ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1516 §1 ΠΕΡ. 1 ΑΚ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1516 §1 ΠΕΡ. 1 ΑΚ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 Παναγή Α. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Διδάκτορος Αστικού Δικονομικού Δικαίου Δ.Π.Θ. – Δικηγόρου

 …..//….

Ι. Εισαγωγή στον προβληματισμό

            Η αποτελεσματική υλοποίηση των δικαιωμάτων του ανηλίκου τέκνου πραγματώνεται μέσω της αποδοτικής και ωφελιμιστικής σύμπραξης αμφοτέρων των γονέων του, δοθέντος ότι η από κοινού λήψη των αποφάσεων για λογαριασμό του ανηλίκου, που συνεπάγεται η συνένωση των κρίσεων δύο γονέων, εμφανίζει ισχυρότερα εχέγγυα ορθότητας ως προς τις αποφάσεις που αφορούν την προσωπική ή περιουσιακή κατάστασή του[1]. Ωστόσο, η ανεξαίρετη εφαρμογή του ως άνω αυστηρού κανόνα της «από κοινού» ασκήσεως της γονικής μέριμνας δύναται – ενίοτε – να οδηγεί σε διακινδύνευση των δικαιωμάτων του ανηλίκου τέκνου, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες εμφανίζεται σαφής σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των γονέων[2]. Εξ’ αυτού του λόγου, ο νομοθέτης με την διάταξη του άρθρ. 1516 ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρ. 1510 § 3 ΑΚ, οριοθέτησε τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατή η μεμονωμένη άσκηση από τον ένα γονέα πράξεων που άπτονται της γονικής μέριμνας του τέκνου δίχως την συναίνεση και την σύμπραξη του έτερου γονέα[3].

Ιδιαίτερο, όμως, ενδιαφέρον και προβληματισμό προκαλεί μεταξύ άλλων και  ένα δικονομικό – κυρίως – ζήτημα, που αφορά στο επιτρεπτό της επίκλησης και προσκόμισης σε ποινική δίκη και σε δίκη με αντικείμενο την αφαίρεση της επιμέλειας από τον ασκούντα αυτήν γονέα ηχογραφημένης συνομιλίας, η οποία ελήφθη μονομερώς από τον έναν γονέα χωρίς την σύμφωνη γνώμη ή την σύμπραξη του έτερου γονέα, στην οποία το ανήλικο τέκνο, σε συνομιλία με τον μη έχοντα την επιμέλεια του προσώπου του γονέα, του ανέφερε μια σειρά ανήθικων πράξεων εναντίον του από τον γονέα που έχει την επιμέλειά του.

Εν προκειμένω λοιπόν, τίθεται, πρωτίστως, ζήτημα αποτελεσματικής υλοποίησης του δικαιώματος αποδείξεως του ανηλίκου τέκνου, το οποίο ασκείται δια του γονέα που υποβάλλει την έγκληση ή την αγωγή αφαίρεσης της επιμέλειας κατά του έτερου γονέα, ως ειδικότερης έκφανσης του συνταγματικού δικαιώματος παροχής (ποινικής και αστικής) προστασίας και υπό την οπτική αυτή θα επιχειρηθεί η προσέγγιση του προς διερεύνηση ζητήματος.

 

ΙΙ. Η αποτελεσματική πραγμάτωση του δικαιώματος αποδείξεως

            Από τις κατά τα ανωτέρω εκτεθείσες περιπτώσεις άσκησης «μονογονικής μέριμνας» του ανηλίκου τέκνου, την θεωρία[4] και τη νομολογία[5] απασχόλησε, ιδίως, αυτή της αυτοτελούς και μονομερούς υποβολής εγκλήσεως από τον ένα γονέα κατά του άλλου σε περιπτώσεις όπου το ανήλικο τέκνο έχει υποστεί σειρά ανήθικων – εκ μέρους του γονέα – πράξεων, ως καταφανώς κατεπείγουσα περίπτωση (άρθρ. 1516 §1, αρ. 1 ΑΚ), καταλήγοντας στην θέση ότι το δικαίωμα να ασκεί έγκληση στο όνομα του ανηλίκου για αποπλάνησή του από τον γονέα το έχει αυτοτελώς και χωριστά, δικαιούται δε να το ασκεί μονομερώς ο άλλος γονέας.

Πράγματι, αφού μπορεί ο κάθε γονέας μόνος του να εγκαλεί τον άλλον στο όνομα και για λογαριασμού του ανηλίκου τέκνου, κατά μείζονα λόγο είναι επιτρεπτό να προβαίνει αυτοτελώς και χωρίς την σύμπραξη του έτερου γονέα στην συλλογή των αποδεικτικών μέσων που απαιτούνται για την υποστήριξη της εγκλήσεως ή αγωγής στην περίπτωση αστικής δίκης με αντικείμενο την αφαίρεση της επιμέλειας από τον ασκούντα αυτήν γονέα στο πλαίσιο της αποτελεσματικής υλοποίησης του δικαιώματος αποδείξεως[6].

Το άνω κρίσιμο ζήτημα, της αποτελεσματικής δηλαδή πραγμάτωσης του δικαιώματος αποδείξεως των μετεχόντων στην δική[7], εντάσσεται στην γενικότερη προβληματική της επιβολής περιορισμών κατά την άσκηση των δικαιωμάτων των διαδίκων γενικώς, έστω και αν ορισμένα εξ’ αυτών εξοπλίζονται με συνταγματική θεμελίωση[8]. Ορθώς, δηλαδή, υποστηρίζεται ότι το δικαίωμα αποδείξεως εκδηλώνεται, όχι μόνον ως υποχρέωση της πολιτείας να προβλέψει νομοθετικά αποδεικτικά μέσα κατάλληλα για τον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, αλλά να μπορεί ο διάδικος, που αιτείται την παροχή δικαστικής προστασίας, να προβαίνει στην συλλογή και αξιοποίηση των υπαρχόντων και πρόσφορων για την υποστήριξη των θεμελιωτικών της αγωγής ή εγκλήσεώς του γεγονότων, ιδίως δε στην περίπτωση που αυτά (τα μέσα αποδείξεως) κινδυνεύουν να απολεσθούν[9].

Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω εκτεθέντα, η προτεραιότητα που αποδίδεται στην υλοποίηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος αποδείξεως, ακόμα και σε περίπτωση που αυτό βρίσκεται σε σχέση έντασης με άλλα, εξίσου προστατευτέα δικαιώματα των διαδίκων δεν αμφισβητείται. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι η υλοποίηση του δικαιώματος αποδείξεως καθίσταται άνευ ορίων. Διότι η ευχέρεια που παρέχει το άνω δικαίωμα στον φορέα του να επικαλεσθεί και να προσκομίσει οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο προς θεμελίωση των ισχυρισμών του οριοθετείται μέχρι του σημείου που η πραγμάτωσή του έρχεται σε ευθεία αντίθεση, τόσο με υπέρτερες συνταγματικά κατοχυρωμένες αξίες (άρθρ. 2 § 1 Συντ.), όσο και με θεμελιώδεις δικονομικές αρχές, όπως η παραβίαση της ασφάλειας του δικαίου καθώς και η υπέρβαση του θεσμικού ρόλου του δικαστή με το να παρεισφρύουν στην κρίση του ιδιωτικές του γνώσεις[10].

Ειδικότερα, από την διάταξη του άρθρ. 19 § 3 Συντ. προκύπτει ότι το επιτρεπτό της χρήσεως των προσαγόμενων αποδεικτικών μέσων τελεί υπό την επιφύλαξη του νομίμου τρόπου κτήσεώς τους[11]. Έτσι, η εν λόγω συνταγματική διάταξη εισήγαγε ρητή και καθολική απαγόρευση αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρ. 9 και 9Αως ειδικότερη υποχρέωση της πολιτείας να σέβεται, προπαντός, την αξία του ανθρώπου και τις διατάξεις που την εξειδικεύουν[12]. Τούτο διότι η εκτίμηση των αποδείξεων, ως νοητική εργασία εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από την δικαστική αξιολογική κρίση, καθιστά επιτακτική την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας του δικαίου χωρίς να τίθενται εν κινδύνω τα δικαιώματα των μετεχόντων στην έννομη σχέση της δίκης[13]. Ο επιτυχής συγκερασμός της ελευθερίας του δικαστή για την ισόρροπη εξασφάλιση του δικαιώματος αποδείξεως αφενός και της ασφάλειας του δικαίου κατά την εκτίμηση των πηγών δικανικής γνώσης αφετέρου, αποτελεί εγγύηση ανεύρεσης της αλήθειας περί τα πράγματα[14]. Έτσι, υπό το ανωτέρω πλαίσιο, η προσαγωγή και εκτίμηση μη νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, τόσο στο ποινικό δικαστήριο, όσο και στην δίκη για την αφαίρεση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου από αυτόν που την ασκεί, τα οποία συγκεκριμένα αφορούν στην εν αγνοία καταγραφή και χωρίς την συναίνεση και σύμπραξη του έτερου γονέα επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ανηλίκου τέκνου από τον έναν γονέα, αποτελεί, πρωτίστως, ζήτημα αποτελεσματικής οριοθέτησης του δικαιώματος αποδείξεως κατά την υλοποίησή του.

 

ΙΙΙ. Το δογματικό θεμέλιο της συνταγματικής απαγόρευσης

            Ασφαλές κριτήριο κατά την οριοθέτηση της δυνατότητας λήψεως υπόψη των μέσων αποδείξεως αποτελεί η αξιοπιστία που αυτά διαθέτουν ως προς την αποτύπωση της πραγματικότητας[15]. Επιπλέον, τυχόν ηθικά απαξιωμένη συμπεριφορά κατά την διαδικασία καταγραφής των γεγονότων οδήγησε τη νομοθεσία με επιταγές υπέρτατου κύρους, όπως αυτές του Συντάγματος, να αποδοκιμάσει τα παράνομα αποδεικτικά μέσα (άρθρ. 19 § 3), καθόσον ο συνταγματικός νομοθέτης αποδοκίμασε την ηθικά απαξιωμένη διεξαγωγή της διαδικασίας[16]. Αν και η απόλυτη διατύπωση της διατάξεως δεν επιδέχεται εξαιρέσεις, η νομολογία έκρινε ότι σε οριακές περιπτώσεις καθίσταται δυνατή η κάμψη του άνω αυστηρού συνταγματικού κανόνα, όταν καλείται να προστατεύσει αξίες τις οποίες ιεραρχεί υψηλότερα από την σαφή και γενική απαγόρευση της διατάξεως του άρθρ. 19 § 3 Συντ., επιστρατεύοντας την μέθοδο της αξιολογήσεως εννόμων αγαθών ευρισκόμενων σε σχέση εντάσεως μεταξύ τους, με το επιχείρημα ότι η εμμονή στην τήρηση της συνταγματικής επιταγής οδηγεί, ενίοτε, σε ανεπιεικείς λύσεις[17]. Υπό την οπτική αυτή φαίνεται ότι, πράγματι, η υλοποίηση του δικαιώματος παροχής έννομης (αστικής και ποινικής) προστασίας του ανηλίκου τέκνου προηγείται αυτού της προσωπικής σφαίρας και συγκεκριμένα της καταγραφής και επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών του δεδομένων (άρθρ. 9Α Συντ.), ιδίως δε στην περίπτωση που η παράνομη καταγραφή της συνομιλίας, όχι μόνον δε θίγει, αλλά φαίνεται να θεραπεύει το συμφέρον του τέκνου του οποίου ηχογραφούνται τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα[18].

Από την άλλη, όμως, το επιτρεπτό της εκτιμήσεως παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ακόμη και στην οριακή περίπτωση κατά την οποία το έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής (και όσων την εξειδικεύουν) τοποθετείται ιεραρχικά υψηλότερα από αυτό του απορρήτου της ιδιωτικότητας, δεν σημαίνει ότι το δικαίωμα αποδείξεως κατισχύει, πάντοτε, έναντι των λοιπών δικαιωμάτων των διαδίκων. Διότι η ανάγκη να προσφερθεί στον αιτούμενο διάδικο αποτελεσματική έννομη (αστική και ποινική) δικαστική προστασία, μέσω της απόλαυσης του δικαιώματος συλλογής και χρήσεως του αποδεικτικού υλικού, δεν επιτρέπεται να οδηγεί στην εν γένει νομιμοποίηση παράνομων ενεργειών, δοθέντος ότι δογματικό θεμέλιο της ρητής συνταγματικής απαγόρευσης παραμένει η ασφάλεια που οφείλει να παρέχει το δίκαιο στους αιτούντες την δικαστική προστασία. Γι’ αυτό, εξάλλου, ο δικαστής δεν κρίνει μέχρι τα απώτατα δυνατά όρια της ανθρώπινης γνώσης, αλλά εντός των ορίων που προδιαγράφουν οι συνταγματικοί και οι δικονομικοί κανόνες[19].

 

IV. Συμπέρασμα

            Η ανωτέρω ανάπτυξη επιχείρησε να καταδείξει, μέσω του παραδείγματος της διατάξεως του άρθρ. 1516 § 1 περ. 1 ΑΚ, ότι το ζήτημα του επιτρεπτού της χρήσεως αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί παράνομα, τόσο στην ποινική, όσο και στην αστική δίκη, αποτελεί, πρωτίστως, ζήτημα αποτελεσματικής οριοθέτησης του δικαιώματος αποδείξεως των αιτούντων δικαστική προστασία. Και μπορεί, πράγματι, η αποτελεσματική υλοποίηση του εν λόγω δικαιώματος να μην νοείται δίχως την δυνατότητα συλλογής των αποδεικτικών στοιχείων που στηρίζουν την έγκληση ή την αγωγή (επαν-)ανάθεσης της επιμέλειας του γονέα του ανηλίκου τέκνου κατά του έτερου γονέα, ιδίως δε στην περίπτωση που αυτά κινδυνεύουν να απολεσθούν, τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι ο τυχόν κίνδυνος απώλειας των μέσων αποδείξεως λειτουργεί ως απολύτως επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα για την αξιοποίηση κάθε δυνατής πηγής γνώσης των πραγμάτων. Διότι, σε διαφορετική περίπτωση ο κίνδυνος για την ασφάλεια του δικαίου, που θα προέκυπτε από την συχνή παράκαμψη της συνταγματικής απαγόρευσης (άρθρ. 19 § 3), μέσω της επίκλησης του κινδύνου απώλειας των αποδεικτικών μέσων ή της καταφανώς κατεπείγουσας περίπτωσης, θα ήταν έντονος. Ακόμη, λοιπόν, και αν στην συγκεκριμένη περίπτωση δεχθούμε ότι ο μη έχων την επιμέλεια γονέας δικαιούται να υποβάλει αυτοτελώς, ενεργώντας, τόσο στο όνομά του και για λογαριασμό του, όσο, πρωτίστως, ως νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου έγκληση κατά του ετέρου γονέα για ανήθικες πράξεις εις βάρος του ανηλίκου τέκνου και συναφώς υποβάλλει και αγωγή αφαίρεσης της επιμέλειάς του από αυτόν, δεν μπορούμε να δεχθούμε, άνευ ετέρου, ότι είναι επιτρεπτή η εκτίμηση μαγνητοταινίας ληφθείσα χωρίς την γνώση και συναίνεση του έτερου γονέα, στην οποία καταγράφονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ανηλίκου, ως αποκλειστικό κριτήριο της αποτελεσματικής υλοποίησης του δικαιώματος αποδείξεως του τελευταίου. Τούτο, βέβαια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πειστικά μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η επίμαχη μαγνητοταινία αποτελεί το μοναδικό αποδεικτικό μέσο για την θεμελίωση των ισχυρισμών του αιτούντος την δικαστική προστασία, ως οριακή περίπτωση κάμψης της αυστηρής διατάξεως του άρθρ. 19 § 3 Συντ., χάριν της προστασίας ιεραρχικά σπουδαιότερων εννόμων αγαθών (άρθρ. 2 § 1 και 5 § 1 Συντ.). Στην περίπτωση, όμως, που η παρανόμως ληφθείσα μαγνητοταινία προσκομίζεται μαζί με άλλα, νόμιμα αποδεικτικά μέσα κατάλληλα για τον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, η μαγνητοταινία συνιστά ανεπίτρεπτη πηγή γνώσης των πραγμάτων. Τούτο διότι για να επιτευχθεί ο στόχος της επιτυχούς εξισορρόπησης των αντιτιθέμενων δικαιωμάτων των μερών, όπως αυτά ανωτέρω εκτέθηκαν, δεν επιτρέπεται ο δικαστής να αναγνωρισθεί ως ο αποκλειστικά υπεύθυνος να σταθμίσει τις συνέπειες της αποφάσεώς του[20]. Οριοθέτηση στην ελευθερία επιλογής των πηγών γνώσης, ιδίως όταν αυτή πηγάζει ευθέως από συνταγματικούς κανόνες, ισοδυναμεί με ένταση της δικαστικής ευθύνης και συνεπώς με αυξημένα κριτήρια αντικειμενικότητας της δικαστικής αποφάσεως.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

 

[1] Σ. Κουκούλη-Σπηλιωτόπουλου, Ζητήματα σχετικά με την γονική μέριμνα και συναφείς ρυθμίσεις, ΔκΠ 4, σελ. 213 επ.

[2] Κ. Παντελίδου, Η προσωρινή έννομος προστασία του ανηλίκου, Δ 2003, σελ. 748 επ.

[3] Κατά την διάταξη του άρθρ. 1516 ΑΚ ο νομοθέτης κατηγοριοποίησε τις πράξεις που άπτονται της γονικής μέριμνας του τέκνου και που μπορούν να διενεργηθούν από τον έναν μόνο γονέα σε τέσσερις κατηγορίες: i. στις συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου, στις οποίες ιδίως περιλαμβάνονται η εγγραφή σε σχολείο ή φροντιστήριο, οι συνήθεις επισκέψεις σε ιατρούς, οι απλές ενδυματολογικές ή ψυχολογικές επιλογές κ.α., έτσι αντί πολλών σε Γ. Κουμάντου, Οικογενειακό Δίκαιο ΙΙ, 1989, σελ. 195 επ.  ii. στις πράξεις τρέχουσας διαχείρισης της περιουσίας του τέκνου, πρβλ. ΕφΑθ 1664/2001, ΕλλΔνη 2002.1703 · ΑΠ 1230/1994, ΕλλΔνη 1996.296 · ΑΠ 26/1993, ΕλλΔνη 1995.1122, iii. στις πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα, βλ.ενδεικτ. από την πλούσια νομολογία ΑΠ 1960/2007, ΝοΒ 2008.1002 · ΑΠ 1537/2007, ΠοινΧρ ΝΖ΄.788 · ΟλΣτΕ 5721/1996, ΕλλΔνη 1997.951 και iv. στις απευθυντέες προς το τέκνο δηλώσεις βούλησης τρίτων (άρθρ. 126 § 2 ΚΠολΔ).

[4] Κρατεί η θέση στην θεωρία ότι το δικαίωμα να ασκεί έγκληση στο όνομα του ανηλίκου για αποπλάνησή του από τον γονέα του το έχει αυτοτελώς ο άλλος γονέας και δικαιούται να το ασκεί μόνος του, έτσι Ι. Μπέκας, ΣυστηΕρμΠοινΚ, άρθρ. 118, αριθμ. 48 · Κ. Χριστοδούλου, Ηχογράφηση από τον ένα γονέα παραπόνων του τέκνου και ανήθικες πράξεις του άλλου (Γνμδ), ΕφΑΔ 2012, σελ. 667 · επιφυλακτικός ο Α. Χαραλαμπάκης, Έγκληση με παθόντα ανήλικο, ΠοινΔικ 2011, σελ. 342 επ., ο οποίος για την περίπτωση αυτή προκρίνει τον διορισμό ειδικού-προσωρινού επιτρόπου κατ’ άρθρ. 1601 ΑΚ.

[5] Αντιστοίχως σταθερή η νομολογία υπέρ της αυτοτελούς και μονομερούς άσκησης εγκλήσεως από τον ένα γονέα, βλ. ενδεικτ. ΑΠ 894/2009 (ΝΟΜΟΣ) · ΑΠ 660/1998 (ΝΟΜΟΣ) · ΑΠ 1542/1995, ΕλλΔνη 31.916 · ΑΠ 281/1988, ΝοΒ 36.595 ·

[6] Έτσι, Κ. Χριστοδούλου, ό.π. (σημ. 4), σελ. 666.

[7] Περί των κριτηρίων της «αποτελεσματικής» δικαστικής προστασίας, βλ. αντί πολλών Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο (Ατομικά Δικαιώματα), Β΄, 2005, § 253 επ.

[8] Περί της θεμελίωσης του δικαιώματος αποδείξεως, είτε στο δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας, είτε στο δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων, βλ. αντί άλλων Π. Κολοτούρο, Η έννοια της «παραχρήμα» αποδείξεως κατά το άρθρο 933 IV ΚΠολΔ, ΝοΒ 2006, σελ. 1652 επ. (ιδίως τις εκεί παρατιθέμενες υποσ. 53 & 54).

[9] Κ. Μπέης σε Κασιμάτη/Μαυριά, Ερμ Σ 20, παρ. 1, αρ. 52-53 · Π. Γέσιου-Φαλτσή, Το δικαίωμα αποδείξεως, Προσφ. στον Γ. Μιχαηλίδη-Νουάρο, 1987, σελ. 227-229.

[10] Περί της ανάγκης (αυτό-)οριοθέτησης του δικαστή κατά την εκτίμηση των πηγών γνώσης των πραγμάτων, βλ. Δ. Μανιώτη, Εγγυήσεις ορθής κρίσεως περί τα πράγματα στο πλαίσιο στο πλαίσιο της ελεύθερης απόδειξης, ΧρΙΔ 2013, σελ. 481 επ. · Γ. Παπαχατζή, Η ελευθέρα εκτίμησις του δικαστού κατά τον Αστικόν Κώδικα, 1946, σελ. 9.

[11] ΠρΒλ. και τις διατάξεις των άρθρ. 284, 285 ΑΚ και 370 Α § 2 β ΠΚ.

[12] Βλ. Ν. Νίκα/Γ. Διαμαντόπουλου, Η δυνατότητα χρήσεως στην πολιτική δίκη αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν παράνομα (Γνμδ), ΕλλΔνη 2004, σελ. 697 · Γ. Καμίνη, Παράνομα αποδεικτικά μέσα και συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων – οι αποδεικτικές απαγορεύσεις στην πολιτική και ποινική δίκη, 1998, σελ. 313-314 με πλούσιες νομολογιακές παραπομπές.

[13] Για την διάκριση της δίκης ως «διαδικασίας» αφενός και ως «έννομης σχέσης» αφετέρου πρβλ. Γ. Μητσόπουλο, Η θεωρία του Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Δ 1, σελ. 12 επ · Ε. Μιχελάκη, Περί της αδίκου διαδικαστικής πράξεως, 1944, σελ. 29 επ · Π. Κολοτούρο, Η απαλλοτρίωσις του επιδίκου αντικειμένου, Ημιτ. Β΄: Αι  δικονομικαί συνέπειαι της απαλλοτριώσεως, 2009, σελ. 1 επ.

[14] Έτσι, Δ. Μανιώτης, Αρχές του Δικαίου Αποδείξεως στην πολιτική δίκη, 2012, σελ. 103.

[15] Π. Κολοτούρος, Θεωρητικά ζητήματα της δικονομικής αποδείξεως και το πρόβλημα των ατύπων ή ατελών αποδεικτικών μέσων, ΧρΙΔ 2003, σελ. 211 επ. (213) · Κ. Καλαβρός, Το σύστημα και τα μέσα αποδείξεως στην τακτική διαδικασία του πολυμελούς πρωτοδικείου, Τιμ. Τομ. Π. Γέσιου-Φαλτσή, 1ος Τ. , σελ. 371 · του ιδίου, Η μαγνητοταινία στην πολιτική δίκη, 1991, σελ. 17 και 24 επ.

[16] Έτσι, Δ. Μανιώτης, ό.π. (σημ. 14), σελ. 90-91 · Κ. Μπότσαρης, Το καθήκον αληθείας κατά το άρθρο 116 ΚΠολΔ, 1998, σελ. 153.

[17] Από τη νομολογία βλ. ΟλΑΠ 1/2001, ΝοΒ 2001.1803, κατά την οποία: «[…] Εξαίρεση από τον συνταγματικής ισχύος κανόνα της απαγορεύσεως ισχύει μόνον χάρη της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι λ.χ. η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την άνω απαγόρευση, εισαγόμενη με τυχόν διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο του συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού […]», ομοίως: ΑΠ 996/2010 (ΝΟΜΟΣ) · ΑΠ 1289/2001 (ΝΟΜΟΣ) · Πρβλ. και Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, 2ος Τ, 2005, σελ. 418 · Γ. Νικολόπουλου, Δίκαιο Αποδείξεως, 2011, σελ. 65 · Γ. Νούσκαλη, Ορισμένες σκέψεις σχετικά με την έκταση προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και του ιδιωτικού βίου, μετά την τροποποίηση των άρθρων 370Α ΠΚ και  7Α ν. 2472/1997 με το ν. 3090/2002, ΠοινΔικ 1/2003, σελ. 8 επ.

[18] Έτσι, Κ. Χριστοδούλου, ό.π. (σημ. 4), σελ. 671.

[19] Εκ του επιχειρήματος αυτού και η οριοθέτηση της «αλήθειας» ως σκοπού της αποδεικτικής διαδικασίας, έτσι, B. Puntel, Wahrheitstheorien in der neueren Philosophie, 1978, σελ. 26 επ. · Ι. Γιαννίδης, Η αιτιολόγηση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, τεύχος Α: Τα θεωρητικά θεμέλια, 1989, σελ. 94 επ.

[20] Δ. Μανιώτης, Περί  των κριτηρίων σχηματισμού δικανικής πεποιθήσεως: μια κριτική προσέγγιση, Διαχρονικά Ζητήματα Δικονομικού Δικαίου, 2012, σελ. 33 επ. (38-39).