ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Δ.Σ.Λ στην Ολομέλεια για το σχέδιο νόμου «Επιτάχυνση και Εξορθολογισμός διαδικασιών Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ                       Λάρισα 21 Οκτωβρίου 2011
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ   Αριθμ. πρωτ. 527.
(Ν.Π.Δ.Δ.)
Ταχ. Δ/νση : Μέγαρο Δικηγόρων Λάρισας
Τ.θ. 1004 –   41 000 Λάρισα
Πληροφορίες :         Αντώνιος Δέλκος
Τηλέφωνο      :          2410532037
FAX              :          2410532042
E-mail           :        dslar@dslar.gr

Προς
Τον Πρόεδρο της Ολομέλειας
των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος
κ. Γιάννη Αδαμόπουλο.
ΑΘΗΝΑ

Κύριε Πρόεδρε

Ενόψει της αυριανής συνεδρίασης της Ολομέλειας, σας παραθέτουμε τις προτάσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας επι του νομοσχεδίου για τις απαλλοτριώσεις

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Για το σχέδιο νόμου «Επιτάχυνση και Εξορθολογισμός διαδικασιών Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης»

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Με την επιχειρούμενη αναδιάρθρωση του νομικού πλαισίου που διέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση, όπως αυτή περιγράφεται στο σχέδιο νόμου «Επιτάχυνση και Εξορθολογισμός διαδικασιών Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης», παρατηρείται ως γενικότερη φιλοσοφία του σχεδίου νόμου, ότι παραγνωρίζεται ο καταναγκαστικός και εξαιρετικός χαρακτήρας που έχει η αναγκαστική απαλλοτρίωση ως βαρύτατη προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, μέσω της σοβαρής μείωσης των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών των υπό απαλλοτρίωση ιδιοκτησιών και των δυσανάλογων νομικών και πραγματικών υποχρεώσεων και δυσχερειών που τους τίθενται για την δικαστική επιδίωξη της αποζημίωσης. Ειδικότερα υπάρχει διάχυτη σε όλες τις διατάξεις του σχεδίου νόμου η προσπάθεια «εξισορρόπησης» των δικαιωμάτων του υπέρ’ ου κηρύσσεται η απαλλοτρίωση με τον στερούμενο την ιδιοκτησία του, παραβλέποντας όμως το γεγονός ότι η αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι συνταγματικά αποδεκτή εξαίρεση του κανόνα της προστασίας της ιδιοκτησίας και πως το ισχυρό μέρος είναι ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση, ο οποίος και πρέπει να αναλαμβάνει κατά το μείζον την πρωτοβουλία και τις ενέργειες για την πρόοδό της και όχι ο αποστερούμενος την ιδιοκτησία του, ο οποίος πρέπει να υποχρεώνεται στις λιγότερες κατά το δυνατόν ενέργειες για να πραγματώνεται η συνταγματική επιταγή της «πλήρους αποζημίωσης», χωρίς να αναγκάζεται να απευθύνεται σε διάφορες διοικητικές αρχές και σε διαφορετικής δικαιοδοσίας δικαστήρια για την επιδίωξη της αποζημίωσής του.

Πέραν τούτων η σκοπούμενη νομοθετική πρωτοβουλία κρίνεται αποσπασματική καθώς δεν λαμβάνει μέριμνα για τον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων και την συμμόρφωση του προς την ΕΣΔΑ όπως αύτη έχει ερμηνευτεί μέσα από την νομολογία του ΕΔΔΑ και ειδικά προς την κατεύθυνση του σεβασμού της περιουσίας και όχι απλά της ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Δεν λαμβάνεται καμία νεότερη μέριμνα επίσης για το ζήτημα της αυτοαποζήμιωσης (τεκμήριο ωφέλειας παρόδιων ιδιοκτητών), επί του οποίου η προηγούμενη νομοθετική απόπειρα (άρθρο 33 Ν. 2971/2001) κρίθηκε κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου αντίθετη προς το Σύνταγμα. Επιπλέον εμφανής είναι και η προχειρότητα με την οποία συντάχθηκε το σχέδιο νόμου, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα προβλήματα που αντιμετωπίζονται στην πράξη. Χαρακτηριστικό της προχειρότητας με την οποία συντάχθηκε το σχέδιο Νόμου είναι ότι ενώ στην αιτιολογική έκθεση αυτού περιλαμβάνεται στο άρθρο 7 και παράγραφος 3 η οποία αιτιολογεί μία προς την σωστή κατεύθυνση ρύθμιση σχετικά με το δικαίωμα των μισθωτών απαλλοτριούμενων ακινήτων να διεκδικήσουν αποζημίωση για την υποχρεωτική τους μετεγκατάσταση , η διάταξη αυτή έχει απαλειφθεί από το τελικό κείμενο του σχεδίου νόμου.

Β. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου στόχοι του είναι: α) η επίσπευση των διαδικασιών της απαλλοτρίωσης, β) η διαφύλαξη και συνετή διαχείριση του δημοσίου χρήματος, γ)η διαφύλαξη των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών των ακινήτων που απαλλοτριώνονται και δ) η απλοποίηση των διαδικασιών. Από τους στόχους αυτούς ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται όμως μόνο στην διαφύλαξη του δημοσίου χρήματος με τρόπο όμως που υπερβαίνει τα όρια της συνταγματικά ανεκτής από το Σύνταγμα προσβολής της ιδιοκτησίας. Σκόπιμη κρίνεται η ειδικότερη αναφορά επί των κατωτέρω διατάξεων που επιχειρείται να θεσπιστούν με το σχέδιο νόμου. Συγκεκριμένα:

1)          Με το άρθρο 2 παρ. 1 του σχεδίου νόμου επιχειρείται να θεσπιστεί η δυνατότητα κήρυξης απαλλοτρίωσης, σε επείγουσες περιπτώσεις, με απλό διάγραμμα οριζοντιογραφίας, χωρίς δηλαδή την προηγούμενη σύνταξη κτηματολογικού διαγράμματος και κτηματολογικού πίνακα ιδιοκτησιών. Ήδη με την παρούσα μέθοδο της σύνταξης κτηματολογικού διαγράμματος και κτηματολογικού πίνακα, που αντικατέστησαν την ορθή προϊσχύουσα διαδικασία της κτηματογράφησης, είναι ευρύτατα γνωστά τα προβλήματα που παρουσιάζονται με τα εσφαλμένα στοιχεία και τις απαιτούμενες διορθώσεις που απαιτούνται, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία της απαλλοτρίωσης. Η περαιτέρω προσπάθεια απλοποίησης με την διαδικασία του διαγράμματος οριζοντιογραφίας, θα έχει αντίθετα αποτελέσματα από την απλοποίηση και την επιτάχυνση των διαδικασιών καθώς οι ελλείψεις και τα σφάλματα που θα προκύψουν και οι διορθώσεις που θα απαιτηθούν, θα επιφέρουν μεγάλες καθυστερήσεις και δυσχέρειες στην πρόοδο της απαλλοτρίωσης.

2)              Με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του σχεδίου νόμου προστίθεται δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 3 του άρθρου 7Α του ν. 2881/2001, όπου προβλέπεται η διαδικασία προσωρινής κατάληψης πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, για έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας σύμφωνα με το οποίο:

«Στην αποζημίωση δεν περιλαμβάνεται η ενδεχόμενη υποτίμηση της αξίας απομενόντων τμημάτων ή η άρση του τεκμηρίου ωφέλειας.»

Με την επιχειρούμενη συνεπώς διάταξη εισάγεται μία ακόμη προσβολή του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, καθώς στα συγκεκριμένα και αορίστως αναφερόμενα έργα ως «γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας», ο ιδιοκτήτης της απαλλοτρίουμενης έκτασης, θα αποστερηθεί την ιδιοκτησία του, χωρίς να τύχει της απαιτούμενης δικαστικής προστασίας και χωρίς η αποζημίωση που θα του καταβληθεί να είναι πλήρης. Μάλιστα στην πράξη το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην προσωρινή κατάληψη της ιδιοκτησίας και την συζήτηση της αίτησης προσωρινού καθορισμού τιμής μονάδος μεσολαβεί μεγάλο χρονικό διάστημα και ακόμα μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα μέχρι την καταβολή της πλήρους αποζημίωσης. Έτσι ο ιδιοκτήτης χάνει την ιδιοκτησία του και μπορεί να λάβει την αποζημίωση και μετά από τρία ή και τέσσερα έτη, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των καθυστερήσεων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Με τον τρόπο αυτό όμως η αποζημίωση δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρης, καθώς στοιχείο του πλήρους της αποζημίωσης είναι και η έγκαιρη καταβολή της.

3)              Η σύντμηση της παραγραφής για την είσπραξη της αποζημίωσης από δεκαετή σε οκταετή και υπό προϋποθέσεις σε πενταετή που επιχειρείται με την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του σχεδίου νόμου αντιβαίνει στο άρθρο 17 του Συντάγματος για την προστασία της ιδιοκτησίας, ειδικά δε αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 προβλέπεται διαδικασία συντέλεσης της απαλλοτρίωσης  για άγνωστους ιδιοκτήτες, ή μη νομίμως κλητευθέντες ιδιοκτήτες. Ορθότερη, ειδικά για μία τόσο σοβαρή προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, θα ήταν η επιμήκυνση της παραγραφής σε εικοσαετή.

4)              Με το άρθρο 5 παρ. 1 του σχεδίου νόμου σχετικά με την αυτοδίκαια άρση της απαλλοτρίωσης εάν δεν συντελεστεί εντός ενάμισι έτους  από την δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης, επαναφέρεται ορθά η σχετική διάταξη του Ν.Δ. 797/71 για την διατήρηση της απαλλοτρίωσης και μετά την παρέλευση του δεκαοκταμήνου εφ’ όσον συναινεί προς τούτο ο ιδιοκτήτης και πάντως εντός ενός έτους από την άρση της απαλλοτρίωσης. Δεν υπάρχει όμως σχετική πρόβλεψη ώστε με μόνη την έκδοση της βεβαιωτικής πράξης άρσης από την αρχή κήρυξης της απαλλοτρίωσης και την πάροδο και του έτους εντός του οποίου είναι δυνατή η διατήρηση της απαλλοτρίωσης με την συναίνεση των ιδιοκτητών, να είναι δυνατή η διαγραφή από τα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου της πράξης απαλλοτρίωσης χωρίς να απαιτείται, ως σήμερα, η προηγούμενη έκδοση διαπιστωτικής δικαστικής απόφασης.

5)              Με την μείωση από ένα (1) έτος σε έξι (6) μήνες της δυνατότητας για εκ νέου κήρυξη της απαλλοτρίωσης σε περίπτωση ανάκλησης ή άρσης της, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του σχεδίου νόμου δίνεται η δυνατότητα να επιβαρύνεται σημαντικά με το δυσβάσταχτο βάρος της κήρυξης συνεχών απαλλοτριώσεων η ιδιοκτησία, γεγονός που αντιβαίνει στην συνταγματική προστασία της. Η αρχή που κηρύττει την απαλλοτρίωση, θα πρέπει προ της κήρυξής της, να έχει εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την εκτέλεσή της και να μην της δίνεται η δυνατότητα να θεραπεύονται μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα οι παραλείψεις στην ολοκλήρωση της διαδικασίας συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, ώστε να εξαναγκάζεται να εξαλείφει εξ’ αρχής τις παραλείψεις αυτές και να μην μετατίθεται το βάρος των παραλείψεων που ως συνέπεια θα έχει την κήρυξη συνεχών απαλλοτριώσεων στους ιδιοκτήτες.

6)              Η προβλεπόμενη από την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του σχεδίου νόμου διαδικασία συντέλεσης της απαλλοτρίωσης προκειμένου για περιπτώσεις αγνώστων ή μη νομίμως κλητευθέντων ιδιοκτητών είναι αντίθετη προς το άρθρο 20 του Συντάγματος, καθώς δεν εξασφαλίζει την δικαστική διερεύνηση και κατά συνέπεια προστασία του ιδιοκτήτη. Ορθότερο θα ήταν να προβλεφθεί ότι και μετά την με τον τρόπο αυτό συντέλεση της απαλλοτρίωσης οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες θα μπορούσαν να προσφύγουν στα Δικαστήρια και να επιδιώξουν εκ νέου τον καθορισμό αποζημίωσης.

7)              Στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του σχεδίου νόμου όπου γίνεται λόγος για την ενδεχόμενη μείωση αξίας του απομένοντος ακινήτου απαλείφθηκε η φράση «άχρηστο απομένον τμήμα» της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 2882/2001, καθώς θεωρείται σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση ότι δεν μπορεί να μην έχει καμία χρησιμότητα απομένον τμήμα ακινήτου και δεν είναι δυνατόν συνεπώς κατά τον νομοθέτη να αποζημιωθεί αυτό ισόποσα με το απαλλοτριούμενο τμήμα. Δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν εδώ όμως περιπτώσεις, ιδίως σε κατασκευή περίκλειστων δρόμων, όπου σε εναπομείναντα ακίνητα είναι αδύνατη ακόμα και η πρόσβαση σε αυτά, πόσω μάλλον η εκμετάλλευσή τους και στα οποία είναι νοητή και επιβαλλόμενη για να τηρηθεί η συνταγματική επιταγή της προστασίας της ιδιοκτησίας η ολοκληρωτική και πλήρης αποζημίωση του ιδιοκτήτη τους, ισόποσα με το απαλλοτριούμενο τμήμα.

8)              Με την παράγραφο 5 του άρθρου 8 του σχεδίου νόμου θεσπίζεται ειδική και σύνθετη προδικασία για την εξέταση από το Δικαστήριο κατά την δίκη για την αναγνώριση των δικαιούχων κάθε αμφισβήτησης για την ακρίβεια και την πληρότητα των στοιχείων του κτηματολογικού διαγράμματος και του πίνακα. Πέρα από το ότι με την διάταξη αυτή επιβαρύνεται ο ιδιοκτήτης με την τήρηση αυστηρών προθεσμιών και σύνθετων διαδικασιών για την είσπραξη της αποζημίωσης, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι στην πράξη, η ισχύουσα διαδικασία στις περισσότερες περιπτώσεις κανένα πρόβλημα δεν δημιούργησε και τις συνήθως η αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση συναινούσε ενώπιον του Δικαστηρίου στα αιτήματα διόρθωσης των ιδιοκτητών που υποβαλλόταν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δίκη της αναγνώρισης δικαιούχων. Σε κάθε περίπτωση δε, ορθός τρόπος για την αντιμετώπιση παρομοίων προβλημάτων, όπως θα αναλυθεί και παρακάτω, είναι η επαναφορά της διαδικασίας της κτηματογράφησης.

9)              Η παράγραφος 2 του άρθρου 9  του σχεδίου νόμου που καθορίζει ανώτατο όριο επιδικαζόμενης αμοιβής δικηγόρου τις τρεις χιλιάδες (3.000,00 €),όταν υπόχρεος προς αποζημίωση είναι φορέας που υπάγεται στη Γενική Κυβέρνηση, είναι αντίθετη προς την αρχή της ισότητας, καθώς θεσπίζει προνόμιο του Δημοσίου αλλά και προς το άρθρο 17 του Συντάγματος, καθώς με τον τρόπο αυτό ο ιδιοκτήτης θα επιβαρύνεται στην πράξη το ποσό της νόμιμης αμοιβής του Δικηγόρου πέρα από το θεσπιζόμενο πλαφόν και έτσι η αποζημίωση που θα λαμβάνει δεν θα είναι πλήρης όπως το Σύνταγμα απαιτεί.

10)            Οι υποχρεώσεις που επιχειρεί να θέσει στους θιγόμενους ιδιοκτήτες ο νομοθέτης με την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του σχεδίου νόμου σχετικά με την απαιτούμενη προδικασία για την αίτηση ιδιαίτερης αποζημίωσης είναι ιδιαίτερα επαχθείς, με δεδομένο όπως προαναφέρθηκε ότι ο θιγόμενος ιδιοκτήτης πρέπει να υποχρεώνεται στις λιγότερες κατά το δυνατόν ενέργειες για να πραγματώνεται η συνταγματική επιταγή της «πλήρους αποζημίωσης». Η συνταγματική επιταγή της καταβολής πλήρους αποζημίωσης δεν επιφέρει απλώς δικαίωμα δικαστικής επιδίωξής της στον θιγόμενο ιδιοκτήτη αλλά υποχρέωση του φορέα της απαλλοτρίωσης να την καταβάλλει και να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την καταβολή της.

11)           Η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του σχεδίου νόμου και της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του σχεδίου νόμου σύμφωνα με τις οποίες η προσωρινή και οριστική αντίστοιχα αποζημίωση που προσδιορίζεται δικαστικά δεν μπορεί να υπερβαίνει σε ποσοστό 80% ή να υπολείπεται σε ποσοστό 50% της αξίας που έχει καθορισθεί με το αντικειμενικό σύστημα του Υπουργείου Οικονομικών ή άλλως της εκτίμησης που αποτελεί στοιχείο της προδικασίας, επιτρεπόμενης της ανταπόδειξης, θέτει κατά τρόπο απαράδεκτο και αντίθετο προς το Σύνταγμα, τεκμήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης. Αυτό αντιτίθεται στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στην επιταγή πλήρους αποζημίωσης, στο άρθρο 20 παρ. 1  του Συντάγματος για την  παροχή έννομης προστασίας, αλλά προσβάλλει και την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και την αρχή της ελεύθερης εκτίμησής τους. Περαιτέρω όμως είναι αντιφατικό από την μία πλευρά να φημολογείται η κατάργηση του συστήματος αντικειμενικών αξιών και η αντικατάστασή του από τις εμπορικές αξίες  και από την άλλη να χρησιμεύουν αυτές ως τεκμήριο για τον καθορισμό αποζημίωσης. Τέλος το σχέδιο νόμου υποπίπτει και σε μία εσωτερική αντίφαση, καθώς ενώ στην παρ. 2 του άρθρου 6 του σχεδίου νόμου σχετικά με την καταβολή στον βαρυνόμενο της δαπάνης απαλλοτρίωσης σε περιπτώσεις ολικής ή μερικής ανάκλησης της απαλλοτρίωσης, για τον καθορισμό του ύψους της επιστρεπτέας αποζημίωσης ορίζεται ότι : «Η εκτιμώμενη αξία του ακινήτου δεν μπορεί να είναι μικρότερη της αντικειμενικής του αξίας», στο ίδιο σχέδιο νόμου θεσπίζεται ως τεκμήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης του ιδιοκτήτη, ότι η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 80% της αντικειμενικής του αξίας.

12)           Με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του σχεδίου νόμου επιχειρείται να εισαχθεί διάταξη σύμφωνα με την οποία: «Αρμόδιο να προσδιορίσει οριστικά την αποζημίωση είναι το Εφετείο της έδρας του υπόχρεου προς πληρωμή της αποζημίωσης».

Πέρα από την καταφανή αντίθεση της διάταξης αυτής προς το άρθρο 20 πα. 1 του Συντάγματος για την παροχή δικαστικής προστασίας, το περιεχόμενο της οποίας αλλοιώνεται ουσιαστικά με την προωθούμενη διάταξη και λόγω των δυσχερειών που τίθενται στους ιδιοκτήτες εξαιτίας της απόστασης, αλλά και λόγω της δυσχέρειας διεξαγωγής αποδεικτικής διαδικασίας, και την αντίθεση του προς το άρθρο 17 του Συντάγματος καθώς οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες θα αναγκαστούν στις περισσότερες των περιπτώσεων και με δεδομένο ότι έδρα του υπόχρεου προς πληρωμή της αποζημίωσης είναι κατά κανόνα  η Αθήνα, να προβούν σε σημαντικά οικονομικά έξοδα και να απουσιάσουν από τις εργασίες τους, τόσο οι ίδιοι όσο και μάρτυρες, για να παρευρεθούν στην εκδίκαση της υπόθεσής τους τίθεται και μία σειρά από πρακτικά ζητήματα που δημιουργούν εύλογες αιτιάσεις για την ανάγκη θέσπισης μίας τέτοιας διάταξης και των συμφερόντων που εξυπηρετούνται μέσω αυτής. Συγκεκριμένα δημιουργείται ή εύλογη απορία αν είναι πρακτικώς δυνατόν και εάν μία τέτοια ρύθμιση οδηγεί προς την επίσπευση των διαδικασιών της απαλλοτρίωσης, να επιφορτιστεί το ήδη φορτωμένο με υποθέσεις Εφετείο Αθηνών τις υποθέσεις απαλλοτριώσεων όλης της Ελλάδας. Επιπλέον δυσχεραίνεται σημαντικά η διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας αφ’ ενός γιατί λόγω της απόσταση θα είναι δυσχερές στους μάρτυρες να ταξιδεύουν στην Αθήνα για την συζήτηση της υπόθεσης και αφ’ ετέρου διότι με τον τρόπο αυτό καταργείται στην πράξη το αποδεικτικό μέσο της αυτοψίας, καθώς θα είναι αδύνατο για τον εκάστοτε Εισηγητή της υπόθεσης Εφέτη του Εφετείου Αθηνών να μεταβαίνει ανά την Ελλάδα για να την πραγματοποιήσει.

13)           Η υποχρέωση που θέτει στον θιγόμενο ιδιοκτήτη το άρθρο 11 του σχεδίου νόμου, σχετικά με την διαδικασία αναγνώρισης δικαιούχων, να ζητήσουν την έκδοση βεβαίωσης τόσο από την Κτηματική Υπηρεσία ότι δεν προβάλλει δικαιώματα το Δημόσιο όσο και από την αρμόδια δασική αρχή ότι το απαλλοτριούμενο δεν αποτελεί δάσος ή δημόσια δασική έκταση καθώς και η αδυναμία συζήτησης της υπόθεσης εάν δεν έχουν πραγματοποιηθεί οι απαιτούμενες διορθώσεις του κτηματολογικού διαγράμματος και πίνακα, με πρόνοια του ιδιοκτήτη καθώς και η υποχρέωση του Δικαστή να απέχει από την έκδοση απόφασης σε περίπτωση μη συμφωνίας του αιτήματος με τον κτηματολογικό πίνακα και διάγραμμα ή σε περίπτωση μη υποβολής προ τριμήνου σχετικής αίτησης διόρθωσης από τον ιδιοκτήτη στην αρμόδια Υπηρεσία, επιβαρύνουν τέλος τον ιδιοκτήτη με μία σειρά ενεργειών στις οποίες πρέπει να προβεί προκειμένου να εισπράξει την αποζημίωση, που και με γραφειοκρατικό φόρτο επιβαρύνουν τις αρμόδιες Υπηρεσίες και άπτονται ζητημάτων (π.χ. δασικός χαρακτήρας) που θα έπρεπε να εξετάζονται και να διακριβώνονται από τον φορέα της απαλλοτρίωσης. Δεν οδηγούν συνεπώς στην απλοποίηση και την επιτάχυνση των διαδικασιών αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αλλά στην περαιτέρω «γραφειοκρατικοποίησή» του. Πρακτικά μία τέτοια ρύθμιση θα οδηγούσε σε σειρά δικαστικών αποφάσεων που θα απείχαν να εκδώσουν απόφαση λόγω τυπικών παραλείψεων, οι οποίες αν συνδυαστούν και με την κατά τα ανωτέρω σύντμηση της παραγραφής μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο τα δικαιώματα των ιδιοκτητών. Επιπλέον δεν υπάρχει πρόβλεψη από το νομοθέτη για το τι θα συμβεί σε περίπτωση που μία Υπηρεσία δεν εκδώσει την αιτηθείσα βεβαίωση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Ορθή αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων παρουσιάζονται κατά την διαδικασία της αναγνώρισης δικαιούχων προσφέρει η κτηματογράφηση που επιλύει σημαντικά σχετικά προβλήματα, όπως και κατωτέρω αναφέρεται.

Γ. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Με την ψήφιση του Ν. 2881/2001 πράγματι υπήρχαν και διατάξεις σωστές που βοήθησαν τη διαδικασία της εκδίκασης υποθέσεων, υπήρχαν όμως και διατάξεις που αποτελούσαν τροχοπέδη  στην εκδίκαση των υποθέσεων απαλλοτριώσεων. Εάν πράγματι υπάρχει πρόθεση σωστής αναμόρφωσης του νομικού καθεστώτος που διέπει την διαδικασία των απαλλοτριώσεων και με δεδομένη την πρόθεση της πολιτείας να  τροποποιήσει τον παραπάνω νόμο, προτείνομε να συμπεριληφθούν και οι παρακάτω ρυθμίσεις, με τις οποίες λύνονται πολλά ζητήματα, τα οποία θα βοηθήσουν όλους τους εμπλεκομένους στη δικαστική διαδικασία που αφορούν τόσο το στάδιο της προδικασίας, όσο και το στάδιο της δικαστικής διερεύνησης των υποθέσεων απαλλοτριώσεων πάντα σε σχέση και με τα όσα προτείνονται  από την πολιτεία με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου.

1)Πρέπει να επανέλθει σε ισχύ το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν.Δ. 797/1971 σύμφωνα με ο οποία η οποιαδήποτε βελτίωση του ακινήτου που έχει σχέση με την αξιοποίησή του με οποιοδήποτε τρόπο ,μπορεί   να γίνει πριν από την δημοσίευση κήρυξης της απαλλοτρίωσης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Η διάταξη αυτή επαναφέρεται με το Ν. 2882/2001 στο άρθρο 13 παρ. 2 εδ. Δ πλην όμως η απαγόρευση            αυτή ανατρέχει στο παρελθόν και μάλιστα στο χρόνο ανακοίνωσης της απαλλοτρίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου.

Είναι σε όλους γνωστό ότι οι ανακοινώσεις κήρυξης απαλλοτριώσεων σε σχέση με την δημοσίευσή τους         στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεις απέχουν πάρα πολύ και στο ενδιάμεσο χρόνο η δέσμευση αξιοποίησης της ακίνητης περιουσία του πολίτη είναι πέρα για πάρα αντισυνταγματική. Μάλιστα θα μπορούσε αυτό νε ξεπεραστεί αν στην πραγματικότητα είχε εφαρμογή στην πράξη η διάταξη του άρθρου 3 παρ.5 εδ. 3 του Ν.2882/2001 που προβλέπει ελάχιστο χρόνο (ένα μήνα) και όχι μέγιστο μεταξύ ανακοίνωσης της απαλλοτρίωσης και δημοσίευσης της πράξης απαλλοτρίωσης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Αν η παραπάνω χρονική δέσμευση τηρούνταν κανονικά ασφαλώς και δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα.

Θα μπορούσε στο σημείο αυτό αν αναφερθούν πολλές αποφάσεις, κάτι που είναι γνωστό στις αρμόδιες υπηρεσίες των αρμοδίων Υπουργείων και είναι κάτι που πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης για να μην υπάρχει απόσταση χρονική και συνεχής δέσμευση της περιουσίας του πολίτη και έτσι παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 του Συντάγματος).

Η παραπάνω όμως προθεσμία δέσμευσης πρέπει να συνδυάζεται και με την ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων  για να περιορίζεται ο χρόνος  και να επιμηκύνεται μέχρι την κατάθεση της αίτησης για τον καθορισμό της αίτησης περί καθορισμού της προσωρινής τιμής μονάδος. Σε καμία όμως περίπτωση δεν πρέπει να απέχει από όσα ορίζονται στο άρθρο 13 παρ.2 του Ν.Δ. 797/1971, όπως παραπάνω αναλύεται.

2. Στη συντέλεση της απαλλοτρίωσης  αναφέρεται το άρθρο 7 του Ν.2882/2001 και επέρχεται με την καταβολή στον δικαιούχο της αποζημίωσης που προσδιορίστηκε προσωρινά η οριστικά ή με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση κατατέθηκε στο Τ.Π.Δ.

Στο σημείο αυτό όμως δεν τηρούνται οι προθεσμίες που προβλέπονται μεταξύ της έκδοσης της απόφασης της προσωρινής τιμής μονάδος και του καθορισμού στο Εφετείο για τον οριστικό προσδιορισμό και τίθεται το ερώτημα αν στην περίπτωση μεταξύ των δύο βαθμών υπάρχει δυσαναλογία στην αξία των ακινήτων, δηλαδή αν τα ποσά που καθορίζει το Εφετείο είναι κατά πολύ μεγαλύτερα του 50 %  της προσωρινής τιμής πότε θα θεωρείται συντελεσθείσα η απαλλοτρίωση. Η άποψή μας είναι ότι υπαρχούσης αυτής της διαφοράς να υπάρχει συντέλεση με την κατάθεση της οριστικής τιμής μονάδος, αφού προσδιορισθεί ταχύτατος χρόνος εκδίκασης  της υπόθεσης στο Εφετείο που δεν θα υπερβαίνει τους 4 μήνες από την έκδοση της απόφασης καθορισμού της προσωρινής τιμής μονάδος.

Η διάταξη όμως του άρθρου 11 παρ.3 του ίδιου νόμου ορίζει ότι η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεσθεί σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και σε περίπτωση απευθείας καθορισμού οριστικής αποζημίωσης από τη δημοσίευση της τελευταίας. Αυτό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο προϋποθέτει την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπει ο νόμος, γιατί έτσι αποφεύγονται καθυστερήσεις δεν υπάρχουν διαμαρτυρίες των πολιτών, οι οποίες σχεδόν πάντα είναι δικαιολογημένες .

Η προθεσμία αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης του ενάμισι έτους σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρονται μπορεί να παρατείνεται ακόμη ένα έτος με τις εξής προϋποθέσεις: α) Να υπογράφεται από τον δικαιούχο της αποζημίωσης υπεύθυνη δήλωση από τι αποδέχεται την καθορισθείσα τιμή και β) να κατατίθενται τα ποσά των ιδιοκτητών στο χρονικό αυτό διάστημα.  Εμφανίζεται πολλές φορές να γίνεται παρακατάθεση μετά από τρία η τέσσερα χρόνια και γεννάται το ερώτημα. Η πολιτεία γιατί παραβιάζει το Σύνταγμα που προστατεύει την ιδιοκτησία και ποτέ δεν ζήτησε ευθύνες για τις καθυστερήσεις και πρέπει για όλα αυτά να υφίσταται τη ζημία μόνο ο ίδιος.

3) Κατά την άποψή μας πρέπει να επανέλθει στο νόμο η καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 24 του Ν.Δ. 797/1971 που προέβλεπε την διαδικασία της κτηματογράφησης. Η ανάλογη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 8 του Ν. 2882/2001 είναι ελλιπής και αποτελεί μια από τις βασικές αδυναμίες του νόμου αυτού. Πρέπει όμως να συγκεκριμενοποιηθεί   για να αποφεύγονται δυσχέρειες και αμφισβητήσεις τόσο ως προς τις επιφάνειες των εκτάσεων όσο και από παραλείψεις που τυχόν θα υπάρχουν σε επικείμενα. Αυτό κατά την άποψή μας θα πρέπει να γίνει και να περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία: α) Οι αποτυπωμένες στο διάγραμμα εκτάσεις να είναι κλειστές, δηλαδή να εμφανίζουν τόσο την απαλλοτριωμένη έκταση όσο και η υπόλοιπη έκταση του ακινήτου που απομένει. β) Κατά τη σύνταξη του κτηματολογικού πίνακα να αποφαίνεται ο κτηματογράφος για το ποσοστό της αποζημίωσης για την εναπομένουσα έκταση, ανάλογα με το πώς τέμνεται το ακίνητο και το μέγεθος της επιφάνειας. γ) Επίσης να αποφαίνεται και για το τεκμήριο ωφέλειας για το οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Με τα παραπάνω θα αποφεύγονται καθυστερήσεις θα ειδοποιείται έγκαιρα ο ιδιοκτήτης να προσκομίζει  στοιχεία για τη συμπλήρωση του κτηματολογικού πίνακα και θα αποφεύγονται δικαστηριακές ενέργειες για τις παραλείψεις.

3) Θα πρέπει στην τροποποίηση του νόμου να προβλεφθεί και σχετική διάταξη για το τεκμήριο ωφέλειας. Η μέχρι τώρα πείρα έδηξε ότι είναι ένα ζήτημα που ταλανίζει τους πολίτες τα Δικαστήρια και οι αντικρουόμενες αποφάσεις που εκδίδονται περιπλέκουν το όλο θέμα και δεν το λύνουν. Μετά την ισχύ του άρθρου 33 του Ν.2971/2001  θεωρήθηκε το τεκμήριο της ωφέλειας «μαχητό» και προβλέπεται η διαδικασία που αυτό ορίζει. Είναι σε όλους όμως γνωστό ότι και η διάταξη αυτή θεωρήθηκε αντισυνταγματική από το Ε.Δ.Δ.Α  και αποφάνθηκε ότι πρέπει να αποφαίνεται το Δικαστήριο για το τεκμήριο ωφέλειας σε όλα τα στάδια εκδίκασης της υπόθεσης απαλλοτρίωσης από τα Δικαστήρια. Βέβαια οι αποφάσεις αυτές αποτελούν ουσιαστικό δεδικασμένο για τα Δικαστήρια της χώρας μας και πρέπει να εναρμονίζονται με αυτές. Η ταλαιπωρία που υφίσταται ο πολίτης είναι συνεχής. Τα όσα αναφέρονται παραπάνω για την κτηματογράφηση πιστεύομε ότι λύνει το θέμα για τους εξής λόγους: α) Θα αποτυπώνεται η έκταση του ακινήτου, β) θα προσδιορίζεται η έκταση που απομένει), γ) θα αποφαίνεται αν μειώνεται η αξία του υπολοίπου και ανάλογα με την επιφάνεια που απομένει να προσδιορίζεται το ποσοστό, δ) θα αποφαίνεται για το τεκμήριο της ωφέλεια και θα αποφεύγονται διαδικασίες δικαστικές επί πλέον.

Τα παραπάνω είναι στοιχεία ικανά να προσδιορίζουν με μεγαλύτερη   την αποζημίωση και να ικανοποιείται ο πολίτης θεωρώντας ότι τυγχάνει της προστασίας της συνταγματικής επιταγής για την καταβολή της «πλήρους» αποζημίωσης» .Δεν είναι δυνατόν να τέμνεται στη μέση ακίνητο και να υπολογίζεται ότι το ακίνητο ωφελείται και από τα δύο τμήματα. Όταν μάλιστα σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης  ακόμα και οι παράδρομοι πρέπει να είναι κλειστοί και επομένως δεν υπάρχει καμία πρόσβαση επικοινωνίας με το ακίνητό του. Τα παραπάνω δεν αποτελούν  δικαιολογίες γιατί η πράξη έδειξε ότι έκλεισαν βιομηχανίες και βιοτεχνίες με την κατασκευή εθνικών οδών και απέμειναν ιδιοκτησίες χωρίς πρόσβαση σε δρόμο.

4) Τέλος σε ότι έχει σχέση με την αυτοδίκαια άρση της απαλλοτρίωσης ο ιδιοκτήτης του ακινήτου να προβλεφθεί στο νόμο με μία απλή βεβαίωση από την αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση να μπορεί να διαγράφει την εγγραφή στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο του βάρους της απαλλοτρίωσης για να μπορεί να το διαχειρίζεται ελεύθερα. Να μη είναι υποχρεωμένος να προσφεύγει στο Διοικητικά Δικαστήρια για τη βεβαίωση της ανάκλησης και να δεσμεύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα η περιουσία του. Εξ άλλου η εγγραφή  της απόφασης της απαλλοτρίωσης είναι μια απλή διοικητική πράξη σαν τέτοια εγγράφεται και αφού από το νόμο με την παρέλευση των προθεσμιών ανακαλείται αυτοδίκαια από το νόμο ισομερώς και αυτός πρέπει να τυγχάνει της προστασίας της ιδιοκτησίας του για να τη διαθέτει όπως αυτός θέλει.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ.ΚΑΤΣΑΡΟΣ