ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ (μετά το άρθρο 34 του ν. 3900/2010)

ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
(μετά το άρθρο 34  του ν. 3900/2010)

1.     Στο άρθρο 69 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97) ορίζεται ότι: «1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Κατ’ εξαίρεση, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων, διατηρούνται σε ισχύ.  3. Κατά τα λοιπά, σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200 έως 205».

2.        Περαιτέρω  στο άρθρο 200, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 17 του ν. 3659/2008 ( ΦΕΚ Α΄ 77/7-5-2008), ορίζεται ότι:  «Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής» και στο άρθρο 202, όπως οι διατάξεις του  αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 34  του ν. 3900/2010, (ΦΕΚ Α΄213/17.12.2010) με έναρξη ισχύος από 1.1.2011, ότι: «1. Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή μόνο εφόσον ο αιτών επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη ή αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο. 2. Ειδικώς επί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της πράξης, κατά το μέρος που συνεπάγεται τη λήψη ενός ή περισσότερων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής, εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι η βλάβη, την οποία επικαλείται, προέρχεται από τα μέτρα αυτά. 3. Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται: α) αν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, ακόμη και αν η βλάβη  του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης είναι  ανεπανόρθωτη, β) αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και  του δημόσιου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή  θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος, γ) αν η δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 203 έχει ουσιώδεις παραλείψεις ή ανακρίβειες.» ( Η περίπτωση γ΄ της παρ.3 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του  Ν.4051/2012, ΦΕΚ Α 40/29.2.2012)  «4. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί.»

3.       Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές , ειδικώς επί τελωνειακών και φορολογικών διαφορών, προκειμένου να χορηγηθεί  από το Διοικητικό Δικαστήριο ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ, ο αιτών υποχρεούται να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι συγκεκριμένο αναγκαστικό μέτρο ή μέτρα προς είσπραξη από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στη νομοθεσία (π.χ. κατάσχεση, πλειστηριασμός, κατάσχεση εις χείρας τρίτου), αν ληφθούν επί συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του που πρέπει να αναφέρονται  (π.χ. πρώτη κατοικία, μονάδα παραγωγής, εμπορεύματα ή προϊόντα) ή συγκεκριμένα διοικητικά μέτρα για τον εξαναγκασμό ή την διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής , θα επιφέρουν ανεπανόρθωτη βλάβη του.  Ακολούθως, το Δικαστήριο,  με την απόφασή του επί της σχετικής αίτησης αναστολής, εξετάζει αν η λήψη εκ μέρους της διοίκησης συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων αναγκαστικών μέτρων εκτέλεσης της πράξης ή διοικητικών μέτρων για τη διασφάλιση της οφειλής, θα προκαλέσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη βλάβη (βλ. και την αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010). Επομένως, μετά την τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του Κ.Δ.Δ., σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος προσωρινής δικαστικής προστασίας δεν αναστέλλεται η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης καθ’ εαυτή, αλλά απαγορεύεται η λήψη από τη Διοίκηση των αναφερομένων στην παράγραφο 1 μέτρων. Αυτό  ισχύει όταν ο αιτών επικαλείται ως λόγο αναστολής ανεπανόρθωτη βλάβη από τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, οπότε και είναι δυνατή η αναστολή, μόνον ως προς τα συγκεκριμένα αυτά μέτρα (πρβλ. Ε.Α. ΣτΕ 496/2011).