101/2016 ΤρΕφΛαρ (ακάλυπτη επιταγή – συρροή αξιώσεων – ευθύνη διοικητών ΑΕ)

101/2016                                                        

Πρόεδρος: Χρυσούλα Χαλιαμούρδα

Εισηγητής: Ηλ. Τουλίγκος

Δικηγόροι: Σουλτάνα Δόκου, Ιουλία Κωνσταντινίδου

 

Επί ακάλυπτης επιταγής αδικοπρακτική αξίωση αποζημίωσης συρρέουσα με την αξίωση από το νόμο περί επιταγών, απόκειται δε στον δικαιούχο να ασκήσει όποια προτιμά, η ικανοποίηση όμως μίας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση της άλλης.

Στοιχεία αδικοπρακτικής αγωγής αποζημίωσης. Δικαίωμα κομιστή να ζητήσει και προσωπική κράτηση του εναγομένου εκδότη, κατά διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

Επί ακάλυπτης επιταγής στο όνομα ν.π., αδικοπρακτική ευθύνη υπογράψαντος ως εκπροσώπου. Όργανο ν.π. και εκείνος του οποίου οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, έστω και αν δεν μετέχει στη διοίκηση.

Μη ατομική ευθύνη διοικητών ΑΕ για χρέη της και μη προσωπική τους κράτηση, δυνατή όμως τέτοια επί αδικοπραξίας με πταίσμα τους, όπως του υπαίτιου φυσικού προσώπου που εξέδωσε ακάλυπτη επιταγή γνωρίζοντας,  ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθέσιμων κεφαλαίων κατά το χρόνο έκδοσης ή πληρωμής. Μη άρση δόλου εκ της οικονομικής δυσχέρειας ανεύρεσης κεφαλαίων, αφού η υπαιτιότητα δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη αλλά την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν κεφάλαια κατά το χρόνο πληρωμής, επί δε μεταχρονολογημένης επιταγής αναλαμβάνει και τον κίνδυνο πρόωρης εμφάνισής της.

 

{…} Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79 ν. 5960/1933, 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι ο εκδότης επιταγής σε διαταγή, έστω και μεταχρονολογημένης, που γνωρίζει ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια υπέρ του κομιστή στην πληρώτρια τράπεζα (και γι’ αυτό τον λόγο δεν πληρώθηκε η επιταγή μέσα στη νόμιμη προθεσμία εμφάνισής της), ζημιώνει τον κομιστή με τον τρόπο αυτό, παρά το νόμο, δηλαδή κατά παράβαση της πρώτης των πιο πάνω διατάξεων, κατά την οποία η πράξη αυτή του εκδότη της επιταγής αποτελεί ποινικό αδίκημα. Επομένως, είναι υποχρεωμένος κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών σε αποζημίωση του κομιστή, αφού η διάταξη του άρθρου 79 ν. 5960/1933 έχει θεσπιστεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής (ΑΠ 1536/2000 Δνη 42. 1305, ΑΠ 1262/1993 Δνη 36. 157, ΕφΠειρ 822/2003 ΔΕΕ 2003. 1352 ΕφΠατρ 164/2002 ΔΕΕ 2003. 660, ΕφΑθ 6286/2000 Δνη 42. 202, ΕφΑθ 10480/1999 Δνη 41. 1393, ΕφΠειρ 665/1999 Δνη 41. 493). Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ συρρέει παράλληλα με την αξίωση από το νόμο περί επιταγών (άρθρο 40), διότι, όπως γίνεται δεκτό, επί συρροής αξιώσεων από συμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει οποιαδήποτε από αυτές προτιμά, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μιας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης (ΕφΑθ 6286/2000 Δνη 42. 202, ΕφΘεσ 308/1998 ΔΕΕ 1998. 304).

Εξ άλλου, στοιχεία απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής προς αποζημίωση από το άρθρο 914 ΑΚ είναι 1) η έκδοση έγκυρης επιταγής, 2) η μη ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο έκδοσης είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, είτε η ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων που δεν μπορούσαν να διατεθούν προς πληρωμή από μέρους του εκδότη, 3) υπαιτιότητα του εκδότη, ήτοι ότι προβαίνει εκείνος στην εν λόγω έκδοση εκ προθέσεως, που σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται το γεγονός ότι θα υπάρξει η ως άνω έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων, 4) η μη πληρωμή της επιταγής εντός της νομίμου προθεσμίας, η οποία όταν πρόκειται για επιταγή που εκδόθηκε στην Ελλάδα, είναι 8 ημερών με αφετηρία την επομένη της έκδοσης (άρθρο 29 ν. 5960/1933), 5) η από τη μη πληρωμή της επιταγής πρόκληση ζημίας του δικαιούχου κομιστή της και 6) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη (ΑΠ 281/2003 Δνη 45. 442, ΑΠ 690/1996 ΕΕμπΔ ΜΘ. 99, ΕφΘεσ 2456/2006 Αρμ 2007. 1206, ΕφΠειρ 18/2004 ΔΕΕ 2004. 443).

Περαιτέρω, ασκώντας την αξίωση προς αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις παρέχεται στο δικαιούχο κομιστή η ευχέρεια να ζητήσει ταυτόχρονα, κατά την τακτική διαδικασία, και την απαγγελία προσωπικής κρατήσεως κατά του εναγομένου εκδότη της επιταγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1047 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 2551/2008 ΔΕΕ 2008. 1146, ΕφΑθ 6286/00 Δνη 42. 202, ΕφΘεσ 308/1998 ΔΕΕ 1998. 304), η οποία, όπως σε κάθε αδικοπραξία, είναι δυνητική και απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο λαμβάνει υπόψη διάφορα κριτήρια, όπως το ύψος της απαίτησης, τη βαρύτητα της πράξεως και τις συνέπειές της, το πταίσμα του εναγόμενου, την τυχόν συνυπαιτιότητα του ενάγοντος, τη φερεγγυότητα του υποχρέου, την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων του, τις ιδιαίτερες συνθήκες και τις συντρέχουσες περιστάσεις (ΕφΑθ 2292/2006 ΔΕΕ 2006. 930, ΕφΑθ 6286/2000 ό.π., Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, άρθρο 1047 παρ. 762).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται  επιπλέον εις ολόκληρον. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής στο όνομα του νομικού προσώπου, ο υπογράψας ως εκπρόσωπός του ευθύνεται και ο ίδιος από αδικοπραξία (ΕφΠειρ 822/2003 ό.π., ΕφΑθ 4704/1998 Δνη 39. 1365, ΕφΠειρ 665/1999 Δνη 41. 491, Μάρκου Δίκαιο επιταγής εκδ. 1995 σελ. 311). Ως όργανο δε του νομικού προσώπου, μεταξύ των οποίων είναι και η Ανώνυμη Εταιρεία, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο, αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη και τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και όταν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου (ΑΠ 1536/2000 Δνη 42. 1305, ΑΠ 1615/1999 Δνη 41. 429, ΕφΑθ 6256/2000 ό.π., ΕφΑθ 4704/99 Νόμος). Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτήν (πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος ή άλλο μέρος του Δ.Σ.) δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ. Δηλαδή η αρχή της μη ευθύνης των καταστατικών οργάνων ανώνυμης εταιρίας δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία με βάση τις γενικές αρχές (άρθρο 914 ΑΚ), οπότε υπάρχει στην περίπτωση αυτή ευθύνη τους (ΕφΑθ 7018/1998 Δνη 40. 1139, ΕφΑθ 4704/1998 Δνη 39. 1365, Πασσιά, Το Δίκαιο της ΑΕ παρ. 548, 561, Λεβαντή, Το Δίκαιο των Εμπορικών Εταιριών έκδ. 1994, σελ. 562). Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, ο κομιστής της επιταγής μπορεί μαζί με την αγωγή εξ αδικήματος να σωρεύσει και αίτημα προσωπικής κράτησης του εκπροσώπου της Ανώνυμης Εταιρίας, εφόσον αυτός είναι «ο δράστης», δηλαδή το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο που με γνώση του εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, διότι η εξαίρεση της παρ. 3 του άρθρου 1047 ΚΠολΔ αναφέρεται στην απαγόρευση προσωπικής κράτησης των εκπροσώπων ανώνυμων εταιριών ή εταιριών περιορισμένης ευθύνης για χρέη εμπορικά ή από αδικοπραξία που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο και όχι για χρέη από αδικοπραξία που βαρύνουν και το ίδιο το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, έστω και αν αυτό τέλεσε την αδικοπραξία στα πλαίσια των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί (AΠ 418/2007 ΝοΒ 2007. 1168, ΑΠ 133/2001 Δνη 42. 699, ΕφΠειρ 822/2003 ό.π., ΕφΠατρ 164/2002 ό.π., ΕφΑθ 6286/2000 Δνη 42. 202, ΕφΑθ 7018/1998 Δνη 40. 1139).

Περαιτέρω, από την ίδια, όπως ανωτέρω, διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος και υπαίτιος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ’ αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνον του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 και επ. ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει (ΟλΑΠ 18/2004, ΑΠ 495/2010 Νόμος, ΑΠ 218/03 ΧρΙΔ 2003. 559, ΑΠ 587/2002 ΔΕΕ 2003. 186).

Περαιτέρω, για τη θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου του άνω αδικήματος αρκεί ο εκδότης της επιταγής να τελεί εν γνώσει της ελλείψεως αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, είτε κατά το χρόνο της εκδόσεως, είτε κατά τον χρόνο της πληρωμής. Αρκεί δηλαδή για το υποκειμενικό στοιχείο ο εκδότης σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθέσιμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Επομένως, είναι χωρίς έννομη επιρροή αν το προαναφερόμενο γνωστικό στοιχείο του εκδότου αναφέρεται στο χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή σε εκείνο της πληρωμής. Όταν δε στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία πράξη προξενείται κατ’ αιτιώδη συνάφεια στον νόμιμο κομιστή της επιταγής η ζημία εκ της μη εισπράξεως του ποσού της εν λόγω επιταγής κατά τον χρόνο εμφανίσεώς της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο εκείνου της επιταγής. Εξάλλου, η οικονομική δυσχέρεια του εκδότη να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή της επιταγής κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο, με την προεκτεθείσα έννοια, αφού το στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη – αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας – αλλά τη στάση του έναντι του οικείου λογαριασμού και την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής.  Επομένως, όταν στοιχειοθετείται το προβλεπόμενο στο άρθρο 79 ν. 5960/1933 έγκλημα, στοιχειοθετείται παράλληλα σε βάρος του εκδότη, που ενήργησε δολίως με την πιο πάνω έννοια, αδικοπρακτική ευθύνη του τελευταίου για αποκατάσταση της ζημίας του νόμιμου κομιστή, η οποία, κατ’ ουσιώδη συνάφεια, προκλήθηκε σ’ αυτόν από τη μη είσπραξη του ποσού της επιταγής (ΑΠ 214 και 281/2000 Δνη 45. 441 και 442, αντίστοιχα), αφού η διάταξη του πιο πάνω νόμου έχει θεσπιστεί για να προστατεύσει όχι μόνον το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής, το οποίο συνίσταται στη μη διάψευση της εμπιστοσύνης εκείνου στην επιταγή, ως οργάνου πληρωμής, κατά το χρόνο της εμφάνισής της. Μάλιστα, στην περίπτωση μεταχρονολογημένης επιταγής, αφού η επιταγή είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει», ο εκδότης αναλαμβάνει και τον κίνδυνο της πρόωρης εμφάνισής της, δεδομένου ότι αυτή νομίμως εμφανίζεται σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, από την ημέρα που πραγματικά εκδόθηκε μέχρι και οκτώ (8) ημέρες μετά την επ’ αυτής αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης (ΑΠ 1451/2007 Δνη 48. 1401, ΑΠ 342/2005 Δνη 47. 1393, ΕφΘεσ 1311/2008, ΕφΑθ 5661/2003 Δνη 45. 535). {…}