467/2014 ΤρΕφΛαρ (αντέφεση – ένσταση κατάχρησης δικαιώματος – αγωγή διανομής)

467/2014                                                               

Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου

Εισηγήτρια: Μαρία-Μάριον Δερεχάνη

Δικηγόροι: Παύλος Σφέτσιος, Αθαν. Αντωνόπουλος

 

Έννομο συμφέρον νικήσαντος διαδίκου, του οποίου έγινε δεκτός ο επικουρικός και απορρίφθηκε ο κύριος ισχυρισμός, για άσκηση αντέφεσης προς συμπλήρωση της αιτιολογίας ώστε να γίνει δεκτός και ο κύριος ισχυρισμός του, έστω και αν από τις αιτιολογίες δεν δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο, διότι με τη συμπλήρωση ενδοδιαδικαστικώς ισχυροποιείται η ευνοϊκή απόφαση αφού πλέον για αναίρεσή της απαιτείται προσβολή και της κύριας και της επικουρικής αιτιολογίας.

Επί αντέφεσης μη ανάγκη παραβόλου έφεσης.

Επί ένστασης κατάχρησης δικαιώματος πρέπει να προταθούν κατά την πρωτόδικη συζήτηση τα θεμελιωτικά περιστατικά με επίκληση της εξ αυτών κατάχρησης και αίτημα απόρριψης της αγωγής και για την αιτία αυτή, που καλύπτεται από το γενικό αίτημα του εναγομένου για αποδοχή όλων των ισχυρισμών του και απόρριψη της αγωγής.

Καταχρηστική αγωγή διανομής ενόψει πολυετούς κατοχής από κάθε διάδικο, ως αποκλειστικού κυρίου, του ληφθέντος βάσει άτυπης διανομής τμήματος, περίφραξής του και αξιοποίησης με ανέγερση οικοδομών με δαπάνες καθενός, υπό τα όμματα και εν γνώσει όλων, χωρίς διαμαρτυρία.

 

Για την άσκηση αντεφέσεως κατ’ άρθρο 523 ΚΠολΔ, απαιτείται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Ο νικήσας διάδικος, του οποίου έγινε δεκτός ο επικουρικός και απορρίφθηκε ο κύριος υπερασπιστικός ισχυρισμός, έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει αντέφεση, ζητώντας την αντικατάσταση, με την έννοια της συμπληρώσεως, της αιτιολογίας, προκειμένου να γίνει δεκτός και ο κύριος ισχυρισμός του, και μάλιστα έστω και αν από τις αιτιολογίες δεν δημιουργείται δυσμενές γι’ αυτόν δεδικασμένο. Διότι με την επιδιωκόμενη συμπλήρωση ενδοδιαδικαστικώς ισχυροποιείται η ευνοϊκή γι’ αυτόν απόφαση, αφού πλέον για την αναίρεσή της απαιτείται η επιτυχής προσβολή αμφοτέρων των αιτιολογιών, ήτοι τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής (ΑΠ 2055/2009 ΝοΒ 2010. 1217).

Εν προκειμένω, οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι, άσκησαν, με το από 12.9.2013 ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (αριθμ. εκθ. κατ. 6/16.9.2013) και επιδόθηκε στις εκκαλούσες τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της εφέσεως  (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/1.10.2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Α. Δ.), αντέφεση (άρθρο 523 ΚΠολΔ). Για την άσκηση της αντεφέσεως δεν απαιτείται η καταβολή του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 και ισχύει από 2.4.2012 σύμφωνα με το άρθρο 112 του νόμου αυτού, για την άσκηση της εφέσεως παραβόλου, ενόψει του παρεπόμενου χαρακτήρα της έναντι της εφέσεως (ΟλΑΠ 180/1979 ΝοΒ 27. 1113, ΕφΘεσ 2224/2009 Αρμ 2010. 1677, Ν. Νίκας ΠολΔικ ΙΙΙ σ. 208), καθόσον προϋποθέτει την άσκηση αυτής (εφέσεως) και αναφέρεται στα κεφάλαια που προσβάλλονται με αυτή ή συνέχονται αναγκαστικά με αυτά (άρθρο 523 ΚΠολΔ). Η αντέφεση ως προς τον πρώτο λόγο της, με τον οποίο οι νικήσαντες εναγόμενοι παραπονούνται για τη σιωπηρή απόρριψη από την εκκαλούμενη απόφαση της προταθείσας, ως κύριο υπερασπιστικό ισχυρισμό τους, κατά της εναντίον τους αγωγής των εκκαλουσών περί διανομής κοινού ακινήτου, ενστάσεώς τους περί καταλύσεως της κοινωνίας συγκυριότητος επί του επιδίκου ακινήτου λόγω επακολουθήσασας ατύπου διανομής αυτού (ενώ έγινε δεκτός ο επικουρικώς προταθείς ισχυρισμός τους περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγουσών και οι τελευταίες εφεσιβάλλουν την απόφαση ως προς το σχετικό κεφάλαιο), είναι παραδεκτή (άρθρο 523 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενόψει και του ότι οι αντεκκαλούντες, σύμφωνα με τα προπαρατιθέμενα στη μείζονα σκέψη, έχουν έννομο συμφέρον για την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με την παραδοχή άλλων κυρίως προταθέντων, επωφελέστερων, κατ’ αυτούς, γι’ αυτούς, ενστάσεων. Όμως, η αντέφεση, ως προς το δεύτερο λόγο της, κατά τον οποίο η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί κατ’ αποδοχήν της επικουρικώς προταθείσας ενστάσεώς τους περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος των εναγουσών (281 ΑΚ), είναι απαράδεκτη και απορριπτέα, ελλείψει εννόμου συμφέροντος των αντεκκαλούντων προς άσκηση αυτής (άρθρα 68 και 516 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι η αγωγή απορρίφθηκε κατ’ αποδοχήν της ανωτέρω ενστάσεώς τους (281 ΑΚ). Επομένως, η αντέφεση, καθ’ ο μέρος κρίθηκε παραδεκτή, πρέπει να συνεκδικαστεί με την έφεση λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί η βασιμότητα του ως άνω (πρώτου)  λόγου της.

Οι ήδη εκκαλούσες – αντεφεσίβλητες, με την από 11.11.2008 (αριθ. εκθ. κατ. 189/21.11.08), ένδικη αγωγή τους, την οποία απηύθυναν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας κατά των ήδη εφεσιβλήτων – αντεκκαλούντων, αφού ισχυρίσθηκαν ότι είναι συγκύριοι (κατά παράγωγο τρόπο) με τους εναγομένους κατά τα αναφερόμενα ιδανικά μέρη ενός ακινήτου (οικοπέδου), κειμένου στο δημοτικό διαμέρισμα Ξ. του Δήμου Μ.του Ν. Κ. και ότι οι εναγόμενοι δεν συμφωνούν για την εξώδικη διανομή του, ζήτησαν να διαταχθεί δικαστικά η λύση της μεταξύ τους κοινωνίας με αυτούσια διανομή του κοινού [ήτοι με τη διαίρεση του κοινού σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες εκάστου των κοινωνών, άλλως με τη σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων (κάθετης ιδιοκτησίας)] και επικουρικά, αν αυτή είναι αδύνατη ή ασύμφορη, με τον εκπλειστηριασμό του κοινού και διανομή του πλειστηριάσματος. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλούμενη απόφαση (95/2010) του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατ’ αποδοχήν της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση και αντέφεση και τους λόγους που διαλαμβάνονται σ’ αυτές οι ενάγουσες και οι εναγόμενοι αντιστοίχως για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αμφότεροι και επιπροσθέτως για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου οι πρώτες, επιδιώκοντας οι μεν εκκαλούσες την εξαφάνισή της ώστε να γίνει εξολοκλήρου δεκτή η αγωγή τους, οι δε αντεκκαλούντες την αντικατάσταση των αιτιολογιών της ώστε να απορριφθεί η αγωγή πρωτίστως κατ’ αποδοχήν της κυρίως προταθείσας αναφερόμενης ενστάσεώς τους.

Από τις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 και 269 παρ. 2 περ. α’ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, συνάγεται ότι για την πληρότητα της ένστασης που έχει έρεισμα την τελευταία, εντεύθεν δε για το παραδεκτό αυτής, πρέπει αφενός να προταθούν κατά την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης από τον εναγόμενο που ζητεί την απόρριψη της αγωγής τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση και να γίνει επίκληση της κατάχρησης που προκύπτει από τα περιστατικά αυτά και αφετέρου να διατυπώνεται και αίτημα απόρριψης της αγωγής και για την αιτία αυτή (ΟλΑΠ 472/1983, ΑΠ 65/2005 Δνη 2005. 764). Το αίτημα αυτό είναι δυνατό να καλυφθεί από το περιεχόμενο, κατά κανόνα στην κατακλείδα των προτάσεων, γενικό αίτημα του εναγομένου, για αποδοχή όλων των ισχυρισμών του και την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 496/2007 ΕΠολΔ 2008. 66).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι (εναγόμενοι), με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις τους, αμυνόμενοι κατά της εναντίον τους αγωγής των εκκαλουσών περί διανομής κοινού ακινήτου, προέβαλαν ένσταση καταχρηστικής άσκησης του σχετικού δικαιώματος των εκκαλουσών, αναφέροντας συγκεκριμένα περιστατικά και δη ότι δυνάμει ατύπου συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων περί διανομής του κοινού ακινήτου καθένας εξ αυτών έλαβε αντίστοιχο του ποσοστού συγκυριότητός του τμήμα του επικοίνου ακινήτου και έκτοτε το κατέχει, χωρίς καμία εναντίωση ή αμφισβήτηση κανενός των διαδίκων, η δε πρώτη εκκαλούσα και ο πρώτος εξ αυτών ανήγειραν στα κατ’ αυτόν τον τρόπο περιερχόμενα σ’ αυτούς τμήματα οικίες δαπανώντας σημαντικά χρηματικά ποσά και επικαλούμενοι την λόγω αυτών καταχρηστικότητα της αγωγής, ζήτησαν με το αιτητικό των εν λόγω προτάσεών τους την παραδοχή αυτών και την απόρριψη της ένδικης αγωγής. Με τον τρόπο αυτό η άνω εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση των εφεσιβλήτων περιείχε όλα τα κατά νόμο στοιχεία για το ορισμένο της προβολής της και η εκκαλούμενη απόφαση που την έκρινε ορισμένη, ορθά εφήρμοσε το νόμο και ο πρώτος λόγος εφέσεως, που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 12,5% κάθε μία εκ των δύο εναγουσών και της δεύτερης εναγομένης και 62,5% ο πρώτος εναγόμενος του με αριθμό … οικοπέδου, εκτάσεως 1.284,97 τμ, που βρίσκεται στο δημοτικό διαμέρισμα Ξ. του Δήμου Μ. του Νομού Κ. και συνορεύει βόρεια, σε πλευρά μήκους 30,58 μ., με δημοτική οδό, νότια, σε ίση πλευρά μήκους, με ιδιοκτησία κληρονόμων Ε. Τ., ανατολικά σε πλευρά μήκους 40,02 μ. με δημοτική οδό και δυτικά, σε ίση πλευρά μήκους, με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Τ.. Απέκτησαν τη συγκυριότητά τους αυτή δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/1987 συμβολαίου διανομής της Συμβολαιογράφου Β.Α. – Τ., που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κ.. στον τόμο … και με αριθμό μεταγραφής …στις 17.9.1987. Η συγκυριότητα αυτή, κατ’ αρχάς, συνομολογείται από τους διαδίκους. Και ναι μεν οι εναγόμενοι με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις τους ισχυρίστηκαν ότι περί το τέλος του ως άνω έτους 1987 όλοι οι διάδικοι συμφώνησαν και διένειμαν ατύπως το ως άνω κοινό οικόπεδο σε δύο μέρη, το μεν πρώτο, προς το νότιο μέρος του οικοπέδου, ανάλογο της μερίδος του πρώτου εξ αυτών (εναγομένων) και το δεύτερο, προς το βόρειο μέρος του οικοπέδου, ανάλογο της μερίδος όλων των λοιπών συγκυρίων (εναγουσών και δεύτερης εναγομένης), οι οποίες περαιτέρω διένειμαν ατύπως αυτό σε τρία ίσα τμήματα κατά το σύστημα της καθέτου ιδιοκτησίας και έλαβε η κάθε μια το αντίστοιχο τμήμα, σε εκείνα δε των τμημάτων που έλαβε ο πρώτος εναγόμενος και η πρώτη εναγομένη έκτισαν ο καθένας εξ αυτών οικία και έτσι κατέστησαν κύριοι των ως άνω τμημάτων. Ο ισχυρισμός τους όμως αυτός, ως καταλυτικός του αγωγικού δικαιώματος της συγκυριότητας των διαδίκων, είναι αόριστος και τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν είναι ικανά να οδηγήσουν σε κατάλυση της ως άνω συνομολογούμενης συγκυριότητος επί του επιδίκου ακινήτου, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται περαιτέρω ότι επί των διακεκριμένων τμημάτων του οικοπέδου που επακολούθησαν της ατύπου διανομής άσκησαν καθένας εξ αυτών διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου επί εικοσαετία ώστε να καταστούν αντιστοίχως κύριοι αυτών διά εκτάκτου χρησικτησίας και να λυθεί έτσι η κοινωνία συγκυριότητος. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, που δέχθηκε ότι υφίσταται συγκυριότητα μεταξύ των διαδίκων κατά τα ανωτέρω ποσοστά εξ αδιαιρέτου επί του διανεμητέου ακινήτου και απέρριψε, έστω και σιωπηρά τον ανωτέρω ισχυρισμό των εναγομένων, ορθά έκρινε και ο μοναδικός παραδεκτός λόγος της αντεφέσεώς τους (πρώτος) που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ως και η αντέφεση στο σύνολό της.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι λίγο καιρό μετά την υπογραφή του εν λόγω συμβολαίου, περί το τέλος του αυτού έτους (1987), οι διάδικοι, οι οποίο είναι μεταξύ τους αδέλφια, προέβησαν σε άτυπη διανομή του ως άνω ακινήτου, δυνάμει της οποίας κάθε ένας έλαβε τμήμα αυτού ανάλογο του ποσοστού συγκυριότητός του, όπως κατά το παρελθόν είχε υποδείξει ο πατέρας τους Θ. Λ. και συγκριμένα η πρώτη ενάγουσα έλαβε τμήμα περί τα 160 τμ στη βορειοανατολική γωνία του επικοίνου, το οποίο συνορεύει ανατολικά σε πλευρά μήκους 10 μ. περίπου με δημοτική οδό και βόρεια σε πλευρά 16 μ. περίπου με άλλη δημοτική οδό, η δεύτερη ενάγουσα έλαβε ίσο τμήμα του ανωτέρω και όμορο προς τη νότια πλευρά αυτού, συνορευόμενο ανατολικά σε πλευρά μήκους 10 μ. περίπου με δημοτική οδό και βόρεια σε πλευρά μήκους 16 μ. περίπου με το περιελθόν τμήμα στην πρώτη ενάγουσα, η δεύτερη εναγομένη έλαβε επίσης, ίσο των ανωτέρω, τμήμα, στη βορειοδυτική πλευρά του όλου ακινήτου, το οποίο συνορεύει βόρεια σε πλευρά μήκους 14 μ. περίπου με δημοτική οδό και ανατολικά με το τμήμα που περιήλθε στην πρώτη ενάγουσα και εν μέρει με εκείνο που περιήλθε στην δεύτερη ενάγουσα και ο πρώτος εναγόμενος έλαβε το υπόλοιπο τμήμα του ακινήτου, το οποίο αντιστοιχούσε στο ποσοστό συγκυριότητάς του, στο νότιο μέρος του όλου ακινήτου, συνορευόμενο βόρεια με τα τμήματα που περιήλθαν στις δεύτερη ενάγουσα και δεύτερη εναγομένη και ανατολικά σε πλευρά μήκους 22 μ. περίπου με δημοτική οδό. Έκτοτε, κάθε διάδικος παρέλαβε και κατέχει ως αποκλειστικός κύριος το αντίστοιχο τμήμα, τα οποία μάλιστα οι ενάγουσες και περιέφραξαν, οι δε πρώτη ενάγουσα και πρώτος εναγόμενος προέβησαν σε ανέγερση οικιών στο περιελθόν σε έκαστο εξ αυτών τμήμα αντιστοίχως, δαπανώντας σημαντικά χρηματικά ποσά και τούτα υπό τα όμματα όλων των διαδίκων χωρίς καμία διαμαρτυρία η αμφισβήτηση από μέρους κανενός.

Ενόψει των ανωτέρω, η, βάσει της ανωτέρω μεταξύ των διαδίκων άτυπης συμφωνίας διανομής του επικοίνου ακινήτου, επί τόσο μακρό χρόνο, κατοχή εκ μέρους των διαδίκων, χωριστά από τον καθένα, ως αποκλειστικών κυρίων, των τμημάτων του ακινήτου που έλαβε καθένας βάσει της άτυπης αυτής συμφωνίας τους διανομής, η περίφραξη των ως άνω τμημάτων και η αξιοποίηση τινών εξ αυτών με την ανέγερση των ανωτέρω οικοδομών με δαπάνες εκάστου των προαναφερόμενων, κάτω από τα βλέμματα και εν γνώσει όλων τους, χωρίς καμιά εκ μέρους τους διαμαρτυρία ή αμφισβήτηση, δημιούργησε εύλογα στους εναγόμενους την πεποίθηση ότι οι ενάγουσες δεν θα ασκούσαν πλέον το επιδιωκόμενο με την αγωγή δικαίωμά τους διανομής του κοινού ακινήτου, με αποτέλεσμα η άσκηση αυτού με την ένδικη αγωγή να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Έπρεπε, επομένως, να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), που επικουρικά είχαν προτείνει οι εναγόμενοι, και να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η εκκαλούμενη απόφαση που έκρινε όμοια με τα παραπάνω και απέρριψε την αγωγή κατ’ αποδοχήν της ανωτέρω ενστάσεως, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο υποστηρίζων τα αντίθετα λόγος εφέσεως είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί….