308/2014 ΤρΕφΛαρ (ανάκληση δωρεάς)

308/2014

Πρόεδρος: Ναπολέων Ζούκας

Εισηγητής: Νικ. Πουλάκης

Δικηγόροι: Αντ. Μπουρτζής, Βασ. Σοφιώτης

 

Η αγωγή αναγνώρισης της ανάκλησης δωρεάς πρέπει να διαλαμβάνει σαφή περιστατικά που συνιστούν βαρύ παράπτωμα του δωρεοδόχου κατά του ενάγοντος δωρητή ή στενού συγγενή του και που εκδηλώνουν αγνωμοσύνη, μη αρκούσας της μνείας των νομικών εννοιών αχαριστία και βαρύ παράπτωμα. Αχαριστία δωρεοδόχου, που μετά τη δωρεά συμπεριφερόταν περιφρονητικά και απαξιωτικά προς την ενάγουσα γηραιά θεία του, ενώ δεν ενδιαφερόταν για τη διατροφή και υγεία της.

Μη καταχρηστική η αγωγή εκ του ότι ο εναγόμενος δωρεοδόχος ενοποίησε το δωρηθέν επίδικο ακίνητο με γειτνιάζον δικό του για δημιουργία άρτιου και δομήσιμου οικοπέδου και η αποδοχή της αγωγής θα ματαιώσει τη στεγαστική αποκατάσταση της οικογένειάς του, αφού τούτο δεν συναρτάται με προηγηθείσα συμπεριφορά της δωρήτριας που να του δημιούργησε πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της.

 

{…} 3. Κατά το άρθρο 505 ΑΚ, ο δωρητής έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του, ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή. Η συνιστώσα εντεύθεν λόγο ανακλήσεως της δωρεάς αχαριστία, είναι η προς το δωρητή, το σύζυγο ή στενό του συγγενή επίδειξη αγνωμοσύνης υπό του δωρεοδόχου με βαρύ παράπτωμα, ιδιαιτέρως αντικοινωνική δηλ. συμπεριφορά, που αποδοκιμάζεται από τους κανόνες του δικαίου, της ηθικής ή της ευπρέπειας, ως είναι οι συνεχείς ύβρεις, η αδιαφορία για την ένδεια και το γήρας, οι διαπληκτισμοί, η παύση περιποιήσεως ηλικιωμένου, η παραβίαση της υποχρεώσεως προς διατροφή και εξασφάλιση άνετης διαβιώσεως, η αδιαφορία για την ασθένεια, οι σωματικές βλάβες, η απειλή κατά της ζωής, η παραμέληση περιθάλψεως και η καταφρονητική διαγωγή (βλ. ΑΠ 1237/2012, ΑΠ 1832/2011, ΑΠ 1523/2010, ΑΠ 1719/2009). Επομένως, η αγωγή με την οποία διώκεται η αναγνώριση της ανακλήσεως της δωρεάς, πρέπει να διαλαμβάνει, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, σαφώς και ορισμένως περιστατικά, ιδίως εκ των προαναφερόμενων, τα οποία συνιστούν βαρύ παράπτωμα του εναγομένου δωρεοδόχου κατά του ενάγοντος δωρητή ή της συζύγου του ή άλλου στενού συγγενούς του και τα οποία εκδηλώνουν αγνωμοσύνη προς αυτόν, μη αρκούσης της μνείας των νομικών εννοιών αχαριστία και βαρύ παράπτωμα (ΑΠ 599/1973, ΕφΚρ 858/1990).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ενάγουσα εξέθετε στην αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, ότι με το υπ’ αριθμ. …/10.1.2001 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ν. Α. Μ. Ε. Γ., μεταβίβασε στον εναγόμενο – ανεψιό της, λόγω δωρεάς, το αναφερόμενο ακίνητο και ότι ο εναγόμενος εδείχθη αχάριστος απέναντί της διότι όπως κατά λέξη αναφέρει στην αγωγή της: «α) ο καθού δωρεοδόχος ανεψιός Χ. επιδεικνύει από τη σύσταση της δωρεάς αυτής και μετά κατ’ εξακολούθηση έκτοτε μέχρι σήμερα πλήρη αδιαφορία για την ένδειά μου, τα γηρατειά μου, την περιποίησή μου και την εξασφάλιση μιας στοιχειώδους διαβίωσης, β) ο καθού επιδεικνύει προς εμέ από τη σύσταση της δωρεάς αυτής συνέχεια μέχρι σήμερα καταφρονητική διαγωγή, καθόσον ενώ αυτός με βλέπει καθημερινά όχι μόνο δε με βοήθησε υλικά και ηθικά, αλλά αντίθετα εντελώς προκλητικά διέκοψε κάθε επικοινωνία μαζί μου και με περιφρόνηση περνά δίπλα μου χωρίς καν να με χαιρετά, γ) ο καθού δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ, ειδικότερα δε σε ατύχημά μου προ ολίγου καιρού και συγκεκριμένα το Φεβρουάριο του 2004, όταν υπέστην κάταγμα χειρός και χρειαζόμουν άμεση ανάγκη μεταφοράς μου στο νοσοκομείο Β.. Κατά δε το διάστημα της παραμονής μου και νοσηλείας μου στο αναφερόμενο νοσοκομείο δεν με επισκέφθηκε καθόλου, αλλά και μετά το διάστημα της νοσηλείας μου και της επιστροφής μου στο σπίτι μου όπου χρειαζόμουν φροντίδα, ανάλογη περιποίηση και οικονομική βοήθεια, ούτος επέδειξε και πάλι συμπεριφορά αδιάφορη και αχάριστη απέναντί μου. Σε δίκαιες διαμαρτυρίες μου προς αυτόν για την ανήκουστο συμπεριφορά του απέναντί μου όχι μόνον δεν έδειξε στοιχειώδες ενδιαφέρον, αλλά πλήρη περιφρόνηση στο πρόσωπό μου». Για τους ανωτέρω λόγους ανακάλεσε την προαναφερόμενη δωρεά λόγω της αχαριστίας του. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ήταν επαρκώς ορισμένη, αφού αναφέρονται σ’ αυτή συγκεκριμένα και ενεργά (του τελευταίου, προ της δηλώσεως ανακλήσεως, έτους) περιστατικά. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η αγωγή ήταν αόριστη, διότι η ενάγουσα δεν αναφέρει σ’ αυτή συγκεκριμένα περιστατικά, αλλά αρκείται μόνο σε νομικούς χαρακτηρισμούς, έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και η εκκαλουμένη, θεωρώντας επαρκώς ορισμένη την αγωγή και απέρριψε τη σχετική, περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, ένσταση του εναγομένου, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο. Τα αντίθετα παράπονα του εκκαλούντος, που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

4. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα στις 10.1.2001 με το υπ’ αριθμ. …/2001 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ε. Δ. Γ., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … και με αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Α. (βλ. τη σχετική επισημείωση της Υποθηκοφύλακα Α. στην τελευταία σελίδα του προσκομιζόμενου μετ’ επικλήσεως αντιγράφου του ως άνω συμβολαίου), δώρησε στον εναγόμενο, ανεψιό της από αδερφή, ένα οικόπεδο, που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως της Ν. Α. Νομού Μ., εκτάσεως 162,50 τμ και συγκεκριμένα στη διασταύρωση των οδών Ε. και Π. Β., μαζί με το επ’ αυτού κτίσμα, ήτοι μια ισόγεια κατοικία, εμβαδού 35 τμ, αφού παρακράτησε για τον εαυτό της το δικαίωμα συνοικήσεως εφ’ όρου ζωής στην ως άνω κατοικία. Το εν λόγω ακίνητο συνορεύει βορειανατολικά σε ευθεία πλευρά Α-Β μήκους 13 μ. με την οδό Ε., βορειοδυτικά σε ευθεία πλευρά Β-Ε μήκους 12,50 μ. με ιδιοκτησία Χ. Π., νοτιοανατολικά σε ευθεία πλευρά Α-Η μήκους 12,50 μ. με την οδό Π. Β. και νοτιοδυτικά σε ευθεία πλευρά Η-Ε μήκους 13 μ. με ιδιοκτησία Γ. Μ.. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα προέβη στη μεταβίβαση του ανωτέρω ακινήτου προς τον εναγόμενο, το οποίο αποτελούσε το μοναδικό ακίνητο περιουσιακό της στοιχείο, προκειμένου ο τελευταίος να τη φροντίσει μέχρι το πέρας της ζωής της και ενώ διήγε το 74ο έτος της ηλικίας της, καθόσον η ίδια δε δημιούργησε δική της οικογένεια και πίστευε ότι ο εναγόμενος ανεψιός της θα μεριμνούσε για τη διαβίωσή της. Αποδείχτηκε, όμως, ότι μετά την κατάρτιση του συμβολαίου ο εναγόμενος συμπεριφερόταν περιφρονητικά και απαξιωτικά προς την ενάγουσα γηραιά θεία του, ενώ δεν ενδιαφερόταν για τη διατροφή και τη συντήρησή της. Συγκεκριμένα, όχι μόνο δεν της προσέφερε καμία υλική και ηθική βοήθεια, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε να διατηρήσει και τη στοιχειώδη επικοινωνία μαζί της. Μάλιστα, αν και γνώριζε ότι η ενάγουσα έπασχε από χρόνιο σακχαρώδη διαβήτη και λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της χρειαζόταν συνεχή φροντίδα και περιποίηση, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την κατάσταση της υγείας της. Χαρακτηριστικό δε της αδιαφορίας του εναγομένου αποτελεί το περιστατικό που συνέβη το Φεβρουάριο του 2004, όταν, εξαιτίας ενός ατυχήματος, που συνέβη εντός της οικίας της ενάγουσας, αυτή υπέστη κάταγμα χειρός και χρειαζόταν άμεση μεταφορά στο νοσοκομείο. Γι’ αυτό το λόγο μετέβη στη γειτνιάζουσα οικία του εναγομένου ζητώντας τη βοήθεια τη δική του και των γονιών του. Ο εναγόμενος, όμως, για ακόμη μια φορά αδιαφόρησε για την κατάστασή της και χωρίς να της επιτρέψει την είσοδο στην οικία του, της συνέστησε να αντιμετωπίσει το τραύμα με εντριβή. Η ενάγουσα αναγκάστηκε να απευθυνθεί σε γείτονές της, οι οποίοι διαπιστώνοντας τη σοβαρότητα της κατάστασής της τη μετέφεραν στο Γενικό Νοσοκομείο Β. «Α.». Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, αλλά και μετά την επιστροφή της στο σπίτι, όπου χρειαζόταν συνεχή φροντίδα, η προσφορά του εναγομένου εξακολουθούσε να παραμένει ανύπαρκτη, ενώ έτυχε της αρωγής των γειτόνων και των νοσηλευτριών, που την επισκέπτονταν στα πλαίσια του προγράμματος «Φροντίδα στο σπίτι». Επίσης, ουδέποτε ο εναγόμενος προσφέρθηκε να τη βοηθήσει οικονομικά, αν και η ενάγουσα ζήτησε την οικονομική του συνδρομή, προκειμένου να ανταπεξέλθει στις καθημερινές της ανάγκες, οι οποίες δεν καλύπτονταν με τη σύνταξη των 600 Ε, περίπου, που ελάμβανε μηνιαίως. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, ο οποίος είχε άμεση αντίληψη αυτών που συνέβησαν, καθόσον διατηρούσε κατάστημα με υδραυλικά στην περιοχή που κατοικούν οι διάδικοι και είχε καθημερινή επαφή με την ενάγουσα.

Επιπλέον, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα πέραν της προαναφερόμενης δωρεάς του μοναδικού ακίνητου περιουσιακού της στοιχείου, δάνεισε στον εναγόμενο και δύο χρηματικά ποσά, προκειμένου ο τελευταίος να τακτοποιηθεί επαγγελματικά, αγοράζοντας άδεια λειτουργίας επαγγελματικού δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτου (ταξί). Συγκεκριμένα, στις 4.2.2002, η ενάγουσα μαζί με τον εναγόμενο μετέβησαν στο υποκατάστημα του Τ. Τ. στο Β., όπου η πρώτη εκταμίευσε το ποσό των 6.000 Ε από το λογαριασμό που διατηρεί στο ανωτέρω τραπεζικό υποκατάστημα, το οποίο (ποσό) μεταβίβασε λόγω δανείου στον εναγόμενο. Μετά δε την παρέλευση ενός έτους και συγκεκριμένα στις 28.5.2003 με τον ίδιο ως άνω τρόπο, η ενάγουσα δάνεισε στον εναγόμενο το ποσό των 4.271 Ε, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα αντίγραφο του βιβλιαρίου καταθέσεών της του Τ. Τ.. Τα ανωτέρω ποσά αποτελούσαν το σύνολο των οικονομιών της, από την εργασία της επί σειρά ετών ως οικιακή βοηθός στην πόλη της Α., καθώς και από την πώληση ενός ακινήτου. Τα χρήματα αυτά τα δάνεισε η ενάγουσα στον εναγόμενο, με την προφορική συμφωνία να της τα αποδώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Όταν η ενάγουσα, λόγω της ένδειας, στην οποία είχε περιέλθει, ζήτησε από τον εναγόμενο να της επιστρέψει τα ως άνω ποσά του δανείου, αυτός όχι μόνο δεν επέστρεψε τα δανεισθέντα ποσά, αλλά αντίθετα αρνήθηκε ότι έλαβε οποιοδήποτε ποσό από την ενάγουσα, ισχυριζόμενος ότι τα περί συμβάσεως δανείου, μεταξύ αυτού και της ενάγουσας, είναι προϊόν της φαντασίας των «συμβούλων» της. Τον ίδιο ισχυρισμό επανέλαβε και με τις προτάσεις του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Από την κατάθεση, όμως, του μάρτυρα αποδείξεως, σαφέστατα προέκυψε ότι η ενάγουσα δάνεισε τα προαναφερόμενα ποσά στον εναγόμενο, προκειμένου αυτός να αγοράσει την άδεια λειτουργίας επαγγελματικού δημοσίας χρήσεως αυτοκινήτου (ΤΑΧΙ), την οποία και πράγματι αγόρασε. Η κατάθεση αυτή του μάρτυρα αποδείξεως ενισχύεται τόσο από το αντίγραφο του βιβλιαρίου του Τ. Τ. που προσκομίζει η ενάγουσα και στο οποίο εμφαίνονται οι αναλήψεις των δυο προαναφερόμενων ποσών, όσο και από την κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως, πατέρα του εναγομένου, ο οποίος σε ερώτηση που του έγινε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για ποιο λόγο η ενάγουσα έδωσε τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, που αποτελούσαν οικονομίες μιας ζωής, ο τελευταίος απήντησε χαρακτηριστικά «Τι να τα έκανε;». Ενόψει της κατάστασης αυτής η ενάγουσα στις 31.3.2004 ανακάλεσε την παραπάνω δωρεά με μονομερή της δήλωση, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 5.4.2004, όπως τούτο προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …/5.4.2004 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Κ. Μ., ήτοι εντός της αποσβεστικής ετήσιας προθεσμίας, που τάσσει το άρθρο 510 εδ. α’ ΑΚ, αρχόμενης από το ατύχημα, που της συνέβη το Φεβρουάριο του 2004 και συνιστά τον τελευταίο λόγο ανάκλησης.

Από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος με την προδιαληφθείσα βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά του προς την ενάγουσα – θεία του, εκδηλωθείσα εξακολουθητικώς από τις αρχές του έτους 2004 και κορυφωθείσα το Φεβρουάριο του 2004, με ηθελημένη καταφρόνηση και διαγωγή που συνιστά παράβαση των κανόνων του δικαίου και των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, η οποία οφείλεται σε υπαιτιότητά του, προσέβαλε άμεσα την αξία της προσωπικότητας της ενάγουσας δωρήτριας, ώστε το βαρύ παράπτωμα αυτού, το οποίο είναι καταλογιστέο στον εναγόμενο, μαρτυρεί αχαριστία, η οποία δικαιολογεί εν προκειμένω την ανάκληση της δωρεάς. Έπρεπε, επομένως, η αγωγή να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, τόσο ως προς την αναγνωριστική της βασιμότητας των λόγων ανακλήσεως της δωρεάς βάση της (όπως παραδεκτά περιορίστηκε η αγωγή με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά και με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο), όσο και ως τη βάση της περί αποδόσεως του δανείου. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έσφαλε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα παράπονα του εκκαλούντος – εναγομένου, που προβάλλονται με το δεύτερο και τέταρτο λόγο της εφέσεώς του, με τους οποίους αυτός παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τόσο ως προς την παραδοχή της βάσης της αγωγής για αναγνώριση της βασιμότητας των λόγων της ανάκλησης της δωρεάς (δεύτερος λόγος), όσο και ως προς την απόδοση του χρηματικού ποσού των 10.271 Ε από την αναφερόμενη σύμβαση δανείου (τέταρτος λόγος εφέσεως), είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα.

5. Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικώς και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 1740/2012). Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 91/2011).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εναγόμενος με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ισχυρίστηκε, επικουρικά, ότι η ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά της για ανάκληση της δωρεάς, α) διότι αυτή κατόπιν προτροπής του διατήρησε το δικαίωμα συνοίκησης στη δωρηθείσα οικία, με συνέπεια να μη στερείται εκ της δωρεάς στέγης, β) διότι αυτή ετύγχανε πάντα της συνδρομής του ιδίου και της οικογένειάς του, με συνέπεια να μην έχει περιέλθει σε ένδεια και γ) διότι μετά την αναφερόμενη δωρεά του μη αρτίου και μη οικοδομήσιμου ακινήτου από την ενάγουσα, αυτός προέβη σε πράξη ενοποίησης του επιδίκου ακινήτου μετά του γειτνιάζοντος ομοίως μη αρτίου και μη οικοδομήσιμου ακινήτου της κυριότητάς του, ώστε να καταστεί δυνατή η δημιουργία ενός αρτίου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, με συνέπεια τυχόν ευδοκίμηση της αγωγής, θα ματαιώσει τη στεγαστική αποκατάσταση της υφισταμένης (γονικής) αλλά και μελλοντικής οικογένειάς του. Με το περιεχόμενο αυτό ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, αν και νομικά βάσιμος (άρθρο 281 ΑΚ), ήταν απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, αφενός μεν ότι η ενάγουσα περιήλθε σε ένδεια, αφετέρου δε ότι ούτε ο εναγόμενος, ούτε κάποιο άλλος μέλος της οικογένειάς του, συνέδραμε την ενάγουσα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται αυτός. Το επικαλούμενο από αυτόν, αληθές γεγονός, ότι μετά την προαναφερόμενη δωρεά του μη αρτίου και μη οικοδομήσιμου ακινήτου από την ενάγουσα, αυτός προέβη σε πράξη ενοποίησης του επιδίκου ακινήτου μετά του γειτνιάζοντος ομοίως μη αρτίου και μη οικοδομήσιμου ακινήτου της κυριότητάς του, ώστε να καταστεί δυνατή η δημιουργία ενός αρτίου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, με συνέπεια τυχόν ευδοκίμηση της αγωγής, να ματαιώσει τη στεγαστική αποκατάσταση της υφισταμένης (γονικής), αλλά και μελλοντικής οικογένειάς του, δεν μπορεί να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα παραπάνω στη μείζονα σκέψη, το γεγονός αυτό δεν συναρτάται με κάποια προηγηθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας, εξ αιτίας της οποίας να δημιουργήθηκε στον εναγόμενο η εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της (ΑΠ 91/2011). Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απέρριψε τη σχετική ένσταση του εναγομένου εκ του άρθρου 281 ΑΚ, ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα παράπονα του εκκαλούντος που προβάλλονται με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς του, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα…