15/2016 ΤρΕφΛαρ (αγωγή αποζημίωσης κατά Τράπεζας – έκταση εγγύησης επί αλληλόχρεου λ/σμού – απάτη δικαστηρίου)

15/2016

Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαπδημητρίου

Εισηγητής: Σπυρ. Μελάς

Δικηγόροι: Δήμητρα Μαραθιώτου, Αικατερίνη Χριστοδουλάκη – Σπυρ. Τσαντίνης

 

Αγωγή αποζημίωσης κατά Τράπεζας (και υπαλλήλων της) που ενάντια στα χρηστά ήθη προέβη σε έκδοση δ/γής πληρωμής για εξοφληθείσα απαίτηση και δι’ αυτής σε επιβολή προσημειώσεων και κατάσχεσης.

Η πρωτόδικη απόφαση επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής του ενάγοντος που αναγνώρισε ότι ουδέν οφείλει εκ της σύμβασης εγγύησης, εκδοθείσα μετά τις προσημειώσεις και κατασχέσεις και καταστάσα αμετάκλητη κατόπιν παραίτησης της εναγόμενης Τράπεζας από τα ένδικα μέσα για περάτωση και μόνο της αντιδικίας χωρίς έλεγχο της ορθότητάς της, δεν καθιστά παράνομες και δη αναδρομικά την έκδοση της δ/γής πληρωμής και τις δι’ αυτής προσημειώσεις και κατάσχεση.

Η εγγύηση επί αλληλόχρεου λ/σμού δεν αποτελεί υπόσχεση καταβολής σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, αλλά εγγύηση για το εκ του κλεισίματος κατάλοιπο. Επί μη ύπαρξης συμφωνίας λύσης της εγγύησης, μη δεσμευτικιή η εξώδικη δήλωση του ενάγοντος προς την Τράπεζα να απόσχει από την έκδοση δ/γής πληρωμής και δεν αποδεικνύει δόλο εξαπάτησης του Δικαστηρίου προς έκδοση της δ/γής.

Μη απάτη δικαστηρίου ο ενσυνειδήτως υποβαλλόμενος ψευδής ισχυρισμός, αν δεν συνοδεύεται από ψευδή αποδεικτικά στοιχεία. Μη ψευδές στοιχείο το έγγραφο της εγγύησης, αφού βεβαιώνει τη σύμβαση και την εξ αυτής ενοχή.

 

{…}    3. Η αρχική ενάγουσα, Ε. Β., της οποίας η καλούσα είναι καθολική διάδοχος, με την προαναφερόμενη, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, αγωγή της, κατά το μέρος που αυτή μεταβιβάζεται στο Δικαστήριο αυτό, ισχυρίσθηκε ότι οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος των καθών, ανώτατα υπαλληλικά στελέχη της πρώτης, ενεργώντας στα πλαίσια των καθηκόντων τους, δολίως, κατά των χρηστών ηθών και με πρόθεση βλάβης, διέπραξαν σε βάρος της τα εγκλήματα της α) εκβίασης, διότι απαίτησαν για την εξάλειψη της αναφερόμενης στον αγωγή προσημείωσης υποθήκης 70.000.000 δρχ και όχι 44.000.000 δρχ όπως είχαν συμφωνήσει β) διότι επέτυχαν με εξαπάτηση του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου την έκδοση, εναντίον της μητέρας της, της υπ’ αριθμ. 357/93 διαταγής πληρωμής του, με την οποία υποχρεώθηκε να πληρώσει στην πρώτη εναγομένη το ποσό 15.000.000 δρχ, το οποίο γνώριζαν ότι τους είχε ήδη εξοφληθεί και γ) διότι δυνάμει της ως άνω διαταγής πληρωμής ενέγραψαν προσημειώσεις και επέβαλαν αναγκαστική κατάσχεση στα αναφερόμενα στην αγωγή ακίνητα, μέχρι την έκδοση της υπ’ αριθμ. 185/96 (ήδη αμετάκλητης) απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία ανεγνώρισε ότι δεν υφίστατο η πιο πάνω οφειλή. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να της καταβάλουν για αποζημίωση, συνισταμένη στην αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη εκ της καταβολής δικαστικών δαπανών ύψους 13.608.000 δρχ και 100.000.000 δρχ για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 478/2001 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία την απέρριψε. Ήδη μετά την αναίρεση της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. 971/2005 απόφασης του Δικαστηρίου η υπόθεση φέρεται εκ νέου σε κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου, συντιθέμενου από άλλους Δικαστές.

4. Από τις ένορκες καταθέσεις … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: 4. α) Με την με αριθμ. …/12.12.1983 σύμβαση δανείου (πιστώσεως), που καταρτίστηκε στο Β. μεταξύ της πρώτης εναγομένης – εφεσίβλητης Ε. Τράπεζας και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Β. ΑΒΕΕ» (μη διαδίκου), η πρώτη χορήγησε στην τελευταία δάνειο (πίστωση), με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό μέχρι του ποσού των 20.000.000 δρχ, που αυξήθηκε αργότερα με σαράντα δύο αυξητικές συμβάσεις. Η ενάγουσα με την από 27.6.1985 «πρόσθετη πράξη εγγυήσεως» παρέσχε εγγύηση προς την εναγομένη δανείστρια και υπέρ της πρωτοφειλέτριας εταιρείας «Β. ΑΒΕΕ», για την εξασφάλιση της εκπλήρωσης των προς την εναγομένη τράπεζα υποχρεώσεων της τελευταίας που απέρρεαν από τις πιστώσεις που είχε χορηγήσει η πρώτη εναγομένη προς αυτή με την ως άνω …/1983 σύμβαση και τις λοιπές αυξητικές συμβάσεις, που ακολούθησαν και ανέρχονταν τότε στο ποσό των 81.000.000 δρχ, μέχρι του ποσού των 15.000.000 δρχ για κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες και έξοδα. Για την εξασφάλιση της εγγύησης αυτής η ενάγουσα συνήνεσε στην εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης μέχρι του ποσού των 15.000.000 δρχ σε οικόπεδο, εκτάσεως 320 τμ, που βρίσκεται στο Β. επί της οδού Κ. αρ. …, ιδιοκτησίας της, πράγμα που έγινε με την με αριθμ. 606/28.6.1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου που εκδόθηκε κατόπιν της από 28.6.1985 αιτήσεως της πρώτης εναγομένης. Το οικόπεδο αυτό της ενάγουσας, με το με αριθμ. …/20.1.1993 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ι. Ζ., που μεταγράφηκε νόμιμα, συνενώθηκε με άλλο όμορο οικόπεδο, ιδιοκτησίας Α. Π., αδελφού της, ο οποίος δεν ήταν εγγυητής (στον οποίο είχε μεταβιβαστεί με γονική παροχή στις 23.11.1992), με ποσοστό συμμετοχής της ιδίας στο όλο ακίνητο 572/1000 και με ποσοστό συμμετοχής του Α. Π. 428/1000, στο οποίο είχαν εγγραφεί δύο προσημειώσεις υποθήκης υπέρ της πρώτης εναγομένης για συνολικό ποσό 29.000.000 δρχ. Οι ως άνω ιδιοκτήτες κατήρτισαν με την τεχνική εταιρία «Δ. Π. και Σία ΟΕ» το υπ’ αριθ. …/10.2.1993 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών οικοπέδου και εργολαβικό του συμβολαιογράφου I. Ζ., με σκοπό να μεταβιβάσουν τα ποσοστά τους επί του ενιαίου οικοπέδου στην τεχνική εταιρεία, προκειμένου να ανεγερθεί επ’ αυτού πολυώροφη οικοδομή με το σύστημα της αντιπαροχής. Έπρεπε λοιπόν το ακίνητο αυτό να ελευθερωθεί από βάρη, όπως προσημειώσεις υποθήκης.

β) Επειδή η πιστούχος εταιρία την Άνοιξη του 1992 αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, ο νόμιμος εκπρόσωπός της είχε σειρά επαφών και συσκέψεων με στελέχη και τις Διοικήσεις Τραπεζών που την είχαν χρηματοδοτήσει ως τότε, μεταξύ των οποίων και η πρώτη εναγομένη Ε. Τράπεζα, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία για το σύνολο της οφειλής της πιστούχου εταιρείας «Β. ΑΒΕΕ» (βλ. ΑΠ 966/2011 που απέρριψε την, κατά της υπ’ αριθ. 972/2005 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, αναίρεση. Με την αγωγή εζητείτο η επιστροφή του πέραν των 15.000.000 δρχ καταβληθέντος στην πρώτη εναγομένη ποσού των 19.320.000 δρχ, ως καταβληθέντος χωρίς νόμιμη αιτία, όπως πιο κάτω ειδικότερα αναφέρεται). Έτσι η ως άνω εταιρεία, στις 21.12.1992, με έγγραφό της προς την Ε. Τράπεζα υπόσχεται ότι θα καταθέσει σε πίστωση λογαριασμού της το ποσό των 70.000.000 δρχ, κατά την εκποίηση των ακινήτων της οδού Κ. στο Β., μεταξύ των οποίων και το οικόπεδο ιδιοκτησίας της ενάγουσας επί της οδού Κ. και η μονοκατοικία επί της ιδίας οδού ιδιοκτησίας Κ. Π.. Η πρώτη εναγομένη συμφώνησε στην πρόταση αυτή της πρωτοφειλέτριας – πιστούχου. Στη συνέχεια, οι εγγυητές της σύμβασης της εταιρείας «Β. ΑΒΕΕ», μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, με το από 21.12.1992 έγγραφό τους προς την πρώτη εναγομένη, το οποίο φέρει την υπογραφή τους, δηλώνουν ότι συναινούν στην άρση των βαρών που έχουν εγγραφεί στις ιδιοκτησίες που αναφέρουν σ’ αυτό, μεταξύ των οποίων και το συνενωμένο ήδη ακίνητο της ενάγουσας. Η ενάγουσα μαζί με τον Α. Π. και την πρωτοφειλέτρια – πιστούχο κατέβαλαν, χωρίς να εξαναγκασθούν από τους εναγομένους, το ποσό των 70.000.000 δρχ. Ειδικότερα η πρωτοφειλέτρια κατάβαλε 10.000.000 δρχ και οι Α. Π. και ενάγουσα, είτε οι ίδιοι είτε η εργολήπτρια εταιρία για λογαριασμό τους, 60.000.000. Εκ των 60.000.000 δρχ τα (60.000.000 Χ 572/1000 =) 34.320.000 κατεβλήθησαν από την ενάγουσα.

Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι για την εξάλειψη της προσημείωσης αρχικά είχε συμφωνηθεί να πιστωθεί ο λογαριασμός της πρωτοφειλέτριας με το ποσό των 44.000.000 δρχ και όχι των 70.000.000 δρχ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας Α. Π. ότι υπήρξε τέτοια συμφωνία αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων Δ. Δ. (σελ. 19 της εισηγητικής έκθεσης αποδείξεων) και δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Η δήλωση καταβολής του ποσού των 70.000.000 δρχ ήταν ελεύθερη, και δεν υπήρξε αποτέλεσμα εκβίασης των εναγομένων, κατά την έννοια του Ποινικού Κώδικα (αρθρ. 385ΠΚ), όπως αβάσιμα διατείνεται η ενάγουσα. Η εκβίαση είναι έγκλημα εξωτερικεύσεως και η ενάγουσα ουδέποτε ήλθε σε επαφή με τα στελέχη της πρώτης εναγομένης. Ο προσδιορισμός του ποσού των 70.000.000 δρχ, που η πρώτη εναγομένη αξίωσε να καταβληθεί, προκειμένου να εξαλείψει την προσημείωση υποθήκης στο ακίνητο της ενάγουσας, έγινε από τη Διοίκηση της πρώτης εναγομένης και όχι από τους προστεθέντες της, λοιπούς εναγόμενους. Η πρώτη εναγομένη με το από 7.1.1993 έγγραφό της, αποδεχόμενη τις άνω έγγραφες προτάσεις και συναινέσεις των εγγυητών μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, συμφωνεί, εφόσον πιστωθεί ο λογαριασμός της πρωτοφειλέτριας με το ποσό των 70.000.000 δρχ, στην εξάλειψη της προσημείωσης υποθήκης επί του ακινήτου της ενάγουσας, η οποία έγινε με την με αριθμ. 41/1993 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, κατόπιν της από 21.1.1993 αιτήσεως της ενάγουσας.

γ) Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη με την από 1.4.1993 επιστολή, που επιδόθηκε στις 7.4.1993, κατήγγειλε τη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού της πρωτοφειλέτριας πιστούχου και υπέβαλε στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου την με αριθ. 371/10.5.1993 αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος μεν της πιστούχου για το κατάλοιπο του αλληλόχρεου λογαριασμού ύψους 475.263.533 δρχ, σε βάρος δε της ενάγουσας για το ποσό των 15.000.000 δρχ, με το οποίο είχε εγγυηθεί κάθε χρεωστικό υπόλοιπο από τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού. Με βάση την αίτηση αυτή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 357/1993 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία η ενάγουσα υποχρεώθηκε να πληρώσει, εις ολόκληρον με την πρωτοφειλέτρια πιστούχου το ποσό των 15.000.000 δρχ, έντοκα από 1.4.1993. Η ενάγουσα, με τους λοιπούς συνεγγυητές και την πρωτοφειλέτρια άσκησαν κατά της Διαταγής Πληρωμής την με αριθ. 377/6.8.1993 ανακοπή, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της Διαταγής Πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή. Η ανακοπή αυτή απερρίφθη με την υπ’ αριθ. 367/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου λόγω αοριστίας των ισχυρισμών της και επικύρωσε τη Διαταγή Πληρωμής. Η απόφαση επιδόθηκε και δεν ασκήθηκαν κατ’ αυτής ένδικα μέσα. Ακολούθως ασκήθηκε η από 26.11.1993 με αριθ. καταθ. 565/26.11.1993 ανακοπή κατά της ιδίας Διαταγής Πληρωμής και της από 2.11.1993 επιταγής προς πληρωμή από την ανήλικη τότε, νόμιμα εκπροσωπούμενη από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα Κ. Β. και Ε. Β. (ενάγουσα), Β. Β. (εδώ καλούσα), η οποία απερρίφθη με την υπ’ αριθ. 535/1994 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, διότι η Διαταγή πληρωμής δεν υποχρέωνε την ανήλικη σε καταβολή κάποιου ποσού. Η απόφαση επιδόθηκε στους ανακόπτοντες. Κατ’ αυτής δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα και κατέστη τελεσίδικη. Στη συνέχεια η αρχικώς ενάγουσα με την από 27.11.1995 υπ’ αριθ. καταθ. 1604/1995 αίτησή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, ζήτησε την ολική αναστολή της διαταγής πληρωμής και των ασφαλιστικών μέτρων (προσημειώσεων υποθήκης που ενέγραψε η πρώτη εναγομένη επί του ιδανικού μεριδίου της 25% εξ αδιαιρέτου διαμερίσματος στο Κ. Κ., επί του 25% εξ αδιαιρέτου διαμερίσματος στην οδό Ο. και Α. στο Β. και επί του 25% εξ αδιαιρέτου οικοπέδου στην οδό Ε. στο Β. και της αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητου της στη Ζ.). Η αίτηση αυτή απερρίφθη με την υπ’ αριθ. 1532/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Με βάση την ως άνω διαταγή πληρωμής, οι κατά της οποίας ανακοπές απερρίφθησαν, η πρώτη εναγομένη, όπως είχε δικαίωμα, επιδίωξε και ενέγραψε προσημείωση υποθήκης στα ιδανικά της μερίδια επί ακινήτων της ενάγουσας στο Β. και στο Κ. Κ. Α. και κατάσχεσε αναγκαστικά ακίνητό της στη Ζ.. Οι προσημειώσεις αυτές δεν συνιστούν με κανένα τρόπο απόπειρες εκβίασης της πρώτης εναγομένης καθώς και των λοιπών εναγομένων κατά την έννοια του άρθρου 385 ΠΚ.

δ) Τέλος η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείο Βόλου την από 10.1.1996, με αριθ. καταθ. 20/10.1.1996, αρνητική αναγνωριστική αγωγή, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλει κανένα ποσό από την σύμβαση εγγύησης που είχε καταρτίσει με την πρώτη εναγομένη. Εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 185/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η ενάγουσα δεν οφείλει κανένα χρηματικό ποσό από την 27.6.1985 σύμβαση εγγύησης και ότι έχει ελευθερωθεί από αυτή. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 30.4.1996, δηλ. μετά την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής και τις ως άνω προσημειώσεις και κατάσχεση στα ακίνητα της ενάγουσας. Η πρώτη εναγομένη παραιτήθηκε από τα ένδικα μέσα, προκειμένου να σταματήσει η αντιδικία με την ενάγουσα και η απόφαση έγινε αμετάκλητη, χωρίς να έχει υποβληθεί σε έλεγχο της ορθότητάς της. Το γεγονός ότι η απόφαση αυτή επί της αρνητικής αναγνωριστική αγωγής κατέστη αμετάκλητη, δεν καθιστά παράνομη και μάλιστα αναδρομικά ούτε την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής, ούτε τις προσημειώσεις που ενεγράφησαν δυνάμει αυτής ούτε την αναγκαστική κατάσχεση. Η ενάγουσα βέβαια ισχυρίζεται ότι, επειδή η πίστωση στο λογαριασμό της πιστούχου έγινε και από αυτήν κατά το ποσό των 34.320.000 δρχ (από τα 70.000.000 δρχ που πιστώθηκαν συνολικά), το οποίο μάλιστα υπερέβαινε το ποσό των 15.000.000 δρχ, για το οποίο είχε εγγυηθεί, αποσβέστηκε και η ενοχή της από την εγγύηση που είχε χορηγήσει και για το λόγο αυτό η πρώτη εναγομένη δεν εδικαιούτο να εκδώσει σε βάρος της την προαναφερόμενη Διαταγή Πληρωμής άλλως ότι απέκρυψε το γεγονός της απελευθέρωσής της από την εγγύηση που είχε χορηγήσει από το Δικαστή που εξέδωσε τη Διαταγή Πληρωμής. Με την 972/2005 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η κατά της οποίας αίτηση αναίρεσης απερρίφθη με την ΑΠ 966/2011, έχει κριθεί αμετάκλητα ότι το ποσό των 19.320.000 δρχ καταβλήθηκε για τη συνολική ρύθμιση της οφειλής της πρωτοφειλέτριας πιστούχου εταιρίας και απερρίφθη αγωγή της εγγυήτριας Ε. Β. να της επιστραφεί το ποσό αυτό ως καταβληθέν χωρίς νόμιμη αιτία. Από καμία διάταξη δεν προκύπτει ότι στην αίτηση για την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής πρέπει να αναφέρεται και ότι η απαίτηση, για την οποία ζητείται η έκδοση της Διαταγής Πληρωμής, έχει εξοφληθεί. Τούτο αποτελεί δικαίωμα του καθ’ ού η Διαταγή Πληρωμής, προβαλλόμενο ως ένσταση με ανακοπή. Πέραν αυτού, δεν ισχυρίστηκε η ενάγουσα ότι δεν πιστώθηκε ο λογαριασμός της πιστούχου με το ποσό των 70.000.000 δρχ, ούτε ότι το κατάλοιπο για το οποίο εκδόθηκε η Διαταγή Πληρωμής δεν ήταν το κατάλοιπο που προέκυψε μετά την πίστωση αυτή, δηλ. η πίστωση με το ποσό αυτό δεν απεκρύβη από την αιτούσα πρώτη εναγομένη. Η αναγραφή στην αίτηση του προσώπου που πραγματοποίησε την πίστωση του λογαριασμού αφενός δεν προβλέπεται, αφ’ ετέρου δεν σημαίνει αυτόματα και ότι επειδή αυτός είχε εγγυηθεί τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η ενοχή από τη σύμβαση εγγύησης σβήνει. Πολύ περισσότερο όταν η εγγύηση που παρέχεται στη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, κατά την κρατούσα στη νομολογία και στη θεωρία άποψη, δεν αποτελεί υπόσχεση καταβολής του ποσού για το οποίο δίνεται σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια λειτουργίας του αλληλοχρέου λογαριασμού, αλλά εγγύηση για το κατάλοιπο που προκύπτει κατά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού (ΑΠ 1347/2000 ΔΕΕ 2001. 737, ΑΠ 48/2001 ΔΕΕ 2001. 1011, ΑΠ 1173/2001 ΝοΒ 50. 1263 ΑΠ 862/199 ΔΕΕ 199. 1031, ΑΠ 1264/1994 1265/1994 ΔΕΕ 1995. 66, Γεωργιάδης Η εξασφάλιση των Πιστώσεων σελ. 98, Η εγγύηση στον Αλληλόχρεο λογαριασμό αριθ. 39, Βεβρβερίδης Σύμβαση Πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό σελ. 167). Η αναφορά στα γραμμάτια εισπράξεως της πρώτης εναγομένης των ονομάτων των προαναφερθέντων οικοπεδούχων είναι φανερό πως γίνεται για τη ρύθμιση των σχέσεων οικοπεδούχων και εργολήπτριας εταιρίας καθώς και πρωτοφειλέτριας και δεν συνδέονται με την σύμβαση εγγύησης. Ακόμη και αν συνδέονται, όπως έκρινε η αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, για τη λύση της συμβάσεως εγγυήσεως δεν είχε γίνει καμία συζήτηση κατά τις διαπραγματεύσεις που είχαν ως αντικείμενο τη συνολική ρύθμιση της οφειλής της πιστούχου και την εξάλειψη της προσημείωσης, ούτε φυσικά είχε υπάρξει καμία αντίθετη συμφωνία λύσης της. Η εξώδικη δήλωση της ενάγουσας, που επιδόθηκε στην πρώτη εναγομένη λίγες ημέρες πριν την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής, με την οποία η πρώτη καλεί την δεύτερη να απόσχει από την έκδοση Διαταγής Πληρωμής σε βάρος της, δεν δημιουργεί και αντίστοιχη υποχρέωση της πρώτης εναγομένης. Απλώς αντανακλά τη θέση της ενάγουσας για το ζήτημα αυτό, το οποίο εκ μόνου του λόγου αυτού προκύπτει ότι ερίζεται και δεν σημαίνει ότι στοιχειοθετεί δόλο των εναγομένων να εξαπατήσουν το Δικαστήριο. Εξ άλλου, αν η εξάλειψη της προσημείωσης υποθήκης συνεπαγόταν και την απόσβεση της εγγύησης, δεν θα χρειαζόταν να ερωτηθούν και να συναινέσουν οι εγγυητές στην εξάλειψή της, αφού η εξάλειψη το μόνο αποτέλεσμα που θα είχε είναι ότι θα τους ωφελούσε. Η συναίνεσή τους ζητήθηκε διότι η εγγύηση παρέμενε ενεργός και το ζήτημα της εξασφάλισής της με προσημείωση υποθήκης σε άλλο ακίνητο της ενάγουσας παρέμενε ανοιχτό. Εκ του γεγονότος τούτου, δηλ. τελεσιδικίας της ως άνω απόφασης, δεν σημαίνει και ότι η πρώτη εναγομένη και οι λοιποί εναγόμενοι, οι οποίοι σημειωθήτω αθωώθηκαν από τις κατηγορίες της εκβίασης, απόπειρας εκβίασης και απάτης με την καταστάσα αμετάκλητη υπ’ αριθ. 1508/1999 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής είχαν υποχρέωση να προσκομίσουν έγγραφο απόσβεσης της εγγύησης, το οποίο εκείνο το χρόνο δεν υπήρχε, διότι συμφωνία λύσης της σύμβασης εγγύησης δεν είχε υπάρξει έως τότε και η απόφαση που απελευθέρωνε την εγγυήτρια δεν είχε εκδοθεί. Και βεβαίως, δεν συνιστά απάτη στο Δικαστήριο ακόμη και ενσυνειδήτως υποβαλλόμενος ψευδής ισχυρισμός, αν δεν συνοδεύεται από ψευδή αποδεικτικά στοιχεία (ΑΠ 1612/1995 ΠΧρ ΜΣΤ. 1026, 1533/1995 ΠΧρ 1996. 875 ΑΠ 1023/1995 ΠΧρ 1996. 62). Τέτοια ψευδή στοιχεία δεν απεδείχθη ότι υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο για την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής. Το έγγραφο της σύμβασης εγγύησης δεν είναι ψευδές αποδεικτικό στοιχείο. Βεβαιώνει τη σύβαση εγγύησης και την εξ αυτής ενοχή. Με βάση τα περιστατικά αυτά δεν τελέστηκε σε βάρος της ενάγουσας ούτε το αδίκημα της απάτης στο Δικαστήριο.

Κατ’ ακολουθία η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφτεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η εκκαλουμένη, που απέρριψε την αγωγή με παρόμοια αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα (αρθρ. 534 ΚΠολΔ), σε ορθό κατά αποτέλεσμα κατάληξε και ο μοναδικός λόγος της καθώς και όλοι οι αναφερόμενοι, ως πρώτοι και δεύτεροι, πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφτούν ως αβάσιμοι…