86/2016 ΤρΕφΛαρ (προσβαλλόμενα κεφάλαια απόφασης επί αναιρέσεως -αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας, λόγω εικονικότητας – ανάκληση δωρεάς αιτία θανάτου – ακυρότητα)

86/2016

Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου

Εισηγήτρια: Ειρήνη Γκορτσίλα

Δικηγόροι: Κων. Παπαδόπουλος, Νικ. Παπαπέτρου

 

Αναίρεση απόφασης κατά τα κεφάλαια στα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος καθώς και τα με αυτά αρρήκτως συναπτόμενα.

Αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας, λόγω εικονικότητας, συμβολαίου μεταβίβασης ακινήτου αιτία πώλησης από την ενάγουσα στην εναγόμενη, ενώ πρόθεσή τους ήταν η σύναψη μετακλητής αιτία θανάτου δωρεάς, και έκδοση θετικής ανετάκλητης απόφασης.

Ανάκληση υπό της ενάγουσας δωρήτριας της υποκρυπτόμενης έγκυρης δωρεάς αιτία θανάτου, αφού αυτή είναι ελεύθερα ανακλητή με συμβολαιογραφική δήλωση και γνωστοποίησή της, χωρίς επίκληση λόγων.

Καταχρηστική η ανάκληση της δωρεάς μετά παρέλευση 10ετίας, αφού προκαλεί ανατροπή παγιωθείσας κατάστασης και επάγεται δυσμενείς (έστω μη αφόρητες ή δυσβάστακτες) για τα οικονομικά συμφέροντα της δωρεοδόχου εναγόμενης, που καλόπιστα είχε προβεί σε εκτεταμένες εργασίες και δαπάνες  απόκτησης και ριζικής ανακαίνισης του δωρηθέντος, σε γνώση, συναίνεση και ευαρέσκεια της δωρήτριας.

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 579 παρ. 1 και 581 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής. Η μερική αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της απόφασης, στο οποίο αφορά ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός, και αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι δευτέρου βαθμού, η έφεση θα επανακριθεί μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό και δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 493/2011, ΑΠ 602/2011, ΑΠ 845/2010, ΑΠ 479/2009 Νόμος). Έτσι με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετέσχον στην αναιρετική δίκη, επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, όμως η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση (ΑΠ 43/2005 Δνη 46. 1402, ΑΠ 129/2005 ΕΕργΔ 2005. 150, ΑΠ 1717/2002 ΝοΒ 2003. 1223). Οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε. Το δικαστήριο αυτό, ερευνώντας μόνον τους λόγους έφεσης που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία μόνον επανακρίνεται, εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής, δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας, δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1343/2002 Νόμος). Εφόσον δε  η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης, ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, το Εφετείο θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΛαρ 20/2013 Δικογρ 2013. 57, ΕφΘεσ 1373/2009 Αρμ. 2010. 1867, ΕφΝαυπλ 66/2008 ό.π, ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38. 661).

Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10.7.2004 αγωγή (αρ. κατάθ. 298/19.7.04), που άσκησε η Ε. θυγ. Α. και ΄Ο. Π., χα Ι. Κ., καθολική διάδοχος της οποίας είναι η ήδη καλούσα, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, αιτούμενη την αναγνώριση της ακυρότητας, λόγω εικονικότητας κατά την κύρια βάση της, του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ’ αριθμ. …/21.12.1993 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ι. Π., δυνάμει του οποίου φέρεται ότι μεταβίβασε κατά κυριότητα λόγω πωλήσεως στην εναγόμενη και ήδη καθ’ ης η κλήση την αναφερόμενη σ’ αυτή οριζόντια ιδιοκτησία, διότι, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή (αγωγή) λόγους, πρόθεσή τους ήταν να συνάψουν όχι σύμβαση πώλησης, αλλά μετακλητή αιτία θανάτου δωρεά, και κατά την επικουρική βάση της διότι η  εν λόγω δικαιοπραξία ήταν άκυρη ως καταπλεονεκτική και αντίθετη προς τα χρηστά ήθη. Επικαλούμενη, δε, περαιτέρω η ενάγουσα ότι με την αναφερόμενη συμβολαιογραφική πράξη προέβη σε ανάκληση της, υπό τη σύμβαση πώλησης, υποκρυπτόμενης αιτία θανάτου δωρεάς, ζήτησε να αναγνωρισθεί η ίδια κυρία του αναφερόμενου στην αγωγή ακινήτου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 163/2007 οριστική απόφαση του άνω δικαστηρίου, το οποίο, έκανε μεν δεκτή την κύρια βάση της αγωγής περί εικονικότητας της σύμβασης πώλησης, διότι η αληθής βούληση των μερών ήταν η κατάρτιση (ελευθέρως ανακλητής) δωρεάς αιτία θανάτου, πλην απέρριψε ακολούθως την αγωγή αυτή, κατά παραδοχή της καταλυτικής του αγωγικού δικαιώματος ένστασης, που προβλήθηκε από την εναγόμενη, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος ανάκλησης της αιτία θανάτου δωρεάς. Επί των αντίθετων εφέσεων που ασκήθηκαν από τα διάδικα μέρη, ήτοι α) επί της από 25.7.2007 (έκθ. κατάθ. 248/26.7.07 ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) έφεσης, που ασκήθηκε από την ήδη καλούσα, η οποία, ως καθολική διάδοχος της αρχικής ενάγουσας, που στο μεταξύ απεβίωσε, συνεχίζει τη δίκη στο όνομά της και β) επί της από 3.2.2009 (έκθ. κατάθ. 27/4.2.09) έφεσης, που ασκήθηκε  από την εναγόμενη, παραπονούμενη για τις αιτιολογίες της απόφασης καθ’ ο μέρος τη βλάπτουν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 581/2011 απόφαση του παρόντος  Δικαστηρίου, που απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες αμφότερες τις εφέσεις. Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε η ήδη καλούσα – εκκαλούσα με την 7.3.2013 αίτηση αναίρεσης, κατ’ αποδοχή της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1450/2014 απόφαση του Α1’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, δεχθείσα ειδικότερον ότι η υπ’ αριθμ. 581/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στερείται νόμιμης βάσης, διότι διαλαμβάνονται σ’ αυτή ασαφείς και ελλιπείς παραδοχές ως προς περιστατικά αναγκαία για την αξιολόγηση και την κρίση αν συντρέχουν ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, που εφάρμοσε και απέρριψε την αγωγή. Με βάση τα ανωτέρω παραδεκτώς  η καλούσα  με την από 1.7.2014 κλήση (έκθ. κατάθ. 719/17.7.14) φέρει προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου, συντιθέμενου όμως από άλλους Δικαστές, Δικαστηρίου την από 25.7.2007 (έκθ. κατάθ.  248/26.7.07) έφεση, που η ίδια άσκησε, προκειμένου να επανακριθούν οι  λόγοι της έφεσης, που είναι σχετικοί με το λόγο για τον οποίο αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση. Η έφεση αυτή ασκήθηκε εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρ. 495 επ., 511επ. ΚΠολΔ). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και θα εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της. Απαραδέκτως, όμως, η καλούσα με την ίδια κλήση φέρει προς αναδίκαση και την έφεση που η αντίδικός της άσκησε, ενόψει του ότι για τα σφάλματα της εκκαλουμένης, που αυτή επικαλείται με τους προβαλλόμενους λόγους της έφεσής της, υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων {…} αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η ενάγουσα Ε. Α. Π., χα Ι. Κ., η οποία μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης απεβίωσε και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την καλούσα – εκκαλούσα Μ. συζ. Χ. Μ., η οποία και συνεχίζει τη δίκη στο όνομά της, είχε γεννηθεί στον Α. Ο. Μ. το έτος 1909. Είχε τελέσει τρεις γάμους, από τους οποίους δεν απέκτησε τέκνα. Σε ηλικία 82 ετών υιοθέτησε νομίμως την ενήλικη Μ., φυσικό τέκνο του Ε. και της Π. Τ., που γεννήθηκε το έτος 1952, εκδοθείσας της σχετικής υπ’ αριθμ. Π37/5/1991 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου. Μετά την τέλεση της υιοθεσίας, η θετή κόρη της ενάγουσας, που διέμενε στη Λ. Β., εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της – σύζυγο και τέκνα – στο Β., προκειμένου να συμβιώσει με τη θετή της μητέρα. Ωστόσο, οι σχέσεις των δύο γυναικών σύντομα διαταράχθηκαν, με συνέπεια η Μ. Μ. με την οικογένειά της να επιστρέψει στη Λ. και η ενάγουσα να καταθέσει σε βάρος της αγωγή για λύση της υιοθεσίας, λόγω αχαριστίας. Με την υπ’ αριθμ. 473/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που εκδόθηκε επί της αγωγής αυτής, κηρύχθηκε το άνω Δικαστήριο αναρμόδιο κατά τόπον και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς, ως το δικαστήριο κατοικίας της θετής κόρης. Έκτοτε, όμως,  η αγωγή αυτή δεν επανήλθε προς συζήτηση και έτσι η υιοθεσία δεν λύθηκε. Η ενάγουσα, ως προσωπικότητα, υπήρξε μία έξυπνη, κοσμική κυρία, με σημαντική ακίνητη περιουσία. Ήταν κοινωνική και γενναιόδωρη, έκανε εκδρομές και ταξίδια και είχε βαφτίσει πολλά παιδιά, τα οποία ενίοτε συνέδραμε οικονομικά. Μετά την αποχώρηση της θετής κόρης της και τη διατάραξη των σχέσεών τους, ζούσε μόνη της στις Ν. Π. Β. στον άνω όροφο διώροφης οικοδομής, που βρίσκεται επί της οδού Λ., αριθμ. … και είναι κτισμένη επί οικοπέδου, εμβαδού 785,95 τμ και βρίσκεται στη θέση «Α.» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας Π. και ήδη εντός του σχεδίου της πόλης του Β.. Για το ισόγειο διαμέρισμα της οικοδομής αυτής η ενάγουσα ήδη από το έτος 1977 με το υπ’ αριθμ. …/23.7.1977 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Δ. Μ. είχε συστήσει αμετάκλητη δωρεά αιτία θανάτου υπέρ της Α. Μ. και του συζύγου αυτής Φ. Φ., υπό τον όρον ότι οι δωρεοδόχοι θα επιμελούνται της συντήρησης και εν γένει περίθαλψης αυτής. Από τις αρχές του καλοκαιριού του έτους 2003, οπότε η υγεία της ενάγουσας είχε επιβαρυνθεί, συνεπεία της πνευμονίας που είχε υποστεί τον Απρίλιο του ίδιου έτους, οι σχέσεις της ενάγουσας με τη θετή κόρη της αποκαταστάθηκαν. Η τελευταία καθόλη τη διάρκεια του θέρους αυτού του έτους επισκέπτονταν την ενάγουσα  τακτικά, ιδίως κατά τα Σαββατοκύριακα και με δική της δαπάνη προσέλαβε οικιακή βοηθό, τη Μ. Κ., η οποία καθημερινά για κάποιες ώρες ερχόταν στο σπίτι αυτής και επιμελούνταν της διατροφής και εν γένει φροντίδας της και της καθαριότητας του σπιτιού. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2003 η ενάγουσα υπέστη αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και υποκεφαλικό κάταγμα αριστερού ισχίου, νοσηλεύθηκε επί 4ήμερο στο Γενικό Νοσοκομείο Β. και στη συνέχεια η θετή κόρη – καλούσα – εκκαλούσα μετέφερε αυτή στη Λ., όπου έζησε μέχρι το τέλος του βίου της. Η ενάγουσα, όμως, στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την αποκατάσταση των σχέσεών της με τη θετή της κόρη, έχουσα ανάγκη της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας, λόγω και της γενικότερης ανασφάλειας που αισθανόταν εξ αιτίας της μεγάλης ηλικίας της, προέβη σε πλείστες όσες μεταβιβάσεις στοιχείων της ακίνητης περιουσίας της σε μακρινούς συγγενείς και γείτονές της, προκειμένου να παρέχει σ’ αυτούς κίνητρο για να της παρέχουν ηθική συμπαράσταση και συνδρομή. ΄Ετσι, μεταξύ άλλων, μεταβίβασε στην εναγόμενη – εφεσίβλητη, που ήταν εξ αγχιστείας συγγενής της, λόγω πωλήσεως, την αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία – ισόγειο διαμέρισμα της επί της οδού Λ., αριθμ. … διώροφης οικοδομής, που προαναφέρθηκε, με το αντιστοιχούν σ’ αυτή 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου των 508,88 τμ, που απομένει, μετά την αφαίρεση του ρυμοτομούμενου τμήματος αυτού εμβαδού 277,07 τμ για τη διάνοιξη οδού, συνταχθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. …/21.12.1993 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ι. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα. Ως τίμημα φέρεται ότι καταβλήθηκε το ποσό των 3.200.000 δρχ, έναντι προεκτίμησης της Εφορίας για το ποσό των 7.051.000 δρχ. Την ίδια ημέρα κατάρτισης του άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου τα μέρη με ιδιωτικό έγγραφο συνήψαν συμφωνία, την οποία χαρακτήρισαν ως χρησιδάνειο, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη παραχωρούσε στην ενάγουσα τη χρήση του μεταβιβασθέντος διαμερίσματος καθώς και το δικαίωμα να εκμισθώνει αυτό σε τρίτους και να εισπράττει το εκάστοτε συμφωνημένο μίσθωμα. Σημειωτέον ότι της κατάρτισης του άνω συμβολαίου είχε προηγηθεί η υπ’ αριθμ. …/15.12.1993 συμβολαιογραφική πράξη ανάκλησης δωρεάς του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, αφού, όπως προεκτέθηκε, για το διαμέρισμα αυτό η ενάγουσα είχε συστήσει αμετάκλητη δωρεά αιτία θανάτου υπέρ των δωρεοδόχων Α. Μ. και του συζύγου αυτής Φ. Φ., στους οποίους και δόθηκε το ποσό των 1.220.000 δρχ προκειμένου να συναινέσουν στην ανάκληση αυτής της δωρεάς.  Το ποσό αυτό στους δωρεοδόχους καταβλήθηκε εξ ιδίων από την εναγόμενη – εφεσίβλητη και το σύζυγό της, παρότι φέρεται ότι καταβλήθηκε από την ενάγουσα.

Λαμβάνοντας υπόψη το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό, που συντάχθηκε αυθημερόν με την κατάρτιση του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, δυνάμει του οποίου η πωλήτρια – ενάγουσα εξακολούθησε να έχει τη χρήση και κάρπωση του μεταβιβασθέντος διαμερίσματος, το γεγονός ότι σ’ αυτή έκτοτε  ο μισθωτής του Α. Τ. κατέβαλε το μίσθωμα μέχρι το έτος 2000 και ότι μετά ταύτα η αγοράστρια – εναγόμενη εξακολούθησε να καταβάλει μίσθωμα στην πωλήτρια – ενάγουσα,  το γεγονός ότι δεν αποδεικνύεται η καταβολή του τιμήματος της πώλησης των 3.200.000 δρχ, πέραν του προαναφερθέντος ποσού των 1.220.000 δρχ, που δόθηκε στους Α. Μ. και Φ. Φ. και τις εν γένει σχέσεις των διαδίκων το παρόν Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 581/2011 απόφασή του οδηγήθηκε στην κρίση ότι δεν επρόκειτο περί πραγματικής σύμβασης πώλησης, αλλά εικονικής τοιαύτης, υπό την οποία υποκρύπτονταν, κατά την αληθινή βούληση των μερών, άλλη έγκυρη σύμβαση και μάλιστα (ελευθέρως ανακλητή) δωρεά αιτία θανάτου και όχι κοινή δωρεά εν ζωή, όπως αβάσιμα επικουρικά υποστήριξε η εναγόμενη, διότι οι συμβαλλόμενες ήθελαν η κυριότητα του δωρηθέντος διαμερίσματος να περιέλθει στη δωρεοδόχο μετά το θάνατο της δωρήτριας (εφόσον βέβαια προαποβίωνε η δωρήτρια ή απεβίωναν συγχρόνως και οι δύο), χωρίς εν τω μεταξύ η δωρεοδόχος να έχει την απόλαυση του δωρηθέντος. Απορρίφθηκε, επίσης, ως αβάσιμος ο επικουρικά προβληθείς από την εναγόμενη ισχυρισμός περί απόκτησης κυριότητας επί του επιδίκου διαμερίσματος με τακτική χρησικτησία.

Από τις άνω τελεσίδικες κρίσεις, εφόσον ως προς αυτές η προρρηθείσα υπ’ αριθμ. 581/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρέθηκε με την υπ’ αριθμ. 1450/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, απορρέει δεδικασμένο, που δεσμεύει το παρόν δικαστήριο της παραπομπής. Με βάση τα ανωτέρω, εφόσον γίνεται δεκτή η κύρια αγωγική βάση ότι υπό την εικονική σύμβαση πώλησης υποκρύπτονταν έγκυρη μετακλητή αιτία θανάτου δωρεά, η ενάγουσα είχε το δικαίωμα, οποτεδήποτε και χωρίς τη συνδρομή των λόγων των άρθρων 505 επ. ΑΚ, εξ απλής μεταμέλειας, να προβεί σε ανάκληση αυτής. Πράγματι η ενάγουσα, μετά την επιδείνωση της υγείας της και τη μεταφορά της από τη θετή της θυγατέρα στη Λ., επικαλούμενη αχαριστία, προέβη στην ανάκληση αυτής με την υπ’ αριθμ. …/27.10.2003 πράξη της συμβολαιογράφου Ε. Σ., που κοινοποιήθηκε στην εναγόμενη στις 28.11.2003. Με τη δήλωση αυτή καταργήθηκε η ισχύς της προαναφερόμενης σύμβασης (εικονικής πώλησης και στην πραγματικότητα – ελεύθερα ανακλητής – δωρεάς αιτίας θανάτου), αφού, κατ’ άρθρο 2033 ΑΚ, ο δωρητής ανακαλεί ελεύθερα τη δωρεά αιτία θανάτου και αρκεί για την άμεση και αυτοδίκαιη αναίρεσή της μόνη η συμβολαιογραφική ανακλητική δήλωση και η γνωστοποίηση αυτής, χωρίς επίκληση λόγων ανάκλησης (ΑΠ 1450/2014, ΑΠ 1466/1997 Νόμος).

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη – εναγόμενη, όπως και κατά το προ της κατάρτισης της άνω σύμβασης διάστημα, εξακολούθησε να διατηρεί άριστες σχέσεις με την ενάγουσα. Όπως προεκτέθηκε, η ενάγουσα διέμενε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της οικοδομής, στο ισόγειο του οποίου βρίσκεται το δωρηθέν, που είναι εμβαδού 69,10 τμ και αποτελείται από τρία κύρια δωμάτια, χωλ, διάδρομο, W.C. και κουζίνα. Όσο σ’ αυτό διέμενε ο μισθωτής Α. Τ., οι επισκέψεις της εναγόμενης ήταν πυκνές και είχαν αναπτύξει θερμές οικογενειακές σχέσεις, μαζί οι δύο γυναίκες έκαναν εκδρομές, επισκεπτόμενες διάφορες εκκλησίες, στις οποίες μάλιστα έκαναν και δωρεές. Συχνά η ενάγουσα μετέβαινε και στο σπίτι της εναγόμενης στο Β., όπου βρίσκονταν και με την αδελφή του τρίτου συζύγου της, νονά της εναγόμενης, που ζούσε σε διπλανό διαμέρισμα και τη φρόντιζε η οικογένεια της εναγόμενης. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, η ενάγουσα ήταν ιδιαίτερα κοινωνική γυναίκα, την επισκέπτονταν φίλοι της και από άλλες πόλεις, που τους φιλοξενούσε, ποτέ δεν έμενε μόνη. Κατά το πλείστον δε διέμενε μαζί της – κοιμόταν εκεί και τα βράδυα – ο Ν. Ε. για να της κάνει συντροφιά. Όταν έληξε η μίσθωση και αποχώρησε ο μισθωτής από το δωρηθέν διαμέρισμα, κατά το έτος 2001, η εναγόμενη και ο σύζυγός της αποφάσισαν να ανακαινίσουν αυτό, διότι ήταν από ετών ασυντήρητο. Θεωρώντας το ως δικό τους, θέλησαν να το καταστήσουν ασφαλές, σύγχρονο και λειτουργικό, ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες της οικογένειάς τους, διότι σκόπευαν να διαμένουν σ’ αυτό τους θερινούς μήνες, όπως και πράγματι συνέβη μετά την αποπεράτωση της ανακαίνισης. Η εναγόμενη, λοιπόν, προέβη σε ριζική ανακαίνιση αυτού, ενισχύοντας ακόμη και τα θεμέλια της παλαιάς οικοδομής. Το κόστος της επισκευής, που ήταν σημαντικό, ανέλαβε και κάλυψε αποκλειστικά η εναγόμενη και ο σύζυγός της. ΄Οσο διαρκούσαν οι εργασίες, η ενάγουσα όχι μόνο δεν εναντιώθηκε, αλλά αντίθετα συμφωνούσε και εκδήλωνε την ευαρέσκειά της με τη νέα μορφή που έπαιρνε η οικοδομή, περιποιούμενη τα συνεργεία των τεχνιτών, που απασχολούνταν σ’ αυτό. Η συνολική δαπάνη της επισκευής υπολογίζεται σε 20.000.000 δρχ περίπου. Εκτός αυτού, το ποσό των 1.220.000 δρχ που καταβλήθηκε στους Α. Μ. και Φ. Φ.για να συγκατατεθούν να υπαναχωρήσουν από την υπέρ αυτών δωρεά αιτία θανάτου, δεν το κατέβαλε η ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, αλλά ο σύζυγος της εναγομένης. Επίσης, μέχρι το έτος 2000, η εναγόμενη επιβαρύνονταν με τη φορολογία των μισθωμάτων από την εκμίσθωση του επιδίκου στον Α. Τ., η ίδια πλήρωσε τους λογαριασμούς των εταιρειών κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΔΕΥΑΜΒ), που άφησε απλήρωτους ο εν λόγω μισθωτής, όταν αποχώρησε, εξακολούθησε βέβαια να πληρώνει αυτούς και το μεταγενέστερο διάστημα, παράλληλα δε  η ίδια, τηρώντας τη συμφωνία τους, εξακολούθησε να καταβάλει στην ενάγουσα το ίδιο μηνιαίο μίσθωμα, τηρώντας τη συμφωνία τους, μέχρι την ανάκληση της δωρεάς. Πάντοτε δε η ενάγουσα έδινε με τη συμπεριφορά της την εντύπωση ότι θεωρούσε την εναγόμενη κυρία του δωρηθέντος διαμερίσματος. Από το σύνολο της προαναφερόμενης συμπεριφοράς της ενάγουσας εύλογα δημιουργήθηκε στην εναγόμενη η βεβαία πεποίθηση ότι αυτή (ενάγουσα) δεν επρόκειτο σε καμμία περίπτωση να ανακαλέσει την ένδικη αιτία θανάτου δωρεά. Γι’ αυτό εξάλλου και επένδυσε τόσο μεγάλο χρηματικό ποσό για την ανακαίνιση του διαμερίσματος, λαμβάνοντας εν μέρει (συγκεκριμένα ποσό 5.000.000 δρχ) δάνειο από την Τράπεζα A. Β., τις δόσεις του οποίου εξακολουθεί να καταβάλλει για την αποπληρωμή του.

Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η δωρεά εξαρτήθηκε από την ανάληψη υποχρέωσης από την εναγόμενη να τη γηροκομήσει και ότι προέβη στην ανάκληση εκ λόγων αχαριστίας, διότι παρέβη την υπόσχεσή της αυτή, δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι από κανένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ανάληψη μίας τέτοιας, έστω ηθικής υποχρέωσης από την εναγόμενη. Ανεξάρτητα, όμως, από τη μη συμβατική ανάληψη τέτοιας ευθύνης, η δωρεοδόχος – εναγόμενη πάντοτε ήταν παρούσα για την ενάγουσα – δωρήτρια, παρέχοντας σ’ αυτή την αναγκαία ψυχική συμπαράσταση, την πρακτική μέριμνα και στήριξη από το χρόνο που καταρτίσθηκε η επίδικη δωρεά μέχρι που η θετή της κόρη απευθείας από το νοσοκομείο, όπου η ενάγουσα νοσηλεύονταν για αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και υποκεφαλικό κάταγμα αριστερού ισχίου που είχε υποστεί,  μετέφερε αυτή στη Λ.. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη ήταν αυτή που στις 4.9.2003 προσέτρεξε και φρόντισε για την άμεση μεταφορά της ενάγουσας στο νοσοκομείο ευθύς ως από τη γυναίκα που τη φρόντιζε πληροφορήθηκε για την κατάστασή της. Τόσον η ίδια, όσο και ο σύζυγός της επισκέφθηκαν την ενάγουσα στο νοσοκομείο για να της συμπαρασταθούν ψυχικά, ενώ ο σύζυγος της εναγόμενης, μέσω των γνωριμιών που είχε αποκτήσει κατά το χρόνο που είχε διατελέσει αντιπρόεδρος στη Διοίκηση του νοσοκομείου, μερίμνησε για την κατά το δυνατόν καλύτερη περίθαλψη και νοσηλεία αυτής. Όταν δε μετά τετραήμερο μετέβησαν εκ νέου στο νοσοκομείο για να την επισκεφθούν, πληροφορήθηκαν τη μεταφορά της ασθενούς  σε νοσοκομείο της Λ. από τη θετή της κόρη. Έκτοτε, ενόψει και της κατάστασης της υγείας της ενάγουσας δεν μπόρεσαν να επικοινωνήσουν μαζί της, μετά δε ένα μήνα περίπου ο σύζυγος της εναγόμενης δέχθηκε τηλεφώνημα από δικηγόρο της Λ., ο οποίος ζητούσε να πληροφορηθεί πόσα χρήματα θέλουν να λάβουν αυτός και η σύζυγός του προκειμένου να αποχωρήσουν από το δωρηθέν. O αγωγικός ισχυρισμός ότι η εναγόμενη αρνήθηκε να συνδράμει οικονομικά την ενάγουσα προκειμένου να ανταπεξέλθει στα έξοδα χειρουργικής επέμβασης, που υπεβλήθη στην Α. κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2002 αποδεικνύεται αβάσιμος, αφού κατ’ εκείνο το χρονικό διάστημα, όπως η ίδια η ενάγουσα ομολογεί στις προτάσεις της στην πρωτοβάθμια δίκη, διέθετε σε τραπεζικό της λογαριασμό στην Ε. Τράπεζα το αναλογούν για την εν λόγω επέμβαση ποσό και δεν είχε χρεία οικονομικής προς τούτο συνδρομής. Το γεγονός ότι η εναγόμενη δεν συναίνεσε να συνδράμει οικονομικά στην πρόσληψη οικιακής βοηθού για να προσφέρει στην ενάγουσα τις υπηρεσίες της δεν προκύπτει από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο. Ακόμη, όμως και αληθές υποτιθέμενο, δεν μπορεί από μόνο του να στοιχειοθετήσει την έννοια της αχαριστίας, με δεδομένο μάλιστα ότι ήδη από τις αρχές του θέρους του έτους αυτού οι σχέσεις θετής μητέρας και κόρης είχαν αποκατασταθεί και βεβαίως πρωτίστως η τελευταία ήταν επιβαρυμένη με την εν γένει  φροντίδα και διατροφή της θετής μητέρας της. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά  ή διαγωγή της δωρεοδόχου, που να αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, που επικρατούν στην κοινωνία, οφειλόμενη σε υπαιτιότητά της, ουδέποτε με λόγο ή έργο την καταφρόνησε ή εκδήλωσε αξιόμεμπτη συμπεριφορά έναντι αυτής, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος περί επίδειξης αχαριστίας εκ μέρους της δωρεοδόχου προς τη δωρήτρια. Γενικότερα η εναγόμενη επί σειράν ετών από την κατάρτιση της ως άνω δικαιοπραξίας και μέχρις ότι  η ενάγουσα σοβαρά ασθένησε το Σεπτέμβριο του έτους 2003, παρέσχε σ’ αυτή τη ψυχική συμπαράσταση και πρακτική μέριμνα και στήριξη,  κατά τα προρρηθέντα και δεν αδιαφόρησε για την τύχη αυτής, ενώ κατά το τελευταίο διάστημα των πενήντα ημερών περίπου που μεσολάβησε από τη μεταφορά αυτής από τη θετή της κόρη στη Λ. και μέχρι την ανάκληση της δωρεάς, κατ’ ουσίαν παρεμποδίσθηκε χωρίς δική της υπαιτιότητα στο να επιδείξει την ως και πρότερον συμπεριφορά.

Με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα η εκ των υστέρων, μετά παρέλευση δεκαετίας από τη δωρεά, μεταβολή των διαθέσεων της ενάγουσας και η ανάκληση της  δωρεάς, ενόψει των προαναφερόμενων ειδικών περιστάσεων, που συνδέονται αποκλειστικά με προηγούμενη συμπεριφορά αυτής ως δικαιούχου, η οποία μεταβάλλοντας τη στάση της επιχείρησε εκ των υστέρων την ανατροπή της κατάστασης που ήδη είχε διαμορφωθεί και παγιωθεί, προκάλεσε δυσμενείς για τα οικονομικά συμφέροντα της εναγόμενης επιπτώσεις, αφού αυτή καλόπιστα είχε προβεί σε μεγάλες  δαπάνες για την κτήση και ανακαίνιση του δωρηθέντος. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος για ανάκληση της δωρεάς από τη δωρήτρια ενάγουσα, έστω και αν οι ανωτέρω συνέπειες δεν είναι αφόρητες ή δυσβάστακτες για την εναγόμενη, καθίσταται μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη, κατά το άρθρο 281 ΑΚ. Συνακόλουθα καταχρηστική είναι και η αξίωση της ενάγουσας προς απόδοση του δωρηθέντος ακινήτου. Πρέπει, επομένως, δεκτής γενομένης ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της καταλυτικής του αγωγικού δικαιώματος ένστασης εκ του άρθρου 281 ΑΚ, που πρόβαλε η εναγόμενη στον πρώτο βαθμό, να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν κατά την κύρια βάση της. Ως εκ τούτου, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία ομοίως έκρινε, δεν έσφαλε, αλλά ορθά το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και γι’ αυτό τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η ενάγουσα, που εστιάζονται αποκλειστικά στην παραδοχή της ανωτέρω ένστασης της εναγόμενης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. {…}