501/2013 ΤρΕφΛαρ (κοινωνία δικαιώματος – δικαστικός διορισμός διαχειριστή)

501/2013

Πρόεδρος: Δήμητρα Τσουτσάνη

Εισηγήτρια: Ειρήνη Γκορτσίλα

Δικηγόροι: Βασιλική Νιαβή, Σταμάτης Παπαγγελής

 

Επί κοινωνίας δικαιώματος, αν η διοίκηση και η χρήση δεν καθορίστηκε με κοινή συμφωνία ή πλειοψηφία, κάθε κοινωνός μπορεί να ζητήσει δικαστικό κανονισμό.

Επί ανάγκης, δικαστικός διορισμός διαχειριστή.

Επί προηγούμενης ομόφωνης απόφασης όλων των κοινωνών, το δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί μόνο λόγω μεταβολής συνθηκών και δη του δικαιοπρακτικού θεμελίου της.

Η δικαστική ρύθμιση δεν τείνει σε διάγνωση ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά συνιστά ρυθμιστική παρέμβαση προς εξεύρεση, βάσει εκάστοτε συνθηκών, του προσφορότερου για όλους τους κοινωνούς τρόπου διοίκησης του κοινού, ισχύει για αόριστο διάστημα εφόσον υφίσταται η κοινωνία και τροποποιείται μόνο με ομοφωνία των κοινωνών ή επί μεταβολής περιστατικών με νεότερη δικαστική απόφαση.

Διακριτική ευχέρεια δικαστηρίου να επιλέξει τον προσφορότερο τρόπο, χωρίς δέσμευση εκ του προτεινόμενου υπό των διαδίκων, κατά μείζονα δε λόγο όταν αυτός είναι παράνομος, όπως η υποδεικνυόμενη πρόσβαση στο ακίνητο μέσω ρέματος που αντιτίθεται στην πολεοδομική νομοθεσία.

 

{…} Κατά τη διάταξη του άρθρου 790 ΑΚ, σε περίπτωση κοινωνίας δικαιώματος, αν η διοίκηση και η χρησιμοποίηση δεν καθορίστηκε με κοινή συμφωνία ή με πλειοψηφία, καθένας από τους κοινωνούς έχει δικαίωμα να ζητήσει να την κανονίσει το δικαστήριο με τον τρόπο που είναι ο πιο πρόσφορος και συμφέρει περισσότερο σε όλους τους κοινωνούς. Αν υπάρχει ανάγκη, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει διαχειριστή. Βασική λοιπόν προϋπόθεση για τη δικαστική παρέμβαση είναι ότι δεν υπάρχει απόφαση όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας. Η ανωτέρω προϋπόθεση συνιστά στοιχείο της βάσεως της αιτήσεως (Π. Τζίφρας ΕΕΝ 41. 425, Καυκάς ΕνοχΔ άρθρ. 790 παρ. 2, Σκούρας στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 790 αριθμ. 6 και 7). Αν υπάρχει προηγούμενη ομόφωνη απόφαση όλων των κοινωνών που καθορίζει τον τρόπο διοικήσεως και χρησιμοποιήσεως του κοινού, το δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί τότε μόνον, όταν η υπάρχουσα απόφαση στερήθηκε εν τω μεταξύ το αντικειμενικό δικαιοπρακτικό της θεμέλιο, όταν δηλαδή μεσολάβησε μεταβολή των συνθηκών, βάσει των οποίων τα μέρη προήλθαν στην ομόφωνη απόφαση (Φίλιος ΕρμΑΚ άρθρ. 790 αριθμ. 15 και άρθρ. 788 αριθμ. 38, Σκούρας ο.π. αριθμ. 11, Φ. Τσετσέκου, Κοινωνία δικαιώματος, εκδ. 1987 σελ. 127). Περαιτέρω, η από το δικαστήριο ρύθμιση του τρόπου διαχείρισης του κοινού δεν τείνει στη διάγνωση ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά αποτελεί ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου η οποία αποσκοπεί στην εξεύρεση, με βάση τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες, του προσφορότερου για όλους τους κοινωνούς τρόπου διοικήσεως και χρησιμοποιήσεως του κοινού πράγματος, ισχύει για αόριστο χρονικό διάστημα, ήτοι εφόσον υφίσταται η κοινωνία και μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με συμφωνία όλων των κοινωνών ή σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών με άλλη νεότερη δικαστική απόφαση (ΑΠ 1369/2008 Δνη 52. 478).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα εκθέτει στην κρινόμενη αγωγή ότι η ίδια και η εναγόμενη αδελφή της είναι συγκύριες κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου η καθεμία ενός αγρού – οικοπέδου, εμβαδού 4.109,60 τετρ. μέτρων κατά νεότερη καταμέτρηση, που βρίσκεται στη θέση «Π.» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας Ξ. του Δήμου Α. και περιήλθε σ’ αυτές κατά παράγωγο τρόπο, ήτοι κατόπιν δωρεάς από τον πατέρα τους Ι. Μ.. Ότι δεν υφίσταται συμφωνία μεταξύ τους ως προς τον τρόπο χρήσης του κοινού και ζητά από το Δικαστήριο να κανονίσει τα όρια αποκλειστικής χρήσης του ιδανικού μεριδίου αυτής και της εναγομένης επί του ενιαίου οικοπέδου, προτείνοντας ότι ο πλέον πρόσφορος και προσήκων τρόπος χρήσης του κοινού είναι ο προτεινόμενος από αυτήν με βάση το συνημμένο στην αγωγή από Ιουλίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Δ. Ν.. Η με το άνω περιεχόμενο αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 785, 786, 788, 789, 790, 792, 1113 ΑΚ και θα ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εκδικαζόμενη κατά την τακτική διαδικασία, που αποτελεί και την κρατούσα στη νομολογία άποψη (ΑΠ 1369/2008 Δνη 52. 478, ΑΠ 1084/2005 Δνη 48. 177, ΑΠ 239/2002 Δνη 44. 178, μειοψΑΠ 1118/1995 Δνη 38. 549, ΕφΑθ 4857/1999 ΔΕΕ 1999. 873, ΕφΑθ 3895/1999 Δνη 40. 1610, ΕφΑθ 9314/1996 Δνη 38. 1654, ΕφΑθ 1662/1993 Δνη 35. 153, ΕφΑθ 5562/1992 Δνη 35. 146 βλ. όμως και αντίθ. γνώμη πλειοψ ΑΠ 1118/1995 ο.π., σύμφωνα με την οποία αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο για τη λήψη του οποίου δεν διατάσσεται απόδειξη αλλά αρκεί πιθανολόγηση).

H εναγόμενη, όπως εκτιμώνται οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της στο εφετήριο και τις προτάσεις της, αρνούμενη την αγωγή, ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί του κανονισμού της χρήσης του κοινού, δεδομένου ότι υφίσταται κοινή απόφαση των κοινωνών, με βάση την οποία είχαν καθορίσει τον τρόπο χρήσης του κοινού, που λειτούργησε επί σειράν ετών. Επικουρικά δε ασκεί παραδεκτώς ανταίτηση – ανταγωγή (άρθρ. 268 παρ. 4 ΚΠολΔ), αιτούμενη να προκριθεί ως προσήκων και πλέον συμφέρων τρόπος χρήσης του κοινού ο προτεινόμενος από την ίδια με βάση το από Απριλίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α.Μ., ανταγωγή, που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις αυτές με την αγωγή προπαρατεθείσες διατάξεις και θα ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά: Με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ’ αριθμ. …/1980 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Γ. Κ., οι διάδικοι, κατόπιν δωρεάς εν ζωή του Ι. Θ. Μ., πατέρα τους, κατέστησαν συγκύριες κατ’ ισομοιρία ενός αγρού, τεσσάρων περίπου στρεμμάτων, που βρίσκεται στη θέση «Π.» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας Ξ. του Υποθηκοφυλακείου Α. και ήδη δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Ν. Π.. ΄Ηδη, μετά νεότερη καταμέτρηση, η μεν ενάγουσα υποστηρίζει ότι το επίδικο είναι εμβαδού 4.109,60 τμ,, η δε εναγόμενη 4.221,97 τμ,. Αρχικά επί τους ως άνω ακινήτου δεν υπήρχαν κτίσματα. Οι δύο αδελφές σύντομα όμως έκτισαν στο αγροτεμάχιο αυτό, που σημειωτέον βρίσκεται σε απόσταση μόλις περί τα 250 μέτρα από τη θάλασσα, με δαπάνες της η καθεμία την κατοικία της, όπως αυτές απεικονίζονται στο από Ιουλίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Δ. Ν. υπό τα στοιχ. γ και δ, εμβαδού αντίστοιχα κατά το ανωτέρω τοπογραφικό 116 και 105 τμ, ενώ κατά το από Απριλίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Μ., εμβαδού 103,68 και 101,34 τμ, αντίστοιχα, εκ των οποίων η μεν ενάγουσα έκανε αποκλειστική χρήση της υπό στοιχ. δ κατοικίας, η δε εναγόμενη έκανε αποκλειστική χρήση της υπό στοιχ. γ κατοικίας, χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα στις σχέσεις τους, αφού νοητά είχαν διανείμει και τον ακάλυπτο χώρο του όλου ακινήτου σε δύο ίσα περίπου μέρη, ήτοι το βόρειο -ανατολικό – δυτικό η ενάγουσα και νότιο – ανατολικό-δυτικό η εναγόμενη και η πρόσβαση αμφοτέρων στην ιδιοκτησία τους γινόταν από τη νοτιοανατολική πλευρά του όλου ακινήτου τους, όπου το ρέμα. Τον Οκτώβριο του έτους 1989 η εναγόμενη, παρότι έλαβε οικοδομική άδεια για την ανέγερση ισόγειας αποθήκης, εμβαδού 50 τετρ. μέτρων, περί το νοτιοανατολικό τμήμα του όλου ακινήτου, του οποίου έκανε αποκλειστική χρήση, αυτή ανήγειρε δύο κτίσματα, τα οποία εμφαίνονται στο ανωτέρω τοπογραφικό του Δ..Ν. υπό τα στοιχ. α΄ ισόγειο, εμβαδού 34 τετρ. μέτρων και β΄ διώροφο, με εμβαδόν κάθε ορόφου 39 τετρ. μέτρ., ενώ στο όμοιο του Α. Μ. εμφαίνονται να έχουν εμβαδόν το μεν ισόγειο 46 τετρ. μετρ., ενώ το διώροφο 38,68 τμ ο κάθε όροφος, τα οποία μετέτρεψε αυτή σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, που κατά τους θερινούς μήνες εκμισθώνει σε παραθεριστές. Παράλληλα η εναγόμενη περί το έτος 1990 διαμόρφωσε και το χώρο, που αμφότερες οι διάδικοι χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε για την πρόσβαση στην ιδιοκτησία τους από το ρέμα, τοποθετώντας τσιμέντινα κολωνάκια, απέχοντα μεταξύ τους περί τα πέντε μέτρα και τοποθέτησε φωτιστικά σώματα επ’ αυτών, ώστε να είναι ευχερής η δίοδος των μισθωτών της στην επιχείρηση που αυτή διατηρούσε των ενοικιαζομένων δωματίων, αποτυπώνονται δε στο τοπογραφικό Δ. Ν. υπό τα στοιχ. 1 και 2. Αυτή την πρόσβαση – δίοδο για την κατοικία της χρησιμοποιούσε και η ενάγουσα. Σημειωτέον ότι περί το έτος 1994 η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Μ. είχε κάνει εργασίες στο ρέμα – χείμαρρο «Π.», που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του όλου οικοπέδου, ήτοι καθάρισε την κοίτη του χειμάρρου από τα φερτά υλικά και τοποθέτησε στα πρανή συρματοκιβώτια (σαραζανέτ) προς προστασία της διάβρωσης της όχθης. Ενόψει, όμως, του ότι δεν υπήρχε πρόσβαση με αυτοκίνητο στις ιδιοκτησίες ενοικιαζομένων δωματίων, που υπήρχαν ένθεν και ένθεν του χειμάρρου, όπως αυτή της εναγόμενης, αφέθηκαν, παρά το νόμο, ράμπες διόδου, ούτως ώστε κατά τους θερινούς μήνες να επικοινωνούν οι ιδιοκτήτες με τις επιχειρήσεις τους, αλλά και οι ενοικιαστές τους, δια μέσου του χειμάρρου, κατάσταση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Δηλαδή κατά τους θερινούς μήνες η κοίτη του ρέματος μετατρέπεται σε δρόμο, που χρησιμοποιείται για την πρόσβαση στις παρακείμενες ιδιοκτησίες. ΄Οπως δε προκύπτει από το υπ’ αριθμ. πρωτ. …/25.2.2010 έγγραφο του Τμήματος Υδραυλικών και Εγγειοβελτιωτικών ΄Εργων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, όπως διαπιστώθηκε μετά από γενόμενη αυτοψία υπαλλήλων της, συνεχίζουν να λειτουργούν μέσα από την κοίτη του ρέματος επτά (7) προσβάσεις προς παρόχθιες ιδιοκτησίες, μεταξύ των οποίων ήταν και η ράμπα, που χρησιμοποιούνταν για την πρόσβαση στην ιδιοκτησία των συγκεκριμένων διαδίκων. Η εναγόμενη, όμως, ενόψει του ότι η ράμπα που χρησιμοποιούνταν για την πρόσβαση στην ιδιοκτησία τους και η αρχικώς διαμορφωθείσα από την ίδια, όπως προειπώθηκε, πρόσβαση με τα τσιμέντινα κολωνάκια και φωτιστικά, που τοποθέτησε, βρίσκονται στο χώρο αποκλειστικής χρήσης της, όπως υποστηρίζει, τον οποίο όμως χρησιμοποιούσε και η ενάγουσα, επιχωμάτωσε τη ράμπα αυτή και καταστρέφοντας τις υπάρχουσες καλαμιές που υπήρχαν επί της όχθης του ρέματος και άλλα δένδρα, που βρίσκονταν στο τμήμα αποκλειστικής χρήσης της ενάγουσας, επεχείρησε να κατασκευάσει νέα δίοδο προς την ιδιοκτησία τους βορειότερα της ήδη υπάρχουσας.

Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει ότι οι διάδικοι, παρότι γνωρίζουν ότι η πρόσβαση στην ιδιοκτησία τους από το ρέμα, είτε όπως μέχρι τώρα γινόταν (σημεία 1 και 2 του τοπογραφικού Δ. Ν.), είτε με τη δημιουργία νέας διπλής διόδου (είσοδος α΄ και είσοδος β΄ που αποτυπώνεται στο τοπογραφικό Α. Μ.), όπως η εναγόμενη προτείνει, απαγορεύεται, ως ερχόμενη σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρ. 1 παρ. 3 του ν. 1650/1986 και του άρθρου 17 του π.δ/τος 18/21/1924 και μάλιστα ο τοπογράφος μηχανικός Α. Μ. στην από 28.07.2009 τεχνική του έκθεση, επισημαίνει ότι η πρόσβαση στο ακίνητο μέσω του ρέματος είναι αυθαίρετη και αντίθετη με την κείμενη πολεοδομική νομοθεσία, αμφότερες οι διάδικοι επιμένουν να υποστηρίζουν ότι προσήκων και πρόσφορος τρόπος πρόσβασης στην ιδιοκτησία τους είναι αυτός από την πλευρά του ρέματος, με τις διαφοροποιήσεις που καθεμία προτείνει. Το Δικαστήριο, όμως, κατά τον καθορισμό των ορίων της προσήκουσας χρήσης του κοινού έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει τον προσφορότερο τρόπο, που αυτό κρίνει, χωρίς να δεσμεύεται να αποδεχθεί τον τρόπο που οι διάδικοι υποδεικνύουν (βλ. ΑΠ 1118/1995 ο.π.), πολλώ δε μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση ο υποδεικνυόμενος από τις διαδίκους τρόπος πρόσβασης στην ιδιοκτησία τους είναι παράνομος και το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να συμμετέχει στην παρανομία με ανάλογη διάταξή του. Ως εκ τούτου κρίνεται ότι στο εξής η πρόσβαση στην ιδιοκτησία των διαδίκων θα γίνεται από το πίσω (βόρειο) μέρος του όλου ακινήτου τους με τη δημιουργία ιδιωτικού δρόμου, πλάτους πέντε (5) μέτρων, καθόλο το μήκος του ορίου της ιδιοκτησίας τους με αυτό του Π.Π. και του ετέρου ακινήτου ιδιοκτησίας της ενάγουσας, που εκείθεν θα οδηγεί στον κεντρικό δρόμο, όπως ο ιδιωτικός αυτός δρόμος αποτυπώθηκε στο από Μαρτίου 1989 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Α. Α., επί του οποίου μάλιστα είναι τεθειμένες οι υπογραφές των διαδίκων κάτωθι της δήλωσης ότι η υλοποίηση των ορίων είναι ορθή και χρησιμοποιήθηκε αυτό το τοπογραφικό από την εναγόμενη για την έκδοση της υπ’ αριθμ. …/1989 οικοδομικής άδειας της Νομαρχίας Μ..

Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει μεν κατά το παρελθόν για τον τρόπο χρήσης του ακινήτου τους, όταν αμφότερες χρησιμοποιούσαν τα τότε υπάρχοντα κτίσματα αποκλειστικά ως χώρο κατοικίας τους και τον περιβάλλοντα χώρο ως αυλή τους για τη χρήση των ιδίων και μελών των οικογενειών τους και για το λόγο αυτό διαβιούσαν αρμονικά, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Αργότερα, όμως, όταν πλέον η εναγόμενη στα νέα υπό στοιχ. α΄ και β΄ κτίσματα εγκατέστησε επιχείρηση ενοικιαζομένων δωματίων, τα οποία εκμίσθωνε κατά τους θερινούς μήνες σε παραθεριστές, οι οποίοι πλέον κινούνταν στον όλο χώρο έμπροσθεν των κατοικιών και μέχρι το ρέμα, δηλαδή και σ’ αυτόν της μέχρι τότε αποκλειστικής χρήσης της ενάγουσας, από όπου διέρχονταν με τα αυτοκίνητά τους ή στάθμευαν αυτά, άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα στις σχέσεις τους. Ως εκ τούτου η προηγούμενη απόφασή τους ρύθμισης χρήσης του κοινού στερήθηκε του απαιτούμενου δικαιοπρακτικού της θεμελίου, που ήταν η κατ’ εξοχήν ιδιωτική χρήση από τις διαδίκους και τα μέλη των οικογενειών τους και παρίσταται πλέον ανάγκη να γίνει επανακαθορισμός της χρήσης του κοινού από το δικαστήριο, εφόσον πλέον οι σχέσεις των δύο αδελφών είναι ιδιαίτερα οξυμένες και αυτές αδυνατούν να συμφωνήσουν σε ένα κοινά αποδεκτό τρόπο χρήσης αυτού. Λαμβανομένου δε υπ’ όψη ότι στο εξής η πρόσβαση στο ακίνητο δεν θα γίνεται από το ρέμα, όπως αμφότερες οι διάδικοι προτείνουν, που αποτελούσε και σημείο ιδιαίτερης αντιπαράθεσης μεταξύ τους, αλλά από το πίσω μέρος του όλου ακινήτου, όπως προεκτέθηκε, κατά τα λοιπά προκρίνεται ότι πλέον πρόσφορος και προσήκων τρόπος χρήσης του κοινού είναι ο προτεινόμενος από την ενάγουσα, ήτοι ο νοητός διαχωρισμός του όλου ακινήτου σε δύο τμήματα, των οποίων καθεμία θα κάνει αποκλειστική χρήση, ήτοι το βόρειο – ανατολικό – δυτικό τμήμα, του οποίου θα κάνει αποκλειστική χρήση η ενάγουσα και το νότιο – ανατολικό – δυτικό τμήμα, του οποίου θα κάνει αποκλειστική χρήση η εναγόμενη και αποτυπώνεται στο από Ιουλίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Δ.Ν., με τη μόνη διαφοροποίηση ότι ο διαχωρισμός του ακαλύπτου χώρου έμπροσθεν των κατοικιών μέχρι το ρέμα θα γίνεται βάσει νοητής ευθείας γραμμής που θα ξεκινά από το σημείο Α11 του άνω τοπογραφικού, φθάνοντας όμως βορειότερα στο σημείο, όπου υπάρχει ο βόθρος, που χρησιμοποιείται από την εναγόμενη, θα κάμπτεται με τεθλασμένη γραμμή προς τα δεξιά ώστε να συμπεριληφθεί στο χώρο αποκλειστικής χρήσης της εναγόμενης το σημείο, όπου υπάρχει ο βόθρος και θα συνεχίζει ακολούθως ευθεία μέχρι την κατοικία της εναγόμενης και σε απόσταση δύο μέτρων από το άκρο αυτής, ώστε τα σημεία Μ5 – Μ6 του άνω τοπογραφικού να απέχουν μεταξύ τους μόνον κατά 2 και όχι 4,5 μέτρα. Η ρύθμιση αυτή επιβάλλεται καθόσον, αφού πρόκειται περί καθορισμού ορίων χρήσης και όχι περί διανομής, η εναγόμενη δεν θα υποβληθεί στη σημαντική δαπάνη που απαιτείται για τη μεταφορά του βόθρου αφενός και αφετέρου ο αποκλειστικής χρήσης της ενάγουσας χώρος θα καλύπτει τον έμπροσθεν της βεράντας της κατοικίας της εναγόμενης χώρο μόνον κατά δύο μέτρα, ενώ η χρήση του όπισθεν των κατοικιών χώρου, αφαιρουμένου του χώρου του ιδιωτικού δρόμου που θα δημιουργηθεί, θα γίνεται, όπως αποτυπώνεται στο από Ιουλίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του Δ.Ν.. Κατ’ αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται ώστε καθεμία των διαδίκων να κάνει αποκλειστική χρήση τμήματος του κοινού, περίπου ανάλογου της ιδανικής μερίδας που αντιστοιχεί στην καθεμία και να αμβλύνονται κατά το δυνατόν οι διαφορές τους, που αποτελούσαν το λόγο αντιπαραθέσεων και ερίδων μεταξύ τους. Ως εκ τούτου θα πρέπει να γίνουν δεκτές κατά ένα μέρος ως βάσιμες και κατ’ ουσίαν η αγωγή και η δια των προτάσεων ασκηθείσα ανταγωγή από την εναγόμενη και να καθορισθεί ο τρόπος χρήσης του κοινού ακινήτου κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό της παρούσας τρόπο …