337/2013 ΤρΕφΛαρ (μη υποχρεωτική απόπειρα συμβιβασμού κατά το 214Α – παραγραφή αξιώσεων εκ του ν. 146/14 περί αθέμιτου ανταγωνισμού – προϋπόθεση εκκρεμοδικίας η ταυτότητα διαφοράς)

337/2013

Πρόεδρος: Ναπολέων Ζούκας

Εισηγήτρια: Ειρήνη Γκορτσίλα

Δικηγόροι: Ευάγ. Μπουλογεώργος, Παύλος Σφέτσιος

 

Μετά το ν. 3994/11 μη υποχρεωτική απόπειρα συμβιβασμού κατά το 214Α ΚΠολΔ ως όρος παραδεκτού της συζήτησης διαφοράς ιδιωτικού δικαίου στο ΠολΠρωτ.

Επί αξιώσεων προς παράλειψη ή αποζημίωση εκ του ν. 146/14 περί αθέμιτου ανταγωνισμού, 18μηνη παραγραφή αφότου ο έχων αξίωση έλαβε γνώση της πράξης και του υπευθύνου, οπωσδήποτε δε πενταετής από την πράξη. Επί πράξης παραβιάζουσας συγχρόνως τις ειδικές δ/ξεις του άνω νόμου και τη γενική του 914 ΑΚ, εφαρμογή άνω ειδικής παραγραφής.

Προϋπόθεση εκκρεμοδικίας η ταυτότητα διαφοράς , μη υπάρχουσα επί διαφοροποίησης στις δύο αγωγές των παραγωγικών του δικαιώματος γεγονότων, άνευ όμως επιρροής μικρές διαφοροποιήσεις ή αν στη μία αγωγή η κοινή ιστορική βάση διατυπώνεται επικουρικά ή διαζευκτικά. Αυτεπάγγελτη λήψη εκκρεμοδικίας αν προκύπτουν τα στοιχεία αυτής, αλλά και αν πρόκειται για πασίδηλο ή γνωστό στο δικαστήριο γεγονός ή και από αόριστη ένσταση. Διάρκεια εκκρεμοδικίας μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης και αναβίωση με άσκηση έφεσης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής, ή με παραίτηση από το αγωγικό δικόγραφο. Μη λήξη εκκρεμοδικίας επί ματαίωσης συζήτησης, διακοπής δίκης ή μεταβίβασης του επιδίκου.

Αγωγή κατά εταιρίας και νομίμου εκπροσώπου της για αθέμιτο ανταγωνισμό και παράβαση σήματος, με αίτημα την απαγόρευση εμπορίας φιαλών υγραερίου με το σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας, την κατάσχεσή τους και ικανοποίηση ηθικής βλάβης.

Ένσταση εκκρεμοδικίας, λόγω αναβίωσης εκκρεμοδικίας εκ της με το ίδιο άνω περιεχόμενο και αίτημα πρώτης αγωγής με την άσκηση έφεσης κατά της επ΄αυτής εκδοθείσας απόφασης. Άνευ επιρροής η διαφοροποίηση των αγωγών ως προς το χρόνο γνώσης υπό της ενάγουσας των παραβάσεων της εναγομένης. Αναστολή συζήτησης της δεύτερης αγωγής ως προς την εναγόμενη ΑΕ, αλλά και τον συνεναγόμενο – νόμιμο εκπρόσωπό της αφού η ευθύνη του θεμελιώνεται στην άνω ιδιότητά του.

 

{…} Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στην από 21.2.2011 αγωγή που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων (αρ. εκθ. κατάθ. 69/15.3.2011) ισχυρίσθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, που έχει ως αντικείμενο την εμπορία φιαλών υγραερίου και συναφών ειδών, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο δεύτερος εναγόμενος, προμηθεύεται από τρίτους, αλλά και από αντιπροσώπους της φιάλες πλήρεις υγραερίου που φέρουν το σήμα της και, παρά το ότι δεν διαθέτει άδεια διανομής, εμπορεύεται αυτές σε άλλους εμπόρους χονδρικώς, ισχυριζόμενη ψευδώς ότι είναι επίσημος αντιπρόσωπός της, παραβιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προστατευτικές διατάξεις περί σημάτων, των οποίων αυτή είναι δικαιούχος και περί αθεμίτου ανταγωνισμού, δεδομένου ότι δημιουργεί στο καταναλωτικό κοινό την πεπλανημένη εντύπωση ότι είναι ενταγμένη στο δίκτυο διανομής της, εκμεταλλευόμενη το σήμα και τη φήμη της και επιδιώκοντας αθέμιτη προσέλκυση πελατείας αυτής προς ίδιον οικονομικό όφελος. Επικαλούμενη, περαιτέρω, την ενάντια στα χρηστά ήθη προσβολή της εμπορικής φήμης και αξιοπιστίας της, ζήτησε, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να απαγορευτεί στην πρώτη εναγόμενη η καθ’ οιονδήποτε τρόπο διακίνηση, εμπορία και κυκλοφορία των φιαλών υγραερίου, που φέρουν το σήμα και τα διακριτικά της γνωρίσματα, να διαταχθεί η κατάσχεση αυτών, που βρίσκονται εις χείρας της ή τρίτων που τις έχουν προμηθευτεί από αυτή, με απειλή χρηματικής ποινής για την περίπτωση παράβασης της εκδοθησόμενης απόφασης, να διαταχθεί δημοσίευση περίληψης του διατακτικού της απόφασης στον τοπικό τύπο και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, καθώς και το υπαίτιο όργανο αυτής- νόμιμος εκπρόσωπός της – δεύτερος εναγόμενος, εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν το ποσό των 89.960 Ε (επιφυλασσόμενη για τη διεκδίκηση του ποσού των 40 Ε ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 120/2012 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, η αγωγή αυτή, αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, έγινε δεκτή κατά ένα μέρος ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και απαγορεύτηκε στους εναγόμενους να εμπορεύονται και να διαθέτουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο φιάλες υγραερίου εμφιάλωσης της ενάγουσας, επί των οποίων υπάρχουν το σήμα και τα διακριτικά της γνωρίσματα και να παραλείπουν στο μέλλον παράνομες ενέργειες, με απειλή χρηματικής ποινής 1.000 Ε για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης, διατάχθηκε η κατάσχεση των άνω φιαλών υγραερίου, που βρίσκονταν στην κατοχή των εναγομένων ή τρίτων για λογαριασμό της, παρασχέθηκε η άδεια στην ενάγουσα να δημοσιεύσει το διατακτικό της απόφασης στον τοπικό τύπο και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 3.000 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι με την υπό κρίση έφεση και για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της σε βάρος τους αγωγής.

Το άρθρο 214Α παρ. 1 KΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν. 3994/27.7.2011 και εφαρμόζεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 3 του ιδίου νόμου και στις αγωγές που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί, ορίζει ότι «οι διάδικοι μπορούν να συμβιβάζονται, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης και χωρίς να υφίσταται στάση της δίκης, όταν αντικείμενό της είναι ιδιωτικού δικαίου διαφορά, για την οποία επιτρέπεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο να συνομολογηθεί συμβιβασμός». Aπό την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι η απόπειρα επίλυσης της διαφοράς, όπως προβλεπόταν από το άρθρο 214Α ΚΠολΔ, προ της αντικατάστασής της με το ν. 3994/2011, έπαψε να είναι υποχρεωτική και να αποτελεί όρο του παραδεκτού της συζήτησης ιδιωτικού δικαίου διαφοράς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, διότι, όπως στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011 αναφέρεται, δεν απέδωσε αποτελέσματα, αφού το ποσοστό των συμβιβασμών που επιτεύχθηκαν με τη διαδικασία αυτή ήταν εξαιρετικά χαμηλό έως και μηδενικό σε ορισμένες δικαστικές περιφέρειες και η υπογραφή των πρακτικών περί αποτυχίας επίλυσης της διαφοράς κατέληξε να αποτελεί μία ακόμη απλώς τυπική διεκπεραίωση από τους δικηγόρους που χειρίζονταν την υπόθεση. Επειδή, όμως, η επίτευξη συμβιβασμού αποτελεί τον υγιέστερο τρόπο εξομάλυνσης των διαφορών με το νέο νόμο ενισχύεται και παρέχεται η δυνατότητα συμβιβασμού καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας και επί υποθέσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου και στις ειδικές διαδικασίες. Η νέα αυτή διάταξη εφαρμόζεται και επί της προκειμένης διαφοράς, ενόψει του ότι η συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, που είναι η 27.7.2011. Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες αποδίδουν στην εκκαλούμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής, λόγω μη σύννομης τήρησης της διαδικασίας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού πλέον η διαδικασία αυτή έπαψε να είναι υποχρεωτική και να αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής.

Κατά το άρθρο 1 του ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού, «απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξις αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενόμενης ζημίας». Κατά δε το άρθρο 19 του ιδίου ως άνω νόμου 146/1914 όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 3784/2009 και εφαρμόζεται στην εξεταζόμενη υπόθεση, λόγω του επικαλούμενου στην υπό κρίση αγωγή χρόνου προσβολής των προϊόντων της ενάγουσας με πράξεις αθεμίτου ανταγωνισμού, ορίζει ότι «Αι εκ των διατάξεων του νόμου τούτου πηγάζουσαι αξιώσεις επί παραλείψει ή επί αποζημιώσει εισάγονται ως εμπορικαί υποθέσεις ενώπιον του αρμοδίου πρωτοδικείου, παραγράφονται δε μετά δέκα οκτώ μήνας από του χρονικού σημείου καθ’ ο, ο έχων αξίωσιν έλαβε γνώσιν της πράξεως και του υπευθύνου προσώπου, πάντως δε μετά πενταετία αφ’ ης εγένετο η πράξις. Δια τας επί αποζημιώσει αξιώσεις ουδέποτε άρχεται η παραγραφή προ του χρονικού σημείου καθ’ ο επροξενήθη η βλάβη». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι οι αξιώσεις προς παράλειψη ή αποζημίωση, που πηγάζουν από το νόμο, παραγράφονται μετά δεκαοκτώ μήνες από το χρονικό σημείο που ο έχων την αξίωση έλαβε γνώση της πράξεως και του υπευθύνου προσώπου, οπωσδήποτε δε μετά πενταετία από τότε που έγινε η πράξη (ΑΠ 1497/2008 Νόμος, ΑΠ 79/2001 Δνη 42. 906, ΕφΑθ 2561/2010 Δνη 52. 823, ΕφΠειρ 608/2009 ΔΕΕ 2009. 1191, ΕφΘεσ 1465/2009 ΔΕΕ 2010. 102, ΕφΑθ 2150/2006 ΔΕΕ 2006. 1274). Στην περίπτωση δε που μία πράξη παραβιάζει συγχρόνως τις ειδικές διατάξεις του ν. 146/1914, αλλά και τη γενική διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, τότε εφαρμόζεται μόνο η παραγραφή του άρθρου 19 του ν.146/1914, ως εξαιρετική ρύθμιση και όχι η παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, διότι το προβάδισμα της εφαρμοστέας διάταξης καθορίζεται από το σκοπό και τον ειδικό χαρακτήρα της παραγραφής. Και τούτο διότι η σύντομη παραγραφή του άρθρου 19 του ν. 146/1914 σκοπεύει στην ταχεία εκκαθάριση των διαφορών που πηγάζουν από τις διατάξεις του ανταγωνισμού, αρχή που κρατεί στο εμπορικό δίκαιο και αποτελεί ειδική ρύθμιση σε σχέση με το δίκαιο των αδικοπραξιών (ΑΠ 1285/2005 ΕΕΝ 2006. 485, ΕΕμπΔ 2005. 816, ΕφΑθ 5131/2011 ΔΕΕ 2012. 24, ΕφΠατρ 1313/2006 ΑρχΝ 23. 421, ΕφΘεσ 3124/2006 ΕπισκΕΔ 2007. 461). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι οι ένδικες αξιώσεις της εφεσίβλητης, παράλειψης πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού και αποζημίωσης, παρεγράφησαν εν επιδικία, διότι η ένδικη αγωγή συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 07.11.2011 και η εκκαλουμένη απόφαση εκδόθηκε στις 20.06.2012, σε χρόνο δηλαδή που είχε συμπληρωθεί η εξάμηνη για τη φύση της προκειμένης υπόθεσης παραγραφή, χωρίς στο μεταξύ να μεσολαβήσει άλλη διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου ή των διαδίκων, που θα διέκοπτε την παραγραφή αυτή. Ενόψει, όμως, του ότι ο εξάμηνος χρόνος παραγραφής των άνω αξιώσεων, με το άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 3784/2009, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, έγινε δεκαοκτάμηνος, ο λόγος αυτός έφεσης είναι αβάσιμος και κατά συνέπεια απορριπτέος.                Κατά το άρθρο 222 ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο διαρκεί αυτή, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου, το οποίο απολήγει σε αναστολή εκδίκασης της επίδικης διαφοράς είναι η ύπαρξη ταυτότητας προσώπων και ταυτότητας διαφοράς, δηλαδή του αντικειμένου των δύο δικών που βαίνουν παραλλήλως υπό την έννοια της σύμπτωσης απολύτως του δικαιώματος που κατάγεται στις παράλληλες δίκες, του αιτήματος και της ιστορικής και νομικής αιτίας. Ταυτότητα δικαιώματος υπάρχει όταν το δικαίωμα το οποίο κατάγεται προς διάγνωση με τη νέα αγωγή είναι το ίδιο με εκείνο που έχει εισαχθεί προς διάγνωση με την προηγούμενη αγωγή. Ταυτότητα αιτημάτων υπάρχει όταν και με τις δύο αγωγές ζητείται η διάγνωση της ίδιας έννομης συνέπειας. Ο νόμος ανάγει, βάσει των ανωτέρω, σε προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητας της διαφοράς, ως προϋπόθεση προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου την ιστορική και νομική αιτία. Η ταυτότητα ιστορικής βάσης απαιτεί σύμπτωση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής και στις δύο δίκες. Αν μεταξύ των δύο αγωγών υφίσταται διαφοροποίηση των πραγματικών γεγονότων των παραγωγικών του ιδίου δικαιώματος δεν στοιχειοθετείται ταυτότητα διαφοράς. Δεν ασκούν όμως επιρροή στην παρεμβολή της ένστασης εκκρεμοδικίας μικρές διαφοροποιήσεις στη θεμελίωση, ούτε αν στη μία αγωγή η κοινή ιστορική βάση διατυπώνεται επικουρικώς ή διαζευκτικώς. Η εκκρεμοδικία, ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο στο οποίο εισάγεται μεταγενεστέρως η ίδια διαφορά, εφόσον τα στοιχεία που συγκροτούν την ένσταση της   εκκρεμοδικίας προκύπτουν,   όχι πάντοτε από πρωτοβουλία των διαδίκων, αλλά και αν πρόκειται για πασίδηλο ή γνωστό στο δικαστήριο γεγονός ή από τυχόν αορίστως υποβαλλόμενη ένσταση διαδίκου (ΑΠ 716/2009, ΑΠ 908/2007 Νόμος, ΑΠ 367/89 Δνη 21 851, ΕφΛαρ 225/2011 Δικογρ 2011. 490, ΕφΑθ 14/2008 Νόμος, ΕφΠατρ 684/2009 ΑρχΝ 2010. 380, Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ άρθρο 222). Η εκκρεμοδικία διαρκεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αγωγής και αναβιώνει με την άσκηση της έφεσης και εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αυτής αποτελέσματος, διαρκεί, δε, στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επ’ αυτής (ΑΠ 1048/2009 Νόμος, ΑΠ 716/2009 ο.π., ΕφΑθ 472/2009 Νόμος), ή και χωρίς την έκδοση απόφασης, με την παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, κατ’ άρθρο 294 ΚΠολΔ (ΑΠ 1611/1999 Δνη 41. 342, ΕφΑθ 1393/2008, ΕφΘεσ 939/2000 Νόμος, ΕφΑθ 3895/1996 ΝοΒ 45. 798). Αντιθέτως, δεν επιφέρουν λήξη της εκκρεμοδικίας η ματαίωση της συζήτησης της αγωγής ή της έφεσης, η διακοπή της δίκης (ΑΠ 1144/1980 ΕΕΝ 1981. 2639, ΕφΑθ 1158/1988 Δνη 34. 1378), ή η μεταβίβαση του επιδίκου αντικειμένου (Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα ΚΠολΔ έκδοση 2000, τόμος 1 άρθρο 222 σελ. 185).                Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη είναι εταιρεία πετρελαιοειδών, με αντικείμενο, πλην άλλων και την εμπορία εμφιαλωμένου υγραερίου. Είναι δικαιούχος του σήματος «E.», το οποίο φέρει τον αριθμό … και έχει καταχωρηθεί νομίμως στο βιβλίο σημάτων του Υπουργείου Εμπορίου. Διακινεί ανά την Ελλάδα το υγραέριο μέσα σε επαναπληρούμενες σιδερένιες κυλινδρικές φιάλες, χωρητικότητας 10, 15 και 25 χλγ, λευκού χρώματος, οι οποίες φέρουν επί της πλάγιας κυλινδρικής πλευράς τους το ανωτέρω σήμα της εταιρείας ή «E. Γ.» ή «E.» (αναλόγως του χρόνου κατασκευής τους, μετά την 01.06.1984 ή πριν την ημερομηνία αυτή, οπότε άλλαξε η επωνυμία της εταιρείας), καθώς επίσης και το αυτό σήμα ανάγλυφο στο επάνω μέρος της φιάλης (λαιμό) κυκλικά και στη λαβή της στρόφιγγας, οι δε πληρωμένες με υγραέριο φιάλες φέρουν ανάγλυφο το ανωτέρω σήμα και επί του (μιας χρήσεως) πώματος ασφαλείας. Η εφεσίβλητη διακινεί τις άνω φιάλες υγραερίου μέσω δικτύου αποκλειστικών αντιπροσώπων που έχει στις διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Ειδικά δε στο νομό Τ. αποκλειστικός της αντιπρόσωπος είναι η εταιρεία Κληρονόμων Α. Ν.. Η πρώτη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο δεύτερος εκκαλών, έχει ως αντικείμενο την εμπορία υγραερίου και συναφών ειδών, δραστηριοποιούμενη στο νομό Τ. και ευρύτερα στη Θ. στον κλάδο των υγραερίων. Κατά το παρελθόν ήταν αντιπρόσωπος της «Π.» και ήδη των εταιρειών C.» και «V.». Τα αρμόδια όργανα της εφεσίβλητης το πρώτον περί τις αρχές Φεβρουαρίου 2010 διαπίστωσαν ότι η πρώτη εκκαλούσα προμηθεύεται από τρίτους, αλλά και από αντιπροσώπους της στη Λ. και τα Ι., που αθετούν τη συμβατική τους υποχρέωση περί μη μεταπωλήσεως φιαλών υγραερίου σε εμπόρους χονδρικής, όπως η πρώτη εκκαλούσα, φιάλες πλήρεις υγραερίου με τα δικά της διακριτικά γνωρίσματα (διασχηματισμό και σήμα) και μεταπωλεί αυτές σε εμπόρους χονδρικής πώλησης, παρά το ότι απαγορεύεται (άρθρ. 6 και 7 του ν. 3054/2002). Για το λόγο αυτό με την από 06.05.2010 αγωγή της (αρ. εκθ. καταθ. 132/2010) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, επικαλούμενη ότι η πρώτη εκκαλούσα με τις ως άνω ενέργειές της, κατά τρόπο παράνομο και αντίθετο προς την καλή πίστη και συναλλακτικά ήθη και εκμεταλλευόμενη τα διακριτικά γνωρίσματα του προϊόντος της (διασχηματισμό και σήμα), την εμπορική φήμη και αξιοπιστία της στην αγορά και με σκοπό αθέμιτου ανταγωνισμού, διασπώντας το αποκλειστικό δίκτυο διανομής αυτής, δημιουργεί στους καταναλωτές την πεπλανημένη εντύπωση ότι είναι ενταγμένη σ’ αυτό ή έστω ότι υπάρχει κάποια μορφή οικονομικής ή οργανωτικής συνεργασία τους και επιδιώκει αθέμιτη προσέλκυση πελατείας προς ίδιον οικονομικό όφελος, ζήτησε να απαγορευτεί στην πρώτη εκκαλούσα η καθ’ οιονδήποτε τρόπο διακίνηση, εμπορία και κυκλοφορία των φιαλών υγραερίου, που φέρουν το σήμα και τα διακριτικά της γνωρίσματα, να διαταχθεί η κατάσχεση αυτών, που βρίσκονται εις χείρας της ή τρίτων που τις έχουν προμηθευτεί από αυτή, με απειλή χρηματικής ποινής ποσού 5.000 Ε για την περίπτωση παράβασης της εκδοθησόμενης απόφασης, να διαταχθεί δημοσίευση περίληψης του διατακτικού της απόφασης στον τοπικό τύπο και να υποχρεωθεί η εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία να της καταβάλει το ποσό των 89.960 Ε (επιφυλασσόμενη για τη διεκδίκηση του ποσού των 40 Ε ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής. Πριν από την άσκηση δε της άνω αγωγής η εφεσίβλητη και με την από 27.04.2010 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων (αρ. εκθ. καταθ. 178/30.04.2010), ζήτησε την προσωρινή δικαστική της προστασία, αίτηση, η οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή με την υπ’ αριθμ. 380/2010 απόφαση του άνω Δικαστηρίου και υποχρεώθηκε προσωρινά η πρώτη εκκαλούσα να παύσει την εμπορία και την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διάθεση φιαλών υγραερίου που φέρουν τα διακριτικά γνωρίσματα της εφεσίβλητης και να παραλείπει τις άνω ενέργειες στο μέλλον με απειλή χρηματικής ποινής 500 Ε, ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης, για κάθε παράβαση της άνω διάταξης, παράλληλα δε επετράπη προσωρινά στην εφεσίβλητη να κατάσχει τις εις χείρας της εκκαλούσας ή τρίτων που κατέχουν για λογαριασμό της τις φιάλες υγραερίου που φέρουν τα δικά της διακριτικά γνωρίσματα (σήμα και ιδιαίτερο διασχηματισμό).                Ακολούθως και ενόψει του ότι η εφεσίβλητη δια των οργάνων της διαπίστωσε κατά την 1.2.2011 ότι η πρώτη εκκαλούσα εξακολούθησε να προβαίνει στις ίδιες ως και πρότερον ενέργειες παράνομης διάθεσης σε τρίτους φιαλών υγραερίου που έφεραν το σήμα της, αφενός υπέβαλε στο Α.Τ.Τ. την υπό ιδία ημερομηνία μήνυση κατά της πρώτης εκκαλούσας για αθέμιτο ανταγωνισμό, παράβαση σημάτων και παραβίαση του διατακτικού της υπ’ αριθμ. 380/2010 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, αφετέρου δε άσκησε τη νέα – ένδικη – από 21.2.2011 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων (αρ. εκθ. 69/15.3.2011), με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα, κατά τη συζήτηση της οποίας στις 07.11.2011 ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είχε ήδη εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 122/2011 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων με την οποία έγινε δεκτή κατά ένα μέρος ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η πρώτη από 6.5.2010 αγωγή της. Με την οριστική αυτή απόφαση (122/2011 του Πολυμελούς Τρικάλων) απαγορεύτηκε στην πρώτη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία να εμπορεύεται και να διαθέτει καθ’ οιονδήποτε τρόπο φιάλες υγραερίου εμφιάλωσης της εφεσίβλητης, επί των οποίων υπάρχουν το σήμα και τα διακριτικά της γνωρίσματα και να παραλείπει στο μέλλον ανάλογες ενέργειες, με απειλή χρηματικής ποινής 1.000 Ε για κάθε παράβαση του διατακτικού της απόφασης, διατάχθηκε η κατάσχεση των άνω φιαλών υγραερίου, που βρίσκονταν στην κατοχή της πρώτης εκκαλούσας ή τρίτων για λογαριασμό της, παρασχέθηκε η άδεια στην εφεσίβλητη να δημοσιεύσει το διατακτικό της απόφασης στον τοπικό τύπο (εφημερίδες Ε. και Π.) μετά την τελεσιδικία της και υποχρεώθηκε αυτή (πρώτη εκκαλούσα) να καταβάλει στην εφεσίβλητη, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 3.000 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατ’ αυτής της απόφασης (υπ’ αριθμ. 122/2011 του Πολυμελούς Τρικάλων) η εκκαλούσα άσκησε την από 28.11.2011 (αρ. εκθ. καταθ. 121/28.11.2011) έφεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου και εκκρεμεί η υπόθεση. Ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της ένδικης από 21.02.2011 δεύτερης αγωγής της εφεσίβλητης (7.11.2011), οι εκκαλούντες πρόβαλαν την ένσταση εκκρεμοδικίας που υφίσταται από την προγενέστερη ασκηθείσα με την αυτή ιστορική και νομική αιτία και αίτημα υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 132/06.05.2010 αγωγή της εφεσίβλητης κατά της πρώτης εξ αυτών, άλλως δεδικασμένου, που απορρέει από την υπ’ αριθμ. 122/2011 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, που εκδόθηκε επ’ αυτής. ΄Όμως, κατά το χρόνο εκείνο (7.11.2011), ουδέ εκκρεμοδικία υφίστατο, εφόσον αυτή είχε λήξει με την έκδοση της άνω οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, ουδέ προέκυπτε ότι η απόφαση αυτή είχε καταστεί τελεσίδικη, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος περί δεδικασμένου. Ως εκ τούτου η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία σιγή απέρριψε τις ενστάσεις αυτές, δεν έσφαλε, αλλά ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε.                ΄Ηδη, με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες επαναφέρουν την άνω ένσταση εκκρεμοδικίας, η οποία, καθ’ ο μέρος η αγωγή στρέφεται κατά της πρώτης εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας, εφόσον αναβίωσε η εκκρεμοδικία με την άσκηση από αυτήν της από 28.11.2011 (αρ. εκθ. καταθ. 121/28.11.2011) έφεσης κατά της υπ’ αριθμ. 122/2011 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, που εκδόθηκε επί της πρώτης αγωγής της, είναι νόμιμη, με βάση δε τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Και τούτο διότι το αντικείμενο των δύο δικών, μεταξύ των αυτών προσώπων, ήτοι της εφεσίβλητης και της πρώτης εκκαλούσας, που βαίνουν παράλληλα ταυτίζεται, υπό την έννοια της σύμπτωσης απολύτως του δικαιώματος που κατάγεται στις παράλληλες δίκες, του αιτήματος και της ιστορικής και νομικής αιτίας. Όπως προεκτέθηκε, το δικαίωμα που φέρεται προς διάγνωση με τη νέα αγωγή είναι το ίδιο με εκείνο που είχε εισαχθεί προς διάγνωση με την προηγούμενη, με αμφότερες δε τις αγωγές ζητείται η διάγνωση της ίδιας έννομης συνέπειας, τα δε πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής και στις δύο δίκες συμπίπτουν. Μόνη η διαφοροποίησή τους, ως προς το χρόνο κατά τον οποίο η εφεσίβλητη έλαβε γνώση αυτών, ουδεμία ασκεί εν προκειμένω έννομη επιρροή. Συνεπώς, κατά παραδοχή του λόγου αυτού έφεσης ως βάσιμου και κατ’ ουσίαν, θα πρέπει να ανασταλεί η ένδικη αυτή δεύτερη δίκη μεταξύ της πρώτης εκκαλούσας και της εφεσίβλητης μέχρι την περάτωση της πρώτης. Να αναβληθεί δε, κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, η μεταξύ εφεσίβλητης και δευτέρου εκκαλούντος ένδικη διαφορά, ενόψει του ότι η ευθύνη αυτού θεμελιώνεται στην ιδιότητα αυτού ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εκκαλούσας, έως ότου περατωθεί τελεσίδικα η μεταξύ εφεσίβλητης και πρώτης εκκαλούσας πρώτη δίκη προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς και η κατά ταυτόσημο τρόπο επίλυση αυτής, που γενεσιουργό αιτία έχει την (ήδη παραλλήλως κρινομένη ενώπιον του αυτού δικαστηρίου) διαφορά μεταξύ εφεσίβλητης και πρώτης εκκαλούσας και εντεύθεν να διασφαλιστεί το κύρος της δικαιοσύνης, αλλά και για την οικονομία της δίκης. Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν θα περιληφθεί διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (ΑΠ 1027/1991 Δνη 33 815).