192/2016 ΜονΕφΛαρ (αγωγή παραβίασης δικαστικής απόφασης ασφαλιστικών μέτρων – πραγματικοί ισχυρισμοί προβληθέντες το πρώτον στο Εφετείο – κοινότητα αποδεικτικών μέσων)

192/2016

Πρόεδρος: Σοφία Καραγιάννη

Δικηγόροι: Γεώρ. Φιλίππου – Γεώρ. Υφαντής, Ανδρ. Βρόντος

 

Αγωγή για βεβαίωση παραβιάσεων απόφασης και καταβολή χρηματικής ποινής λόγω επανειλημμένης παραβίασης επιδοθείσας με επιταγή προς εκτέλεση απόφασης ασφ. μέτρων, που διέτασσε την παράλειψη προσβολής της συννομής των εναγόντων με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης. Μη ανάγκη μνείας ημεροχρονολογιών παραβιάσεων, που θα προκύψουν εκ των αποδείξεων.

Απαράδεκτοι το πρώτον στο εφετείο πραγματικοί ισχυρισμοί, εκτός αν γεννήθηκαν μετά την πρωτόδικη συζήτηση, ή αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία ή εξ εγγράφων και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν μπορούσε γνωρίζει την ύπαρξη αυτών.

Πριν το ν. 3994/11, υποχρέωση άσκησης κύριας αγωγής εντός τριάντα ημερών από την έκδοση της απόφασης που διατάσσει ασφ. μέτρο, άλλως αυτοδίκαιη άρση του.

Απαράδεκτος ισχυρισμός το πρώτον στο εφετείο περί αυτοδίκαιης παύσης της απόφασης ασφ. μέτρων, ως οψιγενούς και γνωστού στους εκκαλούντες και μη δυνατότητα αυτεπάγγελτης λήψης υπόψη καθόσον δεν αφορά αμφισβήτηση συνδρομής διαδικαστικής προϋπόθεσης αλλά κανόνα ουσιαστικού δικαίου δημόσιας τάξης τα θεμελιωτικά περιστατικά του οποίου πρέπει να προταθούν νόμιμα από διάδικο.

Κοινότητα αποδεικτικών μέσων, αδιαφόρως από ποιόν έχουν προσκομιστεί.

Οι κατά την ίδια ημέρα παραβιάσεις συνδέονται μεταξύ τους με φυσική ενότητα ενέργειας, διό επιβολή μίας χρηματικής ποινής.

Εξουσία μόνο του δικαστήριου της ανακοπής ερημοδικίας να αποφανθεί για την ύπαρξη ή μη εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος.

 

{…} Οι εφεσίβλητοι με την αγωγή τους, την οποία απηύθυναν κατά των εκκαλούντων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, σύμφωνα με το άρθρο 947 §1 ΚΠολΔ, ισχυρίσθηκαν ότι οι εναγόμενοι επανειλημμένα, σε συχνότητα  δυο με τρεις φορές την εβδομάδα, παραβίασαν το διατακτικό δικαστικής αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία τους επιβλήθηκε υποχρέωση να παραλείψουν την προσβολή της συννομής τους επί ακινήτου με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως, αντίγραφο της οποίας με επιταγή προς εκτέλεση επέδωσαν στους καθών η εκτέλεση. Για τους λόγους αυτούς ζήτησαν α) να βεβαιωθούν 48 παραβάσεις και β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον καθένα από αυτούς, την ανάλογη χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων,  κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 670 έως 676 ΚΠολΔ, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 108/2012 οριστική απόφασή του, με την οποία  αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως ερειδόμενη στις διατάξεις του 947 §1 ΚΠολΔ, έκανε εν μέρει δεκτή τη αγωγή ως ουσία βάσιμη και  υποχρέωσε τους εναγομένους, εις ολόκληρον έκαστο,  σε χρηματική ποινή 12.000 Ε υπέρ των εναγόντων, και δη συμμέτρως στον καθένα εξ αυτών και επέβαλε προσωπική κράτηση διάρκειας 24 μηνών σε βάρος του δεύτερου και τρίτης των εναγομένων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεσή τους οι εναγόμενοι για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί ώστε να απορριφθεί η κατ’ αυτών αγωγή.

Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι ορισμένη, αφού οι ενάγοντες σ’ αυτή προσδιορίζουν τα αναγκαία για την θεμελίωση της επίδικης αξίωσής τους στοιχεία, ήτοι εκτελεστό τίτλο που ενσωματώνει την εκτελούμενη απαίτηση με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, επίδοση αυτής με επιταγή προς εκτέλεση, παραβίαση αυτής από τον καθού η εκτέλεση (Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ αρθ. 946 αρ. 63). Δεν αποτελούν στοιχεία του ορισμένου της αγωγής οι ημεροχρονολογίες των φερόμενων παραβιάσεων του διατακτικού της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, η εξακρίβωση των οποίων δύναται να προκύψουν από τις αποδείξεις κατά την κατ’ ουσία εξέταση της  υποθέσεως. Συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη, απορρίπτοντας τον σχετικό περί αοριστίας ισχυρισμό των εναγομένων – εκκαλούντων. Γι’ αυτό, ο δεύτερος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο οι εκκαλούντες διατείνονται αοριστία της αγωγής, αποδίδοντας το εν λόγω σφάλμα στην εκκαλουμένη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη και να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη προβολή από τον εκκαλούντα πραγματικών ισχυρισμών που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, εκτός αν αυτοί γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων, αν αυτοί αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή αποδεικνύονται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων (ΕφΘεσ 42/2009 Αρμ 2009. 716). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ο διάδικος πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει, με ελεύθερη απόδειξη, ότι η καθυστερημένη προβολή του ισχυρισμού του οφείλεται σε συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος ανταποκρίνεται στην νομική έννοια της δικαιολογημένης αιτίας. Η κρίση δε του δικαστηρίου, ως προς το δικαιολογημένο της καθυστέρησης είναι ανέλεγκτη αναιρετικά (ΑΠ 883/2001 Νόμος). Εξάλλου, έγγραφη απόδειξη, κατά την έννοια του άρθρου 269 παρ. 2δ ΚΠολΔ, αποτελεί το δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 693 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 49 του ν. 3994/2011, 1. αν το ασφαλιστικό μέτρο έχει διαταχθεί πριν από την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, ο αιτών οφείλει, μέσα σε τριάντα ημέρες από την έκδοση της απόφασης η οποία διατάσσει το ασφαλιστικό μέτρο, να ασκήσει αγωγή για την κύρια υπόθεση, εκτός αν το δικαστήριο όρισε κατά την κρίση του μεγαλύτερη προθεσμία για την άσκηση της αγωγής. 2. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παρ. 1 αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο, εκτός αν ο αιτών μέσα στην προθεσμία αυτή πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής.

Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς τους προβάλλουν για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε ως βάση την με αριθ. 353/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, που εκδόθηκε κατά την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, καθόσον η απόφαση αυτή έπαυσε να ισχύει, αυτοδικαίως,  μετά την παρέλευση 30 ημερών από τη δημοσίευσή της και δεν δημιουργούσε σε βάρος τους νομική υποχρέωση συμμορφώσεώς τους με το διατακτικό της. Ο ισχυρισμός αυτός, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, είναι απαράδεκτος καθόσον δεν είναι οψιγενής, οι δε εκκαλούντες γνώριζαν, τουλάχιστον από 21.11.2007, όταν κατέθεσαν την με αριθ. 412/2007 αίτηση αναστολής εκτελέσεως της ως άνω αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο  912 ΚΠολΔ, η οποία απορρίφθηκε με την με αριθ. 2/2008 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, σε κάθε περίπτωση από 23.1.2008, οπότε τους κοινοποιήθηκε ακριβές αντίγραφο της με αριθ. 353/2007 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, με έγγραφη παραγγελία και επιταγή να παύσουν τη διατάραξη της συννομής των εναγόντων, ενώ επίσης γνώριζαν  την άσκηση της τακτικής αγωγής νομής μετά την πάροδο των 30 ημερών, καθόσον αντίγραφο αυτής τους επέδωσαν οι ενάγοντες στις 9.4.2008, όπως προκύπτει από τις με αριθ. … εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Δ. Σ.. Ούτε μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως, όπως διατείνονται, καθόσον δεν αφορά την αμφισβήτηση της συνδρομής διαδικαστικής προϋπόθεσης, αλλά αναφέρεται σε κανόνα του ουσιαστικού δικαίου δημόσιας τάξεως, τα θεμελιωτικά περιστατικά του  οποίου πρέπει να προταθούν νόμιμα από τον ενδιαφερόμενο  διάδικο (ΑΠ  1827/2011 Νόμος). Τα όσα αναφέρουν δε οι εκκαλούντες περί δικαστικής ομολογίας είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθόσον οι αντίδικοι όχι μόνο αμφισβητούν, αλλά αρνούνται ρητά τον ισχυρισμό αυτό περί άρσεως ισχύος της αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων και επομένως δεν συντρέχει η αναγκαία προϋπόθεση για να  συναγάγει το Δικαστήριο τούτο, κατ’ άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ, ομολογία για τον πραγματικό αυτό ισχυρισμό, που αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης του ισχυρισμού των εκκαλούντων (ΑΠ 530/2015,  Νόμος).

`           Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων … απ’ όλα γενικά τα, μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους, έγγραφα, που λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, προς απόδειξη όλων των πραγματικών γεγονότων ανεξάρτητα από ποιον διάδικο έχουν προσκομιστεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 346 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 994/2012, ΑΠ 1/2011 Νόμος), προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες είναι συννομείς σε ποσοστό 5.510/72.000 η πρώτη ενάγουσα, στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθαν οι ως άνω εκ διαθήκης κληρονόμοι της κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας, σε ποσοστό 8.645/72.000 ο δεύτερος, σε ποσοστό  9.845/72.000 ο τρίτος, σε ποσοστό 1200/72.000 η τέταρτη και σε ποσοστό 22.800/72.000 ο πέμπτος, ενός ακινήτου,   συνολικής έκτασης 13.903,93 τμ, που βρίσκεται εντός της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου  Κ., στη θέση «Π.». Με την από 27.9.2007 με αριθ. καταθ. 322/07 αίτησή τους ασφαλιστικών μέτρων, που άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου  Καρδίτσας, οι ενάγοντες ιστορούσαν ότι από το καλοκαίρι του 2007, φορτηγά αυτοκίνητα που οδηγούσαν οι προστηθέντες από την πρώτη εναγομένη ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «Π.-Π. ΟΕ», κατ’ εντολή και υπόδειξη των νομίμων εκπροσώπων της, δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, εισέρχονταν παράνομα και αυθαίρετα, από την Ε.Ο. Τ.-Κ. στον κόμβο εισόδου – εξόδου που υπάρχει εντός του προπεριγραφόμενου ακινήτου τους, στον ακάλυπτο χώρο του οποίου εναπόθεταν ξυλεία και άλλα συναφή της δραστηριότητάς τους αντικείμενα. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ζητούσα  να παύσει η πρώτη των καθ’ ων κάθε διατάραξη της συννομής τους επί του προπεριγραφομένου ακινήτου τους, να άρει τις ποσότητες της ξυλείας, να απομακρύνει τα μηχανήματα και άλλα αντικείμενα που είχε εναποθέσει και να  υποχρεωθεί να παραλείπει στο μέλλον οποιαδήποτε από τις ως άνω διαταρακτικές της νομής τους πράξεις με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων της. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 353/2007 απόφαση του  Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, που δίκασε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία τη δέχθηκε και πλην άλλων υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη εταιρία να παύσει να διαταράσσει τη νομή των εναγόντων. Συγκεκριμένα, την υποχρέωσε να παύσει να διαταράσσει τη συννομή των αιτούντων  επί του επιδίκου με τον αναφερόμενο τρόπο, ήτοι με την εναπόθεση ξυλείας και άλλων υλικών και με την είσοδο – έξοδο των φορτηγών αυτοκινήτων από τον ακάλυπτο χώρο του ακινήτου τους, απειλώντας σε βάρος τους για κάθε παράβαση της υποχρεώσεως αυτής χρηματική ποινή 1.000 Ε και κατά των νομίμων εκπροσώπων της προσωπική κράτηση δύο μηνών.

Αμέσως μετά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, οι εναγόμενοι άσκησαν την 21.11.2007 με αριθ. καταθ. 412/07 αίτηση του άρθρου 912 ΚΠολΔ, με την οποία ζήτησαν την αναστολή της εκτελέσεώς της μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί εφέσεως που άσκησαν. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την με αριθ. 2/3.1.2008 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας. Ακολούθως, μετά τη δημοσίευση της απορριπτικής αυτής αποφάσεως, οι ενάγοντες κοινοποίησαν στις  23.1. 2008 στους εναγομένους αντίγραφο της με αριθ. 353/2007 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με επιταγή  προς εκτέλεση. Οι εναγόμενοι, με την από 28.1.2008 εξώδικη δήλωσή τους που κοινοποίησαν στους αντιδίκους τους, βεβαίωσαν αυτούς ότι θα συμμορφωθούν με το διατακτικό της αποφάσεως. Εντούτοις συμμορφώθηκαν μόνον κατά το μέρος της απομάκρυνσης της μεταφοράς της ξυλείας των μηχανημάτων και άλλων υλικών, αντίθετα δεν συμμορφώθηκαν ως προς την υποχρέωσή τους να μην εισέρχονται και εξέρχονται τα αυτοκίνητα της εταιρίας και τρίτων από τον ακάλυπτο χώρο του ακινήτου της συννομής των εναγόντων. Έτσι συνέχισαν και μετά τον Φεβρουάριο του 2008 τα φορτηγά της πρώτης εναγομένης εταιρίας, οδηγούμενα από τους προστηθέντες από αυτή οδηγούς, καθ’ υπόδειξη και κατ’ εντολή των νομίμων εκπροσώπων της, να διέρχονται από το εδαφικό τμήμα του ακάλυπτου χώρου της συννομής των εναγόντων, προκειμένου να μεταβούν στο χώρο που δραστηριοποιούνταν η εταιρία με αντικείμενο την εμπορία ξυλείας. Ειδικότερα, το ακίνητο της συννομής των εναγόντων συνορεύει νότια με αυτό των εναγομένων, το  οποίο δεν έχει άμεση πρόσβαση στην ευρισκόμενη εκεί Ε.Ο. Τ.-Κ., καθόσον από την πλευρά της Ε.Ο. είναι περιφραγμένο με πλέγμα σε τσιμεντένιο τοιχείο. Τα δύο ακίνητα επικοινωνούν με μεγάλη ξύλινη συρρόμενη πόρτα. Τα φορτηγά της πρώτης εναγομένης, κινούμενα από Ε.Ο. και προκειμένου να εισέλθουν στο χώρο της επιχείρησης της εναγομένης, χρησιμοποιούσαν τον ασφαλτοστρωμένο κόμβο που είχαν κατασκευάσει οι ενάγοντες στην νοτιανατολική πλευρά του ακινήτου τους στο όριο επαφής αυτού με την Ε.Ο., διέρχονταν μέσω αυτού στον ακάλυπτο χώρο της συννομής των εναγόντων και από εκεί, στη συνέχεια, μέσω της ξύλινης συρόμενης πόρτας στο χώρο που δραστηριοποιείται εμπορικά η πρώτη εναγομένη εταιρία, διαταράσσοντας έτσι τη νομή των εναγόντων επανειλημμένα. Τούτο αποδεικνύεται  από τις προσκομιζόμενες από του ενάγοντες φωτογραφίες, που απεικονίζουν  το με αριθ. … φορτηγό όχημα ιδιοκτησίας της πρώτης των εναγομένων, να εισέρχεται και να εξέρχεται επανειλημμένα στον χώρο της επιχείρησής της, από την Ε.Ο. μέσω του κόμβου του κειμένου επί του ακινήτου των εναγόντων, σε συνδυασμό με όσα κατέθεσε ο μάρτυρας των εναγόντων, η κατάθεση του οποίου κρίνεται πειστική, καθόσον ενισχύεται από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού.

{…} Με τον τρόπο αυτό  οι εναγόμενοι παραβίασαν, από πρόθεση, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων που επαναφέρουν με το σχετικό τέταρτο λόγο της εφέσεώς τους ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν, το  διατακτικό της ως άνω απόφασης μετά τον Φεβρουάριο του 2002 έως τον Ιούλιο του ίδιου έτους, τουλάχιστον μια φορά στις 19.3.2008, τέσσερις φορές στις 5.5.2008, δυο φορές στις 12.5.2008, μια φορά στις 13.5.2008, μια φορά στις 31.5.2008, μιαφορά στις 18.7. 2008, μια φορά στις 21.7. 2008 και μια φορά στις 30.7. 2008 με την είσοδο – έξοδο του ως άνω φορτηγού της κυριότητας της πρώτης εναγομένης όπως προκύπτει από τα δελτία αποστολής που προσκομίζουν οι ίδιοι οι εναγόμενοι.  Δεν προέκυψε κατά την κρίση του  Δικαστηρίου ο αριθμός εισόδου – εξόδου από τον εν λόγω κόμβο άλλων και ιδιοκτησίας τρίτων φορτηγών και κυρίως δεν  αποδείχθηκε ότι οι οδηγοί τους ενεργούσαν κατ’ εντολή και καθ’ υπόδειξη του δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, ως νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγόμενης, με πρόθεση απείθειας προς το διατακτικό της εν λόγω απόφασης.

Περαιτέρω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου οι παραβάσεις που έλαβαν χώρα την ίδια ημέρα συνδέονται μεταξύ τους υποκειμενικώς και αντικειμενικώς, σχηματίζοντας φυσική ενότητα ενέργειας των εναγομένων, για τις οποίες πρέπει να επιβληθεί μία χρηματική ποινή και μία προσωπική κράτηση (ΑΠ 1664/2008 Νόμος), και όχι μια εξακολουθητική, προσβλητική του διατακτικού συμπεριφορά, όπως αβασίμως διατείνονται οι εκκαλούντες με τον έκτο και τελευταίο λόγο της εφέσεως. Ετσι, οι παραβάσεις αθροίζονται σε οκτώ, όπως βασίμως ισχυρίζονται και οι  εκκαλούντες. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη  απόφασή του δέχθηκε ότι οι παραβάσεις της ίδιας ημέρας δεν αποτελούν μια ενιαία παραβατική του διατακτικού της απόφασης συμπεριφορά, επιδικάζοντας 12 χρηματικές ποινές και απαγγέλλοντας 24 μήνες προσωπική κράτηση, έσφαλε, ως προς την εκτίμηση των προσκομισθεισών ενώπιόν του αποδείξεων. Γι’ αυτό, οι αντίστοιχοι λόγοι της εφέσεως πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί, ως κατ’ ουσίαν βάσιμοι, όπως και η έφεση στο σύνολό της.

Μετά από αυτά, πρέπει η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανισθεί, ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και δικασθεί η αγωγή κατ’ ουσίαν (άρθρο 535  §1 ΚΠολΔ), πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος (αρθ. 481 ΑΚ και  22 ΕμπΝ), να καταβάλουν στους ενάγοντες – για την πρώτη ενάγουσα στους κληρονόμους της κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας – ως χρηματική ποινή το ποσό των  8.000 Ε, συμμέτρως, και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση 16 μηνών σε βάρος του δευτέρου και τρίτου των εναγομένων {…}.