152/2015 ΜΕφΛαρ (αγωγή απόδοσης μισθίου λόγω λήξης μίσθωσης με καταγγελία συνεπεία μη καταβολής μισθωμάτων και διαφορών εξ αναπροσαρμογών)

152/2015                                                                                                                         

Πρόεδρος: Σπυρ. Μελάς

Δικηγόροι: Ιωαν. Χατζηευθυμίου, Αθανασία Γερακούλη

 

Αγωγή απόδοσης μισθίου λόγω λήξης μίσθωσης με καταγγελία συνεπεία μη καταβολής μισθωμάτων και διαφορών εξ αναπροσαρμογών, επικουρικά δε λόγω δυστροπίας.

Αοριστία αιτήματος καταβολής των εξόδων καταγγελίας λόγω μη ακριβούς προσδιορισμού.

Αβασιμότητα αιτήματος καταβολής διαφορών μισθωμάτων λόγω αναπροσαρμογής, εφόσον ο εκμισθωτής εισέπραττε το παλαιό μίσθωμα επί ικανό διάστημα δίχως εναντίωση ή επιφύλαξη και, παρότι χορήγησε πίστωση χρόνου για καταβολή μελλοντικών μισθωμάτων, δεν έκανε διόλου λόγο ή όχληση για μη καταβληθέντα ποσά αναπροσαρμογής παρελθόντων μηνών.

Καταλογισμός καταβληθέντων ποσών από τον δικαιούμενο προς τούτο μισθωτή στα αρχαιότερα μισθώματα, εφόσον δεν αποδεικνύεται άλλη συμφωνία, και όχι στην πρωτόδικη δικαστική δαπάνη διότι η επιβάλλουσα αυτή δ/ξη δεν είναι προσωρινά εκτελεστή.

Υποχρέωση μισθωτού σε καταβολή δημοτικών τελών βάσει του πραγματικού εμβαδού του μισθίου και όχι του ελάσσονος τοιούτου του μισθωτηρίου, διά του οποίου προέβη σε σύμβαση σύνδεσης με τη ΔΕΗ στο όνομα του.

 

{…} 2. Εν προκειμένω ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, κατά των εναγομένων, την από 14.3.2012, με αριθ. καταθ. 54/19.3.2012 αγωγή, με την οποία ιστορούσε ότι, με το από 22.5.1998 ιδιωτικό συμφωνητικό, εκμίσθωσε στον δεύτερο εναγόμενο το λεπτομερώς περιγραφόμενο ακίνητο, που βρίσκεται στο Β., προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τη στέγαση επιχειρήσεως πωλήσεως βιβλίων και χαρτικών ειδών, αντί αρχικού μηνιαίου μισθώματος 733,67 Ε, το οποίο ήδη, μετά από διαδοχικές συμβατικές αναπροσαρμογές, ανέρχεται στο ποσό των 2.681,16 Ε. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε εννεαετής, μετά δε την πάροδο του συμβατικού χρόνου της η μίσθωση συνεχίστηκε ως μίσθωση αόριστης διάρκειας. Ότι κατόπιν σχετικής συμφωνίας των άνω συμβαλλομένων, που περιλαμβάνεται στο πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, από τις 8.12.2005 και εντεύθεν, η πρώτη εναγόμενη εταιρία, στην οποία συμμετέχει ο δεύτερος εναγόμενος κατά ποσοστό 51%, κατέστη μισθώτρια και υπεισήλθε στη θέση του αρχικού μισθωτή (δεύτερου εναγομένου), που συμφωνήθηκε να ευθύνεται μαζί με αυτήν (πρώτη εναγόμενη εταιρία), εις ολόκληρον για κάθε απαίτηση του εκμισθωτή από τη σύμβαση μίσθωσης. Με βάση δε το ιστορικό αυτό, ζητά, κυρίως κατ’ άρθρο 597 ΑΚ, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του αποδώσουν τη χρήση του μισθίου ακινήτου, για το λόγο ότι έχει λήξει η μίσθωση, μετά από καταγγελία, που ασκήθηκε με την από 9.12.2011 εξώδικη δήλωση του, επειδή οι τελευταίοι καθυστερούν να του καταβάλουν τα ποσά, τα οποία, κατά τη σύμβαση, του οφείλουν από διαφορές αναπροσαρμογής μισθωμάτων του χρονικού διαστήματος από 1.1.2009 έως και τον Φεβρουάριο του έτους 2011, τα μισθώματα του χρονικού διαστήματος από 1.3.2011 έως την λήξη της μίσθωσης στις 14.1.2012, καθώς και τις δαπάνες των τελών που βαρύνουν το μίσθιο, επικουρικά δε ζητεί την απόδοση του μισθίου με βάση τη διάταξη του άρθρου 66 του ΕισΝΚΠολΔ. Επίσης, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, α) το συνολικό ποσό των 40.163,54 Ε για τα άνω καθυστερούμενα μισθώματα, τις δαπάνες τελών που βαρύνουν το μίσθιο και τα έξοδα της γενομένης καταγγελίας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και β) το ποσό των 2.588 Ε μηνιαίως ως αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα από 15.1.2012 και μέχρι την συζήτηση της αγωγής, κατά το οποίο η πρώτη εναγόμενη μισθώτρια παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης (14.1.2012), Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (αρθρ. 648 έως 661 του ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, τόσο κατά την κύρια όσο και κατά τη επικουρική βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 346, 471 επ., 481, 574, 587, 595, 597, 599 παρ. 1 και 601 του ΑΚ, 66 του ΕισΝΚΠολΔ, 48 του Π.Δ. 34/1995 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων», 176 του ΚΠολΔ, εκτός από το αίτημα να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα τα έξοδα καταγγελίας, ποσού 200 Ε, το οποίο είναι αόριστο και απορριπτέο, διότι αυτά (έξοδα) δεν ορίζονται συγκεκριμένως (βλ. ΕφΑθ 5583/2002 ΕπΔικΠολ 2004. 332). Επομένως, πρέπει η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη (και νόμιμη), να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της προσκομίζεται η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 81 παρ. 3 του ν. 2238/1994 για τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων βεβαίωση του προϊσταμένου της αρμόδιας ΔΟΥ (βλ. το υπ’ αριθμ. …/13/12.3.2013 πιστοποιητικό της ΔΟΥ Α.) και έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το σωρευόμενο αίτημα τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.

Οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα α) ότι η πρώτη εξ αυτών κατέστη υπερήμερη περί την καταβολή των μισθωμάτων του μηνός Μαρτίου 2011 και εντεύθεν καθόσον ισχυρίζονται ότι με νεότερη συμφωνία με τον ενάγοντα χορηγήθηκε προθεσμία οκτώ μηνών, για την πληρωμή των μισθωμάτων του Μαρτίου 2011 και εντεύθεν και κατά αυτόν τον τρόπο τροποποιήθηκε ο υπό 3 όρος της μισθωτικής σύμβασης, ο οποίος όριζε ότι το μίσθωμα ήταν καταβλητέο εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, β) ότι με νεότερη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων το μίσθωμα συμφωνήθηκε να παραμείνει από 1.1.2007 και εντεύθεν στο ποσό των 1293 Ε και να μην αναπροσαρμοστεί, όπως προέβλεπε ο υπό 2 όρος του ιδιωτικού συμφωνητικού και γ) την οφειλή 4.447,12 Ε για τέλη καθαριότητας και φόρους ηλεκτροδοτούμενων χώρων για το χρονικό διάστημα των ετών 2005 και 2009.

3.  Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 22.5.1998 ιδιωτικό συμφωνητικό ο ενάγων εκμίσθωσε στον δεύτερο εναγόμενο, για το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 30.12.2008, δηλ. για εννέα (9) έτη, μια διώροφη οικία, έτους κατασκευής 1935, που βρίσκεται στο Β. επί της διασταυρώσεως των οδών Ο. (Α.) και Δ.Δ., προκειμένου να την χρησιμοποιήσει ως κατάστημα πωλήσεως βιβλίων και χαρτικών ειδών. Το μίσθιο αυτό ,κατά το συμφωνητικό αυτό αποτελείται έχει εμβαδόν 123 τμ ,πλην όμως στην πραγματικότητα αποτελείται από υπόγειο, επιφανείας 122,80 τμ, ισόγειο, επιφανείας 122,80 τμ και πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, επιφανείας 122,80 τμ Το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 733,67 Ε (συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος σ’ αυτό τέλους χαρτοσήμου 3,6%) για το πρώτο μισθωτικό έτος, μετά δε την πάροδο αυτού (πρώτου έτους) συμφωνήθηκε να αναπροσαρμόζεται ετησίως κατά το ποσοστό αυξήσεως του πληθωρισμού του προηγούμενου έτους συν 4% επί του εκάστοτε καταβαλλομένου μισθώματος και σε περίπτωση, για οποιονδήποτε λόγο, παράτασης της μίσθωσης πέραν του συμβατικού χρόνου διάρκειάς της, ορίστηκε ότι το μίσθωμα θα αυξάνεται κατά ποσοστό 20% ετησίως. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι το μίσθωμα θα καταβάλλεται εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα και ότι ο μισθωτής βαρύνεται με την πληρωμή, κατά μήνα, ολόκληρου του αναλογούντος επί του καταβαλλομένου μηνιαίου μισθώματος τέλους αποχετεύσεως, χαρτοσήμου και ΟΓΑ, καθώς και παντός άλλου τέλους ή φόρου, τα οποία θα καταβάλλονται και αυτά μαζί με το παραπάνω μίσθωμα, δηλαδή προκαταβολικά και εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μισθωτικού μήνα.

Εξάλλου, με τον όρο 6 του άνω μισθωτηρίου συμφωνήθηκαν τα εξής: «Η ολική ή μερική υπεκμίσθωση του ή με οποιονδήποτε τρόπο, μετά ή άνευ ανταλλάγματος, παραχώρηση της χρήσης του μισθίου σε τρίτους, άνευ προηγούμενης σχετικής έγγραφης και ρητής συναίνεσης του εκμισθωτού… Επιτρέπεται όμως η σύσταση εταιρείας Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. από το μισθωτή ή τον εγγυητή, στην οποία και θα συμμετέχουν αυτοί κατά ποσοστό 50% και η οποία εταιρεία θα υπεισέλθει άνευ ετέρου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μισθώσεως με έγγραφη αναγγελία στον εκμισθωτή. Ο αρχικός μισθωτής όμως Ι. Ε. (δεύτερος εναγόμενος) και ο (μη διάδικος) εγγυητής Η. Ε. θα είναι εις ολόκληρον και αλληλεγγύως υπεύθυνοι με την εταιρεία για οποιαδήποτε απαίτηση του εκμισθωτή από την παρούσα μίσθωση». Στις 8.12.2005 ο μισθωτής Ι. Ε. (δεύτερος εναγόμενος) γνωστοποίησε στον ενάγοντα, ότι, κατά τον όρο 6 του άνω μισθωτηρίου, συνέστησε την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Π. Α.Ε.», στην οποία συμμετέχει ο ίδιος με ποσοστό 51% (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Δ. Μ. επί της από 12.5.2005 εξώδικης γνωστοποίησης). Έτσι, από της περιελεύσεως της άνω αναγγελίας στον εκμισθωτή-ενάγοντα (8.12.2005) η πρώτη εναγόμενη εταιρεία κατέστη μισθώτρια του επιδίκου μισθίου και υπεισήλθε έκτοτε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ένδικης μίσθωσης, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με τον αρχικό μισθωτή (δεύτερο εναγόμενο) για κάθε απαίτηση του εκμισθωτή από τη μίσθωση, κατά τον όρο 6 του ως άνω μισθωτηρίου.

Η διάρκεια της επίδικης μίσθωσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 ΠΔ. 34/1995, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 6 § 7 Ν 2741/1999 (ΦΕΚ Α 199/28.9.1999), κατέστη δωδεκαετής και η μίσθωση έληγε στις 31.12.2011. Το μηνιαίο μίσθωμα (συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος σ’ αυτό τέλους χαρτοσήμου 3,6%), με τις συμφωνηθείσες κατά τα ως άνω αναπροσαρμογές, ανήλθε: για το έτος 2007 στο ποσό των 1.293 Ε. Το μηνιαίο αυτό μίσθωμα κατεβάλλετο και για το έτος 2008 δηλ. χωρίς την αναπροσαρμογή του τιμάριθμου συν 4 μονάδες, όπως προέβλεπε το προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό. Από το έτος 2009, αφού στις 31.12.2008 έληξε ο συμβατικός χρόνος της μίσθωσης και αυτή είχε παραταθεί εκ του νόμου ως τη συμπλήρωση δωδεκαετίας (31.12.2011) και δεν είχε τραπεί σε αορίστου χρόνου, όπως εσφαλμένα εμφανίζεται να υπολαμβάνει ο ενάγων, το μίσθωμα έπρεπε να αναπροσαρμοσθεί, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρο του συμφωνητικού κατά 20% επί του καταβαλλόμενου στις 31.12.2008 μισθώματος. Παρά ταύτα το μίσθωμα που εξακολούθησε να καταβάλλεται παρέμενε σταθερό, στο ποσό των 1.293 Ε μηνιαίως. Τούτο εξακολούθησε να συμβαίνει και κατά το έτος 2010 και μέχρι τις 14.11.2011, οπότε για πρώτη φορά ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε για την μη καταβολή των αναπροσαρμογών που προβλέπονται στο μισθωτήριο του 1998. Με την κρινόμενη αγωγή επαναλήφθηκε το αίτημα της πληρωμής των ως άνω αναπροσαρμογών.

Οι εναγόμενοι απαντώντας στο αίτημα αυτό ισχυρίστηκαν ότι από το έτος 2007 υπήρξε προφορική συμφωνία των διαδίκων να παραμείνει το μίσθωμα σταθερό, χωρίς την προβλεπόμενη στο γραπτό συμφωνητικό αναπροσαρμογή, έως ότου μελλοντικά συμφωνήσουν διαφορετικά. Η μάρτυρας της απόδειξης καταθέτει ότι δεν έγινε καμία συμφωνία για πάγωμα της αναπροσαρμογής του μισθώματος από το 2007 και εντεύθεν. Η εξετασθείσα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού μάρτυρας της ανταπόδειξης καταθέτει ότι άκουσε τον δεύτερο των εναγομένων να προτείνει τηλεφωνικά στον ενάγοντα, το έτος 2007, να παγώσει η αναπροσαρμογή του μισθώματος πλην όμως δεν άκουσε τί απάντησε ο ενάγων και αν αποδέχτηκε την πρόταση που του έγινε. Πάντως έκτοτε ο ενάγων ούτε γραπτώς ούτε προφορικώς, δια ζώσης ή δια τηλεφώνου όχλησε τους εναγομένους για την μη καταβολή της αναπροσαρμογής. Εισέπραττε το εμπροθέσμως καταβαλλόμενο μίσθωμα, χωρίς την αναπροσαρμογή, χωρίς να διατυπώσει καμία επιφύλαξη και χωρίς οπωσδήποτε να αντιδράσει. Μόνον όταν, ύστερα από υπόδειξη του λογιστή του ότι καταβάλει υπερβολικό φόρο, ο ενάγων, κύριος σαράντα εννέα ακινήτων στην Μ., Α. και Κ. απαίτησε με την εξώδικη καταγγελία του τις διαφορές του μισθώματος όπως προκύπτουν με την αναπροσαρμογή. Η ενόρκως βεβαιώνουσα μάρτυρας της ανταπόδειξης Ο. Μ. βεβαιώνει ότι ο ενάγων συμφώνησε προφορικά – δια τηλεφώνου – το έτος 2007 να παραμείνει το μίσθωμα στο ύψος των 1.293 Ε, μέχρι νεοτέρας μελλοντικής συμφωνίας, λόγω του ότι τούτο ήταν, για τα δεδομένα της πόλης του Β. ιδιαίτερα υψηλό.

Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων κρίνεται βάσιμος για τους εξής λόγους α) διότι το μίσθωμα το έτος 2008 παρέμεινε σταθερό όπως και το έτος 2007, β) από 1.1.2009 έως 14.12.2011 κατεβάλλετο το σταθερό μίσθωμα των 1.293 Ε, χωρίς την σημαντική, για τα δεδομένα της οικονομικού έτους 2009, αναπροσαρμογή του 20% γ) τούτο εξακολούθησε να συμβαίνει και το έτος 2010 και μέχρι τις 14.11.2014, όταν η αναπροσαρμογή αυτή είχε καταστεί ιδιαίτερα σημαντική εν όψει των οικονομικών δεδομένων των ετών 2010 και 2011, κατά τα οποία η χώρα είχε εισέλθει στη δίνη της μείωσης μισθών και εισοδημάτων και οι μισθωτικές αξίες των ακινήτων σημείωναν κατακόρυφη πτώση. Ο ενάγων δεν διαμαρτυρήθηκε για την μη καταβολή της αναπροσαρμογής όχι μόνο τους πρώτους μήνες του 2009 αλλά ούτε το έτος 2010 και εντεύθεν, μολονότι, ως αναπληρωτής καθηγητής ιατρικής, είχε υποστεί τις γνωστές μειώσεις του μισθού του, λόγω της οικονομικής κρίσης. Ακόμη ενώ κατά τον Φεβρουάριο 2011 οι εναγόμενοι αντιμετώπισαν πρόβλημα ρευστότητας, λόγω μη πληρωμής από τον ΟΓΑ στην πρώτη εναγόμενη -ποσού περίπου 100.000 Ε, από δελτία αγορά βιβλίων και ζήτησαν από τον ενάγοντα χρονικό περιθώριο μερικών μηνών για την καταβολή των μισθωμάτων Μαρτίου 2011 και εντεύθεν, ο ενάγων τους χορήγησε το περιθώριο αυτό όπως ρητά καταθέτει και η ίδια η μάρτυρας της απόδειξης. Είναι λοιπόν αν όχι αντιφατικό, σε κάθε περίπτωση παράδοξο από την μία πλευρά ο ενάγων να χορηγεί πίστωση χρόνου για την καταβολή των μελλοντικών μισθωμάτων και από την άλλη να μην γίνεται κανένας λόγος για την μη καταβολή των ποσών της αναπροσαρμογής των παρελθόντων μηνών από 1.1.2009 έως τον Φεβρουάριο 2011, όταν ζητείται και χορηγείται πίστωση χρόνου για την καταβολή των μισθωμάτων από Μάρτιο 2011 και εντεύθεν. Το γεγονός ότι ο ενάγων δήλωνε στην αρμόδια ΔΟΥ του τόπου της κατοικίας του (Α.Ζ.) εισόδημα από μισθώματα για τα έτη 2010 και 2011 με την αναπροσαρμογή του 20%, όπως τούτο προκύπτει από το προσκομιζόμενο πιστοποιητικό, το οποίο σημειωτέον δεν αναφέρει τα έτη 2008 και 2009, δεν μεταβάλλει την κρίση του Δικαστηρίου, αφού η φορολογική δήλωση, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, απλώς συντασσόταν από τον λογιστή με βάση το αρχικό συμφωνητικό, χωρίς έλεγχο των πληρωθέντων μισθωμάτων ή ενημέρωση για τυχόν τροποποίηση του μισθωτηρίου και απλώς υπογραφόταν από τον ενάγοντα ,ο οποίος, όπως προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρος της απόδειξης, απορροφημένος από τις απαιτήσεις του ιατρικού λειτουργήματος, δεν ασχολούταν με τα της μίσθωσης. Από την άλλη πλευρά η πρώτη εναγομένη είναι πρόδηλο ότι στα έξοδα της δήλωνε το μίσθωμα χωρίς τις αναπροσαρμογές. Έτσι οι κατά ως άνω δηλώσεις την αρμόδια ΔΟΥ δεν κρίνονται ικανές να ανατρέψουν το περί μη αναπροσαρμογής συμπέρασμα του Δικαστηρίου.

Πρέπει κατ’ ακολουθίαν των προαναφερθέντων να απορριφθεί το αίτημα του ενάγοντος να του καταβληθούν για διαφορές μισθωμάτων: α) το έτος 2009, 3.103,20 Ε, το έτος 2010 6827,08 Ε και β) από 1.1.2011 έως 28.2.2011, το ποσό των 1882,60 Ε, παρέλκουσας της εξέτασης της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προβάλλουν οι εναγόμενοι. Ακολούθως πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ύψος των μισθωμάτων ανήλθε: από 1.3.2011 έως 31.12.2011 στο ποσό των 12.930 Ε και όχι στο ποσό των 22.343Ε και β) από 1.1.2012 έως 15.1.2012 στο ποσό των 669 Ε.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων συμφώνησε με τους εναγομένους τα μισθώματα των μηνών Μαρτίου 2011 και εντεύθεν να πληρωθούν με καθυστέρηση μέχρι το θέρος του 2011, πλην όμως οι εναγόμενοι εξακολούθησαν να μην καταβάλουν τα μισθώματα των από τον Μάρτιο 2011 έως και τον Δεκέμβριο 2011. Κατέστησαν έτσι υπερήμεροι και ο ενάγων, με την από 9.12.2011 εξώδικη δήλωση του, που επιδόθηκε στους εναγομένους στις 14.12.2011 (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/14.12.2011 και …/14.12.2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Ε. Α.) κατήγγειλε τη μίσθωση, η οποία, επειδή τα οφειλόμενα μισθώματα δεν κατεβλήθησαν, εντός μηνός από την καταγγελία αυτή, δηλ. στις έως τις 14.1.2012, η σύμβαση από την τελευταία αυτή ημερομηνία λύθηκε. Από το χρόνο δε αυτό (14.1.2012 έως τις 14.3.2013 – ημερομηνία πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου – η αποζημίωση χρήσης ανήλθε σε 18.102 Ε (1293 Χ 14 = 18.102) και όχι όπως αιτείται ο ενάγων σε 36.232 Ε. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι τον περί το μέσον Νοεμβρίου 2011 προσέφεραν στον ενάγοντα το ποσό των 11.637 Ε, που αντιστοιχεί στα μισθώματα εννέα μηνών (Μαρτίου Νοεμβρίου 2011) και αυτός αρνήθηκε να τα παραλάβει πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι οι εναγόμενοι ούτε σε κατάθεση στην Τράπεζα προέβησαν, όπως έπρατταν έως τότε αλλά, και κατά τα αμέσως επόμενα, όπως έπραξαν και μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, ούτε σε δημοσία κατάθεση των, κατ’ αυτούς, οφειλομένων μισθωμάτων (χωρίς την αναπροσαρμογή). Εξάλλου και μετά την άρση της οικονομικής ρευστότητας την οποία αντιμετώπιζε η πρώτη εναγόμενη, όταν εισέπραξε σημαντικό μέρος των απαιτήσεών της από το σχετικό πρόγραμμα του ΟΓΑ, δεν κατεβλήθησαν, έστω τα οφειλόμενα μισθώματα αλλά οι εναγόμενοι μόλις, στις 10.7.2013, κατέθεσαν στο λογαριασμό του ενάγοντος, το ποσό των 3.000 Ε, το οποίο καταλογίζουν σε μισθώματα Μαρτίου, Απριλίου και έναντι Μαΐου 2011 και αργότερα κατέβαλαν μέσω e-banking τα ποσά των 1200 και 1200 Ε και συνολικά τα ποσά των 5.400Ε. Τα ποσά αυτά καταλογίζονται από τους δικαιουμένους προς τούτο εναγομένους στα αρχαιότερα μισθώματα, εφόσον δεν αποδεικνύεται άλλη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων (αρθρ. 423 ΑΚ ΑΠ 234/2014 Νόμος) και όχι στη δικαστική δαπάνη που όρισε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως υπολαμβάνει ο ενάγων, διότι η διάταξη για τα δικαστικά έξοδα δεν είναι προσωρινά εκτελεστή (αρθρ. 909 περ.4 ΚΠολΔ). Επομένως η απαίτηση από μισθώματα ανέρχεται στο ποσό των 7.530 Ε (12.930 Ε μείον 5.400 = 7.530). Το συνολικό δηλ. ποσό που οφείλουν οι εναγόμενοι για μισθώματα και αποζημίωση χρήσεως ανέρχεται στο ποσό των 26.301 Ε (7.530  Ε +  669 Ε + 18.102 Ε = 26.301 Ε).

Επίσης, οι εναγόμενοι, για το χρονικό διάστημα των ετών 2005 έως 2009 κατέβαλαν στον Δήμο Β. για δαπάνες τελών που αφορούν το μίσθιο ακίνητο ως έχον επιφάνεια 123 τ.μ εμβαδόν που συμφωνήθηκε με το ως μισθωτήριο συμφωνητικό και με βάση το οποίο ο ενάγων παραγματοποίησε τη σύνδεση με την ΔΕΗ. Όπως όμως προειπώθηκε το μίσθιο έχει επιφάνεια επί πλέον 245,60 (122,80 + 122,80 = 245,60 τμ). Ο ενάγων, όταν, στις 24 Δεκεμβρίου 2009 μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του ακινήτου στα τέκνα του και προκειμένου να συντάξει το σχετικό μεταβιβαστικό συμβόλαιο πλήρωσε στο Δήμο Β. για τα έτη 2005, 2006, 2007, 2008 και 2009 4.274 για τέλη καθαριότητας και ηλεκτροφωτισμού και 172,57 Ε για φόρους ηλεκτροδοτούμενων χώρων (βλ. την με αριθμό …/22.12.2009 απόδειξη πληρωμής της ταμειακής υπηρεσίας του Δήμου Β.). Πλην όμως το ποσό αυτό των 4.447,12 Ε βαρύνει τους εναγομένους, κατά τον όρο 4 του ως άνω μισθωτηρίου. Το γεγονός ότι το μίσθιο αναφέρεται ως έχον εμβαδόν 123 τμ και ότι με βάση το μισθωτήριο αυτό έγινε η σύνδεση της ΔΕΗ στο όνομα του δεύτερου των εναγομένων είναι αδιάφορο εν προκειμένω. Πρέπει επομένως οι εναγόμενοι να υποχρεωθούν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό αυτό. Συνολικά η απαίτηση του ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των 26.301 + 4.447,12 = 30.748,12 {…}