Εκτός αυτοφώρου διαδικασίας οι απολαμβάνοντες ειδικής δωσιδικίας (Δικηγόροι)

Δικηγόροι και Αυτόφωρη Διαδικασία
***************

Για ποιόν λόγο δεν υποβαλλόμαστε στην αυτόφωρη διαδικασία οι δικηγόροι;
Είτε λόγω συγκεκριμένης αφορμής, ήτοι την διάπραξη από κάποιον συνήγορο κάποιου πλημμελήματος, κυρίως, είτε στα πλαίσια κάποιας γενικότερης συζήτησης, έχω διαπιστώσει αρκετές φορές ότι καίτοι όλοι οι δικηγόροι γνωρίζουμε ότι είμαστε δικαιούχοι αυτού του «προνομίου» (της μη υποβολής μας στην αυτόφωρη διαδικασία δηλαδή),

κάτι που μάλιστα επικαλούμαστε συνήθως και με μια δόση υποβόσκουσας περηφάνιας, ωστόσο δεν γνωρίζουμε πως θεμελιώνεται νομικώς το «προνόμιο» μας αυτό. Έχει τύχει, μάλιστα, συνήγορος που έχει διαπράξει πλημμέλημα να μου τηλεφωνεί μέσα από Α.Τ. προκειμένου να ενημερωθεί σε ποια διάταξη νόμου στηρίζεται η απαίτησή του προς τον αξιωματικό του συγκεκριμένου Α.Τ. να τον αφήσει πάραυτα ελεύθερο και να μην τον κρατήσει εκεί μέχρι την επόμενη ημέρα, προκειμένου να οδηγηθεί στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, όπως σκόπευε να κάνει ο συγκεκριμένος αξιωματικός.
Δίχως να κομίζω γλαύκας εις Αθήνας, θα παραθέσω κατωτέρω αυτούσια δύο κείμενα προκειμένου να υπάρχουν στην διάθεση του καθενός που χρειάζεται την σχετική γνώση στο εξής. Πρώτα, όμως, και εν συντομία, οφείλεται η κάτωθι επισήμανση.
Η εξαίρεση μας από την αυτόφωρη διαδικασία δεν οφείλεται σε κάποια συγκεκριμένη διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αλλά σε συνδυασμό διατάξεων αυτής, και συγκεκριμένα του άρθρου 111 παρ.7 ΚΠΔ περί προσώπων που απολαύουν ειδικής δωσιδικίας και των άρθρων 409 επ. ΚΠΔ σχετικά με την αυτόφωρη διαδικασία. Βεβαίως, το «προνόμιο» αυτό δεν επιφυλάσσεται μόνο στους δικηγόρους αλλά σε όλα τα πρόσωπα ειδικής δωσιδικίας. Δεν εφαρμόζεται, λοιπόν, εν προκειμένω η αυτόφωρη διαδικασία είτε διότι δεν προσάγονται στον αρμόδιο εισαγγελέα τα πρόσωπα του άρθρου 111 παρ.7 ΚΠΔ, προκειμένου εκείνος να μεριμνήσει για την άμεση εισαγωγή τους σε δίκη, είτε γιατί δεν συνεδριάζει Εφετείο (αν υποτεθεί ότι προσήχθησαν στον εισαγγελέα εφετών) και δεν είναι δυνατή η συγκρότησή του αυθημερόν ή την επόμενη ημέρα. Ως γνωστόν, δε, το αυτόφωρο τριμελές ή μονομελές πλημμελειοδικείου συνεδριάζει καθημερινώς, εκτός Κυριακής, ακριβώς προκειμένου να είναι δυνατή η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων (όπου υπάγονται τα συγκεκριμένα πρόσωπα), το οποίο βεβαίως δεν είναι δυνατό να συγκροτείται κάθε φορά που συλλαμβάνεται κάποιος υπαγόμενος στην δικαιοδοσία του και μόνο προς τούτο.

Εν συνεχεία παρατίθεται αυτούσια η υπ’αρ.1/2001 Εγκύκλιος του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κου Παναγιώτη Δημόπουλου (ΠοινΔικ2001/389).
«ΕγκΕισΑΠ 1/2001.
Στα άρθρα 409 και επομ. ΚΠΔ προβλέπεται η σύλληψη του δράστη αυτόφωρου εγκλήματος. Ειδικότερα, ορίζεται ότι σε περίπτωση αυτόφωρου πταίσματος επιτρέπεται η σύλληψη του δράστη μόνο για τη βεβαίωση της ταυτότητάς του αυτουργού ή την άμεση εισαγωγή του σε δίκη, όποτε αυτή είναι δυνατή. Προκύπτει από τη διάταξη αυτή ότι αν δεν είναι δυνατή η άμεση εισαγωγή του δράστη σε δίκη ή η ταυτότητά του είναι γνωστή στον συλλάβοντα ή αποδεικνύεται αμέσως κατά τη σύλληψη (πχ με την επίδειξη δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου δημόσιου εγγράφου), δεν επιτρέπεται η σύλληψη και η προσαγωγή του δράστη στο αστυνομικό κατάστημα. Σε περίπτωση αυτόφωρου πλημμελήματος ο αρμόδιος εισαγγελεύς στον οποίο προσάγεται ο συλληφθείς κρίνει αν θα εφαρμοσθεί η συνοπτική διαδικασία των άρθρων 418 επ. ΚΠΔ. Αν κατά την ώρα της προσαγωγής δεν συνεδριάζει το αρμόδιο δικαστήριο ή δεν είναι εφικτή η συγκρότησή του αυθημερόν, ο εισαγγελεύς ορίζει έκτακτη δικάσιμο για την επόμενη ημέρα (άρθρο 418 παρ.1), στην περίπτωση δε αυτή μπορεί να διατάσσει την κράτηση του κατηγορούμενου στο κρατητήριο της αστυνομίας προκειμένου να εκδικασθεί η υπόθεση κατά την έκτακτη αυτή δικάσιμο της επόμενης ημέρας (άρθρο 419). Αν όμως δεν είναι δυνατή η άμεση εισαγωγή σε δίκη την ίδια ημέρα της σύλληψης (είτε διότι δεν συνεδριάζει το αρμόδιο δικαστήριο είτε διότι δεν είναι εφικτή η αυθημερόν συγκρότησή του) ή προβλέπεται ότι ούτε την επόμενη ημέρα είναι εφικτή η εισαγωγή του δράστη στο αρμόδιο δικαστήριο, ο εισαγγελεύς δεν δικαιούται να διατάξει την κράτηση του κατηγορουμένου στο κρατητήριο της αστυνομίας ούτε να ορίσει έκτακτη δικάσιμο για την επόμενη ημέρα αλλά οφείλει να διατάξει την άμεση απόλυση του κατηγορουμένου. Η κράτηση του κατηγορουμένου και ο ορισμός έκτακτης δικασίμου για την επόμενη ημέρα έχει λόγο και επιτρέπεται μόνον όταν είναι βέβαιο ότι την επόμενη ημέρα ο κατηγορούμενος θα εισαχθεί στο αρμόδιο δικαστήριο. Όμως, είναι κοινώς γνωστόν ότι για τα πρόσωπα που απολαύουν ειδικής δικαιοδοσίας και τα πλημμελήματά τους υπάγονται, κατ΄ άρθρο 111 παρ.7 ΚΠΔ, στην αρμοδιότητά του Εφετείου, δεν εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία είτε διότι δεν προσάγονται στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών, προκειμένου εκείνος να μεριμνήσει για την άμεση εισαγωγή τους σε δίκη, είτε διότι δεν συνεδριάζει Εφετείο (κατά την ενδεχόμενη προσαγωγή τους στον εισαγγελέα εφετών) και δεν είναι δυνατή η συγκρότησή του αυθημερόν ή την επόμενη ημέρα. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά τις οποίες είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο επ’ αυτοφώρω συλληφθείς για πλημμέλημα δεν πρόκειται να εισαχθεί σε δίκη κατά την αυτόφωρη διαδικασία, είναι ανεπίτρεπτη η κράτηση του. Επιβάλλεται η άμεση απόλυσή του, μετά τη βεβαίωση της ταυτότητάς του. Ο παραγγέλων την κράτηση και ο κρατών τον συλληφθέντα εκτίθενται στον κίνδυνο διώξεων (πειθαρχικών, αστικών και ενδεχομένως ποινικών κατ’ άρθρο 326 ΠΚ). Παρά ταύτα επανειλημμένως έχει συμβεί να συλλαμβάνονται και να προσάγονται στον εισαγγελέα πρωτοδικών δικηγόροι, για αυτόφωρα πλημμελήματα, να διατάσσεται δε η κράτηση αυτών στην αστυνομία επί πολλές ώρες ή και ολόκληρη νύκτα ενώ έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα και η ιδιότητά τους και είναι βέβαιο ότι την επόμενη ημέρα δεν θα εισαχθούν σε δίκη στο αρμόδιο εφετείο, κατά την αυτόφωρη διαδικασία. Η ακολουθούμενη, στις περιπτώσεις αυτές, πρακτική, δεν είναι σύμφωνη με το νόμο.
Παρακαλούμε, τις απόψεις αυτές να έχετε υπόψη σας κατά τον χειρισμό των σχετικών υποθέσεων και να μεριμνήσετε ώστε, σε κάθε στιγμή της ημέρας και νύκτας, να είναι εφικτή η επικοινωνία και συνεννόηση κάθε ενδιαφερόμενου (συλληφθέντος ή του συνηγόρου του) με αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου,
Παναγιώτης Δημόπουλος

Εν συνεχεία παρατίθεται Επιστολή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου του Προέδρου του ΔΣΑ κου Παξινού την 26-8-2003 σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα και με αφορμή την υπ’αρ.8/2001 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κου Κατσιρέα, η οποία δεν κινείται στην ίδια κατεύθυνση με την προαναφερθείσα Εγκύκλιο.

«Εκτός αυτοφώρου διαδικασίας οι απολαμβάνοντες ειδικής δωσιδικίας.
Επιστολή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Προς τον Αξιότιμο Εισαγγελέα
Του Αρείου Πάγου
Κ.Δημήτριο Λινό
Ενταύθα
Κύριε Εισαγγελέα,
Είναι γνωστό και αποτελεί πάγια τακτική ότι στους δικηγόρους ως πρόσωπα που απολαμβάνουν ειδικής δωσιδικίας δεν εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία, επειδή δεν προσάγονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών, για να μεριμνήσει την άμεση εισαγωγή τους στη δίκη λόγω αδυναμίας συνεδριάσεως του Αυτοφώρου Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων.
Έτσι έκρινε εξάλλου και η υπ’αρ.1/2001 εγκύκλιος του Αρείου Πάγου κ. Δημόπουλου, η οποία αναφέρει: «Για τα πρόσωπα που απολαύουν ειδικής δικαιοδοσίας και τα πλημμελήματά τους υπάγονται, κατ΄άρθρο 111 παρ.7 ΚΠΔ, στην αρμοδιότητά του Εφετείου, δεν εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία είτε διότι δεν προσάγονται στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών, προκειμένου εκείνος να μεριμνήσει για την άμεση εισαγωγή τους σε δίκη, είτε διότι δεν συνεδριάζει Εφετείο (κατά την ενδεχόμενη προσαγωγή τους στον εισαγγελέα εφετών) και δεν είναι δυνατή η συγκρότησή του αυθημερόν ή την επόμενη ημέρα. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά τις οποίες είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο επ’αυτοφώρω συλληφθείς για πλημμέλημα δεν πρόκειται να εισαχθεί σε δίκη κατά την αυτόφωρη διαδικασία, είναι ανεπίτρεπτη η κράτηση του. Επιβάλλεται η άμεση απόλυσή του, μετά τη βεβαίωση της ταυτότητάς του.».
Επίσης, στη συνέχεια, πιο συγκεκριμένα για τους δικηγόρους αναφέρει τα εξής: «Παρά ταύτα επανειλημμένως έχει συμβεί να συλλαμβάνονται και να προσάγονται στον εισαγγελέα πρωτοδικών δικηγόροι, για αυτόφωρα πλημμελήματα, να διατάσσεται δε η κράτηση αυτών στην αστυνομία επί πολλές ώρες ή και ολόκληρη νύκτα ενώ έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα και η ιδιότητά τους και είναι βέβαιο ότι την επόμενη ημέρα δεν θα εισαχθούν σε δίκη στο αρμόδιο εφετείο, κατά την αυτόφωρη διαδικασία. Η ακολουθούμενη, στις περιπτώσεις αυτές, πρακτική, δεν είναι σύμφωνη με το νόμο.» Η ανωτέρω αυτή εγκύκλιος αποτέλεσε τον οδηγό για τα αστυνομικά όργανα στις περιπτώσεις πλημμελημάτων των δικηγόρων.
Δυστυχώς η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου με μεταγενέστερη απλή γνωμοδότηση του Εισαγγελέα κ.Κατσιρέα, την υπ’αρ. 8/2001 ΓνωμΕισΑΠ, έρχεται σε σύγκρουση με την ανωτέρω Εγκύκλιο και δημιουργεί σύγχυση ως προς τη διαδικασία που ακολουθείται στα πρόσωπα που απολαμβάνουν της ειδικής δωσιδικίας, κατά συνέπεια και στους δικηγόρους. Έτσι σύμφωνα με τη γνωμοδότηση αυτή: «Από τον συνδυασμό των άρθρων 43, 47, 243, 246, 279, 417, 418 και 419 ΚΠΔ προκύπτει ότι και ο απολαύων ιδιάζουσας δωσιδικίας δράστης αυτόφωρου πλημμελήματος προσάγεται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, γιατί αυτός είναι αρμόδιος να ασκήσει ποινική διώξη ή να θέσει τη μήνυση ή αναφορά στο αρχείο ή να απορρίψει με διάταξή του την έγκληση. Αν ο εν λόγω Εισαγγελέας βεβαιωθεί για την ταυτότητα του συλληφθέντος και για την ιδιότητά του ως προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας και ασκήσει κατ’αυτού ποινική δίωξη, ανακύπτει η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Εφετών και κατ’εντολήν αυτού ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών είτε θα διατάξει την προσαγωγή του συλληφθέντος στον Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου να παραπεμφθεί από τον τελευταίο αυτόν στο ακροατήριο του συνεδριάζοντος την ίδια ή την επόμενη ημέρα Εφετείου, είτε θα αφήσει ελεύθερο τον συλληφθέντα, παραγγέλλων ενδεχομένως προανάκριση. Και ως προς αυτά τα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας που καταλαμβάνονται επ’αυτοφώρω να διαπράττουν κάποιο πλημμέλημα οι αστυνομικές αρχές υποχρεούνται να προβαίνουν στις ενέργειες που προβλέπονται γενικώς για τους δράστες αυτοφώρων πλημμελημάτων (σύλληψη, σύνταξη εκθέσεως συλλήψεως και βεβαιώσεως του εγκλήματος, προσαγωγή στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών).»
Είναι προφανές ότι η ανώτερη διάταξη παραβλέπει το γεγονός ότι για τα πρόσωπα ειδικής δωσιδικίας , των οποίων τα πλημμελήματα υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εφετείου, δεν εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία είτε: α) διότι δεν προσάγονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών, προκειμένου αυτός να μεριμνήσει για την άμεση εισαγωγή τους σε δίκη, είτε β) διότι δεν συνεδριάζει Εφετείο (κατά την ενδεχόμενη προσαγωγή τους στον Εισαγγελέα Εφετών) και δεν είναι δυνατή η συγκρότησή του αυθημερόν ή την επόμενη ημέρα, προκειμένου να τηρηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου. Επομένως είναι ανεπίτρεπτη η κράτησή τους.
Κύριε Εισαγγελέα,
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κατά την τελευταία συνεδρίασή του, στις 22 Ιουλίου 2003, ασχολήθηκε εκτενώς με αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα και αποφάσισε ομόφωνα να σας το θέσει υπόψη με την επισήμανση ότι η υπ’αριθμ.1/2001 ΕγκΕισαγγΑΠ καλύπτει ορθότερα την μη δυνατότητα εφαρμογής της αυτόφωρης διαδικασίας στους δικηγόρους και παρέχει σαφή και ρητή εντολή προς τα αστυνομικά όργανα ότι σε περίπτωση πλημμελημάτων δικηγόρων οφείλουν να απέχουν της σύλληψης και κράτησης αυτών στα αστυνομικά τμήματα μετά τη βεβαίωση της ταυτότητάς τους.
Με εκτίμηση
Ο Πρόεδρος
Δημήτρης Παξινός»

Τα ανωτέρω κείμενα είναι πλήρως διαφωτιστικά τόσο για την επιστημονική τεκμηρίωση της μη υπαγωγής ημών των δικηγόρων στην αυτόφωρη διαδικασία όσο όμως και για το γεγονός ότι, ακριβώς λόγω της μη ύπαρξης συγκεκριμένης διάταξης, εκτός από την επικρατούσα άποψη, όπως αυτή εκφράζεται με την υπ’αρ.1/2001 ΕγκΕισΑΠ, υπάρχουν και διαφορετικές ερμηνείες του ζητήματος, και μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο, όπως αυτή που εκφράζεται με την υπ’αρ.8/2001 ΓνωμΕισΑΠ. Συνεπώς, είναι επιτακτικό να γνωρίζουμε τη νομική βάση της –πρακτικής- εξαίρεσης μας από την αυτόφωρη διαδικασία, κάθε φορά που την επικαλούμαστε και χρειάζεται να την επιβάλουμε.
Δημήτρης Χρ. Αναστασόπουλος
Δικηγόρος Αθηνών
Πηγή: e-themis.gr