436/2015 ΜΕφΛαρ (αξίωση διατροφής πρώην συζύγου – κρίση περί δυνατότητας κάλυψης αναγκών με ρευστοποίηση περιουσίας)

436/2015                                                                                                                         

Πρόεδρος: Γλυκερία Καραναστάση

Δικηγόροι: Αθαν. Χαρμάνης, Παναγιώτης Αλεξόπουλος

 

Αξίωση διατροφής πρώην συζύγου επί ανεπάρκειας εισοδημάτων ή περιουσίας του και, επιπροσθέτως, αδυναμίας έναρξης ή συνέχισης επαγγέλματος ή ύπαρξης λόγων επιείκειας κατά το χρόνο έκδοσης διαζυγίου. Απαιτείται ευπορία του υπόχρεου και απορία του δικαιούχου διό μπορεί, ενόψει συνθηκών, να δικαιούται διατροφής ο πληρών μία εκ των άνω πρόσθετων προϋποθέσεων (αδυναμία επαγγέλματος ή λόγοι επιείκειας), έστω και αν έχει περιουσία εφόσον το προϊόν ρευστοποίησής της με τα τυχόν περιορισμένα εισοδήματά του δεν επαρκούν για κάλυψη των βιοτικών αναγκών. Δυνάμει της αρχής της επιείκειας, μη εκποίηση μικρής έκτασης απρόσοδων περιουσιακών στοιχείων αν η διατήρησή τους επιβάλλεται εκ λόγων πρόνοιας προς αντιμετώπιση έκτακτης μελλοντικής οικονομικής ανάγκης. Κρίση περί δυνατότητας κάλυψης των συνήθων αναγκών διαβίωσης αλλά και των τυχόν έκτακτων τοιαύτων εκ των εισοδημάτων και εκ της οικονομικά συμφέρουσας ρευστοποίησης μέρους των περιουσιακών στοιχείων

 

{…} Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1442 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 16 του ν. 1329/1983: «εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλον: 1) αν κατά την έκδοση του διαζυγίου βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίσει από αυτή τη διατροφή του, 2) αν έχει την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου και γι’ αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, 3) αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, 4) σε κάθε άλλη περίπτωση όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση διαζυγίου, επιβάλλεται για λόγους επιείκειας». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η μεν βασική προϋπόθεση της αξιώσεως διατροφής, ήτοι «η αδυναμία εξασφαλίσεως της διατροφής, του πρώην συζύγου από τα εισοδήματα ή την περιουσία του», πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της πρώτης συζητήσεως της αγωγής διατροφής, η δε πρόσθετη προϋπόθεση της αδυναμίας ενάρξεως ή συνεχίσεως της ασκήσεως επαγγέλματος (1442 § 1 ΑΚ) ή της υπάρξεως λόγων επιείκειας για την παροχή διατροφής (1442 αρ. 4 ΑΚ) πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο «εκδόσεως του διαζυγίου».

Περαιτέρω, από την ίδια αυτή διάταξη, συνδυασμένη και με το επόμενο άρθρο 1443 εδ. α ΑΚ, όπως και αυτό ισχύει μετά το ν. 1329/1983, που ορίζει ότι οι διατάξεις των άρθρων 1487, 1493, 1494, και 1498 ΑΚ εφαρμόζονται αναλόγως και για το δικαίωμα διατροφής μετά το διαζύγιο, συνάγεται, ότι η αξίωση διατροφής μετά το διαζύγιο παρέχεται μόνον όταν η διατροφή δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς, ώστε ο πρώην σύζυγος να μη μείνει αβοήθητος, όταν δεν μπορεί με τα εισοδήματα, την περιουσία ή το δυνάμενο να ασκηθεί από αυτόν επάγγελμα, να καλύψει τις ανάγκες διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις, μετά το διαζύγιο, συνθήκες της ζωής του. Συνεπώς, βασικές προϋποθέσεις για τη γέννηση του δικαιώματος διατροφής διαζευγμένου συζύγου, είναι, αφενός η ευπορία του υπόχρεου, η οποία πρέπει, κατά το άρθρο 1487, σε συνδυασμό με το άρθρο 1443 εδ. α` ΑΚ, να υπάρχει κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται διατροφή και αφετέρου η απορία του δικαιούχου. Έτσι, είναι δυνατόν, ενόψει όλων των συνθηκών ηλικίας, υγείας, ικανότητος ή δυνατότητος προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς ζωής του πρώην συζύγου, συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υπόχρεου, να γεννηθεί δικαίωμα διατροφής, όταν ο πρώτος, που στο πρόσωπο του συντρέχει μία των προαναφερθεισών προσθέτων προϋποθέσεων (κατά το χρόνο εκδόσεως του διαζυγίου αδυναμία ασκήσεως ή συνεχίσεως επαγγέλματος ή ύπαρξη λόγων επιείκειας), έχει περιουσία, το προϊόν όμως ρευστοποιήσεως της οποίας, μαζί με τα τυχόν υπάρχοντα περιορισμένα εισοδήματά του, δεν επαρκούν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, για συνολική κάλυψη των βιοτικών αναγκών. Ενώ περαιτέρω, με βάση τη διέπουσα το θεσμό, αρχή της επιείκειας, δεν δύναται να αξιωθεί η εκποίηση μικρής εκτάσεως απρόσοδων περιουσιακών στοιχείων, οσάκις η διατήρησή τους επιβάλλεται από λόγους πρόνοιας, προς εξασφάλιση το ιδιόκτητου, τέως συζύγου, στο μέλλον για αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης (ΑΠ 228/2000, ΑΠ 868/2004, ΑΠ 88/2006). Η ανυπαρξία πάντως εισοδημάτων ή περιουσίας στο πρόσωπο του πρώην συζύγου δεν του παρέχει αυτή και μόνον το δικαίωμα να ζητήσει διατροφή από τον άλλο, διότι έχει υποχρέωση να εξασφαλίσει εργασία, ώστε να διατρέφεται εκ του προϊόντος αυτής και μόνον όταν δεν μπορεί να εργασθεί λόγω συνδρομής των προαναφερθεισών περιπτώσεων 1 και 2 του άρθρου 1442 ΑΚ, ή κάποιος από τις λοιπές περιπτώσεις (3 και 4) που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, δικαιούται να ζητήσει διατροφή (ΑΠ 1306/1993 Δνη 36. 149, ΑΠ 1473/1990 Δνη 33. 129, ΕφΑθ 5858/2001 Δνη 43. 793, ΕφΑθ 4204/1998 Δνη 39. 1355, ΕφΑθ 1604/1995 Δνη 37. 1120, ΕφΑθ 412/1990 Δνη 31. 1325) {…}.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων … αποδείχθηκαν τα παρακάτω: Οι διάδικοι συνήλθαν, στη Σ., σε νόμιμο γάμο, κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 12.12.1993. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο (2) τέκνα, τον ήδη ενήλικο Ε., ο οποίος γεννήθηκε στις 13.04.1994 και το Δ. – Π., ο οποίος γεννήθηκε στις 22.07.1997. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε οριστικά το έτος 2001 και ακολούθως, κατόπιν αγωγών της ενάγουσας, εκδόθηκαν οι 261/2002 και 72/2004 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την πρώτη  από τις οποίες ανατέθηκε αποκλειστικά στην ενάγουσα η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του παραπάνω ανήλικου τέκνου τους Δ. – Π. και με αμφότερες υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει ως διατροφή της ίδιας ατομικά και του τελευταίου (ανήλικου τέκνου) για διαφορετικά κάθε φορά χρονικό διάστημα, τα ποσά των 440 και 690,44 Ε και 250 και 530 Ε, αντίστοιχα. Ήδη ο γάμος των διαδίκων λύθηκε συναινετικά με την 506/2004 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου και εν συνεχεία η ενάγουσα άσκησε αγωγές διατροφής για την ίδια ατομικά, μετά τη λύση του γάμου, καθώς και για λογαριασμό του παραπάνω ανήλικου τέκνου τους, επί των οποίων εκδόθηκαν, μετά από ομολογία του εναγομένου, οι 148/2006 και 41/2010 αποφάσεις του ίδιου ως άνω δικαστηρίου, με τις οποίες υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει ως διατροφή για την ίδια ατομικά, καθώς για το ανήλικο τέκνο τους, για διαφορετικό κάθε φορά χρονικό διάστημα, τα ποσά των 250 και 700 Ε και 300 και 850 Ε, αντίστοιχα. Όπως αποδείχθηκε, περαιτέρω, η ενάγουσα καθ΄όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο, δεν εργαζόταν παρά ασχολούνταν με τη φροντίδα του συζυγικού οίκου, του συζύγου της και  την ανατροφή των παιδιών τους. Κατά την λύση  του γάμου τους ήταν 32 ετών, απόφοιτος γυμνασίου και υγιής, ενώ ήδη κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής διένυε το 41ο έτος της  ηλικίας της και απεφοίτησε και από το Λύκειο. Ωστόσο, όμως, αυτή, λόγω της ανυπαρξίας στο πρόσωπό της επαγγελματικών γνώσεων, παρά την προσπάθεια που κατέβαλε να αποφοιτήσει από το Λύκειο, αλλά και της στενότητας στην αγορά εργασίας, όπου, όπως είναι κοινώς γνωστό, τα ανειδίκευτα άτομα της ηλικίας και του φύλλου της, αντιμετωπίζουν οξύτατο πρόβλημα ανεργίας, αλλά και του ότι είναι επιφορτισμένη με την ανατροφή και επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της, το οποίο, μολονότι κατά την έναρξη του επίδικου χρονικού διαστήματος (1.1.2013) διένυε το 16ο έτος της ηλικίας του, εν τούτοις λόγω του ότι πάσχει εκ γενετής από σύνδρομο DOWN, έχει αυξημένες ανάγκες περιποίησης και φροντίδας, ευρίσκεται σε αδυναμία ν΄ αναλάβει σταθερή επαγγελματική ενασχόληση, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες διαβίωσής της, αδυναμία η οποία υπήρχε ήδη, λόγω των κατά τα άνω αιτιών, από την αμετάκλητη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο. Διαμένει μαζί με το ανήλικο τέκνο της σε διαμέρισμα του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, πολυώροφης οικοδομής, κείμενης επί της οδού Ζ. στο Β., εμβαδού 84,25 τμ, το οποίο αγόρασε το έτος 2005, δυνάμει του υπ΄αριθμ…./22.06.2005 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ι.Π., με αναγραφόμενο τίμημα 62.000,00 Ε, ενώ, επιπλέον, με το από …/22.06.2005 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, της παραχωρήθηκε η αποκλειστική χρήση των με  στοιχεία Ρ-4 και Ρ-5 χώρων στάθμευσης αυτοκινήτου του ακάλυπτου χώρου της ανωτέρω οικοδομής, εμβαδού εκάστου 10,12 τμ και της μεταβιβάστηκε η κυριότητα της με στοιχεία ΑΠ-6 αποθήκης του υπογείου, εμβαδού 4,85 τμ, με αναγραφόμενο τίμημα 1.800,00 Ε. Επίσης, έχει στην κυριότητά της, στη Σ.Μ.:α. ένα οικόπεδο στη θέση «Ε.», επί της οδού Κ. αρ. …, εμβαδού 396 τμ, επί του οποίου υφίσταται ισόγειο κτίσμα συνολικού εμβαδού 230,00 τμ περίπου, το οποίο αποτελείται από δύο χώρους, επιφάνειας 60 τμ και 170 τμ, από τους οποίους τον δεύτερο τον χρησιμοποιεί ως εξοχική κατοικία αυτής και των τέκνων της, συνολικής αντικειμενικής αξίας 143.242,70 Ε (βλ. σχτ. τα από 20.03.2013 φύλλα υπολογισμού αξίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Ε. Ζ.), β. ένα αγροτεμάχιο στη θέση «Π.Α.», εμβαδού 2.115 τμ, γ. ένα ελαιώνα στη θέση «Α.Κ.», εμβαδού 3.496 τμ, και δ. ένα οικόπεδο στην ίδια πιο πάνω θέση, εμβαδού 266,00 τμ, συνολικής αξίας 100.000,00 Ε (βλ. σχτ. το υπ΄αριθμ. πρωτ. …/27.12.2012 πιστοποιητικό κτηματολογικών εγγραφών του Κτηματολογικού Γραφείου Σ.). Όπως, περαιτέρω, αποδείχθηκε η ενάγουσα έχει διαμορφώσει τον ανωτέρω χώρο των 60 τμ του με στοιχείο (α) ισόγειου κτίσματος, σε δύο ενοικιαζόμενα δωμάτια, από την εκμίσθωση των οποίων σε τουρίστες, κατά το χρονικό διάστημα από 15.06 έως 15.09 κάθε έτους, αποκομίζει τουλάχιστον ετησίως το ποσό των 7.440 Ε (40 Ε το δωμάτιο Χ 93 ημέρες). Τα ανωτέρω περί της ενοικίασης του ως άνω χώρου αποδεικνύονται από την αρκούντως πειστική κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, καθώς αυτή επιβεβαιώνεται και από τις προσκομιζόμενες με επίκληση αναρτήσεις στα διαδίκτυο περί ενοικίασης δωματίων από την ενάγουσα, ενώ τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την ενάγουσα ότι το ανωτέρω κτίσμα  ανήκει κατ΄επικαρπία στη μητέρα της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθώς δεν προσκομίζεται εκ μέρους αυτής συμβόλαιο προς επίρρωση του ισχυρισμού της αυτού. Ενώ περαιτέρω δεν αποδείχθηκε, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, ότι αυτή έχει προβεί σε ανάλογη διαμόρφωση και τμήματος επιφάνειας 80 τμ του πιο πάνω χώρου των 170 τμ και ότι εκμισθώνει και αυτόν. Διαθέτει ένα Ι.Χ. επιβατικό αυτοκίνητο, εργοστασίου «CITROEN», τύπου «C3», 1360 c.c., με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας την 4.10.2004, το οποίο χρησιμοποιεί για τις μετακινήσεις της ίδιας και του ανήλικου τέκνου της. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η ενάγουσα, η οποία και δεν βαρύνεται κατά νόμο με τη διατροφή τρίτων προσώπων, πλην του ανήλικου τέκνου της, ενώ εν προκειμένω πρέπει να επισημανθεί ότι το οικογενειακό επίδομα που αυτή λαμβάνει από το Ε.Λ.Ο.Ε.Ν. και ανέρχεται για τα δύο παιδιά της ετησίως στο ποσό των 757,80 Ε [4,21 Ε ημερησίως Χ 30 ημ. ασφάλισης του εναγομένου στο Ν.Α.Τ. Χ 6 μήνες που αυτός εργάζεται βλ. σχετ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 5431.3/1/28.3.2012 έγγραφο της Γ.Γ. Ναυτιλίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας & Ναυτιλίας) αποτελεί εισόδημα των τέκνων των διαδίκων και όχι της ενάγουσας. Διαμένει μαζί με το ανήλικο τέκνο της στην προρρηθείσα ιδιόκτητη κατοικία της στο Β. και έτσι απαλλάσσεται από δαπάνες στέγασης, συμμετέχει όμως στις αναλογούσες σε αυτή δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης της κατοικίας (π.χ. ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού, τηλεφωνίας κ.λ.π.). Κατά τα λοιπά οι δαπάνες διαβίωσής της είναι οι συνήθεις μιας γυναίκας της ηλικίας και της κοινωνικής της θέσης, ενώ το ποσό των 616,36 Ε, που καταβάλει για την εξυπηρέτηση της σύμβασης στεγαστικού δανείου, που έλαβε από την «Ε. Τράπεζα της Ελλάδας Α.Ε.», δεν προαφαιρείται από το εισόδημά της, λαμβάνεται όμως υπόψη  ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας της, καθώς και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής της και ως επιπλέον βιοτική ανάγκη, υπολογιζόμενου στις δαπάνες του ποσού των τόκων και όχι του καταβαλλόμενου ποσού για απόσβεση του κεφαλαίου του δανείου (ΑΠ 837/09 Νόμος, ΕφΔωδ 167/04 Νόμος).

Υπό τα δεδομένα αυτά, και δη του ότι η ενάγουσα είναι ηλικίας 39 ετών και υγιής, διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία, όπου διαμένει με το ανήλικο τέκνο της, εξοχική κατοικία, ακίνητο από το οποίο πορίζεται εισοδήματα ύψους 7.440 Ε ετησίως, καθώς και έτερα ακίνητα (αγροτεμάχια-οικόπεδο, υπό στοιχεία β, γ και δ κατά τα ανωτέρω), τα οποία  μπορεί να εκποιήσει με οικονομικά σύμφορο τρόπο, παρίσταται προφανές ότι αυτή είναι απολύτως σε θέση να καλύψει, εκ των ανωτέρω εισοδημάτων της αλλά και  εκ της ρευστοποιήσεως μέρους των περιουσιακών της στοιχείων, όχι μόνο τις συνήθεις ανάγκες διαβίωσής της, αλλά και τις τυχόν έκτακτες τοιαύτες, τουλάχιστον για το εν προκειμένω κρίσιμο, τριετές, χρονικό διάστημα και συνεπώς δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση αναζήτησης από μέρους της διατροφής παρά του εναγομένου, πρώην συζύγου της, ούτε για λόγους επιείκειας σύμφωνα με τα εκτιθέμενα και στην ανωτέρω υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη και συνεπώς το αίτημά της για διατροφή της ιδίας είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει όλοι οι λόγοι της έφεσης που βάλλουν κατά το κεφάλαιο αυτό να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι {…}.