179/2016 ΜονΕφΛαρ (προθεσμία έφεσης για το Δημόσιο – αποζημιωτική ευθύνη Δημοσίου – κατάσχεση εις χείρας τρίτου – υποχρεώσεις τρίτου – απόσβεση ή περιορισμός αρχικής απαίτησης – παρακαταθήκη η δημόσια κατάθεση – αδικοπραξία ταμείου παρακαταθηκών)

179/2016

Πρόεδρος: Αντζελίτα Παπαβασιλείου

Δικηγόροι: Αστ. Λιάπης, Θωμάς Παπαλιάγκας, Ανδρ. Μπαλασούλης, Μιχ. Ραχαβέλιας

 

30ήμερη προθεσμία έφεσης για το Δημόσιο και το Ταμείο Παρακαταθηκών.

Αποζημιωτική ευθύνη Δημοσίου και ν.π.δ.δ. εκ παράνομης συμπεριφοράς οργάνων τους, αδιαφόρως υπαιτιότητάς τους και δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων επί ευθύνης εξ έννομων σχέσεων ιδιωτικού δικαίου.

Κατάσχεση εις χείρας τρίτου με επίδοση κατασχετηρίου στον τρίτο και στον καθού. Υποχρέωση τρίτου σε 8 μέρες να δηλώσει αν υπάρχει η κατασχεθείσα απαίτηση και αν επιβλήθηκε άλλη κατάσχεση, η δε παράλειψη δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική.

Επί καταφατικής δήλωσης υποχρέωση τρίτου, μετά 8ήμερο από την κοινοποίηση της κατάσχεσης στον καθού αυτή, να καταβάλει στον κατασχόντα το ποσό της κατάσχεσης, επερχόμενης αναγκαστικής σε αυτόν εκχώρησης της απαίτησης, ενώ επί αρνητικής δήλωσης επέλευση εκχώρησης μετά την τελεσιδικία απόφασης περί αποδοχής της ανακοπής.

Μετά την εκχώρηση μόνο ο επισπεύδων δανειστής μπορεί να απαιτήσει καταβολή της κατασχεμένης απαίτησης, ενώ παράλληλα διατηρεί έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη την αρχική απαίτηση, η οποία αποσβήνεται μόνο καθό καλύπτεται από την καταβολή του τρίτου. Επί απόσβεσης ή περιορισμού της αρχικής απαίτησης πριν την καταβολή του τρίτου, μη απαλλαγή αυτού αλλά αναζήτηση υπό του καθού η εκτέλεση από τον επισπεύδοντα – εκδοχέα των καταβληθέντων κατά τον αδικ. πλουτισμό για ανύπαρκτη αιτία.

Επί μη συντέλεσης της εκχώρησης δικαιούχος της απαίτησης παραμένει ο καθού η εκτέλεση που δικαιούται αποζημίωση εξ επιζήμιας ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, είτε εξαιτίας του τρίτου (ενδοσυμβατική ευθύνη), είτε εξαιτίας άλλου μη μετέχοντος στην ενοχική σχέση (εξωσυμβατική ευθύνη).

Απαλλαγή τρίτου αν προβεί σε δημόσια κατάθεση παροχής.

Παρακαταθήκη η δημόσια κατάθεση και δη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου που αποκτά ευθεία απαίτηση για ανάληψη κατατεθέντος έναντι του ΤΠΔ, που υποχρεούται στην άμεση απόδοσή του στο δικαιούχο κατόπιν αίτησης με τα δικαιολογητικά.

Αδικοπραξία ΤΠΔ που απέδωσε το παρακατεθέν στην καταθέσασα εναγόμενη Τράπεζα εις χείρας της οποίας η κατάσχεση και όχι στη δικαιούχο κατασχούσα. Γνώση εναγόμενου Ταμείου με εξώδικο πριν την απόδοση του παρακαταθέντος, για το ότι είχε κριθεί πρωτόδικα η απαίτηση της κατασχούσας, άνευ δε επιρροής η υπ’ αυτής «καθυστερημένη» κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης καθόσον η νόμιμη υποχρέωση του ΤΠΔ να αποδώσει το ποσό της παρακαταθήκης δεν υφίσταται για περιορισμένο διάστημα.

 

1. Στην από 9.8.2012 και με αριθ. καταθ. 1440/19.9.12 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι επέβαλε, για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς της, που είχε εις βάρος της δεύτερης εναγομένης, κατάσχεση εις χείρας της τρίτης εναγομένης, ως τρίτης, συνολικού ποσού 15.150 Ε, ότι η ως άνω τρίτη εναγομένη τραπεζική εταιρεία, αφού προέβη σε καταφατική δήλωση, παρακατέθεσε το προαναφερθέν ποσό της κατασχεμένης απαιτήσεως στο εναγόμενο (ήδη εκκαλούν), ν.π.δ.δ. «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων», δυνάμει του αναφερομένου στην αγωγή γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης, ότι η ίδια εμφανίσθηκε με όλα τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα στο πρώτο εναγόμενο Ταμείο, προκειμένου να εισπράξει το παραπάνω υπέρ αυτής κατατεθέν ποσό, αλλά παρά ταύτα το εναγόμενο Ταμείο αρχικώς αρνήθηκε την απόδοση του παρακατεθέντος υπέρ της ιδίας ποσού, επικαλούμενο οδηγίες της κεντρικής υπηρεσίας του, και στη συνέχεια αυτό (Ταμείο) απέδωσε, παράνομα και υπαίτια, το ως άνω παρακατατεθειμένο ποσό στην καταθέσασα αυτό τρίτη εναγομένη, η οποία ζήτησε, χωρίς να έχει δικαίωμα, την είσπραξη του συσταθέντος υπέρ της ιδίας (ενάγουσας) γραμματίου παρακαταθήκης. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι, μολονότι το εναγόμενο Ταμείο γνώριζε, ότι είχε επιβληθεί εις βάρος της δεύτερης εναγομένης η προαναφερθείσα κατάσχεση εις χείρας της τρίτης εναγομένης, αυτό προέβη στην εξόφληση του γραμματίου παρακαταθήκης στην καταθέσασα το ποσό του γραμματίου τρίτη εναγομένη τράπεζα, πειθόμενο αυτό (Ταμείο) στις οδηγίες και παραινέσεις της δεύτερης εναγομένης, η οποία επεδίωκε την οικονομική ζημία της, η οποία επήλθε από τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις των οργάνων όλων των εναγομένων κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, η οποία οικονομική ζημία ανέρχεται σε 17.061,84 Ε, όπως αυτή καθορίζεται ειδικότερα ως προς τα επιμέρους κονδύλια της, αλλά και ηθική βλάβη, η οποία και η χρηματική ικανοποίηση αυτής αποτιμάται σε 15.000 Ε. Με το περιεχόμενο αυτό η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να της καταβάλουν, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση τα παραπάνω ποσά με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξεδίκασε την παραπάνω αγωγή αντιμωλία των διαδίκων και εξέδωσε επ’ αυτής την εκκαλουμένη απόφασή του, με την οποία, απέρριψε την αγωγή ως προς την τρίτη εναγομένη και δέχθηκε αυτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά την κύρια βάση θεμελίωσής της ως προς τους δύο άλλους εναγομένους, αναγνωρίζοντας ότι αυτοί είναι υποχρεωμένοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν στην ενάγουσα τα ειδικότερα αναφερόμενα ποσά. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται, ως ηττηθέν πρωτοδίκως, το πρώτο εναγόμενο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων με την κρινόμενη έφεσή του. {…}

2.γ. Η ίδια έφεση ως προς την ενάγουσα – πρώτη των εφεσιβλήτων αντίδικο του εκκαλούντος, που νίκησε εν μέρει στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στο εκκαλούν, από την οποία να αφετηριάζεται η γνήσια 30ήμερη προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως, βάσει των διατάξεων των άρθρων 518 παρ. 1 ΚΠολΔ. και 10 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», που έχει εφαρμογή και ως προς το εκκαλούν Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρο 9 παρ.1 του ν. 1468/1984 ) (ΑΠ 328/2005 Νόμος). {..}

3.α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 104 και 106 του ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, που ανάγονται σε έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το Δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα (άρθρα 70-71 ΑΚ) και ότι η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται και για την ευθύνη των Δήμων και λοιπών Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), καθώς και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, (ν.π.δ.δ.), από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων, που βρίσκονται στην υπηρεσία τους. Από τις ίδιες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 105 του ίδιου ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι το Δημόσιο, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα άλλα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου υποχρεούνται να αποκαθιστούν, με καταβολή αποζημιώσεως, την ζημία, που προκαλείται σε τρίτους, από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους, κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, εκτός αν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που έχει τεθεί για χάρη του γενικού συμφέροντος, ανεξάρτητα από την τυχόν υπαιτιότητα αυτών (ΕφΔωδ 105/1996, ΕφΘεσ 1072/1983 Νόμος). Επομένως, εάν η αδικοπραξία λάβει χώρα στο πλαίσιο έννομων σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, με όλες τις σ’ αυτές απαιτούμενες προϋποθέσεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 του ίδιου Κώδικα. Περαιτέρω, όταν πρόκειται για ευθύνη του Δημοσίου και των λοιπών ως άνω νομικών προσώπων, στο πλαίσιο έννομων σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, δικαιοδοσία έχουν τα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 7/2004 Νόμος).

3.β. Κατά το άρθρο 983 παρ. 1 ΚΠολΔ η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, εγγράφου (κατασχετηρίου), που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118, και (α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης, βάσει της οποίας γίνεται η κατάσχεση, (β) προσδιορισμό του ποσού, για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, (γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει στον δανειστή του, κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και (δ) διορισμό αντικλήτου, αν εκείνος, υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 985 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔ, (α) μέσα σε οκτώ ημέρες, αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο και αν επιβλήθηκε σε αυτό άλλη κατάσχεση, από ποιον και για ποιο ποσό, (β) η δήλωση αυτή, (καταφατική ή αρνητική), γίνεται προφορικά στη γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας εκείνου που κάνει τη δήλωση και συντάσσεται περί αυτής σχετική έκθεση, (γ) η παράλειψη της εν λόγω δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Εξάλλου, επί κατασχέσεως απαιτήσεως στα χέρια τρίτου, ορίζονται, κατά το άρθρο 988 παρ. 1 ΚΠολΔ, τα ακόλουθα: «Αν ο τρίτος δηλώσει, πως η απαίτηση που κατασχέθηκε υπάρχει και είναι επαρκής για να ικανοποιηθούν εκείνος ή εκείνοι που επέβαλαν την κατάσχεση, ο τρίτος οφείλει, αφού περάσουν οκτώ (8) ημέρες, αφότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν κατοικεί στην Ελλάδα, και αφού περάσουν τριάντα (30) ημέρες, αν κατοικεί στο εξωτερικό ή είναι άγνωστη η διαμονή του, να καταβάλει στον καθένα από εκείνους που επέβαλαν κατάσχεση, το ποσό, για το οποίο έγινε η κατάσχεση.».

3.γ. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 712, 715 παρ. 1, 4 και 5, 716 παρ. 3, 722 παρ. 2, 983 παρ. 1 και  2, 984 παρ. 1 έως 4, 985, 988 παρ. 1, 990 και 991 ΚΠολΔ, αναφορικά με το κοινό δικονομικό δίκαιο, η κατάσχεση, αναγκαστική ή συντηρητική, χρηματικής απαιτήσεως στα χέρια τρίτου, δεν συνεπάγεται καθ’ εαυτήν αυτοδίκαιη, εκ του νόμου, εκχώρηση της απαιτήσεως σε εκείνον που προβαίνει στην κατάσχεση. Τέτοια, όμως, εκχώρηση επέρχεται επί αναγκαστικής κατασχέσεως απαιτήσεως, μετά την, (προϋποθέτουσα τήρηση της οκταήμερης, εκ του άρθρου 985 παρ. 1 ΚΠολΔ, προθεσμίας), τυχόν, καταφατική δήλωση του τρίτου και την παρέλευση, ακολούθως, της προθεσμίας του άρθρου 988 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, ήτοι 8ημέρου από την κοινοποίηση της κατασχέσεως προς τον καθ’ ου η εκτέλεση, (της οποίας, όμως, προθεσμίας, η διαδρομή δεν αρχίζει πριν από την πραγμάτωση της κατασχέσεως, η οποία συντελείται από την επίδοση του κατασχετηρίου στον τρίτο, εάν η κοινοποίηση της κατασχέσεως στον καθ’ ου η εκτέλεση προηγήθηκε της επιδόσεως του κατασχετηρίου στον τρίτο), ή, σε περίπτωση αρνητικής, υπό την έννοια του άρθρου 985, δηλώσεως, μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως, με την οποία γίνεται δεκτή η, κατά το επόμενο άρθρο 986, ανακοπή (ΑΠ 688/2010, ΑΠ 186/2001, ΑΠ 1540/2000, ΑΠ 93/1999 Νόμος).

Από την προηγούμενη νομική σκέψη συνάγεται ότι: (Α) Από το ως άνω χρονικό σημείο, κατά το οποίο επέρχεται η εκ του νόμου αναγκαστική εκχώρηση, (άρθρα 455 επ. ΑΚ), της κατασχεμένης στα χέρια τρίτου απαιτήσεως προς εκείνον που προβαίνει στην κατάσχεση, η απαίτηση αυτή παύει να ανήκει στον καθ’ ου η εκτέλεση και αποκτάται αντίστοιχα από τον δανειστή που επέβαλε την κατάσχεση στα χέρια του τρίτου. Ο επισπεύδων δανειστής μπορεί πλέον, αυτός μόνον, να απαιτήσει άμεσα την καταβολή του ποσού της κατασχεμένης απαιτήσεως από τον τρίτο, ενώ, παράλληλα, διατηρεί έναντι του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη την αρχική απαίτηση, προς ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε η στα χέρια του τρίτου κατάσχεση. Η τελευταία αποσβήνεται στην έκταση που καλύπτεται από την καταβολή, που θα κάνει ο τρίτος για να εξοφλήσει την κατασχεμένη απαίτηση. Εάν δε εν τω μεταξύ η απαίτηση, χάριν της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση στα χέρια τρίτου και επήλθε η αναγκαστική εκ του νόμου εκχώρηση της κατασχεμένης απαιτήσεως στον κατασχόντα, περιορισθεί ή παύσει να υφίσταται, λόγω καταβολών από τον αρχικό καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ή εξαιτίας άλλων νόμιμων αποσβεστικών λόγων, τότε, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της εκχωρήσεως, το κύρος αυτής δεν θίγεται και δεν απαλλάσσεται ο εκχωρηθείς οφειλέτης (τρίτος) έναντι του εκδοχέα – κατασχόντα δανειστή, αλλά μόνο δυνατόν είναι, όπως ο καθ’ ου η εκτέλεση αρχικός οφειλέτης και εξαναγκασθείς να καταστεί εκ του νόμου εκχωρητής (δηλαδή ο δανειστής της κατασχεμένης και εκχωρηθείσας απαίτησης έναντι του τρίτου), αναζητήσει όσα καταβλήθηκαν, από τον αναγκαστικά εκχωρηθέντα οφειλέτη, προς τον εκδοχέα – επισπεύδοντα, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, (άρθρα 904 επ. ΑΚ), ως καταβληθέντα για ανύπαρκτη αιτία (ΕφΑθ 5582/2011 Νόμος).

(Β) Αντιθέτως, εάν η ως άνω αναγκαστική εκχώρηση δεν έχει ακόμη συντελεσθεί, δικαιούχος της κατασχεμένης απαιτήσεως στα χέρια του τρίτου παραμένει ο αρχικός δανειστής και καθ’ ου η εκτέλεση, έτσι ώστε αυτός δικαιούται αποζημίωση, ως βλαπτόμενος, από κάθε επιζήμια ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής, είτε εξαιτίας του οφειλέτη – τρίτου (ενδοσυμβατική ευθύνη), είτε εξαιτίας άλλου μη μετέχοντος στην ενοχική σχέση (εξωσυμβατική ευθύνη). Η εν λόγω δημόσια κατάθεση, που γίνεται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, (ήδη εκκαλούντα), ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 427 επ. του ΑΚ. Σύμφωνα με αυτές, ο κατά τα ανωτέρω εκχωρηθείς δυνάμει της αναγκαστικής εκχωρήσεως των άρθρων 985-988 ΚΠολΔ οφειλέτης (τρίτος), εφόσον προβεί στη δημόσια κατάθεση της οφειλόμενης από αυτόν παροχής, απαλλάσσεται έναντι του νέου δανειστή του, δηλαδή του επισπεύδοντος την εκτέλεση και κατασχόντος την απαίτηση στα χέρια αυτού ως τρίτου, σαν να είχε καταβάλει άμεσα σε αυτόν (άρθρο 431 ΑΚ). Η σύμβαση που συνάπτεται με την δημόσια κατάθεση αποτελεί παρακαταθήκη (άρθρο 822 ΑΚ) και έχει το χαρακτήρα γνήσιας συμβάσεως υπέρ τρίτου (άρθρο 411 ΑΚ), δηλαδή υπέρ του νέου δανειστή της κατασχεμένης απαιτήσεως (ΕφΑθ 5582/2011 ό.π). Η σύμβαση αυτή δεν έχει σχέση με τη μεσεγγύηση των άρθρων 831-833 ΑΚ, η οποία προϋποθέτει έριδα και αβεβαιότητα. Ο υπέρ ου η παρακαταθήκη αποκτά ευθεία απαίτηση για ανάληψη του κατατεθέντος ποσού έναντι του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρο 432 ΑΚ, βλ. και τον ίδιο ό.π. αριθ. 8). Το τελευταίο είναι υποχρεωμένο να προβεί άμεσα, (το αργότερο την επόμενη ημέρα), στην απόδοση του ποσού που παρακατατέθηκε προς τον δικαιούχο, με την υποβολή σχετικής αιτήσεώς του μαζί με τα νομιμοποιούντα αυτόν δικαιολογητικά έγγραφα (άρθρο 18 παρ. 3 του π.δ. της 30.12.1926/3.1.1927) και η αντίστοιχη συμβατική ευθύνη του ρυθμίζεται από το άρθρο 1 παρ. 2 του α.ν. της 19/20.11.1935, όπως αντικ. από το άρθρο 3 του α.ν. 1144/1938 (βλ. τον ίδιο ό.π. αριθ. 11 έως 15). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι είναι νοητή η τέλεση παραβίασης παρακαταθήκης και αδικοπραξίας από όργανα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων εις βάρος αυτού που επέβαλε κατάσχεση.

3.δ. Περαιτέρω από το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αγωγή, εκτός των άλλων, πρέπει να περιέχει και τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ήτοι τη νομιμοποίηση των διαδίκων, την παρεχόμενη δηλαδή, κατά κανόνα, από το ουσιαστικό δίκαιο εξουσία διεξαγωγής της συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση. Κατ’ αρχήν για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης (κατά κανόνα νομιμοποίηση) και συνεπώς η εκ μέρους του εναγομένου στην περίπτωση αυτή αμφισβήτηση των επικαλούμενων για την τυπική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού πραγματικών περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής. Από αυτά, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι για το ορισμένο αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο θεμελιώνουν την παράνομη ζημιογόνο συμπεριφορά του εναγομένου, την υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) αυτού και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς του εναγομένου και της ζημίας του ενάγοντος, καθώς και να καθορίζεται το ποσό αυτής κατά αιτία (ΑΠ 604/2009 Νόμος).

3.ε. Σύμφωνα με τις προηγούμενες νομικές σκέψεις, η ένδικη αγωγή, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, είναι παραδεκτή, αφού είναι ορισμένη και νόμιμη κατά τη νομική βάση της περί εξωσυμβατικής ευθύνης, στηριζόμενη σε όλες τις προαναφερθείσες νομικές διατάξεις, σε συνδυασμό μεταξύ τους, καθώς και με εκείνη του άρθρου 932 ΑΚ για την ηθική βλάβη, εφόσον η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, επικαλείται ότι οι εναγόμενοι την ζημίωσαν παράνομα και υπαίτια, καθώς αυτοί τέλεσαν με πρόθεση τις ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής αναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις, από τις οποίες προκλήθηκε στην ίδια οικονομική ζημία, καθοριζόμενη κατά ποσό. Επομένως, η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, τόσο ως προς τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία της παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων, όσο και κατά το ποσό της ζημίας την οποία υπέστη η ενάγουσα από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων και επομένως είναι αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος λόγοι έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν παραπονείται ότι η ένδικη αγωγή είναι πρώτον αόριστη και δεύτερον ότι το ίδιο δεν νομιμοποιείται παθητικώς.

4. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα κατέθεσε κατά της δεύτερης εναγομένης, η οποία ήταν εργοδότριά της, την υπ’ αριθμ. κατάθ. 1269/2006 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3457/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω αίτηση και υποχρεώθηκε η δεύτερη εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 3.5.2006 εργατικής αγωγής της ενάγουσας και ταυτόχρονα απείλησε κατά της δεύτερης εναγομένης χρηματική ποινή 200 Ε για κάθε παράβαση της παραπάνω απόφασης. Ακολούθως, επί της παραπάνω (από 3.5.2006 υπ’ αριθμ. κατάθ. 389/19.5.06) εργατικής αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 156/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία έγινε δεκτή η παραπάνω εργατική αγωγή, κρίνοντας το ανωτέρω δικαστήριο ότι η δεύτερη εναγομένη, ως εργοδότρια της ενάγουσας, μετέβαλε βλαπτικά τους όρους εργασίας της τελευταίας. Η ενάγουσα επέδωσε στη δεύτερη εναγομένη αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 3457/2007 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με την από 23.3.2007 επιταγή προς πληρωμή ποσού 15.150 Ε ως καταπεσούσα ποινή, πλέον εξόδων. Δυνάμει της απόφασης αυτής η ενάγουσα προέβη στην κατάσχεση του παραπάνω ποσού εις χείρας της τρίτης εναγομένης τράπεζας με βάση το από 13.12.2007 κατασχετήριο. Η ενάγουσα επέδωσε εκ νέου στη δεύτερη εναγομένη αντίγραφο της παραπάνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με την από 29.10.2007 επιταγή προς πληρωμή και ζήτησε να της καταβάλει αυτή το ποσό των 29.150 Ε, ως καταπεσούσα ποινή για μεταγενέστερο διάστημα, ενώ προέβη και σε κατάσχεση του ποσού αυτού εις χείρας της τρίτης εναγομένης με βάση το από 14.12.2007 κατασχετήριο. Η τρίτη εναγομένη κατέθεσε τα με τα ανωτέρω κατασχετήρια καθοριζόμενα ποσά στο πρώτο εναγόμενο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, αιτία για την οποία εκδόθηκαν τα υπ’ αριθμ. …/29.1.2008 γραμμάτια συστάσεως παρακαταθήκης ποσού 15.150 Ε και 29.400 Ε αντίστοιχα, ενημερώνοντας σχετικά την ενάγουσα, όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 28.1.2008 επιστολή της τρίτης εναγομένης προς την ενάγουσα. Η τελευταία πήγε να εισπράξει τα παραπάνω ποσά, αλλά το πρώτο εναγόμενο Ταμείο της γνωστοποίησε ότι δεν μπορούσε να λάβει τα χρήματα χωρίς δικαστική απόφαση, η οποία να της επιτρέπει την ανάληψη των χρημάτων. Για το λόγο αυτό η ενάγουσα κατέθεσε σχετική αίτηση και εκδόθηκε η υπ’ αρθιμ. 1671/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία χορηγήθηκε στην ενάγουσα η άδεια ανάληψης των, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …/29.1.2008 γραμματίων συστάσεως παρακαταθήκης, κατατεθέντων ποσών. Η δεύτερη εναγομένη εν τω μεταξύ άσκησε κατ’ αρχήν την από 28.3.2007 ανακοπή εκτελέσεως κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επιδιώκοντας την ακύρωση της σε βάρος της επισπευδόμενης εκτελέσεως δυνάμει της από 23.3.2007 επιταγής προς πληρωμή ποσού 14.600 Ε, το οποίο αντιστοιχούσε σε καταπεσούσα χρηματική ποινή των 200 Ε, για το επικαλούμενο χρονικό διάστημα των 73 ημερών, κατά το οποίο παραβιάσθηκε εξακολουθητικά το διατακτικό της υπ’ αριθμ. 3457/2007 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, πλέον του ποσού των 150 Ε για σύνταξη επιταγής. Επίσης η δεύτερη εναγομένη άσκησε την από 28.3.2007 αίτηση αναστολής εκτελέσεως της ανωτέρω επιταγής πληρωμής καθώς και αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής, η οποία έγινε δεκτή και ανεστάλη η εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 3457/2006 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων μέχρι τις 4.5.2007, οπότε θα συζητούνταν η αίτηση αναστολής. Η ανωτέρω ανακοπή έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθμ. 240/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία ακυρώθηκε η από 23.3.2007 επιταγή κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσό των 12.550 Ε. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 687/2010 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Η δεύτερη εναγομένη άσκησε επίσης ανακοπή εκτελέσεως των δύο από 13.12.2007 και από 14.12.2007 κατασχετηρίων εις χείρας της τρίτης εναγομένης και συγκεκριμένα την από 3.3.2008 ανακοπή καθώς και την ομόχρονη (από 3.3.2008) αίτηση αναστολής εκτελέσεως αυτών αλλά και προσωρινή διαταγή αναστολής εκτελέσεως, η οποία έγινε δεκτή και διατάχθηκε η αναστολή κάθε πράξης εκτελέσεως μέχρι τις 28.3.2008, οπότε θα συζητούνταν η αίτηση αναστολής.

Ακολούθως, η δεύτερη εναγομένη κοινοποίησε στο πρώτο εναγόμενο Ταμείο στις 5.3.2008 την ομόχρονη, (από 5.3.2008), εξώδικη δήλωσή της, με την οποία αυτή (δεύτερη εναγομένη) ενημέρωνε το τελευταίο ότι έχει ανασταλεί, δυνάμει προσωρινής διαταγής, η εκτέλεση των παραπάνω κατασχετηρίων εις χείρας της τρίτης εναγομένης τράπεζας και ότι δεν πρέπει να πληρωθούν τα γραμμάτια σύστασης παρακαταθήκης τουλάχιστον μέχρι τις 28.3.2008, ημερομηνία συζήτησης της αίτησης αναστολής εκτελέσεως των κατασχετηρίων. Σε συνέχεια της ανωτέρω γνωστοποίησης εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης το πρώτο εναγόμενο Ταμείο καταχώρισε κατά τον προβλεπόμενο τρόπο το με αριθμό …/12.3.2008 κώλυμα πληρωμής των παραπάνω γραμματίων παρακαταθήκης μέχρι την κοινοποίηση σχετικής δικαστικής απόφασης. Στις 29.7.2008 η δεύτερη εναγομένη κοινοποίησε στο εναγόμενο Ταμείο την από 24.7.2008 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία αυτή ενημέρωνε το τελευταίο ότι στις 7.3.2007, ημερομηνία δημοσίευσης της υπ’ αριθμ. 156/2007 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας επί της προαναφερθείσας εργατικής αγωγής της ενάγουσας, έπαυσε η ισχύς της υπ’ αριθμ. 3457/2007 απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, κοινοποιώντας ταυτόχρονα με την παραπάνω εξώδικη δήλωση και την υπ’ αριθμ. 218/2008 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, η οποία εκδόθηκε επί της υποβληθείσας αιτήσεως της δεύτερης εναγομένης, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως αυτής (δεύτερης εναγομένης) κατά της υπ’ αριθμ. 156/2007 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Με την υπ’ αριθμ. 218/2008 απόφασή του το Εφετείο Λάρισας έκρινε ότι είναι απαράδεκτη η αίτηση της δεύτερης εναγομένης, η οποία αιτούνταν την ανάκληση της παραπάνω απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, καθόσον κρίθηκε ότι ενόψει της έκδοσης της υπ’ αριθμ. 156/2007 οριστικής απόφασης επί της εργατικής αγωγής της ενάγουσας, έπαυσε αυτοδικαίως η ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Η δεύτερη εναγομένη ανέφερε στην παραπάνω εξώδικη δήλωση ότι, ενόψει του ότι έληξε η ισχύς της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, εξέλειψε και η αιτία για την οποία εκδόθηκαν τα γραμμάτια παρακαταθήκης, και ως εκ τούτου έπρεπε να επιστραφούν αυτά στον καταθέτη, δηλαδή την τρίτη εναγομένη τράπεζα. Η κεντρική υπηρεσία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, μετά την ανωτέρω ενημέρωση, προέβη στην άρση του κωλύματος πληρωμής των παραπάνω γραμματίων παρακαταθήκης, γνωστοποιώντας το γεγονός αυτό (άρση κωλύματος πληρωμής), μεταξύ άλλων, και στην τρίτη εναγομένη, με την υπ’ αριθμ. …/1.10.2008 επιστολή της, στην οποία ανέφερε ότι τα γραμμάτια παρακαταθήκης μπορούν να εξοφληθούν από την τρίτη εναγομένη. Η τελευταία υπέβαλε στις 6.10.2008 προς το εναγόμενο Ταμείο αίτηση εξόφλησης των γραμματίων παρακαταθήκης και το δεύτερο εναγόμενο Ταμείο προέβη στην πληρωμή των γραμματίων παρακαταθήκης στην τρίτη εναγομένη.

Η ενάγουσα τον Σεπτέμβριο του 2009 πήγε στην υπηρεσία του εναγομένου Ταμείου στην Λ. να εισπράξει τα χρήματα των γραμματίων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, αφού τα γραμμάτια παρακαταθήκης είχαν ήδη πληρωθεί στην τρίτη εναγομένη τράπεζα. Συνεπεία της μη πληρωμής των γραμματίων η ενάγουσα κοινοποίησε στο εναγόμενο την από 3.9.2009 εξώδικη δήλωση, με την οποία καλούσε το εναγόμενο Ταμείο να της καταβάλει το ποσό των 12.550, εντός της τασσόμενης με την εξώδικη δήλωση προθεσμίας. Το παραπάνω ποσό βάσει της από 23.3.2007 επιταγής προς πληρωμή επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθμ. 240/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία κατέστη τελεσίδικη, καθόσον η κατ’ αυτής ασκηθείσα έφεση από την δεύτερη εναγομένη απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 687/2010 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα ζητεί αποζημίωση με βάση το από 13.12.2007 κατασχετήριο και για το με αυτό δεσμευόμενο ποσό των 15.150 Ε. Ενόψει του ότι από τη θετική δήλωση της τρίτης εναγομένης τράπεζας, ότι στην ίδια υπήρχε το με το από 13.12.2007 κατασχετήριο δεσμευόμενο ποσό των 15.150 Ε, παρήλθε η νόμιμη προθεσμία, όπως επίσης ενόψει του ότι έληξε μετά τις 28.3.2008 η ισχύς της προσωρινής διαταγής που απαγόρευε την εκτέλεση και των δύο κατασχετηρίων, δηλαδή του από 13.12.2007 και του από 14.12.2007, και επιπλέον η απαίτηση της ενάγουσας κατά της δεύτερης εναγομένης ύψους 12.550 Ε επιδικάστηκε τελεσίδικα σ’ αυτήν με την υπ’ αριθμ. 240/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η ενάγουσα κατέστη δικαιούχος αυτού, δυνάμενη μόνη αυτή να απαιτήσει την «ρευστοποίηση» του με αριθμό …/29.1.2008 γραμματίου παρακαταθήκης και την καταβολή του παραπάνω ποσού των 12.550 Ε, αφού με την δημόσια κατάθεση του ποσού του από 13.12.2007 κατασχετηρίου η ενάγουσα απέκτησε ευθεία απαίτηση για ανάληψη του ως άνω κατατεθέντος ποσού έναντι του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (ΕφΑθ 2589/2010 Νόμος), το οποίο ήταν υποχρεωμένο να προβεί στην απόδοση του ποσού που παρακατατέθηκε προς τον δικαιούχο, δηλαδή την ενάγουσα, και όχι τον καταθέτη, δηλαδή την τρίτη εναγομένη. Το εναγόμενο Ταμείο όμως, αποδίδοντας το παραπάνω ποσό στην καταθέσασα τρίτη εναγόμενη τράπεζα, παραβίασε με υπαιτιότητά της την ανωτέρω νόμιμη συγκεκριμένη υποχρέωσή του, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να υποστεί οικονομική ζημία ύψους 12.550 Ε.

Από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια πράξη των οργάνων του πρώτου εναγομένου Ταμείου, αφού ως προς αυτό και μόνο άγεται προς κρίση στο παρόν Δικαστήριο με την ένδικη έφεση η υπόθεση, η ενάγουσα υπέστη εκτός από περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, το εύλογο ποσό για την αποκατάσταση της οποίας είναι αυτό των 300 Ε, ως προς το ύψος του οποίου το εναγόμενο Ταμείο δεν προβάλλει κανένα παράπονο με την έφεσή του, αρνούμενο γενικώς και αμφισβητώντας την πρόκληση ηθικής βλάβης της ενάγουσας. Οι ισχυρισμοί του εναγόμενου – εκκαλούντος Ταμείου ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας εκ μέρους του, διότι δεν υφίσταται παράνομη πράξη των οργάνων του, πολύ δε περισσότερο ότι τα όργανα αυτού δεν ενήργησαν με υπαιτιότητα, όπως επίσης ότι διακόπηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας των οργάνων του και της επελθούσας ζημίας της ενάγουσας, διότι η τρίτη εναγομένη αιτήθηκε την απόδοση των με τα γραμμάτια παρακαταθήκης κατατεθέντων από αυτή ποσών, όπως και ότι το ίδιο δεν νομιμοποιείται παθητικά για την αποζημίωση της ενάγουσας, διότι είναι απλός θεματοφύλακας και ενεργεί κατόπιν αιτήσεως του εκάστοτε παρακαταθέτη, δεν είναι ουσιαστικά βάσιμοι, ενόψει των όσων ήδη εκτέθηκαν παραπάνω.

Περαιτέρω, την ενάγουσα δεν την βαρύνει καμία απολύτως υπαιτιότητα στην επέλευση της οικονομικής ζημίας της, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο Ταμείο. Ειδικότερα το εναγόμενο Ταμείο υποστηρίζει ότι η ενάγουσα συνετέλεσε με δικό της πταίσμα στην οικονομική της ζημία, επειδή καθυστέρησε να εισπράξει το ποσό της παρακαταθήκης, όπως και ότι η ενάγουσα αμέλησε σοβαρά να το ενημερώσει για την απαίτησή της, σε αντίθεση με την δεύτερη εναγομένη, η οποία του κοινοποίησε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην έφεση, «εκ των υστέρων» προφανώς μετά την από 24.7.2008 εξώδικη δήλωσή της, και την υπ’ αριθμ. 299/2008 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, με την οποία κατέστη τελεσίδικη η εργατική απαίτηση της ενάγουσας κατά της δεύτερης εναγομένης. Το εναγόμενο υπονοεί δηλαδή ότι έλαβε γνώση της ανωτέρω τελεσίδικης απόφασης σε μεταγενέστερο, της απόδοσης στην τρίτη εναγομένη του παρακαταθέντος ποσού, χρονικό σημείο. Το εναγόμενο Ταμείο όμως είχε ήδη λάβει γνώση με την από 24.7.2008 εξώδικη δήλωση της δεύτερης εναγομένης της υπ’ αριθμ. 3475/2006 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, όσο και της υπ’ αριθμ. 156/2007 οριστικής απόφασης περί της εργατικής απαιτήσεως της ενάγουσας, οι οποίες συγκοινοποιήθηκαν με την ανωτέρω εξώδικη δήλωση. Συνεπώς, το εναγόμενο Ταμείο γνώριζε πριν την απόδοση του παρακαταθέντος ποσού ότι είχε κριθεί σε πρώτο, τουλάχιστον, βαθμό η εργατική απαίτηση της ενάγουσας, ανεξάρτητα ότι δεν είχε κριθεί και τελεσιδίκως. Η «καθυστερημένη», όπως υπονοεί το εναγόμενο Ταμείο, κοινοποίηση της τελεσίδικης επί της εργατικής αγωγής δικαστικής απόφασης, δεν ασκεί επιρροή στην παράνομη και υπαίτια εκ μέρους του απόδοση του παρακαταθέντος ποσού, αφού η παραπάνω τελεσίδικη δικαστική απόφαση κρίνει με δύναμη δεδικασμένου την υποκείμενη της δημόσιας κατάθεσης αιτία και δεν επηρεάζει την αναμφισβήτητη υποχρέωση του εναγομένου Ταμείου να αποδώσει το ποσό της δημόσιας κατάθεσης στο δικαιούχο αυτής, που κατονομάζεται στο γραμμάτιο παρακαταθήκης, και εν προκειμένω είναι η ενάγουσα. Ο ισχυρισμός, υποβληθείς με τη σχετική ένσταση, περί οικείου πταίσματος του εναγομένου Ταμείου είναι αβάσιμος, διότι η νόμιμη υποχρέωση του εναγομένου Ταμείου να αποδώσει το ποσό της παρακαταθήκης στην ενάγουσα, όπως η υποχρέωση αυτή προκύπτει από το νόμο και ήδη αναλύθηκε παραπάνω, δεν υφίσταται για περιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν εξαρτάται, όπως και δεν επηρεάζεται από την καθυστέρηση είσπραξης του ποσού της παρακαταθήκης από την δικαιούχο ενάγουσα, αφού η παρέλευση του χρόνου δεν «καταργεί» το δικαίωμα της τελευταίας να απαιτήσει την είσπραξη του υπέρ αυτής παρακαταθέντος ποσού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ίδια, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος είναι ουσιαστικά αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, όπως και η έφεση στο σύνολό της. (…) Τέλος, πρέπει να ορισθεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως από τους τέταρτη και πέμπτο των εφεσιβλήτων ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, αφού μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001 ΝοΒ 50. 678, ΑΠ 635/2012 Νόμος).