392/2015 ΜΕφΛαρ (καταναλωτές και οι έμποροι για ιδιωτικές του ανάγκες – πλάνη αναφερόμενη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης)

392/2015                                                         

Πρόεδρος: Χαραλ. Μαυρίδης

Δικηγόροι: Δημ. Γκούβας, Νεοκλεία Κρατήρα

 

Κριτήριο καταναλωτή η ερασιτεχνική ιδιότητά του ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή αναγκών του σε ιδιωτικό επίπεδο. Καταναλωτές και οι έμποροι και ελεύθεροι επαγγελματίες επί συμβάσεων συναπτόμενων για ιδιωτικές τους ανάγκες και όχι συναρτώμενες λειτουργικά ή βοηθητικά με την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Κρίσιμη η θέση προσώπου σε συγκεκριμένη σύμβαση σε σχέση με τη φύση και το σκοπό αυτής και όχι η υποκειμενική κατάστασή του.

Πλάνη υπογράφοντος έγγραφο που νομίζει εσφαλμένα ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο διαφορετικό, ουσιώδης δε πλάνη αν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε δεν θα την επιχειρούσε αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση. Μη ουσιώδης πλάνη αναφερόμενη στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, εκτός αν αυτά τέθηκαν ως αίρεση ή συζητήθηκαν πριν τη δικαιοπραξία και αποτέλεσαν βάση ή προϋπόθεσή της κατά βούληση των μερών.

Δικαίωμα τράπεζας να κλείσει το λ/σμό οποτεδήποτε, κατάχρηση δε δικαιώματος μόνο αν το πράττει χωρίς κανένα συμφέρον και κατά τρόπο ζημιογόνο για τον πιστωτή.

Μη καταναλωτές οι εγγυητές σύμβασης πίστωσης εκ των οποίων ο ένας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της πιστούχου εταιρίας, ο δε άλλος πατέρας του (και ιδρυτής της), που ανέπτυσσαν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω της πιστούχου, η δε εγγύηση απέβλεπε στο προσωπικό συμφέρον από την προσδοκία κερδών εκ του συναφθέντος δανεισμού. Απόδειξη εμπειρίας και γνώσης του συναλλακτικού κύκλου εκ της μεγάλης αξίας της συναλλαγής.

 

{…} 3. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. Α` του Ν 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικώς ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ, αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλόμενου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου ως καταναλωτή, πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος. Η ηθελημένη από τις διατάξεις αυτές ιδιαίτερη προστασία δεν δικαιολογείται στην περίπτωση συμβάσεων, που έχουν ως σκοπό την επαγγελματική δραστηριότητα. Έτσι και στις αποφάσεις του ΔΕΚ (που είναι δεσμευτικές για τα κράτη – μέλη υπό τη μορφή της αυθεντικής ερμηνείας – πρωτόκολλο της 3.6.1971, κυρωθέν με το Ν. 1814/1988, ΑΠ 1738/2009 Δνη 2011. 750, ΑΠ 904/2011 Νόμος), κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών, με τη σύναψη της συμβάσεως και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία. Συνεπώς, ο όρος «καταναλωτής», περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον οι τελευταίοι συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνον όταν οι επιχειρούμενες από τους ως άνω συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικώς με την άσκηση του επαγγέλματος τους ή είναι βοηθητικές της εμπορικής τους δραστηριότητας (ΕφΑθ 730/2005 ΕπισκΕΔ 2005. 741), δεν τίθεται θέμα προστασίας τους από τις διατάξεις του προμνημονευόμενου νόμου (ΕφΑθ 3884/2006 Δνη 2007. 305). Προς απόδειξη θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η θέση του προσώπου σε συγκεκριμένη σύμβαση, σε σχέση με τη φύση και το σκοπό αυτής και όχι η υποκειμενική κατάσταση του ιδίου αυτού προσώπου. Έτσι, ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής, στο πλαίσιο ορισμένων πράξεων και ως επιχειρηματίας στο πλαίσιο άλλων πράξεων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος, αλλά μόνον εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋποθέσεως δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (αν λ.χ. το επάγγελμα του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά, εάν μπορεί να θεωρηθεί κατ` αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών, δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής, αποκλειστικώς λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος τράπεζας. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικώς με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύναμο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος (ΑΠ 904/2011, ΑΠ 1738/2009, ο.π., ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΛαρ 806/2010, ΕφΘεσ 1429/2009, 2788/2009, 317/2009, ΕφΑθ 4682/2008, ΕφΛαρ 114/2007 Νόμος, ΕφΑθ 8217/2006 ΔΕΕ 2007. 462, ΕφΑθ 6401/2002 ΔΕΕ 2003. 412, με τις εκεί παραπομπές σε αποφάσεις του ΔΕΚ, ΕφΠειρ 91/2002 Νόμος, ΔΕΚ υποθ. C – 269/1995 Δνη 39. 238, βλ. και Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, ελληνικό και κοινοτικό, σελ. 34, Φ. Αντωνόπουλου, Τα όρια της προστασίας του αποδέκτη τραπεζικών υπηρεσιών κατά το σύγχρονο καταναλωτικό δίκαιο, Δνη 44. 333 επ., Α. Κοισίρη (γνωμ.), Η έννοια του καταναλωτή, ΔΕΕ 2005. 1128 και Χ. Λιβαδά (γνωμ.), Η έννοια του προστατευτέου καταναλωτή, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 2005. 1137).

4. Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 140 – 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούληση του δηλούντος, έχει αυτός το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Πλάνη υπάρχει και όταν ο δικαιοπρακτών εννοούσε τη δήλωση του με νόημα διαφορετικό εκείνου που πράγματι έχει από το νόμο ή αγνοούσε τις έννομες συνέπειες της δηλώσεως του. Έτσι, αν κάποιος υπογράφει έγγραφο, νομίζοντας, εσφαλμένα, ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο διαφορετικό, βρίσκεται σε πλάνη, η οποία είναι ουσιώδης αν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε το πρόσωπο που πλανήθηκε δεν θα την επιχειρούσε, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 ΑΚ, η πλάνη που αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως δεν είναι ουσιώδης και δεν επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας. Αν όμως τα παραγωγικά αίτια τέθηκαν ως αίρεση ή αν συζητήθηκαν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν βάση ή προϋπόθεση αυτής, κατά τη θέληση αμφοτέρων των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η πλάνη, ως προς τα αίτια αυτά, είναι ουσιώδης και μπορεί να επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν τα περιστατικά επί των οποίων τα μέρη, κυρίως, στήριζαν τη σύναψη της σύμβασης, ως δικαιοπρακτικό της θεμέλιο, δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων ανατράπηκαν (βλ. ΟλΑΠ 35/1998, ΟλΑΠ 5/1990, ΑΠ 80/2007, ΑΠ 943/2006, ΕφΠατρ 609/2003 Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕμπΝ, 361, 873, 874 ΑΚ, 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, 47 παρ. 2, 64 – 67 του ν.δ. 17 Ιουλίου /13 Αυγούστου 1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», σαφώς συνάγεται ότι, αλληλόχρεος ή ανοικτός λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνηθούν με σύμβαση να μην επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένα οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν, από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβήνονται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, που θα γίνεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, σε τρόπο ώστε, να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού που τυχόν θα προκύψει. Ο τραπεζικός ανοικτός λογαριασμός μπορεί να κλειστεί, όχι μόνον οριστικά στις από το νόμο περιπτώσεις, αλλά και προσωρινά κατά περιόδους. Η τράπεζα δικαιούται (άρθρο 47 παρ. 2 του ν.δ. 17.7/13.8.1923) να κλείσει το λογαριασμό οποτεδήποτε θελήσει και να απαιτήσει αμέσως το κατάλοιπο αυτού (βλ. ΑΠ 192/2005 Δνη 47. 458), μπορεί, όμως, να τεθεί θέμα καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος αυτού (βλ Δ. Κονδύλη, έννοια, λειτουργία αλληλοχρεου λογαριασμού, Δνη 37. 497 επ, παρ. 51, Γ. Βελέντζα, ό.π. σελ 101 επ.), το οποίο, όμως, μόνον όταν γίνεται από την τράπεζα, χωρίς κανένα συμφέρον της και κατά τρόπο ο οποίος συνεπάγεται ζημία για τον πιστωτή, υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια, τα οποία επιβάλλονται από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, κατ` άρθρο 281 ΑΚ (βλ. ΕφΘεσ 1027/2010, ΕφΘεσ 317/2009, ΕφΑθ 6217/2005 Νόμος, ΕφΠατρ 146/1997 Αρμ 1997. 1330).

Εν προκειμένω, από την κατάθεση της μάρτυρος … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Μεταξύ της πρώτης εκκαλούσας – ανακόπτουσας, ετερόρρυθμης εταιρίας και της εφεσίβλητης – καθ΄ ης η ανακοπή Τράπεζας, καταρτίσθηκε στις 20.7.2001, η υπ΄ αριθ. …/2001 σύμβαση πίστωσης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού, για παροχή πίστωσης από την τελευταία στην πρώτη εκκαλούσα, μέχρι του ποσού των 30.000.000 δραχμών ή των 88.041,09 Ε, η οποία (πίστωση), αυξήθηκε, σταδιακά, δυνάμει τροποποιητικών της αρχικής συμβάσεων, που υπεγράφησαν μεταξύ των ανωτέρω, στις 26.3.2003, στις 7.3.2005, στις 5.8.2005, στις 15.12.2005 και στις 14.2.2007, στο ποσό των 400.000,00 Ε. Τόσο την αρχική σύμβαση όσο και τις επακολουθήσασες αυξητικές συμβάσεις αυτής, εγγυήθηκαν εγγράφως, με τον όρο υπ΄ αριθ. 16 της αρχικής σύμβασης και με τον όρο υπ’ αριθ. 4 των αυξητικών συμβάσεων, οι 2ος και 3ος εκκαλούντες — ανακόπτοντες, ενεχόμενοι εις ολόκληρον με την πιστούχο, 1η εκκαλούσα και ως αυτοφειλέτες, παραιτούμενοι από το δικαίωμα της διζήσεως και από το δικαίωμα να προτείνουν, κατά το άρθρο 853 του ΑΚ, ενστάσεις της πιστούχου κατά της Τράπεζας. Ακολούθως, στις 28.12.2010, η εφεσίβλητη έκλεισε οριστικά τον ανωτέρω λογαριασμό, ο οποίος παρουσίαζε κατάλοιπο, ύψους 66.895,36 Ε, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο από τις 28.10.2010 και είχε αναγνωρισθεί από την πρώτη εκκαλούσα, με την από 1.10.2010 επιστολή της προς την εφεσίβλητη. Περαιτέρω και δοθέντος ότι οι εκκαλούντες δεν προέβησαν στην εξόφληση του ανωτέρω καταλοίπου, η εφεσίβλητη, με την 28.2.2011 αίτησή της, πέτυχε την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην εφεσίβλητη, έκαστος αυτών εις ολόκληρον, το ποσό των 66.895,36 Ε, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 29.12.2010 καθώς και τα δικαστικά έξοδα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες, διατεινόμενοι ότι ο τρίτος από αυτούς Θ. Γ. παρέσχε εγγύηση υπέρ της πρώτης πιστούχου εταιρίας, χωρίς να είναι μέλος αυτής, με την ιδιότητα του πατέρα των μελών της, ότι ουδεμία επαγγελματική σχέση έχει με την πιστούχο εταιρία ούτε ανάγεται στον κύκλο των επαγγελματικών ή επιχειρηματικών ενδιαφερόντων του η κατάρτιση συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού ή άλλου είδους, καθότι είναι συνταξιούχος από δεκαετίας και πλέον, με συνέπεια να συντρέχουν το πρόσωπό του οι λόγοι εφαρμογής του Ν. 2251/1994 και, εντεύθεν, η απαλλαγή του από την υποχρέωση εξόφλησης της ένδικης διαταγής πληρωμής. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει, ότι κατά το χρόνο παροχής των εγγυήσεων, ο μεν 2ος ανακόπτων ήταν μέλος του ΔΣ της πιστούχου και νόμιμος εκπρόσωπός της, ασχολούμενος με τη διοίκηση και διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, ο δε 3ος ανακόπτων, πατέρας, όπως ο ίδιος εκθέτει στο δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης, του 2ου ανακόπτοντος. Είναι επομένως πρόδηλο, ότι αμφότεροι ανέπτυσσαν την ατομική επιχειρηματική τους δραστηριότητα μέσω της ως άνω πιστούχου εταιρίας, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κατ` ουσίαν αυτή ταυτιζόταν με εκείνη (επιχειρηματική δραστηριότητα) του νομικού προσώπου της άνω εταιρίας, αφού η πορεία των εταιρικών υποθέσεων και τα αποτελέσματα της, είχαν άμεση επίδραση στην οικονομική τους κατάσταση. Όπως εκθέτει, άλλωστε, ο ίδιος ο 3ος εκκαλών στο δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης, που συνετάγη στις 18.11.2013, τυγχάνει συνταξιούχος από δεκαετίας. Κατά συνέπεια, όταν καταρτίσθηκε, στις 20.7.2001 η επίδικη σύμβαση, δεν ήταν συνταξιούχος, σύμφωνα δε με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), η κύρια απασχόλησή του ήταν η ενασχόληση με την 1η εκκαλούσα, της οποίας υπήρξε ο ιδρυτής, δεδομένου ότι δεν επικαλείται παντάπασι άλλη δραστηριότητα. Ενόψει των παραπάνω, είναι σαφές ότι στην παροχή της ως άνω εγγυήσεως προέβη και ο 3ος εκκαλών – ανακόπτων, στα πλαίσια της επαγγελματικής του ενασχολήσεως, αποβλέποντας αποκλειστικώς στην εξυπηρέτηση των προσωπικών του συμφερόντων, από την προσδοκία των κερδών που θα επέφερε στην πιστούχο εταιρία ο συναφθείς, μεγάλης οικονομικής αξίας δανεισμός της και στη συνακόλουθη προσωπική του ωφέλεια και όχι στην κάλυψη δικών του καταναλωτικών αναγκών σε ιδιωτικό επίπεδο. Η κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, μεγάλης αξίας συναλλαγή καταδεικνύει ότι οι συμβληθέντες ως εγγυητές ανακόπτοντες, απομακρύνονται από το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, επενδυτή ή επαγγελματία και εμφανίζονται ως γνώστες του οικείου συναλλακτικού κύκλου, χωρίς να έχουν την ανάγκη της παρεχομένης στους άπειρους και συνήθεις καταναλωτές προστασίας. Συνεπώς, ο 3ος εκκαλών – ανακόπτων δεν εμπίπτει στις διατάξεις, που προστατεύουν τον καταναλωτή ως ασθενέστερο μέρος της προκειμένης συμβάσεως (πέραν του ότι υπό την επικαλούμενη ιδιότητα του – του εγγυητή – δεν παρίσταται ως αποδέκτης των υπηρεσιών της Τράπεζας, ΑΠ 904/2011 Νόμος, βλ. και ΑΠ 1738/2009 Δνη 2011. 750). Σύμφωνα δε και με όσα στην υπ΄ αριθ. 3 μείζονα σκέψη αναπτύχθηκαν, δεν νομιμοποιείται ο 3ος των εκκαλούντων να ζητεί την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2251/1994. Η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον λόγο αυτό και, συνεπώς δεν έσφαλε. Επομένως ο πρώτος λόγος της έφεσης των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, με τον οποίο υποστηρίζουν ότι παρά το νόμο απορρίφθηκε ο λόγος αυτός, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους, οι εκκαλούντες εκθέτουν ότι η εφεσίβλητη, ενεργώντας απροφάσιστα, επιπόλαια και αιφνιδιαστικά, έκλεισε εντελώς αδικαιολόγητα τον ένδικο λογαριασμό, εκδίδοντας σε βάρος τους την ως άνω πληττόμενη διαταγή πληρωμής, χωρίς να αποκομίσει ουδέν όφελος, χωρίς να εξασφαλίσει την απαίτησή της, αντιθέτως προκάλεσε τεράστια βλάβη έως κατάρρευση στην οικονομική κατάσταση της πρώτης εκκαλούσας, ενεργώντας, έτσι, εναντίον της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, όπως, ειδικότερα, αναφέρουν σ` αυτόν (δεύτερο λόγο). Η προτεινόμενη με τον εν λόγω λόγο ένσταση των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπ΄ αριθ. 4 μείζονα σκέψη, νόμιμη, ερειδόμενη επί των διατάξεων καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που σ` αυτή (μείζονα σκέψη) αναφέρονται, και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και από ουσιαστική άποψη. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι έχοντας περιέλθει στην εφεσίβλητη πληροφορίες για αδυναμία της πιστούχου να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της από δάνεια, επιταγές κλπ, και ότι είχαν ήδη αρχίσει να επισπεύδουν τρίτοι αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος και των 2ου και 3ου των ανακοπτόντων, προκειμένου να ικανοποιήσουν απαιτήσεις εναντίον τους για χρέη της εταιρίας, κάλεσε, εγγράφως, αρχικά με την από 22.3.2010 επιστολή την 1η εκκαλούσα να προβεί μέχρι τις 31.5.2010 στη σταδιακή κάλυψη του λογαριασμού της με επιταγές πελατείας της και αποδοχής της εφεσίβλητης, γνωρίζοντάς της, ταυτόχρονα, ότι στο πλαφόν της 1ης εκκαλούσας υπήρχε ακάλυπτη επιταγή ποσού 20.000 Ε. Στη συνέχεια, με την από 2.6.2010 επιστολή προς την 1η εκκαλούσα, την οποία κοινοποίησε και στους 2ο και 3ο των εκκαλούντων και, επομένως, έλαβαν γνώση αυτής, η εφεσίβλητη κάλεσε τους εκκαλούντες εγγράφως να ρυθμίσουν την οφειλή τους, πλην όμως αυτοί εκώφευσαν. Συνεπεία των ανωτέρω, η εφεσίβλητη αναγκάστηκε να εκδώσει την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος των εκκαλούντων – ανακοπτόντων, κλείνοντας οριστικά τον αλληλόχρεο λογαριασμό, που είχε συνάψει με την πιστούχο, πρώτη εκκαλούσα. Ενόψει των παραπάνω δεκτών γενομένων, το κλείσιμο της πίστωσης του λογαριασμού και η έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, δεν έλαβαν χώρα υπό συνθήκες και κατά τρόπο που προσδίδουν στην άσκηση του δικαιώματος αυτού της καθ΄ ης, απορρέον από σχετικό συμβατικό όρο της σύμβασης, αλλά και από το νόμο, χαρακτήρα αντίθεσης και μάλιστα προφανούς, στα κριτήρια που υπαγορεύονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Το γεγονός ότι, μετά τα παραπάνω, η καθ΄ ης αποφάσισε, περιφρουρώντας τα περιουσιακά της στοιχεία, να κλείσει τη σύμβαση και να προχωρήσει στην έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, αποτελεί νόμιμο δικαίωμα της, συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της και δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια που προεκτέθηκε. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο ως άνω σχετικός περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος {…}.