Μήνυμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερωνύμου, με αφορμή την εορτή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη

Μήνυμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιερωνύμου, με αφορμή την εορτή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη :

ΧΡΗΣΤΟΤΗΤΑ ΕΚΔΙΔΑΧΘΕΙΣ

Στήν Ἱερά Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου,

προστάτη τοῦ νομικοῦ κόσμου τῆς χώρας μας.

prog_Sevasmiotatou-1070x470

Τόν οὐρανομύστη καί πάνσοφο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη μᾶς καλεῖ σή­μερα ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία μας νά τιμήσουμε. Ἕναν Ἅγιο ἰδιαιτέρως δικό μας, καθώς ἐκ τῶν πρώτων Ἐπίσκοπος τῆς πρωτεύουσάς μας χρημάτισε διακατεχό­μενος ἀπό τόν πόθο τῆς δίκαιης καί εἰρηνικῆς κοινωνίας.

Γεννημένος ὁ Διονύσιος ἀπό ἐπιφανεῖς γονεῖς σέ μία πόλη ὅπου ἡ σοφία καί ἡ καλλιέργεια τῆς γνώσεως ἀποτελοῦσαν καί ἕως σήμερα ἀποτελοῦν χαρα­κτηριστικό στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ τόπου, δέν μποροῦσε παρά νά λάβει εὑρύτατη μόρφωση καθιστάμενος συνάμα σεβαστός μεταξύ τῶν συμπατριω­τῶν του, ἰδίως λόγω τῆς ἀπό τή φύση του σύνεσης καί μετριοπάθειας. Λόγω δέ αὐτοῦ τοῦ σεβασμοῦ τόν ὁποῖον ἀπολάμβανε, εἶχε τιμηθεῖ μέ τήν ἀνάληψη πολλῶν ἀ­ξιωμάτων καί ὑπευθύνων θέσεων στήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Ἔτσι, εἶχε ἀναδει­χθεῖ πρώτιστος κριτής καί δημοκράτης τῆς πόλης· τό ἀξίωμα ὅμως, τό ὁ­ποῖο τόν χαρακτήρισε καί τόν κατέγραψε στήν ἱστορία, ὄχι μόνον τήν ἐκκλησι­αστική ἀλλά καί τήν παγκόσμια, ἦταν αὐτό τοῦ Ἀρεοπαγίτη. Ἦταν δέ ὁ Ἄρειος Πάγος τό ἀνώτατο δικαστήριο τῶν ἀρχαίων Ἀθηνῶν, ἁρμόδιο νά ἐκδικάζει τά φρικτώτερα ἐγκλήματα ὅπως φόνους, ἱεροσυλίες, ἀκολασίες καί τά ὅμοια. «Πά­γος» καλοῦνταν στήν ἀρχαία διάλεκτο ὁ βράχος, ἐπειδή τυγχάνει ἐμπεπηγμέ­νος σταθερά· «Ἄρειος» δέ ὀνομαζόταν ὁ βραχώδης ἐκεῖνος λόφος κάτω ἀπό τήν Ἀκρόπολη καί μεταξύ αὐτῆς καί τοῦ Θησείου, ὅπου κατά τή μυθολογία οἱ ἀρ­χαῖοι θεοί δίκασαν τόν Ἄρη, θεό τοῦ πολέμου, ἐπί φόνῳ. Τό δικαστήριο δέ τοῦ Ἀρείου Πάγου συνεδίαζε δημόσια, νύκτα καί ὑπαίθρια, ὥστε ὁ ὁποιοσδήποτε ἐνδιαφερόμενος νά μπορεῖ νά παρακολουθήσει τίς συνεδριάσεις. Οἱ δέ ἀποφά­σεις του φημίζονταν ὡς σοφές καί δίκαιες καί πέραν τῶν Ἑλληνικῶν ὁρίων. Αὐ­τοῦ τοῦ δικαστηρίου λοιπόν, μέλος ἔντιμο κατέστη ὁ θαυμάσιος Διονύσιος, ὁ ὁ­ποῖος ἔκρινε μέ ὑψηλό αἴσθημα δικαιοσύνης, καθ’ ὅσον κατά τήν παρατήρηση συγχρόνων του δέν ἐπροσωπολήπτει, οὔτε δῶρα λάμβανε.

Κατά τήν ἐποχήν κατά τήν ὁποίαν ὁ Ἁπόστολος Παῦλος ἐπισκέφθηκε τήν Ἀθήνα, συνηθιζόταν στό βράχο ἐκεῖνο τοῦ Ἀρείου Πάγου νά δημηγοροῦν, ὅσοι ἤθελαν νά καταστήσουν γνωστές τίς ἰδέες τους καί ἐκεῖ σύχναζαν περίερ­γοι, σοφιστές, Στωικοί, Ἐπικούριοι κλπ. Ἐκεῖ λοιπόν, προσεκλήθη καί ὁ Ἀπό­στολος Παῦλος νά μιλήσει, γεγονός τό ὁποῖο κατέστη ἀμέσως γνωστό σέ ὅλη τήν πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Καί ὁ Διονύσιος ἔσπευσε νά ἀκούσει προκειμένου νά κρίνει τή νέα διδασκαλία. Ὡς γνωστό, στό βράχο τοῦ Ἀρείου Πάγου, ὁ Ἀπόστο­λος Παῦλος ἐκφώνησε μία ἀπό τίς σπουδαιότερες δημηγορίες του· μνημεῖο λό­γου χαρακτηρίζεται ἀπό πολλούς ἐπαΐοντες. Ὅμως, κατ’ ἄνθρωπον ὁ λόγος ἐ­κεῖνος εἶχε πενιχρά ἀποτελέσματα. Μόλις ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος μίλησε περί Ἀ­ναστάσεως νεκρῶν βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ τήν εἰρωνία πολλῶν ἀπό τούς φι­λοσόφους, οἱ ὁποῖοι προκειμένου νά ἀποφύγουν τήν ἀντιπαράθεση, ἀπάντη­σαν στό κήρυγμα τοῦ Παύλου μέ ἕνα ἀόριστο «ἀκουσώμεθά σου καί πάλιν περί τούτων». Ὅμως, ὁ Διονύσιος ἐντυπωσιάσθηκε καί ζήτησε ἀπό τόν Ἀπόστολο τῶν ἑθνῶν νά καταδεχθεῖ νά τόν ἀκολουθήσει στήν οἰκία του. Ἐκεῖ ὁ Ἀπόστο­λος Παῦλος μίλησε ἐκτενέστερα περί Χριστοῦ διηγούμενος τή Σάρκωση, τά θαύματα, τή διδασκαλία, τό Πάθος, τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὅταν δέ διηγοῦ­νταν τά περί τοῦ ἐκουσίου Πάθους καί ἀνεφέρθηκε στό σκοτασμό τοῦ Ἠλίου, τότε ὁ Διονύσιος θυμήθηκε ἕνα περιστατικό τό ὁποῖο εἶχε βιώσει ὡς ἐπισκέπτης φοιτητής στήν Ἡλιούπολη τῆς Αἰγύπτου. Ἐκεῖ βλέποντας ὁ Διονύσιος τόν ἥλιο νά συστέλει τίς ἀκτίνες του ἐνῶ ἦταν μεσημέρι σέ ὑπερφυσική καί θαυμάσια ἔκλειψη εἶχε ἀναφωνήσει: «Ἤ τό πᾶν ἀπόλλυται ἤ Θεός πάσχει»· εἶχε μάλιστα σημειώσει στό προσώπικό του ἡμερολόγιο τό συμβάν καί τήν ἀκριβῆ χρονολο­γία του. Μόλις δέ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρθηκε στό γεγονός, παρευθύς ὁ Διονύσιος βεβαιώθηκε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός ἀληθέστατος καί δέχθηκε τό Θεῖο Βάπτισμα.

Ἡ μεταστροφή τοῦ Διονυσίου, ἡ ὁποία συνέβη περί τό 52 μ.Χ. ἦταν κατά­λυτική, διότι πολλοί ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στήν κρίση του, μιμήθηκαν τό παρά­δειγμά του καί βαπτίσθηκαν ἀποτελῶντας τήν πρώτη Ἐκκλησία τῶν Ἁθηνῶν. Ἡ ἀπήχηση δέ αὐτή τοῦ παραδείγματός του, τῆς προσωπικότητάς του, ἀλλά καί τοῦ λόγου του, ἦταν τά κριτήρια βάσει τῶν ὁποίων ἡ Ἑκκλησία τόν ἐπέλεξε γιά τήν Ἐπισκοπή τῶν Ἀθηνῶν μετά τό θάνατο τοῦ Ἱεροθέου. Ὅλοι δέ ὅσοι τό­τε συνανεστράφησαν μαζί του βεβαιώνουν ὅτι ἦταν πνευματέμφορος καί ἔμ­πλεως τῆς Θείας Χάριτος.

Ὡς πνευματικός ἄνθρωπος ὁ Διονύσιος συνήθιζε νά ταξιδεύει προκειμέ­νου νά γνωρίζει ἐκ τοῦ σύνεγγυς τήν ὅποια πνευματική ἀνέλιξη. Μετά τή βά­πτισή του καί πρίν καταστεῖ Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, πόθησε νά γνωρίσει τόν τό­πον «οὗ ἔστησαν οἱ πόδες Κυρίου» καί ἔτσι μετέβη στήν Ἁγία Γῆ ὅπου διαδρα­ματίσθηκαν τά γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἐκεῖ μάλιστα τοῦ δόθηκε ἡ εὐ­καιρεία νά συναντήσει τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου καί νά ἀκροασθεῖ προσωπικῶς τῶν λόγων Της. Τόση δέ ἐντύπωση τοῦ ἔκανε ὥστε μετέπειτα ὁμολογοῦσε ὅτι ἡ θεία της θέα καί τό εἶδος τῶν λόγων Της τήν μαρτυροῦσαν ὡς ὄντως Θεοῦ μη­τέρα. Ἐπιστρέφοντας δέ στήν Ἀθήνα ἀξιώθηκε νά πραγματοποιήσει μικρή Ἀ­ποστολική περιοδεία κηρύττοντας τό Θεῖο λόγο διερχόμενος τίς πόλεις τῆς Μι­κρᾶς Ἀσίας. Ἀλλά καί ὡς Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, μετέβη στή Ρώμη κατά τά τελευ­ταῖα ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Νέρωνα προκειμένου νά συναντηθεῖ μετά τοῦ ἐκεῖ δεσμίου Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ καί διδασκάλου του. Μαρτυρεῖται δέ ὅτι παρέστη κατά το μαρτύριο τοῦ Ἀποστόλου, τό ὁποῖο καί περιέγραψε σέ μή δια­σωθεῖσα ἐπιστολή του πρός τόν Ἅγιον Ἀπόστολο Τίτο.

Ἐάν κανείς ἐπιθυμεῖ νά προσδιορίσει τό κυρίαρχο χαρακτηριστικό τοῦ ἐπί γῆς βίου τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Διονυσίου, δέν θά διστάσει νά ὁμο­λογήσει ὅτι αὐτό εἶναι ἡ ἔφεσή του γιά μάθηση, ἡ δίψα του γιά γνώση, ὄχι τήν ἐγκεφαλική, ἀλλά τήν οὐσιαστική, τήν ἀποκαλυπτική πού νοηματοδοτεῖ πορεί­α καί σκοπό ζωῆς, καί ἡ ἀναζήτηση τοῦ πληρώματος τῆς ἀληθείας. Τοῦτο μαρ­τυροῦν οἱ λαμπρές σπουδές του, ὁ ἀκέραιος χαρακτήρας του, ἀλλά καί ἡ ὀξυ­δερκής κριτική του ἱκανότητα, ἡ ὁποία μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόν ὁδήγησε νά ἀναπαυθεῖ στήν Πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὡς κορύφωση τῆς ἐπί γῆς γνώσης, ὡς ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια.

Οἱ ἀγῶνες τοῦ Διονυσίου ἦταν πολλοί καί σημαντικοί. Μόνον ἐάν ἀναλο­γισθεῖ κανείς τί σήμαινε τό ὅτι ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ ἄστεως ὅπου συνωστίζονταν πολλοί φιλόσοφοι, ἀλλά καί δοκησίσοφοι, ἀρκεῖ γιά νά ἀναδειχθεῖ τό μέγεθος τῶν καθημερινῶν κόπων του γιά τήν προάσπιση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καί ἀντιμετώπιση τῶν θύραθεν ἀμφισβητήσεων καί προκλήσεων. Κυρίαρχο ὅπλο τους ἡ εἰρωνεία καί ἡ ἀφ’ ὑψηλοῦ ἀντιμετώπιση τοῦ ὅποιου ἄλλου μέ διάθεση ὑποτίμησης ἕως καί ἐξόντωσης. Αὐτό κατάγράφει ἡ ἱστορία ὡς περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα στή Ρωμαϊκή Ἀθήνα. Ἡ παρακμιακή κα­τάσταση δέν σημασιοδοτοῦνταν μόνον ἀπό τήν πολυθεΐα τῶν ἀπείρων βωμῶν, ἀπόδειξη τοῦ ἀνικανοποίητου ἀπό ὅλες τίς ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, ἀλλά καί ἀ­πό τήν ἀνυπαρξία ἠθικῆς, νοουμένης κυρίως ὡς σεβασμό στήν ἀξία τοῦ ἀνθρώ­που.

Κι αὐτό ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Διονυσίου στήν πρόκληση τῆς ἐποχῆς του. Ἡ μελέτη τῆς ἠθικῆς, κυρίως τῆς χριστιανικῆς, καί ἡ ἐφαρμογή της στήν καθη­μερινότητα ὡς ὅπλο ἀπόκρουσης τῶν διεργασιῶν ἀποσύνθεσης τῆς κοινωνί­ας. Στό Ἀπολυτίκιό του, στόν ὕμνο δηλαδή πού ψάλλεται ὡς περίληψη τῆς ζωῆς του καί προβολή τῶν κυριώτερων σημείων της, ἀκοῦμε τήν ἀρχή «χρηστότητα ἐκδιδαχθείς…». Διεκδίκησε στή ζωή του νά καταστεῖ μελετητής τῆς χρηστότη­τας, δηλαδή τῆς περιθρίγκωσης τῆς ὅποιας γνώσης, σέ ἠθικούς κανόνες τέτοι­ους, πού διασώζωντας τήν ἀλήθεια, νά ἀποτρέπουν τήν κατάχρηση τῆς ἐπιστή­μης καί νά μετατρέπουν τό μοναδιάστατο τῆς λογικῆς σέ πολυδιάστατη σύνθε­ση πού μπορεῖ καί ἐγγυᾶται τήν κοινωνική εὐημερία καί εἰρήνη.

Τό παραπάνω ἀποτελεῖ τή βάση τῆς σκέψης τῶν Πατέρων μας καί σημα­σιοδοτεῖ τό ἀσκητικό φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας, τό ὁποῖο γνωρίζει νά μετατρέ­πει τό Ὀρθόδοξο Δόγμα σέ Ὀρθόδοξη Πράξη, ὄχι ἀπροϋπόθετα, ἀλλά μέσα ἀ­πό ἀρχές ἠθικῆς πού διέπουν τήν καθημερινότητα καί καθιστοῦν τήν Ὀρθόδο­ξη σκέψη ὄχι Θεοκεντρική, οὔτε ἀνθρωποκεντρική, ἀλλά Θεανθρωποκεντρική.

Σημαντικός, ἀλλά καί ἀνάγυφος στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἡ Ὀρθοδοξία ἀντιμετωπίζει τόν ἄνθρωπο εἶναι ὁ 102ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Συνόδου. Ἀ­φοῦ ἔχουν προηγηθεῖ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Ἱεροί Κανόνες πού ρυθμίζουν σωρεία θε­μάτων στή ζωή τῆς Ἐκκλησιας καί ἀφοροῦν τόσο τούς Κληρικούς, ὅσο καί τούς λαϊκούς, ἔρχεται ὁ καταληκτικός αὐτός Κανόνας νά κάνει τήν ἐπανάσταση: «Δεῖ δὲ τοὺς ἐξουσίαν λύειν καὶ δεσμεῖν παρὰ Θεοῦ λαβόντας, σκοπεῖν τὴν τῆς ἁμαρτίας ποιότητα, καὶ τήν τοῦ ἡμαρτηκότος πρὸς ἐπιστροφὴν ἑτοιμότητα, καὶ οὕτω κατάλληλον τὴν θεραπείαν προσάγειν τῷ ἀρρωστήματι, ἵνα μή, τῇ ἀμε­τρίᾳ καθ’ ἑκάτερον χρώμενος, ἀποσφαλείη πρὸς τὴν σωτηρίαν τοῦ κάμνοντος (…).». Δηλαδή, ἀσχέτως τοῦ τί ἔχει προβλέψει τό διατακτικό τῶν προηγουμένων 101 Ἱερῶν Κανόνων τῆς αὐτῆς Συνόδου, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ἀναγνωρίζο­ντας τό κύρος Ἱερῶν Κανόνων ἄλλων Συνόδων, κατοχύρωσαν ὡς ἰσχύοντες στό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδοξίας 531 Ἱερούς Κανόνες, ἔρχεται ἡ Σύνοδος καί λέει ὅτι ὅσοι ἐκφράζουν πνευματική κρίση καί μάλιστα οἱ ἀσκοῦντες τήν πνευματική πατρότητα πρέπει νά εἶναι πολύ προσεκτικοί στά πνευματικά ζη­τήματα καί τίς συνέπειές τους, τούς ὅρους πού τελέσθηκε τό κανονικό ἄδικο, τό πρόσωπο τοῦ παραβάτη καί μάλιστα ἡ ποιότητα τῆς μετάνοιάς του, ὥστε νά προσφερθεῖ ἡ κατάλληλη θεραπεία στήν ἀσθένεια. Καί μάλιστα κάνει ἰδιαίτε­ρη σύσταση ὥστε νά ἀποφεύγεται ἡ ἀμετρία, δηλαδή τόσο ἡ σκληρότητα, ὅσο καί ἡ ὑπερβολική ἐπιείκεια, γιά νά ἐπιτυγχάνεται ἡ χρυσή μεσότητα καί νά δια­σφαλίζεται ἡ σωτηρία τοῦ κάμνοντος, δηλαδή τοῦ κουρασμένου ἀνθρώπου.

Ἡ διάταξη αὐτή κατοχυρώνει τήν ἀρχή τῆς Οἰκονομίας στήν Ἐκκλησία. Πολλοί, κακῶς θεωροῦν ὅτι ἡ Οἰκονομία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἐνσυνείδη­τη παράβαση Ἱερῶν Κανόνων χάριν τοῦ μείζονος συμφέροντος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ὅσοι πιστεύουν κάτι τέτοιο ξεχνοῦν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πολλές φορές ἔχει καταδικάσει τήν ἠθική τῆς ρήσης «ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα». Δέν δέχεται κάτι τέτοιο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μιᾶς πού ὡς μόνο σκοπό της ἔχει τή σωτηρία καί τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο κάνει εἶναι νά ψἀχνει τό ἀναγκαῖο μέτρο στήν ἀποκατάσταση τοῦ κανονικῶς ἀδίκου, τό κατάλληλο μέσο στήν ἀποθεραπεία τῆς ψυχῆς ὥστε νά μήν ὑποτροπιάσει, καί σέ κάθε πε­ρίπτωση τό πιό πρόσφορο ἐργαλεῖο γιά νά ἔλθει ὁ ἄνθρωπος εἰς ἑαυτόν, παρά τά αὐστηρά διατακτικά τῶν Κανόνων, τά ὁποῖα ἐν πολλοῖς ἔχουν σκοπό προει­δοποιητικό. Μέ ἄλλα λόγια ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἐνεργεῖ ὡς θεραπεία ψυχῆς, μέ ὅπλο τή χρηστότητα ὡς ἐργαλεῖο ἑρμηνείας τῶν Ἱερῶν της Κανόνων.

Ἡ τακτική αὐτή φαίνεται ἀσφαλής καί σωτήρια γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκ­κλησία, μιᾶς πού ἡ ἐμπειρία αἰώνων συμμαρτυρεῖ ὑπέρ τῆς ἀποτελεσματικότη­τάς της. Χάρη σέ αὐτήν ἡ Ἐκκλησία μας μπόρεσε καί ἀπέφυγε νά περιπέσει σέ πνεῦμα νομικισμοῦ ὅπως ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔφθασε νά ἐκνομικεύ­σει τήν κάθε πτυχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἐνῶ συνάμα διασωθήκαμε καί ἀ­πό τό πνεῦμα στριφνότητας καί αὐστηρῆς προσήλωσης στό γράμμα, κατά τό μοντέλο τῆς προτεσταντικῆς ἠθικῆς.

Ἐπιπλέον τό πνεῦμα τῆς ἀρχῆς τῆς Οἰκονομίας διαπότισε τή νοοτροπία μιᾶς ὁλόκληρης Αὐτοκρατορίας, παράγοντας παράδοση καί πολιτισμό σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς καθημερινότητας. Ἔτσι, ὄχι μόνον ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδο­ση, ἀλλά καί ἡ νομική μας παράδοση, ἰδίως μετά τή δυναστεία τῶν Μακεδόνων Αὐτοκρατόρων καί τήν «ἀνακάθαρσιν τῶν παλαιῶν νόμων», ἡ ὁποία κατέληξε στό μεγάλο κωδικοποιητικό τῆς βυζαντινῆς νομοθεσίας ἔργο τῶν «Βασιλικῶν», ἔθεσε ὡς σκοπό τήν ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης «ἐπί τό φιλανθρωπότερον».

Εἶναι βεβαίως, ἀληθές ὅτι ἡ νομική μας παράδοση διακόπηκε καί μάλι­στα κατά τρόπο κάπως βίαιο, τήν περίοδο τῆς Βαυαροκρατίας. Ὁ Λουδοβίκος φόν Μάουρερ, ὁ σπουδαῖος νομομαθής καί πολιτειολόγος, διακεκριμένο μέλος τῆς τριμελοῦς Ἀντιβασιλείας πού κηδεμόνευε τόν ἀνήλικο Βασιλιά Ὄθωνα, βα­θύτατα ἐπηρεασμένος ἀπό τήν ἐποχή του καί τίς πολιτικές ἐξελίξεις στή Δυτι­κή Εὐρώπη τῆς ἐποχῆς τῆς παλινόρθωσης, θαυμαστής ὅπως ὅλοι οἱ γερμανικῆς παιδείας νομικοί τοῦ Φρειδερίκου τοῦ Μεγάλου, φανατικός ἀναγνώστης καί ἐφ­αρμοστής τῶν πολιτικῶν ἰδεωδῶν τοῦ γερμανοῦ αὐτοῦ ἡγεμόνα ὅπως ἀνα­πτύσσονταν στό κομβικῆς σημασίας ἔργο του «Ἀντιμακιαβέλλι», προσπάθησε νά δημιουργήσει ἕνα κράτος μέ ἰσχυρή κεντρική διοίκηση, μπροστά στήν ὁποία ὅλοι οἱ θεσμοί τοῦ Κράτους ἔπρεπε νά ὑποτάσσονται καί νά τήν ὑπηρετοῦν. Ὡς κέντρο δέν θεωροῦσε ἀπαραίτητα τόν βασιλέα. Ἐμφορούμενος ἀπό δημοκρατι­κά κατά τήν ἐποχή ἰδεώδη, πίστευε στήν ἰσχύ τῶν κεντρικῶν κρατικῶν μηχανι­σμῶν ὡς ἐγγυητῶν τῆς ἀσφάλειας καί τῆς εὐημερίας τῶν πολιτῶν.

Αὐτή ἡ θεωρητική σύλληψη, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως λειτούργησε σέ χῶρες ὅπου ὑπῆρχε πολυκατακερματισμός σέ τοπικά ὀργανωμένα κρατίδια, δέν μπό­ρεσε νά ἐφαρμοσθεῖ στήν Ἑλλάδα. Δύο μόλις μῆνες μετά τήν ἐνηλικίωση τοῦ Ὄθωνα, ὁ Μάουρερ εἶναι ὁ μόνος ἀπό τά μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας πού ὑποχρε­ώνεται νά ἐπιστρέψει στή Βαυαρία. Ἡ νομική του ὅμως, παραγωγή παραμένει καί ἐφαρμόζεται ἀπό ἐκείνους πού δέν εἶχαν ἐνδεχομένως τήν ἴδια θεωρητική ὑποδομή, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνεται λόγος γιά διευκόλυνση τῆς τυραννίδος. Ἀπό τότε Ἐκκλησία καί Δικαιοσύνη, συνειδητοποιῶντας τήν προσάρτησή μας στό κρατικό ἄρμα, ἀγωνιζόμαστε ἡ μέν Ἐκκλησία γιά τήν αὐτοτέλειά της, ἡ δέ Δικαιοσύνη γιά τήν ἀνεξαρτησία της.

Σήμερα, ζῶντας σέ δημοκρατικό καθεστώς καί ἀποτιμῶντας τήν ἐντωμε­ταξύ πορεία τῶν δύο θεσμῶν, ὀφείλουμε νά παραδεχθοῦμε ὅτι ἔχουν σημειω­θεῖ σημαντικά βήματα καί ὅτι ὁ στόχος θεωρητικά ἔχει ἐπιτευχθεῖ. Ὅμως, τόσο στήν Ἐκκλησία, ὅσο καί στή Δικαιοσύνη τό πρόσωπο εἴτε τοῦ ἐξαγγέλοντος τό Λόγο τοῦ Θεοῦ, εἴτε τοῦ ἐφαρμοστῆ τοῦ Δικαίου εἶναι κομβικῆς σημασίας. Θε­σμικές προβλέψεις, ὅσο σημαντικές καί ἄν εἶναι καταλύονται ἐν τοῖς πράγμασι, ὅταν τό πρόσωπο δέν ἀνέρχεται στό ὗψος τῶν περιστάσεων, ἀντιλαμβανόμενο τήν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα καί τό ἀγαθό πού καλεῖται νά ὑπερασπισθεῖ, ἀλ­λά καί στηριζόμενο στήν ἐν γένει παιδεία καί τήν ἠθική του συγκρότηση γιά νά ἁμυνθεῖ στίς ὅποιες πιέσεις.

Σήμερα περισσότερο ἀπό ποτέ ἄλλοτε, γίνεται συνείδηση σέ κάθε ἐπι­στημονικό πεδίο, περαν τῆς αὐτονόητης καλλιέργειας καί ἀνελίξεως τῆς ἐπι­στήμης, ἡ ἀνάγκη ὁριοθέτησής της σέ ἀρχές ἠθικῆς, οἱ ὁποῖες δεσμεύουν τόν ἐ­πιστήμονα ἀσχέτως νομικοῦ πλαισίου. Μάλιστα σέ πολλά πανεπιστήμια τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἰδίως κατά τή διδασκαλία τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, προτάσσεται ἕ­να μάθημα ἠθικῆς ὑπό εὐρεία ἔννοια νοούμενης, τό ὁποῖο εἶναι εὐρύτερα γνω­στό ὡς ethics, καί ἔχει σκοπό τή διδασκαλία κοινῶν ἠθικῶν ἀρχῶν κατά τήν ἐνάσκηση τῆς ἐπιστήμης, ὥστε νά ἀποφεύγονται οἱ παρεκτροπές, τίς ὁποῖες πολλές φορές ἔχει ὑποστεῖ μέ καταστρεπτικές συνέπειες ἡ ἀνθρωπότητα.

Καί στή νομική ἐπιστήμη; Τι γίνεται; Εἶναι νωπές οἱ ἀναμνήσεις ἀπό τούς διαλόγους, κυρίως στά πλαίσια πολιτικῆς ἀντιπαράθεσης, πού τείνουν νά δια­κρίνουν μεταξύ νομίμου καί ἠθικοῦ, θεωρῶντας ὅτι αὐτά τά δύο δέν γίνεται νά συμπίπτουν. Πολύ εὔκολα λοιπόν, ἀφήνουν κάποιοι νά καλλιεργεῖται ἡ ἔννοια τοῦ μή ἠθικοῦ στό Δίκαιο, ὑπονοῶντας ὅτι ὑπάρχει χῶρος νά νομιμοποιηθεῖ τό ἀνήθικο καί μάλιστα μέ τρόπο θεμιτό. Οἱ νεώτερες ἐξελίξεις ὅμως, καί μάλιστα μετά τήν προηγούμενη Συνταγματική Ἀναθεώρηση δείχνουν νά τούς διαψεύ­δουν.

Ποια ἦταν ἡ σπουδαιότερη ἐξέλιξη πού χαρακτήρισε τά τελευταῖα ἔτη τό νομικό μας πολιτισμό; Ἁναμφισβήτητα ἡ θεσμοθέτηση τῆς Ἀρχῆς τῆς Ἀναλογι­κότητας κατά τήν τελευταία Συνταγματική Ἀναθεώρηση. Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογι­κότητας ἐρείδεται ἐπί δύο βασικῶν συνταγματικῶν διατάξεων: α. Τῆς διάταξης τοῦ ἄρθρου 15 παράγραφος 1 ἐδάφιο δ΄ τοῦ Συντάγματος, ὅπως τροποποιή­θηκε μετά τή συνταγματική ἀναθεώρηση τοῦ 2001, καί β. Τῆς διάταξης τοῦ ἄρθρου 28 παράγραφος 1 τοῦ Συντάγματος, μέ τήν ὁποία ἀναγνωρίζεται ὑπερνομοθε­τική ἰσχύς στίς διεθνεῖς συμβάσεις ἀπό τήν ἐπικύρωσή τους μέ νόμο καί τή θέ­ση τους σέ ἰσχύ, καί συνεπῶς μετά τόν Ν. 53/1974 μέ τόν ὁποῖον ἐπικυρώθηκε ἡ ἰσχύς στήν νεότευκτη τότε Ἑλληνική Δημοκρατία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Σύμβασης τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, σαφῶς θεμελιώνεται ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικό­τητας ὡς βασική ἀρχή τόσο στήν κατάρτιση, ὅσο καί στήν ἑρμηνεία τῶν διατά­ξεων.

Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἀναδεικνύεται ὑψίστης σημασίας στήν προ­σπάθεια προστασίας τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων, κάτι πού ἀποτυπώνεται στή νομολογία τῶν τελευταίων ἐτῶν ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Δικαστηρίων τῆς χώρας μας καί τοῦτο διότι, καθώς μέ τό ἄρθρο 25 παράγραφος 1 ἐδάφιο γ΄ τοῦ Συντάγματος καθιερώνεται ἄμεσα ἡ ἀρχή τῆς τριτενέργειας τῶν θεμελιωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας ἐφαρμόζεται πλέον ἀπ’ εὐθείας καί στίς σχέσεις τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν περιορίζε­ται πλέον μόνο στά πλαίσια τοῦ Δημοσίου Δικαίου, ἀλλά διατρέχει ὅλους τούς κλάδους τοῦ Δικαίου, ὁμογενοποιῶντας τή νομική πρακτική στή μεγάλη εὐρω­παϊκή οἰκογένεια μιᾶς πού ἀπό χαρακτηριστική ἀρχή τοῦ ἀγγλοσαξoνικοῦ δι­καίου, ἔφθασε νά ὑποστηρίζεται νομολογιακά ἀπό ὅλα τά Ἀνώτατα Δικαστήρι­α τῶν Εὐρωπαϊκῶν χωρῶν. Ἐπίσης ἔχει τύχει ἐκτεταμένης ἐπεξεργασίας στό Δικαστήριο τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων ὡς κατοχυρωμένη ἀρχή πού περι­λαμβάνεται στή Συνταγματική Συνθήκη τῆς Λισαβώνας, ἀλλά καί στό Εὐρω­παϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου κατ’ ἐφαρμογή τῶν σχετικῶν ἄρθρων τῆς Διεθνοῦς Συμβάσεως τῆς Ρώμης.

Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας στήν πράξη νοεῖται ὡς «ὁ περιορισμός τῶν περιορισμῶν», καθώς θεωρεῖται ὅτι περιορίζει συνταγματικῶς τούς νομοθετι­κούς περιορισμούς τῶν συνταγματικῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων, ἐπιτάσσο­ντας ὅτι μεταξύ τοῦ νόμιμου σκοποῦ πού ἐπιδιώκει ἕνας περιορισμός τοῦ δικαι­ώματος καί τοῦ συγκεκριμένου περιορισμοῦ πρέπει νά ὑπάρχει εὔλογη σχέση. Διαβάζουμε στήν ὑπ’ ἀριθ. 5/2013 Ἀπόφαση τῆς Ὁλομελείας τοῦ Ἀρείου Πάγου: «(…) Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 25 παρ. 1 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, (…) τά δικαι­ώματα τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀτόμου καί ὡς μέλους τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου καί ἡ ἀρχή τοῦ κοινωνικοῦ κράτους τελοῦν ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους. Ὅλα τά κρατικά ὄργανα ὑποχρεοῦνται νά διασφαλίζουν τήν ἀνεμπόδιστη καί ἀποτελε­σματική ἄσκησή της. Οἱ κάθε εἴδους περιορισμοί πού μποροῦν κατά τό Σύνταγ­μα νά ἐπιβληθοῦν στά δικαιώματα αὐτά πρέπει νά προβλέπονται εἴτε ἀπευθεί­ας ἀπό τό Σύνταγμα εἴτε ἀπό τό νόμο, ἐφόσον ὑπάρχει ἐπιφύλαξη ὑπέρ αὐτοῦ καί νά σέβονται τήν ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας. Ἀπό τή διάταξη αὐτή προκύπτει ὅτι ἀποδέκτης τῆς ἐπιταγῆς γιά σεβασμό τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας εἶναι ὁ κοινός νομοθέτης πού θεσπίζει περιορισμό ἀτομικῶν δικαιωμάτων μέ νόμο, σύμφωνα μέ τήν ὑπέρ αὐτοῦ συνταγματική ἐπιφύλαξη σέ ἀντιδιαστολή μέ τόν δικαστή, ὁ ὁποῖος ἁπλῶς ὀφείλει νά ἐλέγχει ἄν ἡ ἀρχή αὐτή ἔχει τηρηθεῖ καί σέ ἀποφατική περίπτωση, νά ἀρνεῖται τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου ὡς ἀντισυνταγμα­τικοῦ (…). Ἡ ἐν λόγω ἀρχή, ἡ ὁποία κατατείνει στήν ἐκλογίκευση τῶν ἐπαχθῶν παρεμβάσεων τῆς κρατικῆς ἐξουσίας στά ἀτομικά καί κοινωνικά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ πολίτη, παραβιάζεται ὅταν ἡ συγκεκριμένη κρατική πα­ρέμβαση δέν εἶναι, α) πρόσφορη γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ πού ἐπιδιώκεται μέ αὐτήν, β) ἀναγκαία γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ ἐν λόγω σκοποῦ, μέ τήν ἔννοια ὅτι τό αὐτό ἀποτέλεσμα δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ μέ ἕνα ἀνώδυνο ἤ ἠπιότερο μέσο καί γ) ἀναλογική ἐν στενῇ ἐννοία, δηλαδή νά τελεῖ σέ ἐσωτερική ἀλληλουχία πρός τόν ἐπιδιωκόμενο σκοπό, ὥστε ἡ ἀναμενόμενη ὠφέλεια νά μήν εἶναι ποι­οτικά καί ποσοτικά κατώτερη ἀπό τή βλάβη πού προκαλεῖται (…). Μέ βάση τά ἐν λόγω κριτήρια τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναλογικότητας ἀξιολογεῖται ἡ παρεχόμενη ἀπό ό ἄρθρο 26 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος ἐξουσία τοῦ νομοθέτη νά θέτει κατά τή ρύθμιση τῶν βιοτικῶν σχέσεων καί τόν καθορισμό τῶν κυρώσεων καί ὑπο­χρεώσεων πού ἀπορρέουν ἀπό τή συμπεριφορά τῶν πολιτῶν, ἐλάχιστα ἤ ἀνώ­τατα ὅρια, κατ` ἀφηρημένη ἀξιολόγηση, ἐντός τῶν ὁποίων ὁ δικαστής προβαί­νει στήν ἐξειδίκευση τοῦ κανόνα δικαίου, ἐν ὄψει τῆς συγκεκριμένης περιπτώ­σεως». Μέ ἄλλα λόγια, ἕνας περιορισμός, καί ὅταν ἀκόμη εἶναι κατάλληλος ἤ ἀναγκαῖος, δεν πρέπει νά συνεπάγεται περισσότερα μειονεκτήματα γιά τά δι­καιώματα τοῦ πολίτη, παρά πλεονεκτήματα γιά τά δημόσια ἤ ἰδιωτικά συνταγ­ματικά συμφέροντα, στήν προστασία τῶν ὁποίων ἀποβλέπει.

Εἶναι γεγονός ὅτι εἴμαστε ἀκόμη στήν ἀρχή τῆς ἑρμηνευτικῆς ἐφαρμογῆς τῆς σχετικῆς συνταγματικῆς ἐπιταγῆς, μιᾶς πού ἡ Ἀρχή τῆς Ἀναλογικότητας εἶναι καί πρέπει νά γίνει ἀντιληπτή ὡς κάτι πολύ παραπάνω ἀπό ἁπλός περιο­ρισμός τῶν περιορισμῶν. Εἶναι οὐσιαστικά ἡ διακριτική εὐχέρεια πού δίνεται στόν Ἕλληνα Δικαστή νά ἐνεργήσει ὄχι ἁπλῶς κατά τό γράμμα τοῦ Νόμου, ἀλ­λά κατά τήν ἠθική τοῦ Δικαίου, μέ βάση θεμελιώδεις Ἀρχές καί κατά τό κοινό περί δικαίου αἴσθημα. Κατά τοῦτο ἡ Ἀρχή τῆς Ἀναλογικότητας προϋποθέτει ἀπόθεμα ἤθους σέ συνειδητοποιημένους δικαστές. Η ἐφαρμογή της δέν συναρ­τᾶται μέ ἐξειδικευμένες ἐγκεφαλικές γνώσεις, οὔτε σχετίζεται μέ ἐξαντλητική παράθεση καί ἐπισταμένη μελέτη εἰδικῆς βιβλιογραφίας. Προϋποθέτει ὑψηλό ἐπίπεδο δίκαιης κρίσεως καί συνεπῶς κριτήρια ἤθους. Γι’ αὐτό καί πολλοί ἰσχυ­ρίζονται ὅτι μπορεῖ ν’ ἀποτελέσει τή γέφυρα πού θά μᾶς ἐπανασυνδέσει μέ τή διακοπεῖσα στις ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνα νομική μας παράδοση, ἡ ὁποία τό ὅμοιο ἀπαιτοῦσε ὡς πρώτιστο κριτήριο γιά νά καταστεῖ κάποιος «κριτής τῶν Ρωμαί­ων».

Εἶναι προφανεῖς οἱ ὁμοιότητες μεταξύ τῆς Ἀρχῆς τῆς Οἰκονομίας ὡς ποι­μαντικοῦ ἐργαλείου στή ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί της Ἀρχῆς τῆς Ἀ­ναλογικότητος ὡς βασικοῦ κριτηρίου κατά τήν ἀπονομή τῆς Διακοσύνης. Οἱ Πατέρες μας πού θέσπισαν τόν 102ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συ­νόδου, τόν δικαιολόγησαν ὡς ἑξῆς: «(…) ΠᾶςγὰρλόγοςΘεῷκαὶτῷτὴνποιμα­ντικὴνἐγχειρισθέντιἡγεμονίαν, τὸπλανώμενονπρόβατονἐπαναγαγεῖν, καὶτρωθὲνὑπὸτοῦὄφεωςἐξιάσασθαικαὶμήτεκατὰκρημνῶνὠθῆσαιτῆςἀπο­γνώσεως, μήτετὸνχαλινὸνὑπενδοῦναιπρὸςτήντοῦβίουἔκλυσίντεκαὶκατά­φρόνησιν· ἀλλ’ ἑνίγετρόπῳπάντως, εἴτεδιὰτῶναὐστηροτέρωντεκαὶστυφό­ντων, εἴτεδιὰτῶνἁπαλωτέρωντεκαὶπραοτέρωνφαρμάκων, κατὰτοῦπάθουςστῆναι, καὶπρὸςσυνούλωσιντοῦἕλκουςἀνταγωνίσασθαι, τοὺςτῆςμετανοίαςκαρποὺςδοκιμάζοντι, καὶοἰκονομοῦντισοφῶςτὸνπρὸςτὴνἄνωλαμπροφορί­ανκαλούμενονἄνθρωπον.». Ἡ ἐπιμονή τῆς Ὀρθοδοξίας νά ἐνδύσει λαμπρῶς τόν ἄνθρωπο, συνάδει, ἄν καί σέ ἀνώτερο ἐπίπεδο, μέ τήν προοπτική τῆς κοι­νωνίας καί τοῦ πολιτισμοῦ μας νά ὑπηρετήσει τόν ἄνθρωπο. Στή διαδικασία αὐτή ἡγεμονικό ρόλο παίζει ἡ κρατοῦσα ἠθική, ὄχι νοούμενη ὑπό στενή ἀντίλη­ψη, ἀλλ’ ὑπό εὐρεία ἔννοια.

Νομίζουμε ὅτι γιά λόγους διακρίσεως τῆς ἠθικῆς ὑπό εὐρεία ἔννοια ἀπό αὐτήν μέ στενή ἔννοια, εἶναι καλύτερο νά χαρακτηρίσουμε τήν πρώτη ὠς χρη­στότητα, μιᾶς πού κάτι τέτοιο ἐμπερικλείει καί ἰδιαίτερη ἀναφορά στό ἦθος. Καί ἡ χρηστότητα εἶναι τό πρώτιστο πού κατά τό Ἀπολυτίκιο τοῦ σήμερα τιμω­μένου Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου τόν χαρακτήριζε στή διπλή ἐνάσκηση τῶν καθηκόντων του, τῶν δικαστικῶν καί τῶν ἀρχιερατικῶν. Τό σημαντικό εἶ­ναι ὅτι αὐτήν τή χρηστότητα δέν τήν εἶχε ὡς φυσικό χαρακτηριστικό τῆς προ­σωπικότητάς του, ἀλλά ἀγωνίστηκε νά τήν μελετήσει γιά νά τήν ἀποκτήσει. Αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί ὁ καθημερινός ἀγώνας τῶν Κληρικῶν καί τῶν δικα­στῶν. Ἡ μελέτη τῆς χρηστότητος ὥστε νά τήν ἐγκολπωθοῦμε καί νά τήν κά­νουμε ἀπλανές κριτήριο κατά τήν ἐνάσκηση τῶν καθηκόντων μας, ἀσφαλῆ πλοηγό δικαίας κρίσεως καί σταθερό μέτρο στή διακονία τῆς ἀξίας ἄνθρωπος.

Εἶναι μᾶλλον ἀφορμή περισκέψεως τά ἀνωτέρω γιά τή διδασκαλία ἀντί­στοιχου μαθήματος εἴτε στις νομικές σχολές τῆς χώρας, εἴτε καί στή Σχολή Δι­καστῶν. Βεβαίως, ὑπάρχει ἰσχυρή ἡ ἀπαίτηση γιά οὐδετερότητα τοῦ Κράτους σέ θέματα πιστευμάτων καί ἠθικῶν ἀρχῶν. Νομίζουμε ὅμως, ὅτι ἡ μακραίωνη παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἰδίως ἡ κατά τά τελευταῖα ἔτη παρου­σία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν πατρίδα μας ἀναδεικνύουν τήν Ὀρθόδο­ξη Ἠθική ὡς τήν ἀσφαλέστερη καί πλέον ἀντικειμενική βάση γιά τή διδασκαλί­α ἑνός μαθήματος ἠθικῆς, μιᾶς πού ὁ ἀνθρωποκεντρισμός τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς πρόκριμα γιά τήν ἀνάδειξη τοῦ Θεανθρωποκεντρισμοῦ, διασφαλίζει τό σεβα­σμό ἔναντι ὅλων καί θεμελιώνει τήν προστασία ἀρχῶν καί ἀξιῶν μέ πρώτιστη τή Δημοκρατία, ἡ ὁποία κατ’ ἐξοχήν προϋποθέτει ἦθος γιά νά συνεχίσει νά ὑ­πάρχει.

 

†Ὁ Λαρίσης καί Τυρνάβου Ἱερώνυμος