Επίκαιρη απόφαση της Γ.Σ. Δ.Σ. Ιωαννίνων για την «απελευθέρωση του δικηγορικού επαγγέλματος»

ΝΕΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Ιωαννίνων στην Έκτακτη Γενική Συνέλευση των μελών του την 30-4-2010 αποφάσισε με συντριπτική πλειοψηφία την συνέχιση των κινητοποιήσεων και την αποχή των δικηγόρων του ΔΣΙ από τα καθήκοντά τους από Δευτέρα 3-5-2010 μέχρι και την Παρασκευή 7-5-2010, διαμαρτυρόμενος για την αβασάνιστη προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2006/123 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά και τις επιπτώσεις της στην άσκηση του Δικηγορικού Λειτουργήματος και στον Κώδικα Δικηγόρων, επισημαίνοντας τα αμέσως παρακάτω:

1. Με σχέδιο νόμου που κατατέθηκε πρόσφατα,(σημ: και όπως πληροφορηθήκαμε σήμερα, ήδη ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία στη συνεδρίαση της 27-4-2010 από τη Βουλή των Ελλήνων) , μεταφέρθηκε η παραπάνω οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη.

2. Οι κρίσιμες ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου αφορούν και την άσκηση του Δικηγορικού Λειτουργήματος. Ειδικότερα, το εν λόγω σχέδιο νόμου καλύπτει όλες τις υπηρεσίες προς επιχειρήσεις και προς «καταναλωτές», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και «οι υπηρεσίες δικηγόρων» (βλ. αιτιολογική έκθεση σελ. 1) ή «οι υπηρεσίες νομικών ή φορολογικών συμβούλων» (βλ. αιτιολογική σκέψη 33 της παραπάνω οδηγίας). Η επιφύλαξη υπέρ ειδικών ή κλαδικών ή τομεακών οδηγιών του άρθρου 5 του σχεδίου νόμου (άρθρο 3 της οδηγίας 2006/123), κατά τη γνώμη μας, δεν αναιρεί την εφαρμογή των διατάξεων του σχεδίου νόμου και στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Ειδικότερα οι παραπάνω διατάξεις σε ό,τι αφορά τους Δικηγόρους παραπέμπουν στις εξής οδηγίες:

α) Στην οδηγία 98/5 που αφορά το δικαίωμα εγκατάστασης και την διευκόλυνση της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου που αποκτήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος. Η οδηγία αυτή μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με το π.δ. 152/2000 και δεν περιέχει ειδικές διατάξεις σχετικά με την άσκηση της δικηγορίας (οι οποίες μάλιστα να έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου και να κατισχύουν αυτών), αλλά παραπέμπει απλώς στις διατάξεις κάθε εθνικής νομοθεσίας σε ό,τι αφορά τους όρους άσκησης της δικηγορίας. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις αποκτούν κοινοτική και υπερνομοθετική ισχύ. Μ’ άλλα λόγια, η μεταβολή των εθνικών κανόνων σχετικά με τους όρους άσκησης της δικηγορίας (όπως συμβαίνει εν προκειμένω), συνεπάγεται και την μεταβολή των όρων άσκησης της δικηγορίας, σύμφωνα με την οδηγία 98/5. Σημειωτέο και ότι η οδηγία 98/5 εφαρμόζεται επί αμιγώς διασυνοριακών καταστάσεων ενώ οι ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου και ιδίως του κεφαλαίου Γ αυτού (ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών, αρθ. 11 παρ. 4 και 16) εφαρμόζονται και επί αμιγώς εσωτερικών καταστάσεων.

β) Στην οδηγία 2005/36, της οποίας επίκειται η ενσωμάτωση στην εσωτερική έννομη τάξη με προεδρικό Διάταγμα (βλ. πρ. επεξ. ΣτΕ 42/2010). Η οδηγία αυτή, (όπως και η προηγούμενη οδηγία 89/48 που ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με το π.δ. 152/93 σχετικά με τους Δικηγόρους) αφορούν αποκλειστικά την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων και δεν περιέχουν ειδικές ρυθμίσεις που να συγκρούονται με τις ρυθμίσεις του παραπάνω σχεδίου νόμου.

γ) Σημειωτέο ότι η οδηγία 77/249 (μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 258/1987), υπέρ της οποίας γίνεται επιφύλαξη στο άρθρο 18 παρ. 4 του σχεδίου νόμου, αφορά την προσωρινή παροχή δικηγορικών υπηρεσιών χωρίς μόνιμη εγκατάσταση, δεν περιέχει ειδικές ρυθμίσεις αντίθετες προς το σχέδιο νόμου και παραπέμπει και αυτή ως προς τους όρους άσκησης της Δικηγορίας στους εκάστοτε ισχύοντες εθνικούς κανόνες, όπως και η οδηγία 98/5. Η επιφύλαξη του άρθρου 18 παρ. 5, 12 του σχεδίου νόμου σε ό,τι αφορά τη δραστηριότητα της δικαστικής είσπραξης οφειλών και τις πράξεις για τις οποίες ο νόμος επιτάσσει την παρέμβαση συμβολαιογράφου, δεν αφορά τις κρίσιμες ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου, που θα αναφερθούν, έστω και συνοπτικά, αμέσως παρακάτω.

Τέλος, επισημαίνεται ότι σε περίπτωση τυχόν αντίθεσης των ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου με ειδικές ή τομεακές ή κλαδικές οδηγίες και αμφιβολίας ως προς την ισχύ τους, η σύγκρουση και η αμφιβολία αίρεται με γνώμονα τις διατάξεις του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου δηλ. τις διατάξεις για το δικαίωμα εγκατάστασης (κύριας ή δευτερεύουσας) και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών (βλ. αιτιολογική έκθεση σελ. 2 και αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2005/36) και ως εκ τούτου, η ισχύς και η εφαρμογή των παρακάτω διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων, καθίσταται, στην καλύτερη περίπτωση, ευάλωτη και αμφίβολη.

3. Για τους παραπάνω λόγους, το Διοικητικό Συμβούλιο και η Γενική Συνέλευση των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων, δεν συμμερίζονται την άποψη ότι με το σχέδιο νόμου δεν θίγονται κρίσιμες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και με την παρούσα επιθυμούμε να σας καταστήσουμε κοινωνούς των ανησυχιών μας, σχετικά με την ισχύ και εφαρμογή κατακτήσεων του Δικηγορικού Σώματος που έχουν τεθεί χάριν της χρηστής δικαιοσύνης και της εφαρμογής δεοντολογικών κανόνων και κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα δημοσίων λειτουργών και συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως θα αναφερθεί και στη συνέχεια.

4. Κατά τη γνώμη μας, με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου θίγονται, άλλως επηρεάζονται ουσιωδώς, οι παρακάτω θεμελιώδεις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων:

Α. ΤΟΠΙΚΑ ΟΡΙΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΑΣ, ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΔΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ)

Με τις διατάξεις των άρθρων 2, 19, 20, 21, 42, 44, 54 και 57 του Κώδικα Δικηγόρων, καθιερώνεται ο κανόνας της μιας (και μοναδικής) επαγγελματικής έδρας και η άσκηση της Δικηγορίας εντός των ορίων της τοπικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο οποίο είναι διορισμένος ο Δικηγόρος, με τις περιοριστικώς αναφερόμενες εξαιρέσεις. Με τις διατάξεις όμως των άρθρων 11 παρ. 4, 15 παρ. 3 και 16 παρ. 1 και 2 περιπτ. α και ε του σχεδίου νόμου, οι ρυθμίσεις του Κώδικα Δικηγόρων αντιστρέφονται και ο κανόνας καθίσταται πλέον εξαίρεση, η οποία μάλιστα πρέπει να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 8 του σχεδίου νόμου και στην αιτιολογική σκέψη 40 της οδηγίας 2006/123. Η αντιστροφή αυτή, πιστεύουμε ότι αποτελεί αφ’ εαυτής, δυσμενέστατη εξέλιξη και ανατροπή κατακτήσεων του Δικηγορικού Σώματος, με αποτέλεσμα τα μέχρι σήμερα δεδομένα να καταστούν πλέον ζητούμενα και αμφίβολα.

Β. ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ-ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΕΡΓΑ

Όσα αναφέρονται αμέσως παραπάνω για τα τοπικά όρια άσκησης του λειτουργήματος και την απαγόρευση δεύτερης εγκατάστασης ισχύουν και για τις δικηγορικές εταιρείες. Επιπρόσθετα, ενώ σύμφωνα με την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία (π.δ. 518/1989 και π.δ. 81/2005, που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 47 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων), απαγορεύεται η σύσταση κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών (Α.Ε. ή Ε.Π.Ε.), με τις ρυθμίσεις του άρθρου 16 παρ. 1, 2 περιπτ. β, η απαγόρευση αυτή σχετικοποιείται και πρέπει πλέον να δικαιολογηθεί η αναγκαιότητα της, γεγονός που αφ’ εαυτό αποτελεί επίσης δυσμενέστατη εξέλιξη. Τέλος, με το άρθρο 2 παρ. 1 του π.δ. 81/2005 (βλ. και άρθρο 12 παρ. 4 εδαφ. β του π.δ. 152/2000) απαγορεύεται απολύτως η σύσταση πολυεπαγγελματικής εταιρείας. Με τις διατάξεις όμως του άρθρου 26 του σχεδίου νόμου, η ανωτέρω απαγόρευση σχετικοποιείται και επαφίεται πλέον στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Οικονομικών και του (συναρμόδιου) Υπουργού Δικαιοσύνης να επιτρέψει την άσκηση «δραστηριοτήτων πολλαπλών ειδικοτήτων» με Προεδρικό Διάταγμα, και μάλιστα χωρίς προηγούμενη γνώμη των Δικηγορικών Συλλόγων. Αυτή η σχετικοποίηση ανατρέπει τις ρυθμίσεις του π.δ. 81/2005 και των άρθρων 63 παρ. 1, 2, 3 του Κώδικα Δικηγόρων (ασυμβίβαστα προς το Λειτούργημα του Δικηγόρου έργα), γεγονός που επίσης αποτελεί αρνητική εξέλιξη.

Γ. ΑΝΩΤΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΑΤΑ ΟΡΙΑ ΑΜΟΙΒΗΣ

Όπως πολύ καλά γνωρίζετε η δικηγορική αμοιβή καθορίζεται νομοθετικά (αρθ. 92 και 98 επ. του Κώδικα Δικηγόρων) και με κανονιστικές πράξεις του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά γνώμη των Δικηγορικών Συλλόγων. Ο νομοθετικός και διοικητικός αυτός καθορισμός και ιδίως των ελαχίστων ορίων γίνεται αφενός μεν διότι η δικηγορική αμοιβή αποτελεί και τη βάση καθορισμού της δικαστικής δαπάνης και της τυχόν εγγυοδοσίας, (βλ. αρθ. 169 και 173 επ. ΚΠολΔ) και αφετέρου (η προείσπραξη) γίνεται για φορολογικούς σκοπούς (βλ. αναλυτικά Κολιντίκη: Αμοιβές Δικηγόρων, Είδη και τρόπος υπολογισμού των ελάχιστων ορίων τους σε ΕλΔνη 48, 2007, σελ. 61 επ.). Με την έννοια αυτή, εύλογα και βάσιμα μπορεί να υποστηριχθεί ότι τουλάχιστον η προείσπραξη των δικηγορικών αμοιβών δεν εμπίπτει στις διατάξεις του σχεδίου νόμου (αρθ. 4 παρ. 3). Πέραν τούτων, ο νομοθετικός καθορισμός των ελάχιστων ορίων δικηγορικής αμοιβής αποσκοπεί και στη διαφύλαξη του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος στην αποτροπή του «κανιβαλιστικού ανταγωνισμού» και στην ενίσχυση των Δικηγορικών Συλλόγων, προκειμένου να επιτελέσουν την εντόνου δημοσίου συμφέροντος αποστολή τους σε ότι αφορά την οργάνωση και εποπτεία του δικηγορικού λειτουργήματος ως καθ΄ ύλην αρμόδιες αρχές.

Οι παραπάνω κατακτήσεις του Δικηγορικού Σώματος τίθενται πλέον εν αμφιβόλω, αφού πρέπει να δικαιολογηθεί η ύπαρξη τους (αρθ. 16 παρ. 1,2 περιπτ. ζ του σχεδίου νόμου).

Δ. ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

Με τις διατάξεις του άρθρου 24 του σχεδίου νόμου καθίσταται πλέον υποχρεωτική η ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης και των Δικηγόρων και παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και στον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό (Δικαιοσύνης εν προκειμένω) με απόφαση τους να ρυθμίσουν τα ζητήματα που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 24 του σχεδίου νόμου. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 73 ΕισΝ.Κ.Πολ.Δ. οι Δικηγόροι ευθύνονται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια. Με δεδομένο ότι καμία ασφαλιστική εταιρεία δεν ασφαλίζει αστική ευθύνη από δόλο και δύσκολα θα δεχθεί ασφάλιση ευθύνης για βαριά αμέλεια, λογικά, η ασφάλιση αυτή θα καλύπτει την ευθύνη για κάθε αμέλεια ακόμη και ελαφριά. Έτσι όμως ανατρέπονται οι προστατευτικές ρυθμίσεις του άρθρου 73 ΕισΝ.Κ.Πολ.Δ και οι Δικηγόροι καθίστανται ευάλωτοι σε κάθε κακόπιστο εντολέα που τυχόν θα θελήσει να επιρρίψει σ’ αυτούς την ευθύνη για τη μη ευνοϊκή γι αυτόν έκβαση της δίκης και αντί να παρίστανται στα δικαστήρια ως πληρεξούσιοι θα παρίστανται ως διάδικοι!!, ενώ περαιτέρω, η ασφάλιση αυτή θα εναποθέσει ένα ακόμη οικονομικό βάρος στις πλάτες των χειμαζομένων Δικηγόρων και ιδίως των οικονομικά ασθενέστερων και των νεότερων.

5. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η μεταφορά της οδηγίας 2006/123 στην ελληνική έννομη τάξη σε ό,τι αφορά τους Δικηγόρους και την άσκηση του Δικηγορικού Λειτουργήματος, με τον γενικό και ασαφή τρόπο που γίνεται, μόνον προβλήματα θα δημιουργήσει, αφού δεν λαμβάνει υπόψη της την ιδιαίτερη φύση, το ρόλο και την αποστολή του Δικηγόρου και το ειδικό νομοθετικό καθεστώς που ισχύει γι αυτούς. Περαιτέρω, η συλλήβδην ένταξη των Δικηγόρων, μαζί με όλους τους άλλους «παρόχους υπηρεσιών», έρχεται σε αντίθεση με τον θεσμικό ρόλο των Δικηγόρων και την αποστολή που επιτελούν και τους υποβαθμίζει. Τέλος, η μεταφορά της εν λόγω οδηγίας με τον τρόπο που γίνεται, μεταθέτει στους Δικηγορικούς Συλλόγους το «βάρος δικαιολόγησης» της αναγκαιότητας των ρυθμίσεων του Κώδικα Δικηγόρων. Ειδικότερα, η μεταφορά (σε ό,τι αφορά το Δικηγορικό Λειτούργημα) της επίμαχης οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη, με ειδικό νόμο ή με προεδρικό διάταγμα κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1338/1983 «εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου», όπως ισχύει σήμερα, και η αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του νόμου ή στις προπαρασκευαστικές εργασίες του Προεδρικού Διατάγματος των δικαιολογητικών λόγων διατήρησης των παραπάνω ρυθμίσεων του Κώδικα Δικηγόρων, πέραν των άλλων, θα αποτελούσε ένα «τεκμήριο» (έστω και μαχητό) για τη συνδρομή λόγων δημοσίου συμφέροντος που καθιστούν επιβεβλημένη την ύπαρξη τους.

6. Για τους παραπάνω λόγους, εκφράζουμε την λύπη μας και την απογοήτευσή μας γιατί ένα τόσο κρίσιμο νομοσχέδιο ψηφίστηκε, ερήμην του δικηγορικού σώματος και χωρίς αντίδραση. Ειδικότερα θα μπορούσαμε να ζητήσουμε να περιληφθεί διάταξη σύμφωνα με την οποία να γίνεται ρητή επιφύλαξη μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη είτε με ειδικό νόμο είτε με Προεδρικό Διάταγμα, άλλως και σε κάθε περίπτωση, να παρασχεθεί νομοθετική εξουσιοδότηση στον Υπουργό Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη των Δικηγορικών Συλλόγων, να εξειδικεύσει στο Δικηγορικό Λειτούργημα τις ρυθμίσεις του εν λόγω σχεδίου νόμου (που στην πραγματικότητα αποτελεί νόμο-πλαίσιο), λαμβάνοντας υπόψη του την ιδιαίτερη φύση, το ρόλο και την αποστολή των Δικηγόρων, ως συλλειτουργών της δικαιοσύνης. Σημειωτέον ότι η μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην ελληνική νομοθεσία σε ό,τι αφορά τους Δικηγόρους με τον αμέσως παραπάνω τρόπο, ήταν επιβεβλημένη αφενός μεν λόγω της ιδιαίτερης φύσης του Δικηγορικού Λειτουργήματος και αφετέρου λόγω των προβλημάτων που θα δημιουργηθούν και όχι λόγω αδυναμίας δικαιολόγησης των ρυθμίσεων του Κώδικα Δικηγόρων (βλ. ενδεικτικά για τα τοπικά όρια άσκησης της Δικηγορίας Ευρ.Δ.Α.Δ., αποφ. της 4-12-2008, Μουσταφά Αππά κατά Ελλάδας, Αρμ. 2010, 2 σελ. 283 επ., ΣτΕ 1558/2008, Ολ.Επιτρ. Ανταγ. 413/V/2008, Ελ.Δνη 50,2009, 304 επ., για την αναγκαιότητα της αποκλειστικής επαγγελματικής έδρας, βλ. πρακτ. Συνεδρίασης της Βουλής ΛΘ΄ της 23-9-1954 σε Βαρυμποπιώτη Α., Κώδικας Περί Δικηγόρων, 4η έκδοση, 1998, εκδ. Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλα υπό αρθ. 57 Κωδ. Δικηγ., σελ. 136 και για τις λοιπές ρυθμίσεις παρ. 3 και 4 Α, Β, Γ της παρούσας)

Για τους ίδιους λόγους πιστεύουμε ότι όλοι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι έπρεπε να έχουν τοποθετηθεί με σαφήνεια και ευθύτητα επί των παραπάνω ζητημάτων (αρθ. 199 Κώδικα Δικηγόρων), να συζητηθούν άμεσα και έγκαιρα τα ζητήματα αυτά σε έκτακτη συνεδρίαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων και να αποσταλεί η παραπάνω πρόταση, εφόσον γίνονταν αποδεκτή, στη Βουλή των Ελλήνων.

Ενόψει των νέων αυτών δεδομένων και της ψήφισης του νομοσχεδίου, το μόνο που απομένει είναι η διατύπωση εκ μέρους των δικηγορικών συλλόγων αιτιολογημένης γνώμης ως προς την συνδρομή λόγων δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν τις παραπάνω ρυθμίσεις του Κώδικα Δικηγόρων, να συζητηθούν οι γνώμες αυτές άμεσα σε Έκτακτη Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων και να διαβιβασθεί η τελική γνώμη στους καθ΄ ύλην αρμοδίους.

Τέλος πιστεύουμε ότι είναι επιβεβλημένη η άμεση ενημέρωση των μελών σας για τα παραπάνω ζητήματα και σας καλούμε σε συνδυασμένη δράση για να αντιμετωπίσουμε τον επερχόμενο ΑΡΜΑΓΕΔΩΝΑ.