρουν τον παραπάνω λόγο ανακοπής, και πιο συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι αυτοί είναι καταναλωτές και κατά συνέπεια χρήζουν προστασίας.
4.β. Από το σύνολο των προσκομιζομένων και επικαλουμένων από τους διαδίκους εγγράφων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την υπ’ αριθμό … σύμβαση στεγαστικού δανείου και την πρόσθετη πράξη αυτής, που συνήφθησαν μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος και της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, η τελευταία χορήγησε στον παραπάνω ανακόπτοντα δάνειο ποσού 55.000 Ε. Τη σύμβαση δανείου και την πρόσθετη πράξη αυτής υπέγραψε ως εγγυητής ο δεύτερος ανακόπτων, αποδεχθείς κατά την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης τους όρους της σύμβασης δανειοδότησης, εγγυηθείς έτσι την τήρηση των όρων της και την εξόφληση του δανείου. Με τη σύμβαση εγγύησης ο δεύτερος ανακόπτων εγγυήθηκε την τήρηση όλων των όρων της σύμβασης δανειοδότησης του πρώτου ανακόπτοντος, την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση οποιουδήποτε υπολοίπου αυτής, αναλαμβάνοντας την ευθύνη των συνεπειών από την καθυστέρηση πληρωμής του ως πρωτοφειλέτης, παραιτούμενος της ενστάσεως διζήσεως και των λοιπών δικαιωμάτων που παρέχονται από τον Αστικό Κώδικα. Ο πρώτος ανακόπτων κατά το χρόνο σύναψης της ανωτέρω σύμβασης δανείου ήταν ήδη ομόρρυθμος εταίρος της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Σ. & ΣΙΑ ΟΕ» συνεπεία της από 1.4.2004 τροποποίησης του καταστατικού αυτής, η οποία καταχωρήθηκε στα βιβλία του Πρωτοδικείου Τρικάλων με αριθμό …/8.4.2004. Με βάση το καταστατικό της παραπάνω εταιρείας ο σκοπός αυτής ήταν η παρασκευή πάσης φύσης έτοιμου φαγητού, γλυκισμάτων και συναφών ειδών. Εκ του συγκεκριμένου σκοπού προκύπτει η εμπορικότητα της ανωτέρω εταιρείας, παραγομένη, κατά τον καταστατικό σκοπό της, από την από την αγορά με πρόθεση μεταπωλήσεως προϊόντων, μετ’ επεξεργασία τους και πώλησή τους υπό νέα μορφή (άρθρο 1 ΕμπΝ), η δε εμπορικότητα της εταιρείας καθιστά αυτοθρόως (ΕφΑθ 3259/2000, ΕφΘες 2591/2000 Νόμος) έμπορο και τον ομόρρυθμο εταίρο της, δηλαδή τον πρώτο ανακόπτοντα, ο οποίος εισήλθε στην παραπάνω εταιρεία και κατέστη ομόρρυθμος εταίρος αυτής. Ο πρώτος ανακόπτων από την είσοδό του στην εν λόγω εταιρεία απέκτησε την εμπορική ιδιότητα, η οποία δεν αναιρείται κατά το μεσοδιάστημα μέχρι την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας, διότι η δημοσιότητα αφορά τις εξωτερικές σχέσεις (ΑΠ 522/2014 Νόμος). Το ποσό, το οποίο χορηγήθηκε στον πρώτο ανακόπτοντα, χρησιμοποιήθηκε από τον τελευταίο για τις οικονομικές ανάγκες της παραπάνω εταιρείας, στην οποία συμμετείχε ως ομόρρυθμο μέλος και δεν χρησιμοποιήθηκε από τον τελευταίο για τις προσωπικές ιδιωτικές του, καθώς από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε κάτι σχετικό. Επομένως, είναι ψευδεπίγραφος ο χαρακτήρας της επίδικης σύμβασης ως δάνειο, αφού στην πραγματικότητα ο πρώτος ανακόπτων χρηματοδότησε διά του συγκεκριμένου ποσού τις επιχειρηματικές και επαγγελματικές δραστηριότητες της παραπάνω ομόρρυθμης εταιρείας, ενέργεια στην οποία προέβη αυτός στα πλαίσια της συστηματικής επαγγελματικής του ενασχόλησης, αφού αυτός ανέπτυσσε την επιχειρηματική του δραστηριότητα μέσω της ως άνω εταιρίας, αποβλέποντας αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των προσωπικών του συμφερόντων από την προσδοκία των κερδών που θα επέφερε στην εταιρία στην οποία συμμετείχε και στη συνακόλουθη προσωπική του ωφέλεια, και όχι στην πρωταρχική κάλυψη δικών του καταναλωτικών αναγκών σε ιδιωτικό επίπεδο. Συνεπώς, οι ανακόπτοντες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή ως ασθενέστερο μέρος της προκειμένης συμβάσεως, καθώς ο πρώτος ανακόπτων είναι επιχειρηματίας και ο δεύτερος είναι εγγυητής. Ο παραπάνω λόγος ανακοπής, όπως υποβλήθηκε, αλυσιτελώς προβάλλεται υπό του δεύτερου ως εγγυητή, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, οι ανακόπτοντες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή ως ασθενέστερο μέρος της προκειμένης συμβάσεως, πέραν του ότι υπό την επικαλούμενη ιδιότητα του δευτέρου ανακόπτοντος ως εγγυητή δεν θεωρείται καταναλωτής και συνεπώς ως προς αυτόν δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 904/2011 και ΑΠ 1738/2009), ενώ δεν θεωρείται καταναλωτής, κατά την έννοια του νόμου, ούτε ο πρώτος ανακόπτων, καθόσον έχει την εμπορική ιδιότητα και επιπλέον κατ’ επίφαση συμβλήθηκε ατομικώς ως δανειολήπτης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Σύμφωνα με τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της ανακοπής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε σε όμοιο συμπέρασμα ορθώς εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εκκαλούντων είναι αβάσιμος και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος έφεσης ως αβάσιμος.
5.α. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1, 216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Έτσι οι λόγοι ανακοπής που αναφέρονται στην απαίτηση, για να είναι ορισμένοι, πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘες 794/2007 Νόμος).
5.β. Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους ότι η εις βάρος τους απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή επιβαρύνθηκε με επιτόκια, τα οποία υπερβαίνουν τα δικαιοπρακτικά. Με το συγκεκριμένο περιεχόμενο ο παραπάνω λόγος ανακοπής είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι δεν αμφισβητείται κατά τρόπο ορισμένο η ορθότητα συγκεκριμένων κονδυλίων της διαταγής πληρωμής, δεν καθορίζεται δηλαδή ποια είναι τα ακριβή ποσά που υπολογίστηκαν με «παράνομο» επιτόκιο, ποιο το ύψος των ποσών αυτών, και ποιο είναι το ποσό ή τα ποσά κατά τα οποία επιβαρύνθηκε παράνομα η εις βάρος τους απαίτηση της καθ’ ης. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι είναι άκυρη η διαταγή πληρωμής, διότι δεν διευκρινίζεται η οφειλή τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, ισχυρισμός όμως που είναι αβάσιμος, διότι από το περιεχόμενο της ανακοπτόμενης υπ’ αριθμ. 90/2013 διαταγής πληρωμής αποδεικνύεται ότι αναφέρεται το εκταμιευθέν, με βάση τη σύμβαση χορήγησης δανείου και την πρόσθετη πράξη αυτής, ποσό, ότι το επιτόκιο είναι κυμαινόμενο, το οποίο κατά το χρόνο χορήγησης του δανείου ήταν 5,25%, πλέον προσαύξησης από 2,25%, ενώ αναφέρεται η επιβάρυνση με την εισφορά του Ν. 128/1975 και τα έξοδα, ενώ επιπλέον από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, των οποίων έλαβαν γνώση οι ανακόπτοντες, όπως οι ίδιοι συνομολογούν, προκύπτει ότι στο σώμα αυτών αναφέρεται κάθε επιμέρους ποσό και η αιτία χρέωσης. Σύμφωνα με τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της ανακοπής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε σε όμοιο συμπέρασμα ορθώς εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εκκαλούντων είναι αβάσιμος και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος έφεσης ως αβάσιμος.
6.α. Εξάλλου, από τη γραμματική διατύπωση της παρ. 5 του άρθρου 1 Ν. 128/1975, ο χαρακτηρισμός της επιβαλλομένης εισφοράς ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως αρχικώς για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείου προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 2065/1992 ως γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί τη σημασία της λέξεως «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία. Από το Ν. 128/1975 ούτε προβλέπεται ρητώς ως συμβατικώς δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικώς στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως του ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνον εάν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της τράπεζας με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων στα τραπεζικά δάνεια. Η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στο δανειολήπτη αποτέλεσε υπό την ισχύ του Ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) το ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών. Αν η εν λόγω εισφορά εξάλλου βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα θεσπίζονταν οι εξαιρέσεις του άρθρου 8 Ν. 2459/1997 κατ’ άρθρον 19 παρ. 4β Ν. 3152/2003 (δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες με έδρα τα νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και δανειοδοτήσεις προς Ι. Μονές του Αγίου Όρους), και γ) η Τράπεζα της Ελλάδος από την έναρξη της εφαρμογής του Ν. 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου και υπό καθεστώς ελεύθερης διαμορφώσεως των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβαρύνσεως με αποφάσεις της (ΠΔ/ ΤΕ 1969/1991, 2501/2002). Με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82) επεκτείνεται η υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών και η εισφορά του Ν. 128/1975 είναι μία τέτοια ειδική εισφορά. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνον από την άποψη της διαφάνειας ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005).
6.β. Οι εκκαλούντες με το εφετήριο και τις προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου παραπονούνται για την επιβολή της εισφοράς του Ν. 128/1975, την οποία παράνομα, όπως υποστηρίζουν, μετακυλύει η τράπεζα σ’ αυτούς. Σύμφωνα με την άποψη της νομολογίας (ΑΠ 430/2005 ό.π) η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στους δανειολήπτες δεν απαγορεύεται κατ’ αρχήν, εφόσον πληρούται η διαφάνεια του άρθρου 2 §§ 6 και 7 του ν. 2251/1994. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επομένως δεν έσφαλε, που απέρριψε ως αβάσιμο τον συγκεκριμένο λόγο της ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι παρανόμως η Τράπεζα μετακύλισε την εισφορά του Ν. 128/1975 στην πιστούχο και ότι ο σχετικός όρος της επίδικης συμβάσεως είναι άκυρος, εφόσον υπήρξε ενημέρωση του δανειολήπτη (και των εγγυητών), αφού αποτέλεσε αντικείμενο της μεταξύ τους συμβάσεως και δεν συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος της ανακοπής, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο τελευταίος λόγος της έφεσης, με τον οποίον οι ανακόπτοντες παραπονούνται για εσφαλμένη κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ενόψει του ότι δεν υφίσταται άλλος λόγος έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη …


