106/2018 ΜονΕφΛαρ (Σύγκρουση σε διασταύρωση οδών επί αμφοτέρων των οποίων υπήρχαν πινακίδες ΣΤΟΠ)

106/2018

Πρόεδρος: Αθηνά Μίξιου Δικηγόροι: Κων. Βάιος, Κων. Τέρπος

Σύγκρουση σε διασταύρωση οδών επί αμφοτέρων των οποίων υπήρχαν πινακίδες ΣΤΟΠ. Συγκλίνουσα υπαιτιότητα οδηγών, ανεξαρτήτως της ενδεδειγμένης ή όχι σήμανσης των οδών, καθόσον, καίτοι αμφότεροι είχαν υποχρέωση να διακόψουν, συνέχισαν ανέλεγκτα την πορεία τους.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 24.3.2014, και περί ώρα 12:50, ο ενάγων οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλο μοτοποδήλατο, κυριότητάς του, επί της ανωνύμου οδού που οδηγεί στο εκκλησάκι της Α. με κατεύθυνση προς την οδό Σ., στην πόλη της Λ.. Την ίδια στιγμή ο πρώτος εναγόμενος οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο, κυριότητάς του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την προς τρίτους αστική του ευθύνη στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, επί της παράπλευρης με την οδό Σ. οδού, με κατεύθυνση από την οδό Α. προς την Π.Ε.Ο. Λ. Θ.

Στη διασταύρωση των παραπάνω οδών, επί της πορείας αμφοτέρων των οχημάτων, υπήρχαν ρυθμιστικές της κυκλοφορίας πινακίδες Ρ2 (ΣΤΟΠ) σύμφωνα με τις οποίες οι οδηγοί των οχημάτων είχαν υποχρέωση, πριν την είσοδό τους στη διασταύρωση, να διακόψουν υποχρεωτικά την πορεία των οχημάτων τους και να παραχωρήσουν την προτεραιότητα στα οχήματα που κινούνταν στην διασταυρούμενη οδό (άρθρα 4 παρ. 3 και 26 παρ. 1 και 4 του ν. 2696/99 ΚΟΚ). Ωστόσο, μολονότι αμφότεροι οι οδηγοί όφειλαν να ακινητοποιήσουν τα οχήματά τους, ενόψει της ύπαρξης πινακίδας ΣΤΟΠ στην πορεία τους, ανεξαρτήτως της ενδεδειγμένης ή όχι σήμανσης των οδών, αυτοί συνέχισαν ανεξέλεγκτα την πορεία τους, με αποτέλεσμα τη σύγκρουση των δύο οχημάτων και τον τραυματισμό του ενάγοντα. Ειδικότερα, το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του εναγομένου προσέκρουσε στην αριστερή πλευρά του δικύκλου του ενάγοντος.

Το γεγονός ότι αμφότεροι οι οδηγοί δεν σταμάτησαν προ της πινακίδας ΣΤΟΠ, ως όφειλαν, αποδεικνύεται από τη σύγκρουση αυτή καθαυτή αλλά και από τη σφοδρότητά της, αφού αν οποιοσδήποτε από τους δύο είχε ακινητοποιήσει το όχημά του και παραχωρήσει προτεραιότητα στο άλλο όχημα η σύγκρουση είτε θα είχε αποφευχθεί είτε θα ήταν όλως ελαφρά, δεδομένου ότι τα οχήματα, έχοντας μόλις ξεκινήσει την πορεία τους, μετά την ακινητοποίησή τους, θα κινούνταν με ελάχιστη ταχύτητα. Ενόψει των ανωτέρω, η σύγκρουση των δύο οχημάτων και ο εξ αυτής τραυματισμός του ενάγοντα οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα αμφοτέρων των οδηγών, ενάγοντος και εναγομένου, το ποσοστό δε υπαιτιότητας κάθε οδηγού πρέπει να καθορισθεί σε 50% για τον καθένα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, που πρόβαλαν οι εναγόμενοι και επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, και έκρινε τον εναγόμενο οδηγό του ΙΧΕ αυτοκινήτου αποκλειστικά υπαίτιο της ένδικης σύγκρουσης, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. {…}