104/2018 ΜονΕφΛαρ (Μεταβίβαση νομής στον κληρονόμο χωρίς φυσική εξουσία επί κληρονομιαίων και χωρίς γνώση επαγωγής κληρονομίας και αντικειμένων της)
104/2018
Πρόεδρος: Περικλής Αλεξίου Δικηγόροι: Δημ. Γούσης, Ευάγ. Κατσαβός
Μεταβίβαση νομής στον κληρονόμο χωρίς φυσική εξουσία επί κληρονομιαίων και χωρίς γνώση επαγωγής κληρονομίας και αντικειμένων της.
Αν τρίτος καταλάβει τη νομή κληρονομιαίου πριν ο κληρονόμος επιληφθεί αυτού, ο μεν τρίτος αποκτά τη νομή, ο δε κληρονόμος θεωρείται ότι την απώλεσε και έχει αγωγή αποβολής. Αν όμως ο κληρονόμος επιχειρήσει εκ νέου ανάκτησή της αυτογνωμόνως προσβάλλει παρανόμως τη νομή του τρίτου, εκτός αν αυτός την είχε αποκτήσει επιλήψιμα εντός του τελευταίου έτους.
Προστασία αποβληθέντος εκ της νομής, αδιαφόρως αν η νομή του στηριζόταν σε δικαίωμα, η δε αγωγή δεν μπορεί να αποκρουστεί με ένσταση ότι η προσβολή έγινε δυνάμει δικαιώματος, εκτός αν αυτό έχει αναγνωριστεί τελεσίδικα σε δίκη των διαδίκων.
Αυτοτελές αποδεικτικό μέσο οι ένορκες βεβαιώσεις και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση, η δε βεβαίωση δικαστηρίου ότι έλαβε χώρα νομότυπη ή μη κλήτευση αντιδίκου ανάγεται σε πράγματα και δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Δικαστικά τεκμήρια ένορκες βεβαιώσεις ληφθείσες σε άλλη δίκη και μη υποχρέωση ειδικής μνείας τους, αφού καλύπτονται από τη μνεία απόφασης ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, χωρίς ανάγκη διάκρισης των ληφθέντων υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και των ληφθέντων ως δικαστικά τεκμήρια.
{…} ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 983 ΑΚ, όπου ορίζεται ότι η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα, συνάγεται ότι ο κληρονόμος, χωρίς να αποκτήσει τη φυσική εξουσία επί των κληρονομιαίων πραγμάτων και, ακόμη, χωρίς να γνωρίζει την επαγωγή της κληρονομίας και των αντικειμένων αυτής, θεωρείται (κατά πλάσμα δικαίου) ως νομέας αυτών, διαδεχόμενος ολόκληρη την έννομη σχέση της νομής και τα εξ αυτής δικαιώματα και, συνεπώς, μπορεί να ασκήσει και τις αγωγές περί νομής (άρθρο 984 ΑΚ). Για να αποκτήσει ο κληρονόμος φυσική εξουσία επί κληρονομιαίου πράγματος, πρέπει να καταλάβει το πράγμα σωματικά. Επομένως, η έννοια της άνω διάταξης (του άρθρου 983 ΑΚ) είναι ότι στον κληρονόμο μεταβιβάζεται το δικαίωμα νομής, δυνάμει του οποίου μπορεί πλέον αυτός να επιληφθεί του πράγματος και να ιδρύσει νέα φυσική εξουσία, ήτοι τη δική του φυσική εξουσία (βλ. ΑΠ 1526/2006, ΑΠ 202/2005).
Εάν μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου τρίτος καταλάβει τη νομή κληρονομιαίου πράγματος, πριν ο κληρονόμος επιληφθεί αυτού, τότε ο μεν τρίτος αποκτά τη νομή του κληρονομιαίου πράγματος, ο δε κληρονόμος θεωρείται ότι απώλεσε αυτή και έχει κατά του τρίτου την αγωγή περί αποβολής από τη νομή (όπως θα είχε την αγωγή αυτή και ο κληρονομούμενος, εάν ζούσε). Αν όμως ο κληρονόμος επιχειρήσει την εκ νέου ανάκτηση της νομής αυτογνωμόνως και χωρίς τη θέληση του τρίτου που εν τω μεταξύ κατέστη νομέας του πράγματος, προσβάλλει παρανόμως τη νομή που απέκτησε ο τρίτος, εκτός αν ο τρίτος είχε αποκτήσει τη νομή επιλήψιμα παρ’ αυτού εντός του τελευταίου έτους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 988 ΑΚ.
Εξάλλου, στον Αστικό Κώδικα ορίζονται τα εξής: α) Στην §1 του άρθρου 984 ότι η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα, εφόσον αυτές οι ενέργειες έγιναν παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα, και στην §2 εδ. α’ του ίδιου άρθρου ότι η νομή που αποκτήθηκε με τέτοια αποβολή, είναι επιλήψιμη, β) στο άρθρο 987 εδ. α’ ότι ο νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή, έχει δικαίωμα να αξιώσει την απόδοσή της από αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντί του, και γ) στο άρθρο 991 ότι ο εναγόμενος για διατάραξη ή αποβολή δεν μπορεί να επικαλεσθεί δικαίωμα που του παρέχει εξουσία πάνω στο πράγμα, παρά μόνο αν το δικαίωμα έχει αναγνωριστεί τελεσίδικα σε δίκη ανάμεσα σ’ αυτόν και στον ενάγοντα. Ειδικότερα, η προσβολή της νομής είναι παράνομη, όταν ο νόμος δεν την επιτρέπει ή την επιτρέπει με την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων ή με τη συνδρομή ορισμένων όρων, οι οποίοι όμως δεν συντρέχουν κατά το χρόνο της προσβολής. Αλλά, σύμφωνα με το νόμο, περίπτωση επιτρεπόμενης προσβολής της νομής δεν υφίσταται από το γεγονός ότι ο προσβολέας είχε κατά του νομέα δικαίωμα να απαιτήσει τη νομή. Η προσβολή της νομής χωρίς τη θέληση του νομέα γίνεται, όταν δεν υπάρχει συναίνεση τούτου. Έτσι, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι εκείνος που αποβλήθηκε από τη νομή, προστατεύεται αυτοτελώς, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν η νομή του στηριζόταν σε δικαίωμα, η δε αγωγή περί αποβολής από τη νομή δεν επιτρέπεται, καταρχήν, να αποκρουστεί με την ένσταση του εναγομένου ότι η προσβολή έγινε δυνάμει εμπράγματου ή ενοχικού δικαιώματος αυτού επί του επίδικου πράγματος, δυνάμει του οποίου θα μπορούσε ο εναγόμενος να αξιώσει την παράδοση του πράγματος ή την παραχώρηση της χρήσης του σ’ αυτόν, εκτός αν το δικαίωμα αυτό του εναγομένου έχει αναγνωριστεί τελεσίδικα σε δίκη ανάμεσα σε αυτόν και στον ενάγοντα (βλ. ΑΠ 2110/2009, ΑΠ 572/2008, ΑΠ 1522/2006, ΑΠ 771/2002, ΑΠ 1408/2001).
{…} V. Κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ’ ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ενώπιον των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, κατά την τακτική διαδικασία, είναι παραδεκτές, ως αποδεικτικά μέσα, και ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον δόθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου. Αν λείπει η προϋπόθεση αυτή, οι ένορκες βεβαιώσεις δεν είναι απλώς άκυρες αλλά ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη. Οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση του δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 184/2011). Η βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας ότι έλαβε χώρα νομότυπη ή μη νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου, ανάγεται σε πράγματα και δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. ΟλΑΠ 30/2002, ΟλΑΠ 2/2008). Συνεπώς, κάθε ισχυρισμός διαδίκου εναντίον αυτής της βεβαίωσης του δικαστηρίου είναι απαράδεκτος (βλ. ΑΠ 254/2013).
Κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί, συμπληρωματικά, να λαμβάνει υπόψη του και να εκτιμά ελεύθερα ακόμη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394. Από τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης κατά το άρθρο 524 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στη δευτεροβάθμια δίκη που αφορά έφεση εναντίον απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε με διαδικασία στην οποία έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, λαμβάνονται μεν υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως λ.χ. έγγραφα άκυρα (μη χαρτοσημασμένα ή μη επικυρωμένα ή ιδιωτικά ανυπόγραφα ή ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους), όχι όμως και έγγραφα ανυπόστατα, όπως είναι οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου.
Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκ μέρους εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες, για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη. Συνεπώς, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ένορκες βεβαιώσεις που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκ μέρους εκείνου που τις προσκομίζει και είχαν προσκομιστεί σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, δεδομένου ότι αυτές, εφόσον δεν λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη, δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίησή τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων, στα οποία αυτές περιέχονται, και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά, κατ’ αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα, αλλά η μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα κατά την αναφορά των εγγράφων να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ εκείνων που λήφθηκαν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και εκείνων που λήφθηκαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013).
Στην επίδικη υπόθεση με τον υπ’ αριθμόν παραγράφου ΙΙ λόγο της ένδικης έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, διότι δεν έλαβε υπόψη του τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Α. Κ., Α. Ε. και Δ. Μ., οι οποίες περιέχονται στο ομώνυμο έγγραφο με αριθμό …/15.11.2012 του Ειρηνοδικείου Βόλου και λήφθηκαν στα πλαίσια της δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ως προς την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 5/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Βόλου. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι από το αντίστοιχο χωρίο της εκκαλούμενης απόφασης αποδεικνύεται άμεσα ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν νόμιμα και επικαλέστηκαν οι διάδικοι στη διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης, είτε για άμεση απόδειξη είτε ως δικαστικά τεκμήρια. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητά στην εκκαλούμενη απόφαση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, δεν αποτελεί πλημμέλεια της εκκαλούμενης απόφασης, διότι, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τέτοιου είδους ένορκες βεβαιώσεις δεν αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίησή τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκλησή τους ως εγγράφων, στα οποία αυτές περιέχονται, και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να τις μνημονεύσει ειδικά, κατ’ αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα έγγραφα, αλλά η μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι νόμιμα, καλύπτει και αυτές, χωρίς μάλιστα να απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη και εκείνων που λήφθηκαν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια. {…}


