Επίκαιρη έκθεση Δ.Σ. Ιωαννίνων για Ν.3844/2010 και Ν. 3845/2010

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2006/123(Ν. 3844/2010) ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ (Ν. 3845/2010)

——————————————————————————–

ΘΕΜΑ: “Οι επιπτώσεις της οδηγίας 2006/123 σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ν. 3844/2010) και του “Μνημονίου συνεννόησης στις συγκεκριμένες προϋποθέσεις οικονομικής πολιτικής” (ν. 3845/2010 και εφ΄ εξής “Μνημόνιο”) στο Δικηγορικό λειτούργημα και στο κράτος δικαίου.

1.Σε συνέχεια της από 3-5-2010 ανακοίνωσης μας και της κοινής εισήγησης Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων προς την Ολομέλεια των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, θεωρούμε χρέος μας να υπενθυμίσουμε ανακεφαλαιωτικά και να επισημάνουμε συνοπτικά και τα ακόλουθα:

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται πλέον σε οιονδήποτε σχετικά με το αν η κοινοτική οδηγία 2006/123 αφορά και θίγει άμεσα και τους Δικηγόρους. Και μας αφορά και μας θίγει άμεσα. Το παραπάνω μνημόνιο επιβεβαιώνει πλήρως του λόγου το αληθές. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι κρίσιμες διατάξεις της νομοθεσίας για τους Δικηγόρους από κανόνες κατέστησαν εξαιρέσεις, οι οποίες μάλιστα τελούν “υπό την διαλυτική αίρεση” της επαρκούς δικαιολόγησής τους από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και τα μέχρι σήμερα δεδομένα (κεκτημένα) κατέστησαν ζητούμενα, αμφίβολα και μετέωρα.

3. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ν. 3844/2010 ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΣΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΩΣ “ΑΜΙΣΘΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ” ΚΑΙ ΟΥΣΙΩΔΗ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

α) Η τυχόν κατάργηση των εδαφικών “περιορισμών” (τοπική αρμοδιότητα, μοναδική έδρα, διατοπικές/υπερτοπικές δικηγορικές εταιρείες) και μάλιστα απροϋπόθετα και χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες αποτροπής των λόγων που επέβαλαν τη θεσπίση τους, πέραν των άλλων, μεταβάλει (εμμέσως μεν, ουσιωδώς δε) την τοπική οργάνωση του Δικηγορικού Λειτουργήματος, γεγονός που κατά την άποψη μας κείται εκτός του βεληνεκούς της οδηγίας (αρθ. 4 παρ. 2 περιπτ. θ , 11 παρ. 7 ν. 3844/2010 και αρθ. 2 παρ. 2 περιπτ. θ και αρθ. 10 παρ. 7 της οδηγίας 2006/123).

β) Η τυχόν κατάργηση των ελαχίστων ορίων των δικηγορικών αμοιβών και ιδίως των ελαχίστων ορίων των τετραπλοτύπων γραμματείων προείσπραξης πέραν των άλλων, συνεπάγεται και την απώλεια διασφαλισμένων εσόδων (ύψους εκατομμυρίων ευρώ) και την αύξηση εξόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Η κατάργηση αυτή, συνεπάγεται και τον ουσιώδη περιορισμό ή την απώλεια της οικονομικής αυτοτέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, που αποτελούσε εγγύηση της επιτέλεσης του θεσμικού ρόλου τους και της αποστολής τους (βλ. και αρθ. 199 Κώδικα Δικηγόρων) όπως αναλύεται στα αναφερόμενα στην παρ. 1 της παρούσας κείμενα/προτάσεις.

γ) Η τυχόν άρση της απαγόρευσης ίδρυσης κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών, πολυεπαγγελματικών εταιρειών και η άρση της απαγόρευσης άσκησης “πολλαπλών δραστηριοτήτων” από τους Δικηγόρους μεταξύ άλλων θα επιφέρει και της εξής δυσμενείς συνέπειες:

Α. ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΕΣ/ΠΟΛΥΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ
i) Μεταβάλλεται η φύση του Δικηγόρου από ουσιώδη συλλειτουργού της Δικαιοσύνης σε απλό “πάροχο υπηρεσιών” εξαρτώμενο από μεγάλα κεφαλαιουχικά συμφέροντα και ενταγμένο λειτουργικά σ’ αυτά. Μ’ άλλα λόγια πλήττεται ανεπανόρθωτα η ανεξαρτησία του Δικηγόρου έναντι των πάσης φύσεως εξουσιών.

Β. ΠΟΛΥΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΙΕΣ – ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ii) Φαλκιδεύεται η αποκλειστική προσήλωση του Δικηγόρου στα συμφέροντα του εντολέα του, η διαρκής ενημέρωσή του στις ραγδαίες και ταχύτατες εξελίξεις της νομικής επιστήμης στα πλαίσια ενός διεθνοποιημένου περιβάλλοντος, και η συνεχής και “αειφόρος” εμπέδωση των ηθικών αρχών και παραδόσεων του Δικηγορικού Σώματος και ο διαρκής εμπλουτισμός τους με “ προστιθέμενη αξία”.

iii) Η Δικηγορία κινδυνεύει να μετατραπεί σε “πάρεργο” γεγονός αδιανόητο και επικίνδυνο για τα συμφέροντα των πολιτών που προσφεύγουν σε Δικηγόρο να τους συνδράμει στην παροχή δικαστικής προστασίας.

iv) Τίθεται σε σοβαρή διακινδύνευση η αυστηρή διασφάλιση του δικηγορικού απορρήτου και η αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων.
δ) Η υποχρεωτική ασφάλιση επαγγελματικού κινδύνου, νόημα έχει μόνο αν αφορά την ασφάλιση για κάθε αμέλεια. Σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 4 Εισ.Ν. ΚΠολΔ, οι δικηγόροι ευθύνονται μόνο για δόλο ή βαρειά αμέλεια. Δικαιολογητικός λόγος της διάταξης αυτής είναι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας του δικηγόρου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, η οποία και παύει να υφίσταται πλέον, με ότι αυτό συνεπάγεται τόσο για το δικηγόρο όσο και για την υπεράσπιση των συμφερόντων των πολιτών.

4. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

α) Στην παρ. 3, iii “Για την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις ανοικτές αγορές” του μνημονίου η Ελληνική Κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να μειώσει σημαντικά τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 15 (εδαφικοί περιορισμοί, νομική μορφή και κατοχή κεφαλαίου εταιρείας, ελάχιστα όρια αμοιβών, πολλαπλή έδρα) και 25 (πολυεπαγγελματικές εταιρείες, πολλαπλή άσκηση δραστηριοτήτων) της οδηγίας 2006/123.

β) Με τις παραπάνω διατάξεις της οδηγίας όμως προβλέπεται η υποχρέωση του κράτους – μέλους απλώς να καταγράψει, να αξιολογήσει και να δικαιολογήσει την ύπαρξη τέτοιων “απαιτήσεων” και παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια ακόμη και να τις διατηρήσει, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τις σχετικές προϋποθέσεις και τα κριτήρια της οδηγίας, και όχι να μειώσει σημαντικά τις απαιτήσεις αυτές, όπως αναφέρεται στο μνημόνιο.

γ) Συμβαλλόμενα μέρη στο μνημόνιο αυτό είναι κοινοτικά όργανα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), κράτος – μέλος της Ε.Ε. (Ελληνική Δημοκρατία) και το μνημόνιο ρητά παραπέμπει στην οδηγία 2006/123, θέτοντας όμως, επιπρόσθετο περιορισμό (“σημαντική μείωση των απαιτήσεων”) χωρίς τούτο να προβλέπεται στην οδηγία. Σημειωτέο επίσης ότι το παραπάνω μνημόνιο συντάχθηκε στα πλαίσια υλοποίησης του “μηχανισμού στήριξης” της Ελληνικής Δημοκρατίας που αποφασίστηκε από τους Αρχηγούς Κρατών “της Ζώνης του Ευρώ” και, κατ’ ουσίαν αποτελεί συνέχεια της θέσης της Ελλάδας σε “καθεστώς επιτήρησης” λόγω μεγάλου δημοσιονομικού ελλείμματος, σύμφωνα με την Συνθήκη. Συνεπώς το εν λόγω μνημόνιο εμπίπτει στη σφαίρα εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου.

δ) Η έκταση των υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας σε ότι αφορά την παραπάνω οδηγία καθορίζεται αποκλειστικά και περιοριστικά από την ίδια την οδηγία και ως εκ τούτου τα κοινοτικά όργανα ή τα κράτη – μέλη εμποδίζονται να απαιτούν επιπρόσθετους περιορισμούς, που δεν προβλέπονται στην οδηγία (π.ρ.β.λ. ΔΕ.Κ αποφ. της 16ης Δεκεμβρίου 2008, τμήμα μείζονος συνθέσεως, υποθ. C – 213/2007, γνωστή και ως “βασικός μέτοχος” , σκέψη 43).

ε) Ως γνωστόν, φυσικός δικαστής κάθε διαφοράς που αναφύεται κατά την εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου είναι είτε τα Εθνικά Δικαστήρια (τα οποία και οφείλουν να υποβάλλουν προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και τελικά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (είτε μετά από υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, είτε κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή μη συμμόρφωσης με το Κοινοτικό Δίκαιο). Το εν λόγω μνημόνιο, περιεβλήθη με τον “νομικό μανδύα” τυπικού νόμου και ως εκ τούτου δεν είναι νοητή η απ΄ ευθείας αμφισβήτησή του στα Εθνικά Δικαστήρια, (μόνος τρόπος είναι η αμφισβήτησή του στα πλαίσια ασκήσεως παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου συμβατότητας προς το Κοινοτικό Δίκαιο, στα πλαίσια εκκρεμούς δίκης, τούτο όμως, απαιτεί πολλά χρόνια, ενόψει της “γνωστής σε όλους” καθυστέρησης απονομής της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα).
Συνεπώς, μόνος τρόπος ταχείας άρσης κάθε διαφωνίας σχετικά με την ορθή ή μη συμμόρφωση με την κοινοτική οδηγία είναι η παραπομπή της Ελλάδας στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης. από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λόγω μη ορθής συμμόρφωσης.

στ) Στο εν λόγω μνημόνιο δεν προβλέπεται τρόπος άρσης κάθε διαφοράς ως προς την ορθή ή μη συμμόρφωση με την οδηγία αυτή και ιδίως σε ότι αφορά την έκταση των υποχρεώσεων που αυτή θέτει. Υπό την εκδοχή ότι φυσικός δικαστής της διαφοράς αυτής εξακολουθεί να είναι το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο οφείλει η Επιτροπή να εισάγει την διαφορά προς επίλυση, δεν υφίσταται κανένα πρόβλημα. Με δεδομένο όμως ότι το μνημόνιο στην πραγματικότητα περιέχει όρους δανεισμού “με ανοικτό λογαριασμό”, και δεδομένης της δυσχερούς θέσης στην οποία βρίσκεται η Ελληνική Κυβέρνηση, ως “οφειλέτης” και της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας και της δυσμενέστατης θέσης στην οποία βρίσκεται η Ελληνική Δημοκρατία λόγω της οικονομικής κρίσης και της ανάγκης για άμεση εκταμίευση των κατ’ ιδίαν “κονδυλίων” της “σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό”. Πιθανολογείται σφόδρα, ότι η άρση των διαφορών αυτών δεν θα γίνεται στα πλαίσια του Κοινοτικού Δικαίου από το Δικ της Ε.Ε. ( παραφυλαττομένων έτσι και όλων των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης), αλλά μονομερώς από τους “δανειστές -επιτηρητές” (δηλ. από την Ευρ. Επιτρ., την Ε.Κ.Τ. και το Δ.Ν.Τ.) που εκ των πραγμάτων κατέχουν κυρίαρχη και υπερέχουσα θέση έναντι της Ελλάδας (λόγω της άφευκτης ανάγκης για άμεση εκταμίευση των “δόσεων” του δανεισμού) και με βάση τους όρους του μνημονίου, που δεν στηρίζονται στο Κοινοτικό Δίκαιο (και ιδίως στην παραπάνω οδηγία, παρότι οι “απαιτήσεις” της, κατέστησαν και όροι δανεισμού) όπως προαναφέρθηκε. Υπό την εκδοχή αυτή, η Ελληνική Δημοκρατία, εμμέσως πλην σαφώς, στερείται του “ φυσικού δικαστή” της άρσης κάθε διαφοράς σχετικά με την έκταση των υποχρεώσεων που απορρέουν από κοινοτική οδηγία και de facto εξαιρείται του κοινοτικού κεκτημένου, κατά παράβαση του Κοινοτικού Δικαίου.

ζ) Σκοπός του μνημονίου είναι, πρωτίστως και προεχόντως, η “δημοσιονομική αναδιάρθρωση” δηλ. η αύξηση εσόδων και η μείωση δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού. Η κατάργηση όμως των ελαχίστων ορίων δικηγορικών αμοιβών και ιδίως των γραμματειών προείσπραξης, σημαίνει, όπως προαναφέρθηκε, απώλεια διασφαλισμένων εσόδων ύψους εκατομμυρίων ευρώ και, ενδεχομένως, αύξηση των δαπανών (αν αναληφθεί από το Κράτος η κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των Δικηγορικών Συλλόγων, λόγω της απώλειας ή ουσιώδους μειώσεως των αυτοτελών οικονομικών πόρων τους). Και στην περίπτωση αυτή θεωρούμε ότι παραβιάζεται η συνταγματική και κοινοτική αρχή της αναλογικότητας, διότι το μέσο αυτό (κατάργηση των ελαχίστων ορίων αμοιβών) όχι απλώς είναι πρόδηλως απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (αύξηση εσόδων, μείωση δαπανών) αλλά κινείται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, και θέτει εκποδόν τον σκοπό αυτό.

η) Τέλος, πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητος ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο μνημόνιο, ιδίως σε ότι αφορά τη σύνδεση της κοινοτικής οδηγίας 2006/123 μ’ αυτό, δηλ. στην πραγματικότητα τη σύνδεση της ορθής εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου με όρους διεθνούς δανεισμού.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη Ε.Ε., η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ο “θεματοφύλακας” του κοινοτικού δικαίου και κάθε δράση της οφείλει να κινείται εντός των πλαισίων αυτού και ιδίως όταν πρόκειται για θεμελιώδη ζητήματα του πρωτογενούς και παραγώγου Κοινοτικού Δικαίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμμετέχοντας (διάβαζε: επιβάλλοντας) στη διαμόρφωση των όρων του μνημονίου, δεν λειτούργησε ως θεματοφύλακας του κοινοτικού δικαίου, αλλά ως “δανειστής” που επιβάλει τους όρους του στον “οφειλέτη” εξερχόμενη κατά την γνώμη μας, των ορίων του κοινοτικού δικαίου και του θεσμικού ρόλου της.

θ) Όλα τα παραπάνω αποτελούν ζητήματα μείζονος σημασίας και σπουδαιότητας που αφορούν άμεσα το Δημόσιο συμφέρον, το Δικηγορικό Σώμα, αλλά και την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου και ως εκ τούτου, πιστεύουμε, ότι όλοι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι (αρθ. 199 Κωδ. Δικ.) και η Ολομέλεια των Προέδρων (αρθ. 206 Κωδ. Δικ.), πρέπει, να εκφράσουν, το ταχύτερο δυνατόν, την γνώμη τους επ’ αυτών, λαμβάνοντας υπόψη τους και ότι η ένταξη της Ελληνικής Δημοκρατίας στον “μηχανισμό στήριξης” και η θέση της σε καθεστώς επιτήρησης λόγω μεγάλου ελλείμματος δεν σημαίνει ότι αναστέλλεται ως προς αυτήν το κοινοτικό δίκαιο, ούτε εξαιρείται από το κοινοτικό κεκτημένο, το οποίο και οφείλουν, πρωτίστως, να σέβονται όλα τα κοινοτικά όργανα.

5. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

α) Προκαταβολικά και εμφατικά θεωρούμε χρέος μας να επισημάνουμε ότι η ένταξη της Ελληνικής Δημοκρατίας στον “μηχανισμό στήριξης” δεν σημαίνει ότι “αναστέλλεται” η ισχύς των διατάξεων του Συντάγματος, που διασφαλίζουν διαδικαστικά και ουσιαστικά συνταγματικά δικαιώματα ή οι διατάξεις της ΕΣΔΑ και του διεθνούς Δικαίου, ή ο Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινοτικών Δικαιωμάτων, που συναποτελούν και το “κοινοτικό κεκτημένο”.
Επίσης, οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν οι κρατικές αρχές στα πλαίσια διεθνούς δανεισμού, δεν μπορούν από μόνες τους να δικαιολογήσουν περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. Συνταγματικό Δικαστήριο της Λετονίας, αποφ της 21-12-2009, υποθ. 2009-41-01, Γιαννακόπουλο Κ. “Το Κράτος Δικαίου και η εθνική κυριαρχία” σε Εφημ. Δ.Δ. 1/2010 σελ. 2,3).

β) Στην παρ. 3 ii “Διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις” του μνημονίου αναφέρεται ότι “Το Κοινοβούλιο θα υιοθετήσει νομοθεσία για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της φορολογικής διαχείρισης (διάβαζε είσπραξης απαιτήσεων και των ελέγχων) εφαρμόζοντας τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ.

γ) Επειδή πολλά γράφονται στις εφημερίδες και πολλά λέγονται στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα για το περιεχόμενο των (“μυστικών”) αυτών συστάσεων και τον τρόπο της “φορολογικής διαχείρισης”, θεωρούμε χρέος μας να εστιάσουμε την προσοχή μας και στα παρακάτω ζητήματα, που άπτονται του Κράτους Δικαίου και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ώστε το δημοσιονομικό έλλειμμα να μην γίνει και έλλειμμα Δικαιοσύνης και η οικονομική κρίση να μην μεταβληθεί και σε κρίση του Κράτους Δικαίου.

i) Η επιβολή “επιτοπίων” προστίμων παραβιάζει το συνταγματικό διαδικαστικό δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης.

ii) Η δημοσιοποίηση ονομάτων προσώπων στα οποία αποδίδονται φορολογικές παραβάσεις, χωρίς προηγουμένως οι απαιτήσεις να έχουν καταστεί “βέβαιες και εκκαθαρισμένες” με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας και αποτελεί “προκαταβολή ποινής” (διαπόμπευση) χωρίς δικαστικές εγγυήσεις και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Σημειωτέον ότι οι υποθέσεις αυτές είναι “ποινικής φύσης” και καλύπτονται από τις εγγυήσεις της ΕΣΔΑ (νδ. 53/74) και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/97).

iii)Κάθε απόπειρα περιορισμού ή φαλκίδευσης του δικαιώματος παροχής προσωρινής ή οριστικής δικαστικής προστασίας ή του δικαιώματος πρόσβασης σε Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 και 14 της ΕΣΔΑ και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα αντίστοιχα και του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ν. 1705/87), που έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ, και εφαρμόζονται και στις φορολογικές διαφορές (όταν πρόκειται για επιβολή προστίμων ή προσαυξήσεων) σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α, ως “ποινικής φύσεως” διοικητικές υποθέσεις.

iv) Το κλείσιμο επιχειρήσεων, γραφείων, καταστημάτων κλπ., και η τυχόν επιβολή υπέρογκων ποινών και η προηγούμενη καταβολή τους (= έκτιση ποινής) χωρίς να προηγηθεί δίκη, η κατάσχεση στα χέρια τρίτων χωρίς δικαστικές εγγυήσεις κλπ., παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, (αλλά και το τεκμήριο της αθωότητας και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, αν η κύρωση επιβάλλεται χωρίς να προηγηθεί αμετάκλητη δίκη και καταδίκη) τόσο σε ότι αφορά το ύψος της ποινής όσο και σε ότι αφορά την επίτευξη των σκοπών του μνημονίου (από το κλείσιμο μιας επιχείρησης δεν εισπράττονται έσοδα, αλλά αντίθετα χάνονται και διευρύνεται η ανεργία, που επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό). Υπάρχουν ηπιότερα και αποτελεσματικότερα μέτρα είσπραξης, που επιτυγάνουν τον σκοπό του μνημονίου, με σεβασμό στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα (π.χ θεώρηση στοιχείων κατά μονάδα (“μπλοκ”) και θεώρηση του επόμενου εφ΄ όσον καταβληθεί π.χ 10% του τζίρου των συναλλαγών του προηγούμενου ή λήψη δανείου με τον όρο εκχώρησης ενός ποσοστού στο Δημόσιο κ.λ.π.) τα οποία το Δικηγορικό Σώμα οφείλει να μελετήσει και προτείνει, επιτελώντας τον θεσμικό του ρόλο.

v) Τα εντόνως φημολογούμενα για δημιουργία “ειδικών φορολογικών δικαστηρίων” (προφανώς εννοείται ειδικών τμημάτων των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων) και για “φορολογικές δίκες εξπρές” (προφανώς εννοείται η ταχεία εκδίκαση αυτών των κατηγοριών υποθέσεων) προκειμένου να εισπράξει το Δημόσιο 33 δις ευρώ, που “λιμνάζουν” στα Δικαστήρια επί 13-15 έτη (βλ. πληθώρα πρόσφατων δημοσιευμάτων στον τύπο) θέτουν, μετ΄ επιτάσεως, το πρόβλημα της “ταχείας δίκης” και της σημασίας της για την οικονομική ανάπτυξη και το δημόσιο συμφέρον.
Πράγματι, είναι σε όλους μας γνωστό, ότι στα δικαστήρια εκκρεμούν εκατομμύρια υποθέσεις, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ (πολιτικά, ποινικά και διοικητικά δικαστήρια). Σημαντικός πλούτος “λιμνάζει” στα Δικαστήρια επί σειρά ετών (ενίοτε και δύο δεκαετίες!). Η “απελευθέρωση” του πλούτου αυτού θα είχε ως αποτέλεσμα ο νικητής διάδικος είτε να εισπράττει δικαστικά τα οφειλόμενα και να τα διαθέτει για την οικονομική ανάπτυξη, είτε να απελευθερώνεται από οικονομικά βάρη, ώστε απερίσπαστος να επενδύει προς όφελος της οικονομικής ανάπτυξης. Εφ΄ όσον “νικητής διάδικος” είναι το δημόσιο, η ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων συνεπάγεται την άμεση είσπραξη των νομίμων απαιτήσεών του. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων θα έχει ως αποτέλεσμα το Δημόσιο να εισπράττει άμεσα και ταχύτερα τα διασφαλισμένα έσοδα από την προείσπραξη των ελάχιστων ορίων της δικηγορικής αμοιβής, που ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια, ίσως και σε αρκετά δις ευρώ. Επίσης, η “ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων”θα έχει και ως παρεπόμενο αποτέλεσμα την ταχεία εξάλειψη φαινομένων διαφθοράς και κακοδιοίκησης και την εμπέδωση της αρχής της νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου από όλους τους πολίτες και τα κρατικά όργανα. Κατά συνέπεια, η “ταχεία δίκη” πρέπει να αφορά όλες τις κατηγορίες υποθέσεων όλων των δικαιοδοσιών και όχι μόνο μια κατηγορία, που ενδιαφέρει την διάδικο Δημόσια Αρχή. Κάθε αντίθετη λύση θα παραβίαζε και την αρχή της ισότητας των διαδίκων ενώπιον των Δικαστηρίων και θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη επιβράδυνση των ρυθμών εκδίκασης των λοιπών υποθέσεων, που δυστυχώς σήμερα γίνεται με ρυθμούς ¨χελώνας”, σε βάρος των πολιτών κατά παράβαση της ΕΣΔΑ για την οποία η Ελληνική Δημοκρατία έχει καταδικαστεί επανειλημμένα από το Δικαστήριο του Στρασβούργου, έχοντας καταστεί πλέον “υπότροπος κατ΄ εξακολούθηση”.
Στο σημείο αυτό, θεωρούμε χρέος μας να επισημάνουμε, εμφατικά ότι η ταχεία δίκη αποτελεί δικαίωμα του πολίτη έναντι του κράτους και όχι προνόμιο του κράτους έναντι του πολίτη. Με τα δεδομένα αυτά, οφείλουμε ως Δικηγορικό Σώμα να αξιώσουμε άμεσα την ταχεία εκδίκαση όλων των υποθέσεων (παραφυλλατομένων αυτονοήτως όλων των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών), επιτελώντας τον θεσμικό μας ρόλο ως Δικηγόρων, που, προεχόντως, συνίσταται στην διασφάλιση και υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και του Κράτους Δικαίου, με εγγυητές τα Δικαστήρια.
vi) Τέλος, οι προβλέψεις του μνημονίου για “τοπικά σύμφωνα” που αποκλίνουν από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, για πρόβλεψη ελάχιστου μισθού κάτω του κατωτάτου ορίου για τους νέους εργαζόμενους και τους μακροχρόνια άνεργους, και, η μείωση του επιπέδου της προστασίας από τις απολύσεις καθώς και η γενίκευση της προσωρινής απασχόλησης (σύμβαση ορισμένου χρόνου) και στον ιδιωτικό τομέα, θέτουν σοβαρά προβλήματα συνταγματικότητας, αντίθεσης με Διεθνείς συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την προστασία του ελάχιστου μισθού και των εργαζομένων από τις απολύσεις, αλλά και με την κοινοτική οδηγία 1999/70. Τα παραπάνω προβλήματα αποτελούν ζητήματα μείζονος σημασίας και σπουδαιότητας (νομικής και κοινωνικής), και υπάγονται στην αρμοδιότητα των Δικηγορικών Συλλόγων και της Ολομέλειας των Προέδρων αυτών (άρθρ. 199 και 206 του Κώδικα Περί Δικηγόρων) και πρέπει να διατυπώσουμε τη γνώμη μας γι΄ αυτά και να αγωνισθούμε για την επίλυσή τους, ασκώντας τον θεσμικό ρόλο μας, όπως αναμένει η κοινωνία να τον ασκήσουμε.
Η Ολομέλεια καλείται ή να αποδεχθεί τις θέσεις – προτάσεις που περιέχονται στα αναφερόμενα στην παρ. 1 κείμενα (με τα οποία γίνεται καταγραφή, αξιολόγηση και δικαιολόγηση των ρυθμίσεων που μας αφορούν) και να υποβληθεί κοινή πρόταση στην διυπουργική επιτροπή ή να διαμορφώσει θέσεις με συγκεκριμένους και ιεραρχημένους στόχους, χαράζοντας ταυτόχρονα και τις “κόκκινες γραμμές” και προβάλλοντας εναλλακτικές προτάσεις για τις υπόλοιπες θέσεις, όπως αναφέρονται παρακάτω.

Δικαστικές ενέργειες:

1. Αίτηση ακυρώσεως κατά του Προεδρικού Διατάγματος για τις πολυεπαγγελματικές εταιρίες και την άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων αν περιλαμβάνονται σ΄ αυτό και δικηγόροι.

2.Αίτηση ακυρώσεως κατά της Υπουργικής απόφασης για την ασφάλιση επαγγελματικού κινδύνου αν δεν εξαιρεθούν από αυτήν οι δικηγόροι.

3. Σε περίπτωση που οι κεφαλαιουχικές εταιρίες επιτραπούν με τροποποίηση του π.δ 81/2005 να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατά του τροποποιητικού διατάγματος. Αν γίνει με νόμο να αρνηθούμε ως δικηγορικοί σύλλογοι τη χορήγηση άδειας σύστασης και αν χορηγηθούν από άλλους δικηγορικούς συλλόγους ή από άλλη αρχή να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατά της χορήγησης της άδειας.

4. Να αρνηθούμε την κατάργηση των ελαχίστων ορίων των γραμματίων προείσπραξης της δικηγορικής αμοιβής κρίνοντας τις σχετικές διατάξεις αντίθετες στο Σύνταγμα και το Κοινοτικό Δίκαιο και να εξακολουθήσουμε να αποδίδουμε τους παρακρατούμενους φόρους, εισφορές κλπ., όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Αν υπάρξει άρνηση αποδοχής των εσόδων αυτών να υποβάλλουμε μήνυση κατά παντός υπευθύνου για απιστία σε βάρος των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου (το τελευταίο είναι εντελώς επικοινωνιακό).

5. Να υποβληθεί αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από τους Δικηγορικούς Συλλόγους είτε από Ευρωβουλευτή σχετικά με τα ζητήματα που αναφύονται από το μνημόνιο και αφορούν τον σεβασμό του Κοινοτικού Δικαίου και του Κοινοτικού κεκτημένου.

6.Η ταχεία και δίκαιη δίκη και ο πλήρης σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων και του Κράτους Δικαίου πρέπει να αποτελέσει πλέον την αιχμή του δόρατος των διεκδικήσεων του Δικηγορικού Σώματος. Για το σκοπό αυτό πρέπει να γίνει καταγραφή, αξιολόγηση και άρση όλων των δικονομικών και ουσιαστικών διατάξεων που εμποδίζουν την ταχεία και δίκαιη δίκη και είναι αντίθετες προς τα ουσιαστικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται από υπερνομοθετικής ισχύος κείμενα.

7. Αποτελεσματική εκστρατεία ενημέρωσης της κοινής γνώμης και ιδίως των φορέων που θίγονται άμεσα ή έμμεσα από το μνημόνιο (εμπορικά, βιοτεχνικά, βιομηχανικά επιμελητήρια, ΓΕΣΕΒΕ, ΓΕΣΕΕ, Εργατικά Κέντρα) ώστε να οικοδομήσουμε και ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες (αφού βεβαίως τα βρούμε πρώτα μεταξύ μας)

8. Ενημέρωση από κάθε Δικηγορικό Σύλλογο όλων των Δικαστικών Ενώσεων και των δικαστών που υπηρετούν στην περιφέρειά τους τόσο για τα ζητήματα των ελαχίστων ορίων των γραμματίων προείσπραξης της δικηγορικής αμοιβής (θέμα που τους αφορά έμμεσα αφού από τα γραμμάτια αυτά αποδίδονται άμεσα σημαντικά έσοδα στον Κρατικό Προϋπολογισμό από τον οποίο προέρχεται και ο μισθός τους και στο Ταμείο Νομικών στο οποίο είμαστε όλοι “συνεταίροι” όσο και για τα ζητήματα που άπτονται του Κράτους Δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των οποίων εμείς είμαστε οι υπερασπιστές και εκείνοι οι εγγυητές.