397/2015 ΜΕφΛαρ (άκυρη σύμβαση εργασίας αλλοδαπού χωρίς άδεια παραμονής – αξίωση εξ αδικ. πλουτισμού – μη συστατική η δημοσίευση της σύνθεσης του ΔΣ της ΑΕ)

397/2015                                          

Πρόεδρος: Γλυκερία Καραναστάση

Δικηγόροι: Κων. Παπαδόπουλος

 

Αυτεπαγγέλτως άκυρη σύμβαση εργασίας αλλοδαπού χωρίς άδεια παραμονής και εργασίας, αλλά αξίωση εξ αδικ. πλουτισμού για απόδοση ωφέλειας του εργοδότη, ίσης με τις αποδοχές που θα κατέβαλλε σε μισθωτό με έγκυρη σύμβαση για την ίδια εργασία χωρίς συνυπολογισμό προσωπικών επιδομάτων, για δε τις αποδοχές και επίδομα αδείας και τα δώρα εορτών δικαίωμά του ευθέως εκ του νόμου.

Συλλογική ενέργεια  Δ.Σ της ΑΕ, δυνατή όμως καταστατική πρόβλεψη γενικής η μερικής εκπροσώπησης από μέλη του ή τρίτους. Μη συστατική η δημοσίευση της σύνθεσης των μελών Δ.Σ που ολοκληρώνεται με την απόφαση εκλογής και την υπό των εκλεγέντων αποδοχή, έστω και σιωπηρά, έκτοτε δε οι τρίτοι μπορούν να επικαλεσθούν την ύπαρξη διοίκησης έστω και αν δεν δημοσιεύθηκε, η εταιρία όμως δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι των τρίτων την ύπαρξη μη δημοσιευμένης διοίκησης, εκτός αν αποδείξει ότι γνώριζαν την εκλογή και τη συγκρότηση σε σώμα.

Λήψη υπόψη και μη μεταφρασμένων εγγράφων καθό το περιεχόμενό τους είναι κατανοητό στο δικαστήριο.

Ειθισμένος μισθός γενικού διευθυντή ανώνυμης βιομηχανικής επιχείρησης. Μόνη η μη γνώση της ελληνικής γλώσσας δεν επάγεται άβουλη επί τρία έτη υπογραφή των καταστάσεων μισθοδοσίας, αφού ήταν εμφανές το καταβαλλόμενο αριθμητικώς απομειωθέν ποσό σε σχέση με το αναφερόμενο στο ιδιωτικό συμφωνητικό.

Εφόσον με την έφεση ζητείται εξαφάνιση της εκκαλούμενης ως προς όλα τα κεφάλαια και κονδύλια, εξαφάνισή της και ως προς κεφάλαιο μη προσβληθέν με ειδικό λόγο.

 

{…} Ι. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 4 και 23 παρ. 1 του ν. 1975/1991, τον οποίο αντικατέστησε ο ν. 2910/2001 και εν συνεχεία ο ν. 3386/2005 (βλ. ΔΕΝ 62. 25), η άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος ή η ανάληψη εργασίας από αλλοδαπό απαγορεύεται εκτός αν ο ενδιαφερόμενος έχει εφοδιασθεί με σχετική άδεια εκδιδόμενη από τον Υπουργό Εργασίας ή άλλη εξουσιοδοτημένη απ` αυτόν Αρχή. Ετσι, η σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, που συνάπτει αλλοδαπός στην Ελλάδα με οποιοδήποτε εργοδότη χωρίς να είναι εφοδιασμένος με τη σχετική άδεια, είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 174 ΑΚ). Εάν ο αλλοδαπός σε εκτέλεση της άκυρης αυτής σύμβασης παρέχει την εργασία στον εργοδότη δεν δικαιούται να λάβει τις συμφωνηθείσες ή νόμιμες αποδοχές, αλλά έχει αξίωση από τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ για απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργοδότης από την παροχή της εργασίας σε εκτέλεση άκυρης εργασιακής σύμβασης. Η ωφέλεια αυτή ισούται με τις αποδοχές που θα κατέβαλλε ο εργοδότης σε άλλο μισθωτό με έγκυρη σύμβαση εργασίας για την παροχή της ίδιας εργασίας και τις αυτές συνθήκες και δεν υπολογίζονται τα οικογενειακά επιδόματα, το επίδομα προϋπηρεσίας και οι πρόσθετες παροχές που θα ελάμβανε ο αλλοδαπός λόγω της συνδρομής στο πρόσωπο του ορισμένων προϋποθέσεων σε εκτέλεση έγκυρης σύμβασης εργασίας, αφού τα επιδόματα και τις παροχές αυτές ο εργοδότης δεν θα κατέβαλλε οπωσδήποτε σε άλλο μισθωτό για την παροχή της ίδιας εργασίας και με τις ίδιες συνθήκες (ΑΠ 845/2005 ΔΕΝ 62. 419, ΑΠ 362/2005 ΔΕΝ 62. 22, ΑΠ 760/2003 Δνη 45. 1643). Εξάλλου, σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ακυρότητα η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου – όχι των διατάξεων αδικαιολογήτου πλουτισμού – τις αποδοχές και το επίδομα αδείας καθώς και τα επιδόματα (δώρα) εορτών (ΑΠ 904/2004 ΔΕΝ 61. 1151, ΑΠ 735/2003 Δνη 45. 1640, ΕφΑθ 3323/2005 Δνη 47. 567).

ΙΙ. Στις διατάξεις του άρθρων 18 παρ. 1 και 2 του Ν 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιριών», ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας. Ειδικότερα ορίζεται ότι το διοικητικό συμβούλιο  της ΑΕ, το οποίο ενεργεί, για το σκοπό αυτό, συλλογικά την εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως και ότι το καταστατικό της εταιρίας μπορεί να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα, δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρία γενικώς ή η για ορισμένου μόνον είδους πράξεις. Από τις διατάξεις δε των άρθρων 7α περ. γ, 7β παρ. 15 και 7ε του ν. 2190/1920, όπως ισχύει για την προκειμένη π υπόθεση, προκύπτει περαιτέρω ότι η δημοσιότητα στην οποία υποβάλλεται η πράξη διορισμού μελών ΔΣ ανώνυμης εταιρίας δεν έχει συστατικό, αλλά βεβαιωτικό ή δηλωτικό χαρακτήρα, που σημαίνει ότι η εκλογή διοίκησης στην ανώνυμη εταιρία ολοκληρώνεται με τη λήψη της περί εκλογής απόφασης από το αρμόδιο όργανο και την αποδοχή της, έστω και σιωπηρώς, από τους εκλεγόμενους ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας. Έκτoτε οι τρίτοι μπορούν να επικαλεσθούν κατά της ανώνυμης εταιρίας την ύπαρξη διοίκησης, ακόμη και αν δεν τηρήθηκαν στη συνέχεια οι διατυπώσεις δημοσιότητας, η εταιρία όμως δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι των τρίτων την ύπαρξη διοίκησής της μη δημοσιευμένης, εκτός αν αποδείξει ότι αυτοί γνώριζαν την εκλογή της και τη συγκρότησή της σε σώμα (ΑΠ 307/2003 ΕΕμπΔ 2003. 610, ΑΠ 1204/2000 Δνη 2002. 139).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση του περιεχομένου της ένορκης κατάθεσης … και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, τα οποία ο  εκκαλών ενάγων επικαλείται και προσκομίζει, ακόμη και αυτών που είναι αμετάφραστα, τα οποία, κατά το μέρος που το περιεχόμενό τους είναι κατανοητό στο δικαστήριο, λαμβάνονται  παραδεκτά υπόψη κατ’ άρθρο 671 ΚΠολΔ ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 971/2001 Δνη 44. 128, ΑΠ 1642/1996 Δνη 38. 544) …, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 2.6.2007 ο ενάγων προσελήφθη από τον Ε. Κ., ο οποίος ενεργούσε ως νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας τριετούς διάρκειας, λήγουσας στις 2.6.2010 και με δικαίωμα μονομερούς ανανέωσης από τον ίδιο για ακόμα τρία έτη. Τα ανατεθέντα δε σε αυτόν εργασιακά καθήκοντα συνίσταντο στην άσκηση της γενικής διεύθυνσης της επιχείρησης της εναγομένης στον Π. Α. Μ., η οποία λειτουργούσε ως μονάδα παραγωγής-τυποποίησης και εμπορίας πρώτης ύλης για χυμούς φρούτων και η καθορισθείσα με την ανωτέρω σύμβαση μηνιαία αμοιβή του ανερχόταν στο ποσό των 4.000 Ε, καταβλητέο την τελευταία ημέρα εκάστου εργασιακού μήνα. Με την ίδια σύμβαση συμφωνήθηκε η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλλει στον ενάγοντα τα αντιστοιχούντα στις αποδοχές του ετήσια επιδόματα αδείας και εορτών, καθώς και τις ανάλογες αποδοχές αδείας. Ο ενάγων προσέφερε έκτοτε στην εναγόμενη τη συμφωνηθείσα εργασία του μέχρι τα τέλη Ιουνίου του έτους 2010, οπότε λύθηκε η εργασιακή του σχέση.

Η εναγόμενη, αρνούμενη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η ένδικη εργασιακή σχέση ξεκίνησε στις 2.6.2007, ισχυρίσθηκε εν συνεχεία (βλ. προτάσεις αυτής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) ότι δεν δεσμευόταν από την τότε σύμβαση εργασίας, καθώς αυτή καταρτίστηκε μεν στο όνομά της, πλην, όμως, από φυσικό πρόσωπο και συγκεκριμένα τον Ε. Κ., ο οποίος κατά τον εν λόγω επίμαχο χρόνο δεν είχε τη νόμιμη εξουσία εκπροσώπησής της για τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία και τούτο διότι όπως αποδείχθηκε, το διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης, κάνοντας χρήση της σχετικώς ισχύουσας καταστατικής του ευχέρειας με το αριθμ. 105/15.5.2007 πρακτικό του, το οποίο καταχωρήθηκε στο ΜΑΕ στις 31.5.2007 και δημοσιεύθηκε στις 6.6.2007 στο με αριθμ. 4051 φύλλο της εφημερίδας της Κυβέρνησης (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), όρισε, μεταξύ άλλων, ότι σε όλες τις σχέσεις και συναλλαγές, που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα και υπερβαίνουν σε αξία το ποσό των 2.000 Ε η κάθε μία, με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, την εναγόμενη εταιρεία θα εκπροσωπούν και δεσμεύουν με την υπογραφή τους: α) ο I. F., Αντιπρόεδρος ή β) ο H. B.-G. Σύμβουλος ή γ) ο Κ.D.K.Σύμβουλος ή δ) ο ενάγων, υπογράφοντες από κοινού είτε με τον Πρόεδρο και Διευθ. Σύμβουλο Ε.Κ. είτε με τον Σύμβουλο Ε. Κ.. Και ναι μεν η εναγόμενη επικαλέσθηκε τα ανωτέρω, πλην, όμως, βάσιμα ο ενάγων αντέταξε, αφενός μεν ότι υπό το αμέσως προηγούμενο καθεστώς νόμιμης εκπροσώπησης της εναγόμενης στις ρηθείσες σχέσεις και συναλλαγές με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως αυτό (το καθεστώς) είχε οριστεί με το από 30.6.2006 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της, προέκυπτε ότι αυτή εκπροσωπούνταν από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο Ε. Κ. και τον αντιπρόεδρό του της Ε. Κ. οι οποίοι μπορούσαν να ενεργούν είτε από κοινού, είτε μεμονωμένα και αφετέρου ότι η δημοσίευση στις 21.7.2006 στο οικείο με αριθμ. 7193 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης του από 18.7.2006 καταχωρηθέντος αυτού πρακτικού στο ΜΑΕ, εμφαίνει ότι κατά το χρόνο σύναψης της από 2.6.2007 σύμβασης εργασίας του, τούτη ήταν η τελευταία δημοσιευθείσα καταχώρηση εταιρικών στοιχείων της εναγομένης το ΜΑΕ, η οποία αναφερόταν στη νόμιμη εκπροσώπησή της και  υποστηρίζοντας, περαιτέρω ότι εξαιτίας του δηλωτικού χαρακτήρα της ανωτέρω δημοσιότητας, η εναγόμενη δεν δύναται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη, να αντιτάξει σε βάρος του ως τρίτου τη μεταγενέστερη της 2.6.2007 δημοσίευση της μεταβολής της νόμιμης εκπροσώπησής της (6.6.2007).

Πράγματι από τα προσκομιζόμενα εν προκειμένω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων γνώριζε κατά το χρόνο σύναψης της αρχικής σύμβασης εργασίας του με την εναγόμενη, την επελθούσα μεταβολή της νόμιμης εκπροσώπησής της και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να αντιταχθεί κατ΄αυτού το αντίστοιχο περιεχόμενο του από 105/15.5.2007 πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε ο ενάγων δεν διέθετε κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασής του, ως αλλοδαπός ισραηλινής υπηκοότητας, άδεια παραμονής και εργασίας. Γι΄ αυτό το λόγο η εν λόγω σύμβαση εργασίας ήταν άκυρη, μεταπίπτουσα σε απλή σχέση εργασίας σύμφωνα με την αμέσως ανωτέρω υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη. Σχέση, η οποία διήρκεσε μέχρι τις 17.12.2007, οπότε όπως επικαλέσθηκε η εναγομένη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (βλ. προτάσεις της), χωρίς να αμφισβητείται τούτο από τον ενάγοντα, καταρτίσθηκε ως αδειούχος πλέον ο ενάγων διαμονής και εργασίας κατά τις ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 3386/2005, μεταξύ αυτών έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με το ίδιο ως άνω αντικείμενο απασχόλησης (διευθυντής της επιχείρησης), έναντι μηνιαίων αποδοχών ύψους 1.938 Ε (περίπου 2.000 Ε ), όπως το ύψος αυτών και ο χρόνος έναρξης της έγκυρης σύμβασης εργασίας αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα ασφαλιστικό βιβλιάριο του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ΙΚΑ, όπου εμφαίνεται ότι αυτός έχει εγγραφεί ως ασφαλισμένος στα μητρώα του ανωτέρω ασφαλιστικού οργανισμού από τον Δεκέμβριο του 2007, έχοντας πραγματοποιήσει κατά το μήνα αυτό δέκα τρία (13) ημερομίσθια.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο ενάγων κατά το επιμέρους χρονικό διάστημα απασχόλησής του στην εναγομένη υπό καθεστώς απλής εργασιακής σχέσης, δηλαδή από τις 2.6.2007 μέχρι και τις 16.12.2007 δικαιούταν κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού τις μηνιαίες αποδοχές (μισθό) που θα κατέβαλλε η εναγόμενη σε άλλον μισθωτό, στον οποίο θα ανέθετε καθήκοντα γενικής διεύθυνσης της επιχείρησής της με έγκυρη σύμβαση εργασίας. Οι μηνιαίες αυτές αποδοχές, λαμβανομένου υπόψη του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους, ως αφορώσες μισθωτό με αυξημένα καθήκοντα διεύθυνσης σε ανώνυμη βιομηχανική εταιρεία όπως η εναγόμενη, προσδιορίζονται ως συνηθισμένος κατώτερος μισθός (653 ΑΚ) στο ποσό των 2.500 Ε, δεδομένου ότι δεν προέκυψαν και συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες των συνθηκών απασχόλησης του ενάγοντος (όπως: ώρες απασχόλησης ημερησίως, συνεχής παρουσία του στην επιχείρηση της εναγόμενης και καθοριστικότητα της τοιαύτης παρουσίας του στην παραγωγική της δραστηριότητα), δυνάμενες να αναβιβάσουν την αξία της εργασίας του. Αυτός, μάλιστα είναι και ο μισθός του νυν διευθυντή της εναγόμενης, δηλαδή του Χ. Φ. σύμφωνα με την αναντίλεκτη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιου δικαστηρίου). Η κατάρτιση, όμως, στις 17.12.2007 νόμιμης σύμβασης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων θα ασκούσε τα ίδια εργασιακά καθήκοντα, δεν υποδηλώνει, στην υπό κρίση περίπτωση, συνέχιση της αποδοχής από την εναγόμενη των (ακύρως) συμφωνηθέντων μισθολογικών όρων των ήδη μέχρι τότε προσφερομένων υπηρεσιών του (και μετά τις 17.12.2007), σε τρόπο ώστε να επικυρώνεται από αυτήν αναδρομικά η από 2.6.2007 σύμβαση εργασίας. Τούτο διότι με την από 17.12.2007 ένδικη σύμβαση εργασίας, η εναγόμενη συμφώνησε να καταβάλλει στον ενάγοντα μηνιαίες αποδοχές υπέρτερες μεν του ελάχιστου νόμιμου βασικού μισθού, που προβλεπόταν με την ΣΣΕ προσωπικού γραφείου και υπαλλήλων βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, κατά πολύ όμως χαμηλότερες σε σχέση με τη μηνιαία αμοιβή των 4.000 Ε, που ο τελευταίος είχε (ακύρως) συμφωνήσει με τον Ε. Κ. να λαμβάνει στις 2.6.2007. Η τελευταία αυτή έγκυρη (από 17.12.2007) σύμβαση εργασίας εμφαίνει, πάντως, βούληση της εναγόμενης περί της επικύρωσης της αρχικής (άκυρης) σύμβασης για το μέλλον, αλλά βεβαίως μόνο υπό το μισθολογικό περιεχόμενο, υπό το οποίο αυτή αποδεχόταν από τις 17.12.2007 και εφεξής τις υπηρεσίες του ενάγοντος. Άλλωστε και ο ενάγων, τόσο κατά το χρόνο κατάρτισης της έγκυρης αυτής σύμβασης, όσο και καθ΄όλη τη διάρκεια της προσφοράς της σιωπηρώς ανανεούμενης εργασίας του στην εναγόμενη μέχρι τα τέλη Ιουνίου του έτους 2010, οπότε αυτή έληξε, λάμβανε από την τελευταία για την άσκηση των ανατεθέντων καθηκόντων του, τις κατωτέρω καταβαλλόμενες μηνιαίες αποδοχές, οι οποίες σημειωτέον προσέγγιζαν κατά τη διετία 2008 και 2009 τον προαναφερόμενο ειθισμένο μισθό χωρίς να διατυπώνει καμία επιφύλαξη, υπογράφοντας τα αντίστοιχα φύλλα ατομικής εκκαθάρισης μισθοδοσίας. Το γεγονός ότι ο ενάγων δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα, αφ΄εαυτό δεν συνεπάγεται την άβουλη επί 2,5 και πλέον έτη από μέρους του υπογραφή των ανωτέρω καταστάσεων μισθοδοσίας, που είχαν συνταχθεί στα ελληνικά, δεδομένου ότι ήταν εμφανές και κατανοητό σ΄αυτόν το αριθμητικώς απομειωθέν σε σχέση με το αναφερόμενο στο από 2.6.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, ποσό, που η εναγόμενη του κατέβαλε καθ΄όλο το εν λόγω χρονικό διάστημα. Επιπλέον δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο εργοδοτικός εξαναγκασμός του ενάγοντος προς υπογραφή των ανωτέρω μισθοδοτικών καταστάσεων. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε συμφωνήσει με την εναγόμενη να λαμβάνει: Α. για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του έτους 2008 το ποσό των 2.062,99 Ε (μικτά), το οποίο και ελάμβανε ολόκληρο για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάϊο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, οπότε προσέφερε εργασία 25 ημερών, και μειωμένο κατ΄αναλογία με τις ημέρες εργασίας του για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο, δηλαδή ανερχομένου στα 990,24 Ε και 1.732,91 Ε, αντίστοιχα, Β. για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του ίδιου ως άνω έτους, το ποσό των 2.114,35 Ε (μικτά), το οποίο και ελάμβανε ολόκληρο, Γ. για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης από τον Ιανουάριο έως και τον Αύγουστο του έτους 2009, το ποσό των 2.115,34 Ε (μικτά), το οποίο και ελάμβανε ολόκληρο και Δ. για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης από το Σεπτέμβριο έως και το Δεκέμβριο του ίδιου ως άνω έτους, το ποσό των 2.148,77 Ε (μικτά), το οποίο και ελάμβανε ολόκληρο. Ωστόσο αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ουδέποτε εισέπραξε από την εναγόμενη τον (ειθισμένο) μισθό ποσού 2.500 Ε, που δικαιούταν για το χρονικό διάστημα της εργασιακής  σχέσης τους από 2.6.2007 έως 15.12.2007, δηλαδή το συνολικό ποσό των [(2500 Ε Χ 6 μήνες =) 15.000 Ε + 1.250 Ε για το πρώτο 15νθήμερο του Δεκεμβρίου του έτους 2007=] 16.250 Ε. Για δε το λοιπό χρονικό διάστημα του Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη την αναλογία επί του από τις 17.12.2007 συμφωνηθέντος μισθού των 1.938 Ε, δηλαδή το ποσό των 852,82 Ε (μικτά) {…}.