460/2014 ΤρΕφΛαρ (σύμβαση εντολής)

460/2014                                                        

Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης

Εισηγητής: Περικλής Αλεξίου

Δικηγόροι: Χρ. Γούλας, Κων. Ντιζές

           

Υποχρέωση εντολοδόχου να αποδώσει στον εντολέα όσα έλαβε για εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της, αδιαφόρως τρόπου κτήσης ή φύσης του κτηθέντος.

Άτυπη η σύμβαση εντολής, έστω και αν αφορά ακίνητο, η δε ανατεθείσα πράξη δεν πρέπει να  αντιβαίνει σε απαγορευτική δ/ξη νόμου ή στα χρηστά ήθη.

Αγωγή απόδοσης του τιμήματος που εισέπραξε ο εναγόμενος (ιδιοκτήτης μάνδρας αυτ/των) εκ της εκτέλεσης της εντολής πώλησης οχήματος του ενάγοντος.

Τεκμήριο μη εξόφλησης συν/κής αφού βρίσκεται ακόμη στην κατοχή του δικαιούχου και ο εξ αυτής υπόχρεος δεν αξίωσε απόδοσή της.

Μη σφάλμα κατ’ αποτέλεσμα της εκκαλουμένης που αποφάνθηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει να αποδώσει το ποσό κατά τις διατάξεις της συμβατικής υπαναχώρησης και του αδικ. πλουτισμού (και όχι περί εντολής), αφού πράγματι ο εναγόμενος, παραλείποντας να το αποδώσει, κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος.

 {…} ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 713 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «Με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας», προκύπτει ότι η εντολή είναι ενοχική σύμβαση, με την οποία ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διεξαγάγει την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας, χωρίς αμοιβή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ «Ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της», ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης αυτού που απέκτησε, ή τη φύση του αντικειμένου που απέκτησε. Η σύμβαση της εντολής, ακόμη και αν αφορά ακίνητο, δεν υπόκειται σε τύπο και μπορεί να συναφθεί είτε εγγράφως, με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, είτε προφορικά, ρητά ή σιωπηρά, (βλ. άρθρο 158 ΑΚ, ΟλΑΠ 104/1975). Για να είναι έγκυρη η σύμβαση εντολής, πρέπει η πράξη που ανατίθεται στον εντολοδόχο να ενεργήσει, να μην αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, διότι, διαφορετικά, η σύμβαση εντολής είναι άκυρη (βλ. άρθρα 174, 178, 180 ΑΚ, ΑΠ 241/2012, ΑΠ 533/2007 Νόμος).

ΙΙΙ. Στην πιο πάνω αγωγή του με ημερομηνία 19.8.2008 και αριθ. κατάθ. 1382/19.8.08 ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, Ι. Γ., ιστόρησε τα εξής: Ότι μεταξύ αυτού και του εναγομένου, ο οποίος διατηρεί μάνδρα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στο … χλμ της Επαρχιακής Οδού Τ.-Λ., καταρτίστηκε στον Τ.-Λ., στις 2.10.2006, προφορική σύμβαση πώλησης, με την οποία ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει στον ενάγοντα ένα μεταχειρισμένο φορτηγό αυτοκίνητο αντί τιμήματος 12.000 Ε. Ότι ο ενάγων κατέβαλε το τίμημα της πώλησης με τον τρόπο που εκτίθεται στην αγωγή, παρέλαβε το πωληθέν αυτοκίνητο και προέβη σε μετατροπές επ’ αυτού, οι οποίες επαύξησαν την αξία του κατά το ποσό των 4.000 Ε, με συνέπεια να ανέρχεται πλέον η αξία του στο ποσό των 16.000 Ε, όπως εκτίθεται στην αγωγή. Ότι μετά από χρονικό διάστημα 1½ μήνα περίπου το ανωτέρω όχημα δεν ήταν πλέον απαραίτητο στον ενάγοντα και αυτός συμφώνησε προφορικά με τον εναγόμενο να παραδώσει το όχημα στον εναγόμενο προς πώληση και αυτός να το πωλήσει αντί τιμήματος 16.000 Ε τουλάχιστον και να αποδώσει το τίμημα στον ενάγοντα. Ότι ο εναγόμενος, μολονότι πώλησε το όχημα, αρνείται να αποδώσει στον ενάγοντα το τίμημα που εισέπραξε από την πώληση του οχήματος, ποσού 16.000 Ε, αλλά το παρακρατεί παράνομα, παραβιάζοντας τη σύμβαση εντολής που είχε συναφθεί μεταξύ τους. Επικουρικά, ιστορείται ότι ο εναγόμενος υπεξαίρεσε με τις ανωτέρω πράξεις του το τίμημα που εισέπραξε και ευθύνεται έναντι του ενάγοντος εξαιτίας αδικοπραξίας και, επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ότι από την επίδικη παράνομη πράξη του εναγομένου ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία πρέπει να επιδικαστεί σ’ αυτόν χρηματική ικανοποίηση, ποσού 2.000 Ε. Για τους λόγους αυτούς ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 18.000 Ε, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση ενός έτους εναντίον του εναγομένου, ο οποίος ενέχεται από αδικοπραξία.

Ως προς την αγωγή αυτή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την ήδη εκκαλούμενη απόφασή του τακτικής διαδικασίας με αριθμό 237/2010, με την οποία δέχτηκε την αγωγή εν μέρει και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 6.000 Ε, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και, επίσης, να επιστρέψει στον ενάγοντα τη συναλλαγματική, αποδοχής αυτού, ποσού 2.000 Ε και λήξης 30.1.2008. Την απόφαση εκείνη εκκάλεσε ο εναγόμενος με την ένδικη έφεσή του, με την οποία παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και, ειδικότερα, ότι υπέπεσε στις πλημμέλειες που αναφέρονται στην έφεση λεπτομερώς, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ή, επικουρικά, να τροποποιηθεί προς όφελός του, μειώνοντας το καταβαλλόμενο ποσό κατά 3.000 Ε.

ΙV. Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων … αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Με προφορική σύμβαση που σύναψαν οι διάδικοι στον Τ.- Λ., στις 2.10.2006, ο ενάγων, Ι. Γ., συμφώνησε με τον εναγόμενο, Ι. Τ., ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του εμπόρου μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και διατηρεί μάνδρα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στο … χλμ της Επαρχιακής Οδού Τ. – Λ., να πωλήσει ο δεύτερος στον πρώτο ένα μεταχειρισμένο φορτηγό αυτοκίνητο, μάρκας MERCEDES – BENZ 1320, άνευ αριθμού κυκλοφορίας, με αριθμό πλαισίου …, έναντι τιμήματος 8.000 Ε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε διαφορετικά ως προς το ζήτημα του τιμήματος πώλησης που συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, (ήτοι ότι η πώληση του αυτοκινήτου συμφωνήθηκε «έναντι τιμήματος 12.000 Ε»), έσφαλε, όπως παραπονείται βάσιμα ο εναγόμενος, ως εκκαλών, με τον 1ο λόγο της ένδικης έφεσής του, αλλά το σφάλμα αυτό δεν έχει επιρροή στην έκβαση της δίκης, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη του ανωτέρω (1ου) λόγου έφεσης ως αλυσιτελούς.

Προς εκτέλεση της παραπάνω συμφωνίας ο εναγόμενος παρέδωσε στον ενάγοντα το φορτηγό αυτοκίνητο που υπήρξε αντικείμενο της πώλησης, και ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 2.000 Ε, ως μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η εξόφληση του υπόλοιπου ποσού του τιμήματος, ο ενάγων παρέδωσε στον εναγόμενο δύο συναλλαγματικές, ποσού 3.000 Ε εκάστη, τις οποίες εξέδωσε ο εναγόμενος στις 31.8.2006 και αποδέχτηκε ο ενάγων αυθημερόν, και οι οποίες έφεραν ως ημερομηνία λήξης την 25.10.2006 και 30.12.2006 αντίστοιχα. Κατά τη λήξη της πρώτης από τις ανωτέρω συναλλαγματικές ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 3.000 Ε και έλαβε τη συναλλαγματική στην κατοχή του. Κατά τη λήξη της δεύτερης από τις ανωτέρω συναλλαγματικές ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 1.000 Ε και, για να διασφαλιστεί η καταβολή του υπόλοιπου ποσού της συναλλαγματικής, ήτοι του ποσού των 2.000 Ε, ο ενάγων αποδέχθηκε και παρέδωσε στον εναγόμενο μία νέα συναλλαγματική, ποσού 2.000 Ε, η οποία έφερε ημερομηνία λήξης 30.1.2008. Στη διάρκεια της δίκης δεν αποδείχθηκε αναμφίβολα ότι ο ενάγων κατέβαλε στον αντίδικό του το ποσό των 2.000 Ε προς εξόφληση της ανωτέρω ισόποσης συναλλαγματικής. Αντίθετα, τεκμαίρεται ότι ο ενάγων δεν κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό αυτής της συναλλαγματικής, διότι η συναλλαγματική αυτή βρίσκεται ακόμη στην κατοχή του εναγομένου και ο ενάγων δεν αξίωσε την απόδοσή της, ούτε ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος την παρακρατεί αντισυμβατικά ή παράνομα. Συνεπώς, ο ενάγων κατέβαλε στον αντίδικό του το συνολικό ποσό των 6.000 Ε ως μέρος του οφειλόμενου τιμήματος του επίδικου οχήματος.

Το πωληθέν όχημα περιήλθε στην κατοχή του ενάγοντος την ίδια ημέρα, οπότε συνάφθηκε η επίδικη σύμβαση πώλησης, (ήτοι στις 2.10.2006), και ο εναγόμενος εξέδωσε αυθημερόν και παρέδωσε στον ενάγοντα αντίστοιχο παραστατικό έγγραφο (δελτίο αποστολής – τιμολόγιο) με αριθμό … και ημερομηνία 2.10.2006, στο οποίο περιγράφεται το αντικείμενο της πώλησης και αναγράφεται ως τίμημα αυτού (αξία που υπόκειται σε Φ.Π.Α.) το ποσό των 5.092,02 Ε, ως Φ.Π.Α. το ποσό των 957,98 Ε και ως συνολικό πληρωτέο ποσό το ποσό των 6.000 Ε. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η κυριότητα του επίδικου φορτηγού οχήματος μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα νόμιμα, σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπει ο νόμος στις διατάξεις του Ν.Δ. 1146/1972 «περί του τρόπου μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί αυτοκινήτων οχημάτων» και στις διατάξεις του Ν.Δ.  722/1977 «περί απλουστεύσεως της διαδικασίας χορηγήσεως των αδειών κυκλοφορίας και μεταβιβάσεως της κυριότητας των αυτοκινήτων οχημάτων». Ο ενάγων αγόρασε το ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο, προκειμένου να ενταχθεί σε πρόγραμμα του Ο.Α.Ε.Δ. για την εκτέλεση χωματουργικών εργασιών, για τις οποίες απαιτούνταν η κατοχή φορτηγού αυτοκινήτου, επειδή όμως δεν επιτεύχθηκε η ένταξη αυτού (του ενάγοντος) στο παραπάνω πρόγραμμα, το ανωτέρω όχημα δεν ήταν πλέον απαραίτητο ούτε χρήσιμο στον ενάγοντα. Για το λόγο αυτό ο ενάγων πρότεινε στον εναγόμενο να του επιστρέψει το ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο και ο εναγόμενος να του αποδώσει το χρηματικό ποσό που είχε καταβάλει μέχρι τότε ο ενάγων σε αυτόν ως τίμημα του οχήματος. Ο εναγόμενος επικαλέστηκε οικονομική αδυναμία να αποδώσει στον ενάγοντα το τίμημα που είχε καταβάλει αυτός μέχρι τότε, και πρότεινε στον ενάγοντα να αφήσει το όχημα στη μάνδρα αυτοκινήτων του (του εναγομένου) προς πώληση, να φροντίσει ο εναγόμενος να πωλήσει το όχημα σε άλλο πρόσωπο και να αποδώσει στον ενάγοντα το τίμημα που θα απέφερε η νέα πώληση του οχήματος. Ο ενάγων αποδέχθηκε την ανωτέρω πρόταση του αντιδίκου του και άφησε το επίδικο φορτηγό όχημα στη μάνδρα αυτοκινήτων του εναγομένου προς πώληση. Έκτοτε παρήλθε σημαντικό χρονικό διάστημα, αλλά ο εναγόμενος δεν μπόρεσε να πωλήσει το όχημα σε άλλο πρόσωπο έναντι του τιμήματος που προσδοκούσε ο ενάγων. Τελικά, στη διάρκεια του Ιανουαρίου 2008, (ακριβέστερα στις 24.1.2008), ο εναγόμενος πώλησε το ανωτέρω όχημα στη Σ. Γ. αντί τιμήματος 6.000 Ε.

Στη διάρκεια της δίκης δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε πραγματοποιήσει προσθήκες και μετατροπές στο επίδικο όχημα, όταν είχε αυτό στην κατοχή του, με συνέπεια να αυξηθεί δήθεν η αγοραία αξία αυτού κατά το ποσό των 4.000 Ε και να ανέρχεται πλέον στο ποσό των 16.000 Ε, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων αβάσιμα. Επίσης, δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα των ισχυρισμών του εναγόμενου ότι δήθεν το επίδικο όχημα έφερε σοβαρές φθορές, όταν ο ενάγων παρέδωσε το όχημα σ’ αυτόν, γεγονός που είχε δήθεν ως συνέπεια να υποβληθεί ο εναγόμενος σε σημαντικές δαπάνες, προκειμένου να επαναφέρει το όχημα στην πρότερη καλή κατάστασή του. Το γεγονός ότι η νέα αγοράστρια του οχήματος, Σ. Γ., πραγματοποίησε επισκευές, προσθήκες και μετατροπές στο επίδικο όχημα, όταν περιήλθε αυτό στην κατοχή της, και κατέβαλε για το σκοπό αυτό διάφορα χρηματικά ποσά, ήτοι (…), δεν επαληθεύει τους ανωτέρω ισχυρισμούς του εναγομένου, αλλά, αντίθετα, αποδεικνύει έμμεσα την ουσιαστική αβασιμότητά τους. Συνεπώς, τα παράπονα του εναγομένου εναντίον της εκκαλούμενης απόφασης, τα οποία περιέχονται στον 2ο λόγο της ένδικης έφεσης, αποβαίνουν ουσιαστικά αβάσιμα και ο συγκεκριμένος (2ος) λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Συνακόλουθα προς όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, ο εναγόμενος οφείλει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ, να αποδώσει στον ενάγοντα το ποσό των 6.000 Ε που εισέπραξε ως τίμημα του επίδικου οχήματος από τη νέα αγοράστρια αυτού, Σ. Γ., και απέκτησε αυτός από την εκτέλεση της επίδικης σύμβασης εντολής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε ότι ο εναγόμενος οφείλει να αποδώσει το ανωτέρω χρηματικό ποσό (των 6.000 Ε) στον ενάγοντα σύμφωνα με τις διατάξεις της συμβατικής υπαναχώρησης και του αδικαιολόγητου πλουτισμού (και όχι σύμφωνα με τις διατάξεις περί εντολής), δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα, αφού, πράγματι, ο εναγόμενος, παραλείποντας να αποδώσει το ανωτέρω χρηματικό ποσό στον αντίδικό του, καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερος από την περιουσία του ενάγοντος. Συνεπώς, ο 3ος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ο εναγόμενος, ως εκκαλών, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, θεωρώντας ως νόμιμη και βάσιμη τη βάση της ένδικης αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αποβαίνει αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί. Η διάταξη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώνεται ο εναγόμενος «να επιστρέψει τη συναλλαγματική, αποδοχής του ενάγοντος, ποσού 2.000 Ε, λήξεως στις 30.1.2008», είναι εσφαλμένη, αφού δεν υφίσταται αντίστοιχο αίτημα στην ένδικη αγωγή, αλλά η διάταξη αυτή δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης και έχει καταστεί πλέον τελεσίδικη…