386/2015 ΜΕφΛαρ (συρροή αξιώσεων από σύμβαση και αδικοπραξία)

386/2015                                                                       

Πρόεδρος: Αντζελίτα Παπαβασιλείου

Δικηγόροι: Νικ. Πατσιαντάς, Δημ. Βούλγαρης

 

Αδικοπραξία η αθέτηση ενοχής μόνο όταν η υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά θα ήταν παράνομη και χωρίς τη σύμβαση, ως προσβάλλουσα δικαίωμα αντιτασσόμενο κατά του ζημιώσαντος. Συρροή αξιώσεων από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, η ικανοποίηση όμως της μίας καθιστά χωρίς αντικείμενο την άλλη, εκτός αν από την τελευταία παρέχεται πρόσθετη προστασία. Από κοινού απάτη επί κοινού δόλου και σύμπραξης στην εκτέλεσή της, όπως επί πραγμάτωσής της με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, δίχως ανάγκη εξειδίκευσης των ενεργειών καθενός. Αιτιώδης συνάφεια όταν η ζημιογόνος πράξη κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις ήταν επαρκής και πρόσφορη να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και το επέφερε.

Απατηλη κακόπιστη συμπεριφορά εναγομένων, που συνειδητά δεν εκπλήρωσαν την προφορική δέσμευσή τους περί προσήκουσας αποπληρωμής των για λογ/σμό τους στην πραγματικότητα ληφθέντων από τον ενάγοντα δανείων, με τη δε αθέμιτη αποσιώπηση της βούλησης μη αποπληρωμής και με επίκληση της ψευδούς διαβεβαίωσης περί καλόπιστης εκ μέρους τους συμπεριφοράς παραπλάνησαν τον ενάγοντα, που προέβη στη σύναψη των άνω συμβάσεων δανείου και σε άμεση μεταβίβαση των χρημάτων στους εναγομένους, με οικονομική ζημία του αφού είναι υπόλογος έναντι της Τράπεζας.

 

1. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσης του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147 – 149 του ίδιου Κώδικα και 386 του Π.Κ., προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε.

Περαιτέρω, η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής και μόνη δεν συνιστά άνευ άλλου και αδικοπραξία, είναι όμως δυνατόν μία υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), με τη οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος, το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και όφειλε αυτός να το σεβαστεί. Οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία είναι δυνατόν να συρρέουν και να ασκηθούν παράλληλα, δεν μπορούν όμως εφόσον αλληλοκαλύπτονται και να ικανοποιηθούν μαζί, αφού η ικανοποίηση της μιας καθιστά χωρίς αντικείμενο την άλλη, εκτός εάν από την τελευταία παρέχεται πρόσθετη έννομη προστασία, μη παρεχόμενη από τη συρρέουσα αντικειμενικά (ΑΠ 1501/2014 Νόμος ). Εξάλλου, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του ΠΚ, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση συγκεκριμένης ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται την πιθανότητα προκλήσεως της ίδιας ζημίας, είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Στην περίπτωση δε της από κοινού τελούμενης απάτης, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 45 ΠΚ, αντικειμενικά μεν απαιτείται σύμπραξη στην εκτέλεση της πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της πράξεως της απάτης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 359/2012 Νόμος ) {…}.

4. Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο ενάγων διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους όλους τους εναγομένους. Αρχικά είχε φιλικές σχέσεις με τους τρίτο και τέταρτη των εναγομένων λόγω ηλικιακής προσέγγισης και στη συνέχεια αυτός δημιούργησε φιλικές σχέσεις και με τον πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, οι οποίοι είναι γονείς του τρίτου και τέταρτης αυτών (εναγομένων). Οι εναγόμενοι είχαν ανάγκη ρευστού λόγω της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας και συγκεκριμένα αυτοί εκμεταλλεύονταν ένα κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (καφετέρια) στο Β. Μ., πλην όμως δεν μπορούσαν να δανειοδοτηθούν από τα τραπεζικά ιδρύματα. Προκειμένου να εξασφαλίσουν την οικονομική ρευστότητά τους, όλοι οι εναγόμενοι από κοινού  έπεισαν τον ενάγοντα να λάβει ο τελευταίος δάνειο, προκειμένου να τους διευκολύνει, καθόσον αυτός (ενάγων) είχε την απαιτούμενη πιστωληπτική ικανότητα, υποσχόμενοι όλοι οι εναγόμενοι την από τους ίδιους άμεση και έγκαιρη καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Ο ενάγων πεισθείς στις διαβεβαιώσεις των εναγομένων περί καλόπιστης τήρησης της συμφωνίας αυτής, κατήρτισε τρεις συμβάσεις δανείου με διάφορα πιστωτικά ιδρύματα. Συγκεκριμένα έλαβε από την τράπεζα E. δυνάμει της από 8.8.2007 συμβάσεως προσωπικό – καταναλωτικό δάνειο με αριθμό λογαριασμού … και πιστωτικό όριο 10.500 Ε, από την Ε. ΤΡΑΠΕΖΑ δυνάμει της υπ΄ αριθμ. … σύμβασης ανοικτού Εθνοδανείου δάνειο ποσού 10.000 Ε και από την Α. Τράπεζα δυνάμει της υπ΄ αριθμ. … σύμβασης δάνειο 3.000 Ε. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έλαβε δύο και όχι ένα δάνειο από την τράπεζα E., ποσού 10.000 Ε και 5.000 Ε. Ωστόσο όμως από τις προσκομιζόμενες δανειακές συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μεταξύ του ενάγοντος και των προαναφερθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων αποδεικνύεται ότι συνήφθησαν οι τρεις ανωτέρω συμβάσεις δανείου και καμία άλλη πλην αυτών. Τα παραπάνω χρηματικά ποσά ο ενάγων παρέδωσε αμέσως στους εναγομένους, οι οποίοι όμως δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους, περί άμεσης και έγκαιρης εκ μέρους τους καταβολής κάθε επιμέρους τοκοχρεωλυτικής δόσης. Οι εναγόμενοι επέδειξαν κακόπιστη συμπεριφορά, καθόσον αυτοί συνειδητά δεν εκπλήρωσαν την προς τον ενάγοντα προφορική δέσμευσή τους περί προσήκουσας αποπληρωμής των, για λογαριασμό τους στην πραγματικότητα ληφθέντων από τον ενάγοντα, δανείων. Οι εναγόμενοι με την αθέμιτη αποσιώπηση της βούλησής τους να μην αποπληρώσουν τα δάνεια, αλλά αντιθέτως με την επίκληση της ψευδεπίγραφης διαβεβαίωσης περί καλόπιστης εκ μέρους τους συμπεριφοράς προκάλεσαν την παραπλάνηση του ενάγοντος, ο οποίος, έχοντας σφαλερή αντίληψη, προέβη στη σύναψη των ανωτέρω συμβάσεων δανείου και στην άμεση μεταβίβαση των χρημάτων, με αποτέλεσμα να υποστεί οικονομική ζημία, καθόσον οικονομικά υπόλογος έναντι των προαναφερθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι ο ίδιος (ενάγων). Ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε έναντι των εναγομένων για την κακόπιστη συμπεριφορά τους και πιο συγκεκριμένα τους απέστειλε την από 21.3.2008 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία καλούσε τους εναγομένους να αποπληρώσουν τα ληφθέντα για λογαριασμό τους δάνεια. Η παραπάνω εξώδικη δήλωση κοινοποιήθηκε σε καθένα από τους εναγομένους στις 24.3.2008, όπως προκύπτει από τις τέσσερις υπ΄ αριθμ. …/24.3.2008 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Χ.Γ.. Η παραπάνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, που συνιστά και αστική απάτη σε βάρος του ενάγοντος, πέραν της περιουσιακής ζημίας του τελευταίου, προκάλεσε σ` αυτόν και ψυχική ταλαιπωρία και στενοχώρια, ένεκα των οποίων αυτός υπέστη και ηθική βλάβη {…}.