215/2014 ΜονΕφΛαρ (πρόσθετη παρέμβαση – δεδικασμένο – άκυρη καταγγελία συμβ. εργασίας – ένορκες βεβαιώσεις)

215/2014

Πρόεδρος: Νικ. Πουλάκης         

Δικηγόροι: Αμφιτρίτη Καραβίδα, Θεοδ. Καπάτος

 

Προφορική πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ενάγουσας από πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση της οποίας είναι μέλος.

Δεδικασμένο εκ τελεσίδικης απόφασης για το χρόνο πρόσληψης, το είδος και χρόνο εργασίας, ως και την ακυρότητα καταγγελίας γενόμενης πριν την πάροδο έτους από τον τοκετό.

Συνδικαλιστική προστασία μόνο συγκεκριμένων μελών του ΔΣ συνδικαλιστικής οργάνωσης.

Άκυρη καταγγελία αν ο εργοδότης δεν καταβάλει αποζημίωση βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα, ανάλογα με τα σε αυτόν έτη προϋπηρεσίας. Χρόνος πραγματικής απασχόλησης της ενάγουσας ο χρόνος μέχρι την πρώτη καταγγελία, αδιαφόρως της κήρυξής της ως άκυρης και της περιέλευσης του εργοδότη σε υπερημερία, αφού αυτή έκτοτε και μέχρι τη δεύτερη καταγγελία έπαυσε να παρέχει υπηρεσίες.

Νόμιμη μη λήψη υπόψη πρωτοδίκως ένορκης βεβαίωσης ληφθείσας από την ενάγουσα μετά τη συζήτηση όχι προς αντίκρουση ισχυρισμών του εναγομένου, η δε δήλωση στο ακροατήριο περί λήψης της έγινε πριν την προβολή ισχυρισμών από τον εναγόμενο. Λήψη της υπόψη από το Εφετείο.

 

{…} 2. Η ενάγουσα Α. Λ. (ήδη εκκαλούσα) με την αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου κατά του Π. Χ. (εφεσίβλητου), ισχυρίσθηκε ότι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από τον εναγόμενο για να προσφέρει τις υπηρεσίες του βοηθού λογιστή και χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή, στο λογιστικό γραφείο του εναγομένου στο Β., αντί αμοιβής που προβλέπονταν από τις ΣΣΕ των λογιστών και βοηθών λογιστών. Ότι ο εναγόμενος κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας στις 30.10.2009 και κατόπιν αγωγής της κρίθηκε άκυρη η ως άνω καταγγελία, διότι αυτή είχε γίνει εντός του χρόνου που διαρκούσε η προστασία της, κατά τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 ν. 1483/1984, δηλ. δεν είχε παρέλθει ένα έτος από τον τοκετό της κόρης της. Ότι μετά την κήρυξη της ακυρότητας της ως άνω καταγγελίας ο εναγόμενος προέβη στις 11.4.2011, σε νέα, επικουρική καταγγελία, για την περίπτωση που η άνω πρώτη καταγγελία κρινόταν τελεσίδικα άκυρη, μη αποδεχόμενος τις προσφερόμενες υπηρεσίες της. Ότι και η δεύτερη ως άνω καταγγελία είναι άκυρη 1) γιατί έγινε επειδή ήταν συνδικαλιστικό στέλεχος και συγκεκριμένα ταμίας της πρωτοβάθμιας εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Σύνδεσμος Εμποροϋπαλλήλων Β.», 2) επειδή δεν μεσολάβησε προηγούμενη, από την Πρωτοδικειακή επιτροπή, διαπίστωση συνδρομής κάποιου από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο νόμο λόγους απόλυσης συνδικαλιστή, 3) γιατί έγινε από λόγους εχθρότητας, 4) διότι δεν της κατέβαλε πλήρη την αποζημίωση απολύσεως, 5) γιατί αυτή έγινε υπό την αίρεση – όρο απορρίψεως της μελλοντικώς ασκουμένης εφέσεώς του και 6) γιατί έγινε με σκοπό να διατηρηθεί άλλη εργαζόμενη στη θέση της, με λιγότερα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα, αποδοτικότητα, αρχαιότητα και οικογενειακή κατάσταση. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 11.4.2011 καταγγελίας, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες της, με την απειλή των νόμιμων ποινών για κάθε υπαίτια παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς και να της καταβάλει ως αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 11.4.2011 έως 9.3.2012 το συνολικό ποσό των 21.841,10 Ε, με το νόμιμο τόκο από την εκάστοτε δήλη ημέρα, άλλως από την επίδοση της αγωγής, επικουρικά, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ζήτησε, επίσης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 5.000 Ε, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ως άνω άκυρη και παράνομη καταγγελία και σε περίπτωση που η καταγγελία αυτή κριθεί έγκυρη να υποχρεωθεί να της καταβάλει τη διαφορά της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσής της, ύψους 3.185,91 Ε, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, με το νόμιμο τόκο από της γνωστοποίησης σ’ αυτή της ένδικης καταγγελίας (11.4.2011). Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, άσκησε προφορικά πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ενάγουσας η πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία «Σύνδεσμος Εμποροϋπαλλήλων Β.», του οποίου είναι μέλος η ενάγουσα.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1/2013 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων την αγωγή και την προαναφερόμενη πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την αγωγή, αναφορικά με το αίτημα για να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας, λόγω του ότι αυτή ασκήθηκε υπό αίρεση (επικουρικά), ενώ την έκρινε νομικά βάσιμη κατά τα λοιπά και εν τέλει την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η ενάγουσα και η προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα συνδικαλιστική οργάνωση, με την έφεσή τους, προσβάλλουν την απόφαση και παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή.

3. Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος …, την υπ’ αριθ. …/2012 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Α. Ρ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Βόλου, παραδεκτώς λαμβανόμενη υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έστω και αν λήφθηκε μετά τη συζήτηση στον πρώτο βαθμό μέσα στην προθεσμία των αντικρούσεων (ΑΠ 1187/1997 Δνη 1998. 544, ΑΠ 1909/2007 αδημ.), … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο εφεσίβλητος – εναγόμενος Π. Χ., που διατηρεί λογιστικό και ασφαλιστικό γραφείο στη Ν. Ι. Μ., προσέλαβε την ενάγουσα – εκκαλούσα Α. Λ., στις 2.10.2006, άγαμη κατά το χρόνο εκείνο και φοιτήτρια του Τμήματος Λογιστικής του Τ.Ε.Ι. Λ. χωρίς προϋπηρεσία, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως βοηθός λογιστή. Η σύμβαση αυτή καταρτίστηκε εγγράφως, υπογράφηκε από αμφότερους τους συμβαλλόμενους διαδίκους και γνωστοποιήθηκε εμπροθέσμως την ίδια ημέρα από τον εναγόμενο στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Μ. (βλ. σχετική σφραγίδα της Επιθεώρησης Εργασίας που τέθηκε επί της άνω σύμβασης με αριθ. πρωτ. …/2.10.2006). Περαιτέρω, την ίδια ημέρα (2.10.2006) ο εναγόμενος προέβη σε αναγγελία της πρόσληψής της στον Ο.Α.Ε.Δ., συνυπογράφοντας το έγγραφο της αναγγελίας και η ίδια η ενάγουσα. Κατά την άνω σύμβαση, περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα από το άρθρο 38 ν. 1892/1990 στοιχεία, προβλεπόταν πενθήμερη απασχόληση της ενάγουσας, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί τέσσερις ώρες ημερησίως από τις 10:00’ π.μ. έως τις 14:00’, με μισθό καθοριζόμενο από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. για τους βοηθούς λογιστή. Η ενάγουσα απασχολήθηκε με την ανωτέρω ειδικότητα και το άνω καθεστώς εργασίας μέχρι τις 30.10.2009, οπότε ο εναγόμενος κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας καταβάλλοντας στην ενάγουσα την αποζημίωση απόλυσης. Τα παραπάνω κρίθηκαν τελεσίδικα με την υπ’ αριθμ. 283/2012 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε επί αγωγής της ενάγουσας σε βάρος του εναγομένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με αιτήματα, μεταξύ άλλων, την αναγνώριση της ακυρότητας της από 30.10.2009 καταγγελίας της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας και την υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει το αιτηθέν με την εν λόγω αγωγή ποσό, ως αποδοχές υπερημερίας και κατόπιν άσκησης από τους άνω διαδίκους αντίθετων εφέσεων κατά της υπ’ αριθμ. 8/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, δυνάμει της οποίας αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της άνω από 30.10.2009 καταγγελίας και έγινε εν μέρει δεκτή η εν λόγω αγωγή. Επομένως, από την τελεσίδικη αυτή απόφαση τα παραπάνω αναφερόμενα περιστατικά περί του χρόνου πρόσληψης της ενάγουσας, του είδους και του χρόνου της εργασίας της, καθώς και η ακυρότητα της από 30.10.2009 καταγγελίας του εναγομένου για το λόγο ότι αυτή έλαβε χώρα πριν παρέλθει έτος από τον τοκετό της κόρης της ενάγουσας στις 30.10.2008, κατά παράβαση του άρθρου 15 παρ. 1 ν. 1483/1984, αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρα 321, 322 παρ. 1, 324, 325 αριθμ. 1, 332 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος μετά την έκδοση της προαναφερόμενης με αριθμό 8/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία κρίθηκε άκυρη η προαναφερόμενη από 30.10.2009 καταγγελία του, προέβη σε νέα έγγραφη καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας στις 11.4.2011, την οποία κοινοποίησε νομότυπα στην ενάγουσα την ίδια ημέρα. Στην παραπάνω καταγγελία ο εναγόμενος δήλωσε ότι θεωρεί νόμιμη και έγκυρη την από 30.10.2009 καταγγελία και γι’ αυτό προτίθεται να ασκήσει έφεση κατά της άνω πρωτόδικης απόφασης και ότι για την περίπτωση που κριθεί τελεσίδικα άκυρη η εν λόγω καταγγελία, προβαίνει σε νέα, επικουρική καταγγελία, προσφέροντας στην ενάγουσα ως υπόλοιπο της νόμιμης αποζημίωσής της, που ανέρχεται σε 2.099,02 Ε, το ποσό των 707,62 Ε. Ο εναγόμενος προέβη σε παρακατάθεση του άνω υπολοίπου των 707,62 Ε υπέρ της ενάγουσας με το υπ’ αριθμ. …/12.4.2011 γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (Γραφείο Παρακαταθηκών ΔΟΥ Β.), συσταθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμ. …/13.4.2011 πράξης κατάθεσης γραμματίου παρακαταθήκης του Συμβολαιογράφου Γ. Φ. και η ενάγουσα ανέλαβε το άνω γραμμάτιο, συνταχθείσας της υπ’ αριθμ. …/3.5.2011 πράξης ανάληψης γραμματίου του Συμβολαιογράφου Γ. Μ., ως νόμιμου αναπληρωτή του άνω Συμβολαιογράφου Γ. Φ..

Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατά το χρόνο της νέας από 11.4.2011 καταγγελίας, ήταν νόμιμα εκλεγμένο μέλος του διοικητικού συμβουλίου της προσθέτως παρεμβαίνουσας συνδικαλιστικής οργάνωσης, με σειρά εκλογής 10η, κατά τις αρχαιρεσίες της 10, 11 και 12.3.2009 και έχοντας ανατεθεί σ’ αυτήν τα καθήκοντα της ταμία του άνω διοικητικού συμβουλίου στις 6.9.2009 σε αντικατάσταση της αρχικής ταμία Ε. Μ. και συνεπώς προστατευόταν κατά τον άνω χρόνο της καταγγελίας λόγω της συνδικαλιστικής της ιδιότητας από τις διατάξεις του άρθρου 14 Ν. 1264/1982, ως 5° μέλος κατά σειρά προστασίας ελλείψει καταστατικής πρόβλεψης, μέχρι τις 12.3.2013. Τα γεγονότα αυτά, δε, ήταν γνωστά, κατά τους ισχυρισμούς της, στον εναγόμενο, ήδη κατά την πρώτη από 30.10.2009 καταγγελία, μετά από προφορική ενημέρωσή του από την ίδια, αλλά και κατά το χρόνο της επίδικης καταγγελίας, δοθέντος ότι είχαν κοινοποιηθεί σ’ αυτόν η από 3.12.2009 και με αριθ. κατάθ. 120/4.12.2009 και η από 21.3.2011 και με αριθ. κατάθ. 45/22.3.2011 αγωγές της σε βάρος του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών. Όμως, από κανένα από τα προσαγόμενα με επίκληση έγγραφα, δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα ανέλαβε τη θέση και τα καθήκοντα της ταμία της προσθέτως παρεμβαίνουσας στις 6.9.2009 σε αντικατάσταση της Ε. Μ., παρά το γεγονός ότι στην κρινόμενη αγωγή γίνεται μνεία σχετικού πρακτικού συνεδρίασης του άνω διοικητικού συμβουλίου.

Τα μόνα σχετικά με την εκλογή της ενάγουσας ως μέλους του Δ.Σ. της προσθέτως παρεμβαίνουσας έγγραφα, που προσήχθησαν και ήδη προσάγονται με επίκληση είναι: α) Το από 30.11.2009 έγγραφο της τελευταίας, το οποίο απευθύνεται προς την ενάγουσα και με το οποίο ο πρόεδρος και η γραμματέας της προσθέτως παρεμβαίνουσας βεβαιώνουν ότι η ενάγουσα είναι μέλος της από το έτος 2006 με αριθμό εγγραφής … του μητρώου της, γεγονός που δεν ασκεί επιρροή για τη συνδικαλιστική της προστασία και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της, που εξελέγη από τις αρχαιρεσίες της 10, 11 και 12.3.2009, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε μνεία περί ανάληψης της θέσης και των καθηκόντων της ταμία, β) απλό φωτοαντίγραφο πρακτικού ψηφοφορίας εκλογών που διενεργήθηκαν από τις 10 έως τις 12.3.2009, στο οποίο αναγράφεται ότι η ενάγουσα εξελέγη ως μέλος του ενδεκαμελούς Δ.Σ. της προσθέτως παρεμβαίνουσας λαμβάνοντας 65 ψήφους, 10η κατά τη σειρά εκλογής και γ) φωτοαντίγραφα δημοσίευσης του αποτελέσματος των άνω αρχαιρεσιών σε τοπικές εφημερίδες («Θ.», «Μ.», «Τ.»). Περαιτέρω, από το άνω πρακτικό ψηφοφορίας αποδεικνύεται ότι τα εγγεγραμμένα μέλη της προσθέτως παρεμβαίνουσας είναι 364 και συνεπώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 6 Ν. 1264/1982, με τις οποίες καθορίζεται η έκταση της συνδικαλιστικής προστασίας, η ενάγουσα, κατέχουσα τη 10η θέση σε σειρά εκλογής δεν απολαμβάνει της εν λόγω προστασίας, αφού στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνουν προστασίας μόνο τα εννέα πρώτα μέλη, κατά σειρά εκλογής, του άνω διοικητικού συμβουλίου. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος γνώριζε τα παραπάνω. Αντίθετα, πρέπει να επισημανθεί ότι ενώ η ενάγουσα με την από 3.12.2009 αγωγή της (αριθ. κατάθ. 120/4.12.2009) είχε επικαλεστεί ως λόγο ακυρότητας της από 30.10.2009 καταγγελίας τη συνδικαλιστική της ιδιότητα ως μέλους του άνω διοικητικού συμβουλίου, το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου με την υπ’ αριθμ. 8/2011 απόφασή του απέρριψε το λόγο αυτό ως αόριστο, αλλά και με επάλληλη σκέψη ως ουσιαστικά αβάσιμο (για την περίπτωση που ο συγκεκριμένος λόγος της ακυρότητας ήθελε κριθεί ορισμένος), γεγονός που καταδεικνύει ότι ο εναγόμενος εύλογα θεώρησε την επίκληση του λόγου αυτού της ακυρότητας ως αβασίμου, δοθέντος ότι η ακυρότητα της από 30.10.2009 καταγγελίας αναγνωρίστηκε μόνο για το λόγο ότι αυτή έλαβε χώρα πριν την παρέλευση έτους από τον τοκετό της κόρης της ενάγουσας. Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω περιστατικών δεν αποδεικνύεται ότι η επίδικη καταγγελία έλαβε χώρα εξαιτίας της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης της ενάγουσας και συνεπώς ο πρώτος αγωγικός ισχυρισμός (επίκληση ιδιότητας προστατευόμενου συνδικαλιστικού μέλους) και συνακόλουθα και ο δεύτερος αγωγικός ισχυρισμός (απόλυση χωρίς προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 15 Ν. 1264/1982) για ακυρότητα της προαναφερόμενης καταγγελίας, έπρεπε να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απέρριψε τους δυο πρώτους λόγους της αγωγής για ακυρότητα της από 11.4.2011 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ως ουσιαστικά αβάσιμους, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα παράπονα των εκκαλούντων που προβάλλονται με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της εφέσεώς τους, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

{…} 5. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 3 παρ.1 και 2 του ν. 2112/1920, και 5 παρ. 1 και 3 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της υπαλληλικής εργασιακής σχέσεως είναι άκυρη, εάν ο εργοδότης, εκτός της μη τηρήσεως του εγγράφου τύπου, δεν καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την οφειλόμενη αποζημίωση απολύσεως. Ως τέτοια θεωρείται η αποζημίωση, η οποία ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2112/1920 ότι είναι κατά ποσό ίση προς το σύνολο των τακτικών αποδοχών, που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος κατά το χρόνο προ του οποίου έπρεπε να γίνει η καταγγελία και της οποίας ο υπολογισμός κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως (εδ. α’). Οι αποδοχές του εργαζομένου καθορίζονται ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας του στον τελευταίο εργοδότη του, δηλαδή στον εργοδότη από την υπηρεσία του οποίου απολύεται (ΕφΑθ 4280/1992 Δνη 34. 380, ΕφΛαρ 165/2003 αδημ.).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την αγωγή της, ότι η επίδικη καταγγελία είναι άκυρη για το λόγο ότι ο εναγόμενος δεν της κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία ανερχόταν κατά τους υπολογισμούς της σε 5.284,93 Ε υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, επικουρικά, δε, υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, σε 2.491,81 Ε και όχι σε 2.099,02 Ε, ποσό που της προσέφερε ο εναγόμενος. Ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας είναι απορριπτέος, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα παραπάνω, ως ουσιαστικά αβάσιμος για τους ακόλουθους λόγους: Ως προς το κύριο (πρώτο) σκέλος του, διότι όπως κρίθηκε με ισχύ δεδικασμένου η επίδικη σύμβαση εργασίας ήταν μερικής απασχόλησης και επομένως ο υπολογισμός της νόμιμης αποζημίωσης πρέπει να γίνει υπό το καθεστώς αυτό. Επίσης, η καταβληθείσα αποζημίωση απόλυσης κατά την πρώτη καταγγελία, ύψους 1.391,40 Ε, κρίθηκε νόμιμη σύμφωνα με την άνω υπ’ αριθμ. 8/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που κατέστη τελεσίδικη. Το ποσό, δε, των 707,62 Ε, που καταβλήθηκε από τον εναγόμενο στην ενάγουσα με τη δεύτερη, επίδικη στην κρινόμενη υπόθεση, καταγγελία, αποτελεί τη διαφορά για τη συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης της εν λόγω καταγγελίας, η οποία ανέρχεται σε 2.099,02 Ε. Η ενάγουσα, όμως, υπολογίζει εσφαλμένα τη νόμιμη αποζημίωσή της προσμετρώντας στις τακτικές αποδοχές της και προσφερόμενη υπερεργασιακή απασχόληση δύο ωρών τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση, αφού όπως προαναφέρθηκε αυτή προσέφερε τις υπηρεσίες της υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης και συγκεκριμένα τέσσερις ώρες ημερησίως από τη Δευτέρα έως την Παρασκευή.

Επίσης, εσφαλμένα ισχυρίζεται, επικουρικά, η ενάγουσα ότι η αποζημίωση απολύσεώς της, έπρεπε να υπολογιστεί έστω υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, με κρίσιμο χρονικό σημείο εκείνο της 11.4.2011, που έγινε, η νέα, επικουρική, καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της και όχι εκείνο της 30.10.2009, αφού ως χρόνος πραγματικής απασχόλησης της ενάγουσας, με βάση τον οποίο θα υπολογιστεί η αποζημίωση απολύσεώς της, είναι εκείνος της πρώτης καταγγελίας, εφόσον έκτοτε έπαυσε να παρέχει τις υπηρεσίες της στον εναγόμενο εργοδότη. Είναι αδιάφορο το γεγονός ότι η πρώτη καταγγελία κηρύχθηκε άκυρη και έκτοτε ο εναγόμενος περιήλθε σε υπερημερία ως προς τη μη αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας, αφού αυτή έως και τη δεύτερη καταγγελία δεν παρείχε πραγματικά τις υπηρεσίες της στον εναγόμενο. Συνεπώς και ο τέταρτος λόγος ακυρότητας της από 11.4.2011 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, ήταν απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς και το επικουρικό αίτημα περί επιδίκασης της διαφοράς από τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης της ενάγουσας. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απέρριψε τον τέταρτο λόγο της αγωγής για ακυρότητα της από 11.4.2011 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Τα αντίθετα παράπονα των εκκαλούντων, που προβάλλονται με τον πέμπτο και έκτο λόγο της εφέσεώς τους, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

9. Εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι εφέσεως, ενόψει και του ότι στις προτάσεις των εκκαλούντων (ενάγουσας και προσθέτως παρεμβαίνουσας), στο εφετείο, δεν περιέχονται πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, όπως αναγράφεται εσφαλμένα στην πρώτη σελίδα αυτών, η έφεσή τους πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Σημειώνεται ότι ο όγδοος λόγος της εφέσεως, περί μη λήψεως υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της με αριθμό …/27.11.2012 ένορκης βεβαίωσης της Α. Ρ., στον Ειρηνοδίκη Βόλου, αλυσιτελώς προβάλλεται πλέον, αφού η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση λήφθηκε υπόψη από το παρόν δικαστήριο, κατά τα αναφερόμενα παραπάνω στο κεφάλαιο 3 της παρούσας, χωρίς να μεταβληθεί η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, περί απορρίψεως της ένδικης αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση, αφού αυτή δόθηκε μετά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά νομότυπη κλήτευση του εναγομένου, όχι, όμως, προς αντίκρουση ισχυρισμών του εναγομένου, αφού τέτοια μνεία δεν γίνεται και, εξάλλου, η δήλωση περί εξέτασης μαρτύρων μετά τη συζήτηση έλαβε χώρα πριν την προβολή οποιουδήποτε ισχυρισμού από τον εναγόμενο (βλ. ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως, ΑΠ 1405/2009 Δνη 51. 46, ΑΠ 66/2007 ΔΕΕ 2007. 1230, ΕφΘεσ 2067/2011 Αρμ 2012. 592, ΕφΛαμ 22/2011 Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλης ΕρΝομ ΚΠολΔ τ. Θ’ συμπλ. 2011, άρθρο 670 αρ. 4, ίδιος τομ. Β’ έτος 1994 άρθρο 339 αρ. 73, Χ. Απαλλαγάκη ΚΠολΔ 2η έκδ. 2011, άρθρο 671 αρ. 12)…