Ενδιαφέρουσα απόφαση Γενικής Συνέλευσης Δ.Σ.Αγρινίου

ΠΡΟΤΑΣΗ –  ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ

Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, τα τελευταία δύο χρόνια ο κλάδος μας υπέστη και υφίσταται μια πρωτόγνωρη σε ένταση επίθεση, με στόχο τόσο την οικονομική αφαίμαξη του επαγγελματία δικηγόρου, όπως άλλωστε κάθε εργαζόμενου Έλληνα πολίτη, όσο και τον δομικό μετασχηματισμό του δικηγορικού λειτουργήματος.

Παράλληλα με μια σειρά μέτρα βίαιου φοροεισπρακτικού χαρακτήρα σε βάρος του Δικηγόρου και του προσφεύγοντος στη Δικαιοσύνη πολίτη, η Δικηγορία ως λειτούργημα, αλλά και κλάδος παροχής υπηρεσιών από αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες, τέθηκε σε καθεστώς επιχειρούμενης άλωσής της, από και προς όφελος γιγαντωμένων οικονομικών ομίλων.
Αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων μέτρων αυτών, τα οποία θεσμοθετήθηκαν και θεσμοθετούνται μεθοδευμένα σε δόσεις, είναι η σημερινή επαγγελματική και οικονομική ασφυξία των Δικηγόρων της χώρας και η με μαθηματική ακρίβεια αυριανή ανυπαρξία της μεγάλης πλειοψηφίας τους, τουλάχιστον με τη μορφή του ανεξάρτητα απασχολούμενου λειτουργού της Δικαιοσύνης.
Μπροστά σε αυτή την επίθεση, με τον τρόπο που αυτή εκπορεύθηκε, αλλά που κυριότερα απαντήθηκε από τα όργανα και τις διοικήσεις, η μεγάλη πλειοψηφία των συναδέλφων στέκεται σήμερα αμήχανη, προσπαθώντας να ανιχνεύσει την προοπτική μιας ικανής και αναγκαίας πρότασης διεξόδου από το αδιέξοδο που φαίνεται να έχουμε περιέλθει.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, πως ο ίδιος ο Υπουργός της Δικαιοσύνης δήλωσε πρόσφατα ειρωνικά, λοιδορώντας τον κλάδο, πως δεν μπορεί να καταλάβει το λόγο, για τον οποίο απέχουν οι Δικηγόροι.
Εκμεταλλευόμενος την αδυναμία μας να αναδείξουμε και να υποστηρίξουμε μια σαφή, συνολική και συνεπή απάντηση, που θα λαμβάνει υπόψη της το πραγματικό διακύβευμα, φαίνεται να επιχαίρει για τον κατακερματισμό του λόγου, της έκφρασης και κυρίως της δράσης μας.
Γνωρίζοντας καλά το πλήθος των πληγμάτων που σταδιακά υφίστανται οι Δικηγόροι, φαίνεται πως εκτιμά, πως μέχρι να συνέλθουν και να μιλήσουν για το ένα, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα δεύτερο κ.ο.κ.
Στη λογική αυτή απαντάμε ξεκάθαρα, ότι δεν διακυβεύονται σήμερα τα συμφέροντα ή τα προνόμια μιας επαγγελματικής συντεχνίας, όπως δόλια κάποιοι θα ήθελαν να παρουσιάσουν ή ακόμη χειρότερα κάποιοι από εμάς δεν έχουν πλήρως αντιληφθεί.
Διακυβεύεται το μέλλον, η ανεξαρτησία, η αξιοπρέπεια, η επιβίωση και η θεμιτή επιλογή ενός επαγγελματικού κλάδου να δραστηριοποιηθεί και να συμβάλλει σε συνθήκες δημιουργίας, προκοπής και Κράτους Δικαίου.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραμείνουν στο καθαρώς ιστορικό φιλολογικό πλαίσιο αξιολόγησης του τρόπου αντιμετώπισης του δικηγορικού κλάδου από την πλευρά της πολιτείας μέχρι σήμερα και βέβαια και του τρόπου αντίδρασης του κλάδου απέναντί του.
Μια τέτοια συμπεριφορά και τακτική θα σήμαινε, ότι  δεν έχει γίνει επί της ουσίας και στις πραγματικές της διαστάσεις η επίθεση που δέχεται ο κλάδος σήμερα, ούτε οι επιδιώξεις όσων προπαρασκεύασαν, αποφάσισαν και έχουν ήδη δρομολογήσει την επίθεση αυτή και τα επιμέρους μέτρα που την εξειδικεύουν και την υλοποιούν.
Κι αυτή δεν φαίνεται-καλόπιστα τουλάχιστον- να είναι κατά βάση και κατά κύριο λόγο άλλη, απ’ όσους και όποιους μέσα κι έξω από τη χώρα διαμόρφωσαν, προσπαθούν να επιβάλουν τελικώς, αλλά και ψηφίζουν τις μνημονιακές προβλέψεις για την απελευθέρωση του δικηγορικού επαγγέλματος.
Υπό τις προφάσεις λοιπόν, τα ψευδώνυμα, τα ψευδεπίγραφα και τα παραπλανητικά επιχειρήματα, καθώς  και τα αντίστοιχα κοινωνικά και οικονομικά ιδεολογήματα τέτοιων διακηρύξεων, επιχειρήθηκε και επιχειρείται μέσω των μνημονίων, των επικυροποιήσεων και των μεσοπροθέσμων, ένας καταιγισμός μέτρων με σκοπό :
Να ανατραπεί θεσμικώς και να μεταλλαχθεί ουσιωδώς η αποστολή, ο χαρακτήρας, η οργάνωση, η λειτουργία και ο τρόπος παροχής των νομικών υπηρεσιών από επιστήμονες δικηγόρους ανεξάρτητους επαγγελματίες, μέσω θεσμικά προβλεπόμενων συλλόγων, που επίσης θεσμικώς εμπλέκονται στον τρόπο και στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.
Σε υλοποίηση αυτών των επιδιώξεων η κυβέρνηση των ημερών ανέλαβε, μέσω της ψήφισης του μνημονίου  ΙΙ και ως συνέχεια και ολοκλήρωση αντίστοιχων επιδιώξεων του μνημονίου Ι, την πολιτική δέσμευση, να νομοθετήσει μέχρι τον Ιούνιο 2012, οκτώ παρεμβάσεις  σε τρεις κατευθύνσεις:
-Η πρώτη, ως πρόσθετα μέτρα για τα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα.
-Η δεύτερη, ως αναθεώρηση των περιορισμών στις δραστηριότητες των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων και
-Η τρίτη, ως μεταρρύθμιση του κώδικα περί δικηγόρων.
Ι. Η πρώτη έχει ως νομοθετικό πλαίσιο αναφοράς, τον ορισμό, μέσω της έκδοσης προεδρικού διατάγματος, μέχρι τέλος Μαρτίου 2012, από μέρους της κυβέρνησης των προκαταβαλλόμενων ποσών, για κάθε διαδικαστική ενέργεια ή παράσταση ενώπιον του δικαστηρίου, τα οποία αποσυνδέει από κάθε συγκεκριμένο ποσό αναφοράς.
Στο ίδιο επίσης πλαίσιο αναφοράς και μέσα στον ίδιο χρόνο, η κυβέρνηση θα ορίσει μονομερώς και με πράξη κανονιστικής ισχύος της δικής της επιλογής, την αποσύνδεση της φορολόγησης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, των μερισμάτων και των καταβολών προς τους συλλόγους από τις δικηγορικές αμοιβές, ορίζοντας, στο ίδιο πάντα πλαίσιο και κατά τον ίδιο τρόπο, τις εισφορές των δικηγόρων στους τελευταίους, αποσυνδέοντάς τες βεβαίως από τις τιμές που χρεώνονται από τους ίδιους στους εντολείς τους.
ΙΙ. Η δεύτερη  έχει ως  αντικείμενο παρέμβασης τον έλεγχο σε πρώτη φάση και μέχρι τέλος Ιουνίου 2012, της αναγκαιότητας και της σκοπιμότητας παροχής των νομικών υπηρεσιών στους πολίτες από δικηγόρους με συγκεκριμένα επαγγελματικά προσόντα, έτσι όπως η παροχή αυτή προβλέπεται θεσμικώς, μέσω του συνόλου των σχετικών ρυθμίσεων και κανονισμών και σε δεύτερη φάση τη νομοθετική τροποποίηση ή κατάργηση όσων από τις ρυθμίσεις αυτές προβλέπουν την παροχή νομικών υπηρεσιών στους πολίτες αποκλειστικά από δικηγόρους με συγκεκριμένα επαγγελματικά προσόντα.
ΙΙΙ. Η τρίτη κατεύθυνση αφορά στη νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης μέχρι τέλους Ιουνίου 2012, με σκοπό την τροποποίηση ή την κατάργηση των διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων, των σχετικών με την πρόβλεψη  αμοιβών και την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις αρχές ανταγωνισμού, με πρώτες στη σειρά της κατάργησης αυτής:
-αυτές που προβλέπουν την υποχρεωτική παρουσία δικηγόρων για την υπογραφή πράξεων ενώπιον του συμβολαιογράφου και
-εκείνες που αναφέρονται στον καθορισμό ελάχιστης αμοιβής, που καταβάλλονται σε δικηγόρους, που παρέχουν υπηρεσίες με έμμισθη εντολή τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Παρά την φραστική ασάφεια και πολυπλοκότητα στη διατύπωσή τους, οι προαναφερόμενες πολιτικές δεσμεύσεις και οι άμεσα επικείμενες νομοθετικές παρεμβάσεις για την υλοποίησή τους από πλευράς της κυβέρνησης των ημερών, οδηγούν με τρόπο λογικά αδιαμφισβήτητο και στο κλίμα των καιρών στις παρακάτω περιγραφόμενες, καθοριστικές για το μέλλον του δικηγορικού κλάδου διαπιστώσεις και επιπτώσεις.
-Καταργείται κάθε θεσμικά προβλεπόμενη και κατοχυρωμένη αμοιβή των δικηγόρων, για κάθε διαδικαστική ενέργεια ή παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων, των συμβολαιογράφων ή άλλων αρχών, μέσω της αποσύνδεσης της αμοιβής αυτής από οποιοδήποτε, συγκεκριμένο, ελάχιστο, κατώτατο, νόμιμο ή ποσό αναφοράς. Τώρα πλέον η κυβέρνηση μόνη θα καθορίζει μόνο και κατά τις επιλογές της τα προκαταβαλλόμενα ποσά για κάθε διαδικαστική ενέργεια ή παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων.
-Αποσυνδέεται η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος με τις φορολογικές, ασφαλιστικές, μερισματικές και συλλογικές συνιστώσες αυτής της άσκησης από τις δικηγορικές αμοιβές, οι οποίες δεν μπορούν να προσδιορίζονται κατά περιεχόμενο και ύψος από τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις των δικηγόρων προς το κράτος, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους συλλόγους τους.
-Τίθεται σε τροχιά κατάργησης η θεσμικώς προβλεπόμενη συμμετοχή των δικηγορικών συλλόγων στη διαδικασία άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, λειτουργίας των δικαστηρίων ως υπηρεσιών της δικαιοδοτικής λειτουργίας του κράτους και απονομής της δικαιοσύνης.
Εφεξής οι σύλλογοι θα λειτουργούν ως επαγγελματικές ενώσεις των δικηγόρων, τα λειτουργικά έξοδα των οποίων θα επωμίζονται οι ίδιοι, με την κυβέρνηση να ορίζει τις εισφορές τους απέναντι στις ενώσεις αυτές που δεν θα συνδέονται σε καμία περίπτωση με τις συμφωνούμενες από τα μέλη τους αμοιβές με τους εντολείς τους.
– Αποσυνδέεται η προσφορά κάθε μορφής, κατηγορίας και επιπέδου νομικών υπηρεσιών από επιστήμονες δικηγόρους με ειδικά ακαδημαϊκά επαγγελματικά προσόντα και παιδεία, στο μέτρο που η προσφορά αυτή και η αντίστοιχη επαγγελματική δραστηριότητα έρχεται σε αντίθεση με το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το δίκαιο του ανταγωνισμού.
Η παραπάνω υπό νομοθέτηση πολιτική δέσμευση της κυβέρνησης των ημερών, μέσω της ψήφισης από την Βουλή των προθύμων οδηγεί, στην σταδιακή υλοποίησή της και σε συνδυασμό με την αναθεώρηση του Κώδικα περί Δικηγόρων για τις προϋποθέσεις  άσκησης του επαγγέλματος, ευθέως στη θεσμική κατάργηση του δικηγορικού επαγγέλματος, όπως το ξέραμε μέχρι σήμερα.
Αν μάλιστα συσχετιστεί η σχεδιαζόμενη αυτή ρύθμιση με την ήδη  νομοθετημένη ίδρυση και λειτουργία δικηγορικών εταιρειών με τα παραρτήματα και τα υποκαταστήματά τους, γίνεται φανερό, ότι εκτός του νομοθετικού και ο οικονομικός και κοινωνικός αφανισμός του ανεξάρτητου επαγγελματία δικηγόρου βρίσκεται ήδη προ των πυλών.
Απ’ όλα τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό πλέον από κάθε υπεύθυνο και καλοπίστως σκεπτόμενο δικηγόρο, ότι η επίθεση που δέχεται ο δικηγορικός κλάδος στο σύνολό του και ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική, επαγγελματική και επιστημονική κατάσταση και θέση κάθε μέλους του, δεν είναι πλέον άλλη μια από τις γνωστές και επαναλαμβανόμενες μέχρι σήμερα επιθέσεις, αλλά μια άλλη  εντελώς ξεχωριστή, συνολική και καθοριστική για το μέλλον, την προοπτική και την ίδια την επιβίωση του κλάδου, των μελών του και του ίδιου του λειτουργήματος.
Γι’ αυτό και η μέχρι τώρα πρακτική και τακτική των συλλογικών οργάνων του κλάδου, με τη γνωστή, ανορθολογική και πολλαπλώς αποδεικνυόμενη ως αναποτελεσματική συνδικαλιστική του διάρθρωση, να παρεμβαίνει αμυντικά, ετεροχρονισμένα και με αποκλειστικώς κλαδικά συντεχνιακά κριτήρια στις κάθε φορά επιθέσεις που δέχεται, αποτελεί σήμερα κοντόφθαλμη, ανεπίτρεπτη και επικίνδυνη αφέλεια, που αντικειμενικά τουλάχιστον αγγίζει τα όρια της συνενοχής στο συντελούμενο, σε βάρος της ίδιας της ύπαρξης του κλάδου, εγχείρημα.
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της επίθεσης, που τη  διακρίνει και τη διαφοροποιεί από άλλες προηγούμενες, που κατά καιρούς έχουν εκδηλωθεί στα πεδία της φορολογικής μεταχείρισης του δικηγορικού επαγγέλματος, της αφαίρεσης της δικηγορικής ύλης, της κατά το δοκούν και χωρίς τη  συμμετοχή των δικηγόρων τροποποίησης κωδίκων και διατάξεων του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, είναι ότι:
Εκδηλώνεται σε βάρος του δικηγορικού κλάδου, στα πλαίσια και κατ’ εφαρμογήν της μνημονιακής πολιτικής, με τον αστήρικτο και αναπόδεικτο ισχυρισμό και τη δήθεν επιδίωξη για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, την περιστολή του δημόσιου χρέους και την ενίσχυση του ανταγωνισμού, για τα οποία η οργάνωση και ο τρόπος άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος ούτε συνέβαλε στην εμφάνισή τους ούτε με την ανατροπή τους πρόκειται να συνεισφέρει στην υπέρβασή τους.
Επιβάλλεται κυριαρχικά και με τρόπο ταπεινωτικό για το δικηγορικό κόσμο από τους εμφανιζόμενους ως δήθεν σωτήρες του ελληνικού λαού και αναμορφωτές του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του ελληνικού κράτους, οι οποίοι με το ρόλο και την ιδιότητα του δανειοδότη, αλλά στην πραγματικότητα αυτόν του αποικιοκράτη και του επικυρίαρχου, στοχεύουν να αλλάξουν το κοινωνικό μοντέλο στην Ευρώπη με πιλότο την Ελλάδα και τους Έλληνες πρόθυμους υπηκόους στην υπηρέτηση και την εφαρμογή του.
Συνδυάζεται τέλος και συνυφαίνεται με την επίθεση σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας του εργαζόμενου κόσμου στη χώρα  και του συνόλου των ατομικών, επαγγελματικών, ασφαλιστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών, των οποίων κατά παράδοση και με επιτυχία ο δικηγορικός κλάδος υπήρξε υπερασπιστής.
Ο χαρακτήρας, καθώς και η κρισιμότητα και οι συνέπειες αυτής της επίθεσης, που δέχεται ο δικηγορικός κλάδος σε συνδυασμό με το ότι:
– Την αιτία, τη βάση και την εκδήλωσή της υπαγορεύει και επιβάλλει το κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα για τη χώρα, τουλάχιστον για μια τριετία, κατά τις σχετικές προβλέψεις του μνημονίου ΙΙ.
-Την επίσημη θέση και διακήρυξη της κυβέρνησης των ημερών, ότι το πρόγραμμα αυτό αποτελεί μονόδρομο για την ελληνική κοινωνία και κάθε εναντίωση σ’ αυτό από οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα πλήττεται, έστω και άδικα και ανισότιμα και υπέρμετρα, συνιστά αντικειμενικά υπονόμευσή του που οδηγεί στη χρεοκοπία της χώρας με βιβλικές καταστροφές γι’ αυτή και τους πολίτες της.
– Το κλίμα, την ατμόσφαιρα και τις απαγορευτικές προϋποθέσεις που δημιουργεί μια τέτοια θέση, για την προβολή, τη διεκδίκηση και την ικανοποίηση αποκλειστικά και μόνο κλαδικών αιτημάτων ή την εξαίρεση κοινωνικών κατηγοριών από την αναλογική εφαρμογή σ’ αυτές μιας τέτοιας σοβαρότητας και κρισιμότητας οικονομικού και κοινωνικού προγράμματος.
-Το γεγονός ότι η υπογραφή, η αποδοχή και η υλοποίησή του προέρχονται από μια κυβέρνηση, που δεν είχε εξ’ αρχής και δεν απέκτησε μέχρι σήμερα την δημοκρατική, τη θεσμική και την κοινωνική νομιμοποίηση για μια τέτοιου μεγέθους, περιεχομένου και αρνητικών συνεπειών πολιτική δέσμευση.
Δημιουργεί εξ αντικειμένου, επί της ουσίας και εν τοις πράγμασι στο δικηγορικό κόσμο, όπως άλλωστε και στη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, το δίλημμα.
Είτε να αποδεχθεί, να νομιμοποιεί και να εφαρμόσει υποτασσόμενος ένα κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα και τα μέτρα που το συνοδεύουν και το υλοποιούν σε βάρος της ύπαρξης του κλάδου.
Είτε να το απορρίψει στην  προέλευση, στη βάση και στην αιτιολόγηση, στην αναγκαιότητα και τη σκοπιμότητά του, υπερασπιζόμενος την ύπαρξη, το μέλλον, την προοπτική, τα δικαιώματα, την αξιοπρέπεια και την ίδια την αποστολή του κλάδου και των μελών του, ως επαγγελματιών, ως πολιτών, ως επιστημόνων, ως πνευματικών ανθρώπων και ως υπερασπιστών των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των ίδιων των πολιτών.
Μπροστά σ’ ένα τέτοιο δίλημμα και σ’ όλους όσους, μέσα κι έξω από τη χώρα, θέτουν στο δικηγορικό κλάδο, απαιτώντας και εκβιάζοντας την υποταγή των μελών του στις φανερές πια επιδιώξεις τους, με συνέπεια τον επαγγελματικό αφανισμό, τον οικονομικό μαρασμό και τον κοινωνικό ευτελισμό τους, η θέση και η απόφαση σύσσωμου του δικηγορικού κόσμου δεν μπορεί παρά να κινείται στις παρακάτω κατευθυντήριες γραμμές και στα πλαίσια της διακήρυξης σε κάθε κατεύθυνση και με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι:
-Δεν αναγνωρίζουμε στην κυβέρνηση των ημερών κανένα δημοκρατικό, θεσμικό, πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό δικαίωμα, να αποφασίζει και να νομοθετεί, για τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του δικηγορικού επαγγέλματος και παροχής νομικών υπηρεσιών προς τους πολίτες, σε κατεύθυνση και με όρους  που οδηγούν το ίδιο το επάγγελμα στην οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίηση και μέσω αυτής στην υπονόμευση των δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών.
-Δεν πρόκειται να αποδεχθούμε, ούτε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να συμβάλλουμε στην υλοποίηση και την εφαρμογή των μέτρων, που έχουν μέχρι στιγμής θεσπιστεί και όσων άλλων επίκειται η νομοθέτησή τους και που έχουν ως βάση, λόγο και σκοπό τη μεταφορά στο δικαϊκό σύστημα και την έννομη τάξη της χώρας, των πολιτικών δεσμεύσεων που ανέλαβε η σημερινή κυβέρνηση, μέσω των μνημονίων, των επικυροποιήσεών τους, των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων και των εφαρμοστικών νόμων.
-Ο εκσυγχρονισμός, η ορθολογικότερη αναμόρφωση και η αποτελεσματικότερη για το δικηγορικό κλάδο και τους Έλληνες πολίτες λειτουργία του τρόπου οργάνωσης του δικηγορικού επαγγέλματος και της μορφής παροχής των νομικών υπηρεσιών, είναι θέματα που πρέπει να  συζητηθούν, να διαμορφωθούν και να συναποφασιστούν μέσα από ισότιμο και δημιουργικό διάλογο του δικηγορικού κλάδου με την κυβέρνηση, που θα έχει τη δημοκρατική, θεσμική και πολιτική νομιμοποίηση, για ένα τέτοιο έργο.
-Μέχρι τις επόμενες εκλογές, από τις οποίες μπορεί να προκύψει μια κυβέρνηση με αυτά τα χαρακτηριστικά, κανένα απολύτως μέτρο που προήλθε ή θα δρομολογηθεί η θέσπισή του από την κυβέρνηση των ημερών, δεν πρόκειται να αποδεχθεί ή να εφαρμόσει ο δικηγορικός κλάδος και κατ’ εφαρμογήν των μνημονίων ή να ανεχθεί την εφαρμογή του.
-Μέχρι τότε, καμιά απολύτως  θεσμική και πολιτική αρμοδιότητα και εξουσιοδότηση και κανενός είδους και περιεχομένου διάλογο δεν αναγνωρίζουμε και δεν πρόκειται να διεξάγουμε με την κυβέρνηση των ημερών και των μνημονίων, πάνω σε θέματα που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία του δικηγορικού επαγγέλματος και στο μέλλον και την προοπτική των δικαιωμάτων και της θέσης συνολικότερα των μελών του δικηγορικού κλάδου.
-Θα είμαστε τέλος σε πλήρη αγωνιστική ετοιμότητα και κινητοποίηση, για την απόκρουση κάθε απόπειρας ή προσπάθειας νομοθέτησης και εφαρμογής ρυθμίσεων και μέτρων, που οδηγούν άμεσα ή έμμεσα στην υποβάθμιση, την περιθωριοποίηση και τελικά τον αφανισμό του επαγγέλματος του δικηγόρου και στον ευτελισμό και την υπονόμευση της  αξιοπρέπειας  και του επαγγελματικού και κοινωνικού κύρους των μελών του.
Οι θέσεις και οι εκτιμήσεις αυτές του δικηγορικού κλάδου, είναι λογικά και θεσμικά αναγκαίο, αλλά και επιτακτικά επιβεβλημένο να συζητηθούν και να αναζητήσουν την έγκριση του συνόλου των δικηγόρων, μέσω των αποφάσεων των Γενικών  Συνελεύσεων των συλλόγων όλης της χώρας, για να προβληθούν και να υποστηριχθούν αγωνιστικά και με τρόπο αποτελεσματικό, με μέσα και μορφές ενιαίες και συντονισμένες.
Η μέχρι τώρα πρακτική και η αντίδραση του κλάδου, απέναντι σε μια τέτοιας έκτασης, σοβαρότητας και κρισιμότητας επίθεση που δέχεται, ήταν δυστυχώς περιστασιακή, αποσπασματική, αδύναμη, αμυντική και ασυντόνιστη και έδειχνε αδυναμία ή και απροθυμία κατανόησης των αιτιών, του περιεχομένου και των συνεπειών μιας τέτοιας επίθεσης.
Είναι πια καιρός και η κατάσταση που δημιουργήθηκε σε βάρος του κλάδου το επιβάλλει και το απαιτεί, να αρθούμε στο ύψος των κρίσιμων περιστάσεων που διερχόμαστε, πριν αυτές καταστούν ανεπίστρεπτα καθοριστικές σε βάρος του συνόλου των δικηγόρων και να παρέμβουμε αποφασιστικά, οργανωμένα και συντονισμένα για την περιφρούρηση της αποστολής, του ρόλου του δικηγόρου και των επαγγελματικών, οικονομικών και κοινωνικών του δικαιωμάτων.
Γι’ αυτό και μέσα στην επόμενη εβδομάδα, εβδομάδα απεργιακής κινητοποίησης, η οποία και θα πρέπει να είναι καθοριστική από πολλές πλευρές για την προοπτική και τη δυναμική της αγωνιστικής μας παρέμβασης, να  συζητηθούν, να συνδιαμορφωθούν  και να εγκριθούν οι θέσεις μας, έτσι ώστε:
Στο τέλος της ίδιας εβδομάδας, η ολομέλεια των προέδρων, ανταποκρινόμενη επιτέλους στο θεσμικό, συντονιστικό της ρόλο, να συνθέσει, να ενιαιοποιήσει και να εκφράσει τις εκτιμήσεις και τις θέσεις του συνόλου του δικηγορικού κόσμου και την αποφασιστική, αγωνιστική προβολή και υποστήριξή τους με μορφές, μέσα και τρόπους, που θα ανταποκρίνονται στο μέγεθος, στο περιεχόμενο και στην κρισιμότητα της επίθεσης που δέχεται ο κλάδος και τα μέλη του.