179/2015 ΜΕφΛαρ (έφεση νικήσαντος διαδίκου – δημιουργία από την αιτιολογία δυσμενούς δεδικασμένου)

179/2015

Πρόεδρος: Περικλής Αλεξίου

Δικηγόροι: Ελένη Ξηραδάκη-Σινέλη – Σοφία Γουσοτίδου, Αδαμαντία Τσιμπερίδου

 

Έφεση νικήσαντος διαδίκου, εφόσον έχει έννομο συμφέρον κατά το χρόνο άσκησής της, υπάρχον όταν βλάπτεται από τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης και δη αν δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες που δεν καταλήγουν σε βλάβη με αντίστοιχες δ/ξεις του διατακτικού, ως και πλεοναστικά κριθέντα ζητήματα δεν αποτελούν αντικείμενο έφεσης, καθόσον κρίσιμες είναι οι δ/ξεις και όχι οι αιτιολογίες, τις οποίες άλλως μπορεί να αντικαθιστά το Εφετείο.

Οι αιτιολογίες απόφασης έχουν συνέπειες διατακτικού αν λύθηκε με παρεμπίπτουσα σκέψη προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος του νικήσαντος διαδίκου.

Δημιουργία από την αιτιολογία δυσμενούς δεδικασμένου και όταν η αγωγή απορρίφθηκε κατόπιν ένστασης διαδίκου, ενώ έπρεπε να απορριφθεί λόγω αβασιμότητας της ιστορικής βάσης της, οπότε με την έφεση μπορεί να μεταβληθεί υπέρ αυτού η απόφαση.

 

Ι. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 516 §§ 1-2 ΚΠολΔ, «1. Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. 2. Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «Δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον», προκύπτει ότι κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, είναι το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος. Το έννομο συμφέρον προκύπτει, κυρίως, από τη βλάβη που υπέστη ο διάδικος, ο οποίος επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης. Κατά κανόνα βλάβη του διαδίκου υπάρχει, όταν απορρίπτονται, εν μέρει ή ολικά, οι προτάσεις του, (ήτοι η αγωγή, η ανταγωγή, οι ενστάσεις του), ή γίνονται δεκτές έναντι αυτού, εν μέρει ή ολικά, οι προτάσεις του αντιδίκου του. Η βλάβη του εκκαλούντος πρέπει να υπάρχει σε σχέση με τον αντίδικό του και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να περιέχει κάποια διάταξη υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος. Κατ’ εξαίρεση και σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, έφεση μπορεί να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, είτε διότι έγινε δεκτή η αγωγή του κ.λπ. είτε διότι απορρίφθηκε η αγωγή κ.λπ. του αντιδίκου του, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται με βάση την προσβαλλόμενη απόφαση και υπάρχει, όταν ο διάδικος βλάπτεται από τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, και, ιδίως, αν δημιουργείται από την απόφαση δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη. Ειδικότερα, η συνδρομή του έννομου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο που ασκείται το ένδικο μέσο, και υπάρχει, όταν ο διάδικος που νίκησε, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και, ιδίως, αν δημιουργείται από αυτή δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει, έτσι, τα στοιχεία διατακτικού. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, όπως και ζητήματα που κρίθηκαν πλεοναστικά, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, καθόσον το κρίσιμο τμήμα της απόφασης δεν είναι οι αιτιολογίες αλλά οι διατάξεις αυτής. Διαφορετικά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις εσφαλμένες αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Συνεπώς, κατ’ εξαίρεση μπορεί να προκαλείται βλάβη από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης ακόμη και από το διάδικο που νίκησε, προς αποτροπή αυτού, (βλ. ΑΠ 226/2014, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 653/2010 Νόμος). Οι αιτιολογίες της απόφασης έχουν συνέπειες διατακτικού, εάν (μεταξύ άλλων) η απόφαση έλυσε με παρεμπίπτουσα σκέψη κάποια προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος του διαδίκου που νίκησε (είτε είναι ενάγων είτε εναγόμενος), οπότε ο διάδικος αυτός βλάπτεται και δικαιούται να προσβάλει την απόφαση, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, (βλ. ΑΠ 404/2010 Νόμος). Επιπλέον, η αιτιολογία καθεαυτή δημιουργεί δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος του διαδίκου, και όταν η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, επειδή είναι αβάσιμη η ιστορική βάση της, ενώ απορρίφθηκε μετά από προβληθείσα ένσταση του διαδίκου, αφού στην περίπτωση αυτή η απόφαση υπολείπεται των προσδοκιών του διαδίκου και, συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι ηττημένος ο διάδικος, ο οποίος βλάπτεται, γενικά, από το περιεχόμενο της απόφασης, οπότε με την άσκηση της έφεσης υφίσταται γι’ αυτόν η δυνατότητα να μεταβάλει υπέρ αυτού την απόφαση, εφόσον συντρέχει βάσιμη προς τούτο περίπτωση, (βλ. ΑΠ 920/2013 Νόμος, αντίθετα για την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ΑΠ 913/2010 Νόμος). Το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ένδικων μέσων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, της οποίας η ανάγκη ύπαρξης συνάγεται και από τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ένδικου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει το ανωτέρω άρθρο. Η παραπάνω προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου, (βλ. άρθρα 68, 73, 532 ΚΠολΔ, ΑΠ 920/2013 Νόμος, ΑΠ 274/2003 ΕπΔικΠολ 2004. 51, ΑΠ 1459/2000 Δνη 2001.741, ΕφΝαυπλ 121/2011 Νόμος, ΕφΑθ 6188/2009, ΕφΘεσ 386/2011 Νόμος, ΕφΘεσ 654/2009, ΕφΔωδ 246/2006 Νόμος, ΕφΑθ 4195/2004 ΝοΒ 53. 102 και Νόμος, ΕφΘεσ 2039/2003, ΕφΑθ 2903/2002 Αρμ 2003. 1809, ΕφΑθ 3743/1996 Νόμος, ΕφΛαρ 81/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ).

ΙΙ. Στην πιο πάνω αίτησή της με ημερομηνία 26.10.2012 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 770/26.10.2012 η αιτούσα, ήδη εφεσίβλητη, Α. Τ., ιστόρησε τα εξής: Ότι με τον καθ’ ου η αίτηση, Κ.Π, τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 31.08.2002 και στη διάρκειά του απέκτησαν ένα τέκνο, το οποίο γεννήθηκε στις 17.07.2003 και φέρει το όνομα Ε.. Ότι ήδη ο γάμος των διαδίκων λύθηκε συναινετικά. Ότι ο καθ’ ου η αίτηση είναι ακατάλληλος να ασκεί τη γονική μέριμνα της ανωτέρω ανήλικης κόρης τους, Ε., για όσους λόγους αναφέρονται στην αίτηση λεπτομερώς. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να αφαιρεθεί η γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους από τον καθ’ ου η αίτηση και να ανατεθεί η γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους και η άσκησή της αποκλειστικά και ολικά στην αιτούσα. Ως προς την ανωτέρω αίτηση εκδόθηκε η οριστική απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας με αριθμό 446/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση με την εξής αιτιολογία: «Με την εν λόγω αίτηση εισάγεται διαφορά σχετικά με την αφαίρεση της γονικής μέριμνας αναφορικά με την ανήλικη κόρη της αιτούσας και του καθ’ ου η αίτηση, ο γάμος των οποίων έχει λυθεί με διαζύγιο, διαφορά δηλαδή, για την οποία η προσήκουσα διαδικασία εκδίκασής της είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, (άρθρα 681-Β, 681-Γ ΚΠολΔ), και όχι της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία εισήχθη, και, επομένως, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αυτή πιο πάνω μείζονα σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας. Τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η αίτηση, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας λόγω της ήττας της, (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό».

Την απόφαση εκείνη εκκάλεσε ο καθ’ ου η αίτηση, Κ.Π., με την ένδικη έφεσή του, με την οποία παραπονείται ότι: 1. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την ένδικη αίτηση, ενώ έπρεπε, εφαρμόζοντας το άρθρο 591 § 2 ΚΠολΔ, να διατάξει την εκδίκαση της αίτησης κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681-Β ΚΠολΔ, εφόσον οι αποκλίσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας από την τηρητέα διαδικασία του άρθρου 681-Β ΚΠολΔ δεν είναι ουσιώδεις. 2. Η αντίδικός του έχει εξαπολύσει εναντίον του σωρεία δικών, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις συνέπειές τους, μεταξύ των οποίων είναι η ψυχική ταλαιπωρία της κόρης τους και η ψυχική και οικονομική εξάντληση του εκκαλούντος. Περαιτέρω, την ανωτέρω απόφαση εκκάλεσε ο καθ’ ου η αίτηση με πρόσθετους λόγους έφεσης, με τους οποίους ισχυρίζεται ότι είναι πρόδηλο το έννομο συμφέρον του για την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, διότι αμέσως μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης η εφεσίβλητη κοινοποίησε προς αυτόν νέα αγωγή με αίτημα την αφαίρεση της γονικής μέριμνας. Για τους λόγους αυτούς ο εκκαλών ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, προκειμένου να εκδώσει απόφαση ως προς την ένδικη αίτηση κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681Β ΚΠολΔ.

ΙΙΙ. Από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο τούτο άγεται στα εξής συμπεράσματα: 1) Ο καθ’ ου η ένδικη αίτηση, ήδη εκκαλών, ως διάδικος που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, δεν έχει έννομο συμφέρον να επιδιώκει την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, ασκώντας εναντίον της την ένδικη έφεσή του. Τούτο, διότι ο εκκαλών δεν βλάπτεται ούτε από το διατακτικό ούτε από τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, αφού δεν δημιουργείται από την απόφαση αυτή δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη. Οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες είναι ορθές, δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις, ούτε κρίθηκαν με την απόφαση ζητήματα, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, ούτε έλυσε η απόφαση (με παρεμπίπτουσα σκέψη) κάποια προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος του καθ’ η, ήδη εκκαλούντος. Όπως ήδη εκτέθηκε, το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ένδικων μέσων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, η συνδρομή της οποίας εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου. Συνεπώς, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι ο εκκαλών δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της…