ΑΝΤΙΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Δ.Σ.Λ στην Ολομέλεια για «επιτάχυνση της δίκης» (προς ΥπΔικ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ                       Λάρισα 21 Οκτωβρίου 2011
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ   Αριθμ. πρωτ. 528.
(Ν.Π.Δ.Δ.)
Ταχ. Δ/νση : Μέγαρο Δικηγόρων Λάρισας
Τ.θ. 1004 –   41 000 Λάρισα
Πληροφορίες :         Αντώνιος Δέλκος
Τηλέφωνο      :          2410532037
FAΧ              :          2410532042
E-mail           :        dslar@dslar.gr

Προς
Τον Πρόεδρο της Ολομέλειας
των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος
κ. Γιάννη Αδαμόπουλο.
ΑΘΗΝΑ

Κύριε Πρόεδρε

Ενόψει της αυριανής συνεδρίασης της Ολομέλειας με αντικείμενο μεταξύ των άλλων τις προτάσεις επ’ αυτών του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την επιτάχυνση της δίκης, σας παραθέτουμε τις προτάσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, προκειμένου μαζί με τις αναμενόμενες προτάσεις άλλων συλλόγων να διευκολύνουν τη σχετική συζήτηση που θα γίνει στο όργανο, για τη διαμόρφωση της θέσης του οργάνου.

1. Σχετικά με τη βελτίωση των υποδομών.

1.α. Καθιέρωση της σύνταξης των πρακτικών σε όλα τα δικαστήρια είτε ψηφιακά, είτε με μαγνητοφώνηση αυτών, με διατύπωση  και των ερωτήσεων  των παραγόντων τη δίκης επί των οποίων απαντά ο μάρτυρας.
Μηχανοργάνωση των Υποθηκοφυλακείων της χώρας. Δυνατότητα πρόσβασης σε όσα αρχεία έχουν μέχρι σήμερα ψηφιοποιηθεί, πλην όμως δεν τίθενται σε χρήση, επειδή εκκρεμεί απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την κοστολόγηση των υπηρεσιών.Μια νέα αρχή θα μπορούσε να γίνει με δυνατότητα πρόσβασης στην τράπεζα πληροφοριών των υπηρεσιών του ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ.
1.β. Μηχανοργάνωση ΟΛΩΝ των υπηρεσιών των δικαστηρίων.
1.γ. Πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού για την επάνδρωση των υπηρεσιών των δικαστηρίων, είτε  με επιμόρφωση του υπηρετούντος προσωπικού.
1.δ. Ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, δυνατότητα παρακολούθησης της πορείας της πολιτικής και ποινικής δίκης, στο πρότυπο της διοικητικής δίκης που καθιέρωσε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Λάρισας.

2. Εξοικονόμηση χρημάτων για τη βελτίωση των κάθε είδους υποδομών κτιριακών κλπ, είτε με αξιοποίηση των πόρων του ΤΑΧΔΙΚ προς εκπλήρωση των σκοπών του, είτε από το ποσοστό του 92%, με το οποίο προσαυξάνεται η μετατροπή των ποινών.

3. Σχετικά με την αναμόρφωση του Κώδικα περί Δικηγόρων.
Αξιοποίηση και επικαιροποίηση της εργασίας της Επιτροπής που συνέταξε προσχέδιο του ΚΩΔΙΚΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ήδη από τον  Μάιο του 2003 και προσαρμογή των διατάξεων αυτού στα νέα δεδομένα αναφορικά με τον κλάδο μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

Α.                    ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Μόλις πρόσφατα εκδόθηκε και ισχύει ο νόμος 3994/25-7-2011 «για τον εξορθολογισμό και την βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» με τον οποίο επήλθαν εκτεταμένες τροποποιήσεις πολλών άρθρων του ΚΠολΔ, προς τον (κατά το νομοθέτη) σκοπό εξορθολογισμού και βελτίωσης της πολιτικής δικαιοσύνης αλλά και  επιτάχυνσης αυτής, αφού, ενδεικτικά, όσον αναφορά προθεσμίες, αναφέρονται τα άρθρα:

571 ΚΠολΔ στο οποίο ορίζεται προθεσμία οκτώ ημερών πριν την δικάσιμο για την κατάθεση από τον εισηγητή της έκθεσης στη γραμματεία του ΑΠ, 699παρ4 ΚΠολΔ στο οποίο αφενός μεν τίθεται προθεσμία 24 ωρών για κλήτευση των διαδίκων επί προσωρινής διαταγής και, επί χορήγησης αυτής, προθεσμία συζήτησης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων σε 30 μέρες, 943παρ3 πρώτο.εδάφιο ΚΠολΔ στο οποίο προβλέπονται 5 μέρες πριν τον πλειστηριασμό για την δημόσια κήρυξη (ενώ πριν την τροποποίηση ορίζονταν λιγότερες (3) μέρες).

Δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις ενός Κώδικα πρέπει να είναι αποτέλεσμα  ενεδελεχούς σφαιρικής νομοπαρασκευαστικής μελέτης, φαίνεται όλως περίεργο πως το Υπουργείο Δικαιοσύνης πριν καν περάσουν 3 μήνες από την ψήφιση του τελευταίου νόμου επανέρχεται και επισπεύδει για νέες τροποποιήσεις του ίδιου κώδικα με τον ίδιο σκοπό των τελευταίων πρόσφατων τοιούτων, πράγμα που δείχνει ή προχειρότητα ή επιδίωξη άλλων σκοπών με τις προτεινόμενες νέες..

Εκ πρώτης όψεως, οι προτεινόμενες από το Υπουργείο τροποποιήσεις ελάχιστα έως διόλου σκοπούν στην επιτάχυνση της πολιτικής δίκης αφού είναι όλως επουσιώδεις αλλά και δεν επιφέρουν επιτάχυνση, μήτε επηρεάζουν θετικά αυτήν, καθ όσον, ενδεικτικά:

—η δημοσίευση της διαθήκης και η εγγραφή συναινετικής προσημείωσης δεν συνεπάγονται διόλου επιβράδυνση

—η κατάργηση της προ εικοσαημέρου κατάθεσης προτάσεων ωσαύτως δεν επιφέρει επιτάχυνση αφού η εν λόγω προθεσμία προηγείται της δικασίμου.

Η σκοπούμενη αποσυμφόρηση των δικαστηρίων κείται σαφώς εκτός Συντάγματος αλλά και της έννοιας της Δικαιοσύνης, αφού η τελευταία αποτελεί συνταγματική πεμπτουσία της δικαστικής εξουσίας, των οργάνων αυτής και των δικαστηρίων και ΟΧΙ ιδιωτικών υποκατάστατων.

Συνεπώς η επίκληση λόγων επιτάχυνσης της πολιτικής δίκης για τις προτεινόμενες ρυθμίσεις φαίνεται άκρως προσχηματική, ενώ ουσιαστικά στοχεύει στην αντιθεσμική αποδικαστηριοποίηση προς ικανοποίηση άλλων συμφερόντων και στην όλως αδικαιολόγητη εξανέμιση της δικηγορικής ύλης και την συρρίκνωση του δικηγορικού επαγγέλματος (όσον αναφορά τον πληθωρισμό των δικηγόρων τούτο αποτελεί πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί  στην πηγή του και έχει να κάνει πρωτίστως με τους εισαγόμενους στις νομικές σχολές, την ειδικότερη λειτουργία αυτών και άλλα θέματα δομής) προβάλλεται δε (η επιτάχυνση) προς συγκεκαλυμμένη προώθηση άλλων  επιδιωκόμενων σκοπών.

Β.                     ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ

1.         Σχετικά με την ενίσχυση του θεσμού της δικαστικής διαμεσολάβησης Καίτοι δεν αποσαφηνίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο αυτής, στον ΚΠολΔ όπως αυτός ισχύει σήμερα, υφίστανται αρκετά άρθρα που προβλέπουν την συμβιβαστική επίλυση των διαφορών όπως το 208 κ.ε,  214 A, 233παρ2 (όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον ν 3994/2011),  293, 681Γπαρ2,   τα οποία ικανοποιούν επαρκέστατα και πλήρως την δυνατότητα του συμβιβασμού με την δικαστική διαμεσολάβηση (πλέον και του ν.3898/2010 που προβλέπει την διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις).

Άρα η προτεινόμενη τροποποίηση είναι όλως περιττή

2.        Σχετικά με την μεταφορά δικαστηριακής ύλης

Α)         Καταρχήν πρέπει να αντιδιασταλεί η μεταβολή αρμοδιότητας των δικαστηρίων για ορισμένες υποθέσεις από την μεταφορά δικαστηριακής ύλης σε εξωδικαστηριακά όργανα. Εάν μεν κριθεί αναγκαία η μεταβολή της αρμοδιότητας των προς εξωδικαστηριοποίηση  υποθέσεων, δηλαδή από το Μονομελές Πρωτοδικείο στο Ειρηνοδικείο θα πρέπει να λάβει υπ΄όψει το Υπουργείο τη διευρυνθείσα ήδη αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου με την αύξηση του ποσού της καθ΄ ύλην αρμοδιότητάς του αλλά και με την υπαγωγή σε αυτά των διαφορών σχετικά με τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Αν δε συνεκτιμηθεί και ο αριθμός των ειρηνοδικών καθίσταται προφανές ότι η εν λόγω προτεινόμενη ρύθμιση μάλλον επιβράδυνση και δυσχέρεια στην απονομή δικαιοσύνης θα προκαλέσει παρά επιτάχυνση.

Β)         Η πρόθεση του Υπουργείου για «μεταφορά» υποθέσεων στους συμβολαιογράφους είναι έκδηλα απαράδεκτη διότι :

(i)   αντίκειται σε θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ ενώ παράλληλα φαλκιδεύει και ευνουχίζει το δικαίωμα του πολίτη για προσφυγή στη δικαιοσύνη ως  αυτόνομη και ανεξάρτητη εξουσία.
(ii)        συνιστά ανεπίτρεπτη, αδιανόητη και εξωθεσμική μεταφορά και εκτροπή της δικαστικής εξουσίας σε ιδιωτικά όργανα και υποβαθμίζει αδιαμφισβήτητα την ποιότητα της δικαιοσύνης σε βάρος του συνταγματικού δικαιώματος των πολιτών περί παροχής έννομης δικαστικής προστασίας,
(iii)      καταργεί άνευ λόγου και αιτίας διαχρονικά παγιωμένους και πετυχημένους δικαιοδοτικούς και δικονομικούς θεσμούς, μεταφέροντας αυθεντική δικαστηριακή ύλη σε πρόσωπα και επιτροπές που ΔΕΝ έχουν την συνταγματική νομιμοποίηση να εκτελούν δικαιοδοτικό έργο και παραμερίζοντας τον φυσικό δικαστή  καθόσον :
α)         η διαδικασία  δημοσίευσης διαθήκης μπορεί να μην έχει αντικείμενο διαγνωστικό ή διαπλαστικό, αλλά το δικαστήριο πιστοποιεί το κείμενο και τα ορατά εξωτερικά ελαττώματα της διαθήκης, συντάσσοντας σχετικό πρακτικό. Κατά δε την δημοσίευση μυστικής διαθήκης εξετάζεται και βεβαιώνεται από το δικαστήριο, ενώ παρίσταται και ο συμβολαιογράφος, ότι οι σφραγίδες είναι άθικτες, προς τούτο δε μπορεί να παραστεί και όποιος έχει έννομο συμφέρον και να τις εξετάσει αφού το ζητήσει, το δε δικαστήριο μπορεί πριν από την αποσφράγιση να εξετάσει μάρτυρες που συνέπραξαν στην κατάρτιση της διαθήκης διατάσσοντας μάλιστα και την κλήτευσή τους  (1770ΑΚ).
Καθίσταται, λοιπόν, έκδηλο ότι μπορεί μεν η δημοσίευση διαθήκης να αποτελεί άσκηση μη γνήσιας δικαιοδοσίας στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας αλλά σαφέστατα συνιστά δικαιοδοτική υπό ευρεία έννοια υπόθεση, η οποία σε καμία περίπτωση ΔΕΝ μπορεί να διενεργηθεί από εξωδικαστηριακά όργανα.
β)         Όσον αναφορά δε την κήρυξη διαθήκης ως κυρίας δεν γενάται καμία αμφιβολία ότι η σχετική δίκη αποτελεί γνήσια της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία αναπτύσσει διαπλαστική ενέργεια, δηλαδή δημιουργία μαχητού τεκμηρίου γνησιότητας μετά από πενταετία εφόσον το διάστημα αυτό δεν αμφισβητηθεί, επιπρόσθετα δε στην εν λόγω δίκη μπορούν να ασκήσουν αυτοβούλως αυτοτελή παρέμβαση και τρίτα πρόσωπα και να ζητήσουν την απόρριψη της σχετικής αίτησης.
Συνεπώς ούτε κατά διάνοια η εν λόγω υπόθεση ΔΕΝ μπορεί να μεταφερθεί σε εξωδικαστικά όργανα, καθ όσον αλλιώς εξοβελίζεται πρωτίστως και πασιφανώς το συνταγματικό δικαίωμα του πολίτη για δικαστική .προστασία.
γ)         Τα ίδια ως άνω ισχύουν και για την έκδοση κληρονομητηρίου, δεδομένου ότι η σχετική απόφαση δημιουργεί δέσμευση η οποία έχει ομοιότητα και αντιστοιχεί προς το ουσιαστικό δεδικασμένο, η δε παραγόμενη συνέπεια από το κληρονομητήριο ισχύει έναντι όλων. Κατά συνέπεια ενόψει της αδιαμφισβήτητης δικαιοδοτικής υφής της εν λόγω υπόθεσης  δεν είναι νοητή η μεταφορά αυτής σε εξωδικαστικά όργανα διότι αλλιώς συνιστά τούτο έκδηλη συνταγματική εκτροπή .
δ)         Επίσης ως προς την εγγραφή προσημείωσης (προφανώς εννοείται η συναινετική) πρέπει να λεχθεί ότι η διαδικασία αυτής δεν δημιουργεί επιβράδυνση στην απονομή δικαιοσύνης και πρέπει να συνεχίσει να τελεί υπό τα εχέγγυα της δικαιοδοτικής κρίσης, καθ όσον:

—        Η συναινετική προσημείωση εντάσσεται στη δομή της πολιτικής δίκης στην οποία σε πάρα πολλές διατάξεις, ακόμη και στο επίπεδο της τακτικής δίκης, ο νομοθέτης όχι μόνο ανέχεται αλλά και θετικά  ενθαρρύνει τη χωρίς αντιδικία διεξαγωγή της, την οποία πολλές φορές μάλιστα αξιώνει. Μάλιστα δε παρά το  συναινετικό χαρακτήρα της το δικαστήριο ερευνά και κύρια διαδικαστικά ζητήματα όπως είναι η έννοια του κατεπείγοντος και η δικονομική αξιολόγηση της συναίνεσης του δανειστή. Μάλιστα δε το κατεπείγον εκφεύγει της εξουσίας διάθεσης των διαδίκων και ερευνάται πάντα αυτεπάγγελτα, ως προς δε την δικονομική αξιολόγηση της συναίνεσης υποστηρίχθηκαν νομολογιακά και θεωρητικά οι απόψεις τόσον της ομολογίας, όσον και της αποδοχής της αίτησης με όλες τις εκ τούτου δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες.

Επίσης, ενόψει του ότι μπορεί μία συναινετική προσημείωση να είναι εικονική και καταδολιευτική κάθε τρίτος δανειστής ή άλλος έχων έννομο συμφέρον  μπορεί αφ ενός μεν να παρέμβει στη συναινετική δίκη (εάν λάβει εγκαίρως γνώση αυτής), αφ ετέρου δε να ασκήσει αίτηση ανάκλησης της διατάσσουσας τη συναινετική προσημείωση απόφασης. Εάν λοιπόν, η συναινετική προσημείωση, που κατά τα παραπάνω χρήζει αναμφίβολα δικαιοδοτικού ελέγχου ή σε κάθε περίπτωση δικαιοδοτικής επανάκρισης (μέσω της ανάκλησης), εκφύγει της εξουσίας των δικαστηρίων και υπαχθεί στην αρμοδιότητα των συμβολαιογράφων ως δήθεν απλή δικαιοπραξία των διαδίκων-συμβαλλομένων τότε ΔΕΝ θα είναι δυνατή η ανάκληση της συναινετικής προσημείωσης με ανάκληση της σχετικής απόφασης κατά τη σύντομη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά  θα χρειάζεται να παρεμβληθεί για την αποδυνάμωσή της ο χρονοβόρος πολυδάπανος και περίπλοκος θεσμός της αγωγής καταδολίευσης (939 ΑΚ), αφού στην περίπτωση αυτή η συναινετική προσημείωση εξομοιώνεται απλά με δικαιοπραξία και είναι πρόδηλο ότι προσβάλλεται μόνο με την αγωγή διάρρηξης.

Καθίσταται συνεπώς αυτόδηλο ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση η συναινετική προσημείωση να εκφύγει της δικαστικής εξουσίας, έστω και αν εμφανίζει δικαιοπρακτική σύμπτωση της βούλησης των διαδίκων αφού τέτοια στοιχεία συναίνεσης εμφανίζονται σε πλείστες όσες δικονομικές περιπτώσεις.
Συναφώς ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ για την επιτάχυνση όπως και η εξάλειψη της υποθήκης (τουλάχιστον η συναινετική) γίνεται κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (κατά τροποποίηση των σχετικών άρθρων του ΑΚ και ΚΠολΔ)  και όχι με την χρονοβόρα τακτική διαδικασία .
Επίσης ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ για τον ίδιο ως άνω λόγο όπως κατά την διαδικασία του 1019 ΚΠολΔ (ανατροπή κατάσχεση λόγω παρόδου χρόνου) γίνεται και η εξάλειψη της κατάσχεσης λόγω εξόφλησης της απαίτησης.

3.         Ασφαλιστικά μέτρα.
Οπως προαναφέρθηκε στις γενικές παρατηρήσεις, η ρύθμιση του 691παρ 4 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει σήμερα, θεωρείται αρκούντως ικανοποιητική και διασφαλιστική.
Επίσης ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ να τροποποιηθεί η άνω υφισταμένη παρ 4 εδ.4 του άρθρου 691 ΚΠολΔ ώστε να μην καταργείται αυτοδίκαια η προσωρινή διαταγή, εάν η αίτηση ασφ.μέτρων δεν συζητηθεί εντός τριάντα ημερών αλλά να υπάρχει η δικαστική δυνατότητα διατήρησής της (ή και άρσης της), καθόσον με τη διατήρηση έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι επιλύονται πολλές υποθέσεις ακόμη και εξωδιαδικαστικά και συμβιβαστικά.
Η προτεινόμενη υποχρέωσης έκδοσης της απόφασης  ασφ.μέτρων εντός 48 ωρών  είναι επικίνδυνη για την ορθότητά της, η δε υποχρέωση ταχύτατης έκδοσης απόφασης κατά την εν λόγω διαδικασία κατά την  οποία δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων, λειτουργεί αδιαμφισβήτητα σε βάρος της ορθοκρισίας και ενδεχόμενα ζημιογόνα σε βάρος των συμφερόντων των διαδίκων που πλείστες φορές είναι σοβαρότατα.

4.         Διαζύγια.

Οσον αφορά τα συναινετικά διαζύγια πρέπει να λεχθεί ότι αυτά στηρίζονται στις συνταγματικές αρχές για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (5παρ1 Σ ) και για την προστασία του γάμου και της οικογένειας (21παρ1 Σ ), η δε νομική τους φύση  είναι κατά την κρατούσα άποψη σύνθετη πράξη  συντιθέμενη από το δικαιοπρακτικό στοιχείο που υπάρχει στην συμφωνία των μερών και  από το δικονομικό στοιχείο της δικαστικής απόφασης, η οποία ελέγχει τους απαιτούμενους προηγούμενους όρους του συναινετικού διαυγίου με τα εχέγγυα της δικαιοδοτικής κρίσης, στοιχεία τα οποία ΔΕΝ μπορεί να ελέγξει και διασφαλίσει εξωδικαστικό όργανο, διότι αλλιώς επέρχεται καταφανέστατη συνταγματική παραβίαση.

Δεδομένου δε ότι η συναινετική λύση του γάμου απαιτεί την διαμεσολάβηση ενός ικανού διαστήματος περίσκεψης των συζύγων και ώριμης, ψύχραιμης  και όχι εν θερμώ επανάκρισης της βούλησης-απόφασής τους για λύση του γάμου, ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ όχι η κατάργηση της δεύτερης συζήτησης, αλλά η σύντμηση του διαμεσολαβούντος διαστήματος από 6 σε 3 ή 4 μήνες.

5.         Διαταγή πληρωμής

Όσον αναφορά τη διαταγή πληρωμής και τα συναφή θέματα,  η προτεινόμενη ρύθμιση αφενός μεν παραβλέπει την  τεχνική και λεπτομερειακή υφή των νομικών ζητημάτων που συνδέονται με την έκδοσή της, αφετέρου δε είναι αντισυνταγματική διότι προσκρούει στην δικαιοδοτική μορφή των εν λόγω υποθέσεων, καθώς και αν ακόμη οι δ/γες πληρωμής δεν έχουν διαγνωστικό χαρακτήρα, συνιστούν οπωσδήποτε άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας

(βλ. άρθρο 627 ΚΠολΔ που ορίζει ότι ο δικαστής αποφασίζει το ταχύτερο σχετικά με την αίτηση, χωρίς να καλέσει τον οφειλέτη, έχει όμως το δικαίωμα

α) να καλεί τον αιτούντα για να του δώσει εξηγήσεις σχετικά με την αίτηση,

β) να υποδείξει στον αιτούντα τις αναγκαίες συμπληρώσεις ή διορθώσεις της αίτησης, γ) αν ο αιτών επικαλείται ιδιωτικά έγγραφα, να ζητεί βεβαίωση της υπογραφής από συμβολαιογράφο ή μάρτυρες που εξετάζονται ενώπιόν του) και αδιαφόρως του αν αναφέρονται στο 904ΚΠολΔ ως εκτελεστοί κύκλοι, κατ’ουσίαν εξομοιώνονται λειτουργικά με τις δικαστικές αποφάσεις, επιπρόσθετα δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της κατά το άρθρο 20 Σ δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1859/2009,ΕΣ 226/2010….) Αλλωστε, με βάση τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και τη διάταξη του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) που καθιερώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας  περιλαμβάνει ως μερικότερα δικονομικά συνταγματικά δικαιώματα: α) το δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια για έκδοση απόφασης στην ουσίας της υπόθεσης, β) το δικαίωμα για λήψη ασφαλιστικών μέτρων και γ) το δικαίωμα για αναγκαστική εκτέλεση των (καταψηφιστικών) δικαστικών αποφάσεων. Ωσαύτως, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, ορίζει στο άρθρο 2 παρ.3, ότι: « Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν

Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεσή του μια πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητά τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική αρχή θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και να προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή» και στο άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α΄, ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από δικαστήριο. το οποίο θα αποφασίσει και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα.»

Από τις ανωτέρω διατάξεις και ενόψει των προπαρατιθέμενων άρθρων 2 παρ.3 και 14 παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τα οποία δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ θεμελιώνοντας  δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους, επιπροσθέτως δε εγγυώνται την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, καθώς και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάστηκε από αυτό, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της, συνάγεται ότι και οι διαταγές πληρωμής ανήκουν στη δικαιοδοτική εξουσία των δικαστηρίων, και δημιουργούν υποχρέωση ακόμη και της Διοίκησης αλλά και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τα οποία ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο, να συμμορφώνονται προς αυτές και να υπόκεινται σε εκτέλεση αυτών.

Η δε προτεινόμενη περιαφή εκτελεστηρίου τύπου των αξιογράφων, πέραν του ότι δεν προσδιορίζει κατ αρχήν ποίος θα τελεί την περιαφή, είναι έκδηλα αντισυνταγματική, αφού τέτοια μπορεί να γίνει μόνο επί εκτελεστηρίων τίτλων, με την εκτέλεση των οποίων υλοποιείται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, κατά τα άνω

(βλ. συναφώς για αντισυνταγματικότητα εκτέλεσης απαιτήσεων της ΑΤΕ βάσει του άρθρου  13 του ν. 43329/1929 και σοβαρές αμφισβητήσεις του ιδίου θέματος ως προς το νδ 17.7/13.8.1923 περί ειδικών δ/ξεων επί ΑΕ) Και ΟΧΙ επί ιδιωτικών εγγράφων αβέβαιης γνησιότητας, δίχως την αξιολόγηση τούτων από τα εχέγγυα της δικαστικής εξουσίας..

Συνεπώς ΔΕΝ είναι συνταγματικά δυνατό και επιτρεπτό να εκφύγουν της δικαιοδοτικής κρίσης του φυσικού δικαστή.οι δ/γές πληρωμής.

6.         Ειδικές διαδικασίες

Χρειάζεται ορθολογιστική ενοποίηση των προθεσμιών των ειδικών διαδικασιών, ώστε να υπάρχει σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου.
Συναφώς ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ  όπως η ενοποίηση περιλαμβάνει και τις αντίστοιχες προθεσμίες των διαδικαστικών ενεργειών και ενδίκων μέσων κατά και υπέρ του Δημοσίου, για τον ίδιο ως άνω λόγο αλλά και κατ εφαρμογή της αρχής της ισότητας των διαδίκων (άλλωστε νομολογιακά έχει κριθεί ότι η ευρύτερη και ευνοικότερη ρύθμιση των προθεσμιών υπέρ του δημοσίου ή των νπδδ είναι ανίσχυρη)

7.         Σύσταση σωματείου

Ως προς τα σωματεία ισχύουν ακριβώς τα ίδια ως άνω, ήτοι η δικαιοδοτική κρίση του δικαστηρίου και ο υπ αυτού έλεγχος των απαιτούμενων προυποθέσεων για τη δικαστική (και όχι διοικητική) αναγνώρισή του και εγγραφή του στα οικεία βιβλία με δικαίωμα παρέμβασης κάθε έχοντος έννομο συμφέρον και έφεσης κατά της απόφασης, βοηθήματα τα οποία θα εκλείψουν αντικειμενικά αν η απόφαση αντικατασταθεί με δ/γή του δικαστή, που υποβαθμίζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη έννομη δικαστική προστασία. Η προτεινόμενη τριτανακοπή έκδηλα θα επιφέρει επιβράδυνση και πολυπλοκότητα, αφού θα ασκείται μετά την αναγνώριση, ενώ με το υφιστάμενο καθεστώς, σε περιπτώσεις διωκόμενης αναγνώρισης ομοίου σωματείου ή αντικειμένου στα χρηστά ήθη, το νόμο κλπ παρέχεται, κατά την αρχική δικάσιμο, δικαίωμα παρέμβασης ώστε, κατά συνεκδίκαση αυτής με την αίτηση, να κρίνεται ενιαία η διωκόμενη αναγνώριση του σωματείου και να αποτρέπεται η δημιουργία ανεπιθύμητων καταστάσεων, που θα χρήζουν νέας μεταγενέστερης διαδικασίας.

8.         Μισθωτικές διαφορές
Ως προς την έκδοση δ/γής απόδοσης μισθίου δεν κατανοείται η προτεινόμενη ρύθμιση, αφού καλύπτεται από την υπάρχουσα του ΚΠολΔ.
Αντίθετα, για ταχύτερη παροχή δικαστικής προστασίας ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ η επέκταση της υπάρχουσας ρύθμισης περί διαταγής απόδοσης του μισθίου (προς αποφυγή νομολογιακών αντιθέσεων) και λόγω λήξης των ορισμένου χρόνου μισθώσεων, ως και επί λύσης της μίσθωσης λόγω καταγγελίας συνεπεία μη καταβολής μισθωμάτων (597 ΑΚ).

9.         Αναγκαστική εκτέλεση
Ελλείψει ειδικότερης αναφοράς της προτεινόμενης αναθεώρησης δεν είναι δυνατή η έκφραση κριτικής.

10.       Διαδικασία πολυμελών πρωτοδικείων
Αποκρούεται η εξέταση μαρτύρων ενώπιον εισηγητή και δη σε προθεσμία 15 ημερών γιατί αφ ενός μεν διασπάται προθεσμιακά η υπόθεση και χαλαρώνει η ουσιαστική συνοχή της υπόθεσης, αφ ετέρου δε εφόσον πρόκειται περί πολυμελών δικασητρίων επιβάλλεται όπως μορφώνουν άποψη όλα τα μέλη αυτού.
Ισως η ουσιαστική παρεμβολή και συνεργασία του Εισηγητή με τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων πρέπει να γίνεται στο πριν τη συζήτηση διάστημα, προς ορθοτόμηση της υπόθεσης.
Στην παρούσα φάση ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ η σύντμηση της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων από 20 μέρες σε 8 ή 10 μέρες πριν την δικάσιμο (για τις προτάσεις) και σε 3 ή 5 μέρες για την προσθήκη  – αντίκρουση, ώστε να υπάρχει συνολικά για όλα τα εμπλεκόμενα διάδικα μέρη (Δικαστήριο και διαδίκους) μικρό παρεμβαλλόμενο διάστημα και ουσιαστική συνεκτικότητα  μελέτης  και ενασχόλησης με την υπόθεση.

11.       Αναιρετική διαδικασία
Αποκρούεται η μείωση των λόγων αναίρεσης διότι οδηγεί σε μείωση της δικαστικής προστασίας των διαδίκων.
Επίσης δεν δικαιολογείται η προτεινόμενη μείωση της προθεσμίας κατάθεσης της εισήγησης (που ήδη είναι 8 μέρες), δεδομένου ότι, ως γνωστό, τις αναιρέσεις χειρίζονται και δικηγόροι από όλη την Ελλάδα  και απαιτείται σαφέστατα στοιχειωδώς επαρκής χρόνος για λήψη και γνώση της εν λόγω εισήγησης, προς καλλίτερη και επαρκή προετοιμασία τους.
Πάντως εάν τυχόν επέλθει μείωση του χρόνου κατάθεσης της εισήγησης θα πρέπει να επέλθει αντίστοιχη μείωση και της 20ημερης προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων των διαδίκων (570 ΚΠολΔ) ώστε να υπάρχει συνολικά, για όλα τα εμπλεκόμενα διάδικα μέρη (Δικαστήριο και διαδίκους) μικρό παρεμβαλλόμενο διάστημα και ουσιαστική συνεκτικότητα  μελέτης  και ενασχόλησης με την υπόθεση.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
1). Αρχειοθέτηση μηνύσεων από τον εισαγγελέα.
Κατάργηση της υποχρέωσης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για αιτιολόγηση των διατάξεων για αρχειοθέτηση, με παράλληλη δυνατότητα προσφυγής στον Εισαγγελέα Εφετών με αυξημένο παράβολο.
Η αιτιολόγηση όλων των αποφάσεων των δικαστηρίων, των βουλευμάτων των συμβουλίων και των διατάξεων του ανακριτή και του εισαγγελέα προβλέπεται από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 του ΚΠΔ. Με τις προτεινόμενες διατάξεις καθίσταται ανέλεγκτος ο δικαστής, ο ανακριτής και ο εισαγγελέας, με την έκδοση αναιτιολόγητων αποφάσεων και διατάξεων, διότι μόνον με την αιτιολόγηση της κρίσης τους διασφαλίζεται ο πολίτης από την καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματός των.
Με το αυξημένο παράβολο στην άσκηση της προσφυγής η απονομή της δικαιοσύνης, από κοινωνικό αγαθό, μετατρέπεται σε προνόμιο των πλουσίων, διότι το παράβολο εάν γίνει ιδιαίτερα μεγάλο, σε συνδυασμό με τη συνεχή μείωση των μισθών και των συντάξεων σε επίπεδο 300-1000 ευρώ για τους πολλούς, ελάχιστοι θα είναι εκείνοι οι οποίοι θα μπορούν να πληρώνουν ένα δικηγόρο και ένα «αυξημένο παράβολο» για να βρουν εν μέρει το δίκαιό τους, αφού και αν ακόμη ευδοκιμήσει η προσφυγή θα πετύχουν μόνον την άσκηση της ποινικής δίωξης, δηλαδή βρισκόμαστε ακόμη στο στάδιο έρευνας των «ενδείξεων». Κακώς χρησιμοποιείται ο τίτλος προτάσεις για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης, αλλά θα έπρεπε να δοθεί ο τίτλος εισπρακτικά μέτρα από την απονομή της δικαιοσύνης.

2). Ανώνυμες αναφορές.
Δυνατότητα αρχειοθέτησης των ανώνυμων αναφορών. Εάν αφορούν αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα, αυτές θα τίθενται στην κρίση του Εισαγγελέα εφετών.
Το εν λόγω μέτρο κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση και μας βρίσκει σύμφωνους, διότι με τον τρόπο αυτό, ένα μέρος των προκαταρκτικών εξετάσεων που διενεργείται οφείλεται σε δικομανείς και προβληματικούς ανθρώπους, που καλύπτονται πίσω από την ανωνυμία. Έτσι κερδίζεται πολύτιμος χρόνος για τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών και τους γραμματείς της εισαγγελίας, τον οποίο αφιερώνουν με τις παραγγελίες για προκαταρκτική εξέταση, καθώς επίσης για τους δικαστές και τους γραμματείς των πταισματοδικείων και των ειρηνοδικείων που καλούν και εξετάζουν μάρτυρες, για να εξιχνιάσουν τις περισσότερες φορές ανύπαρκτά εγκλήματα.

3). Αυτεπαγγέλτως και κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα. Αποποινικοποίηση ήσσονος σημασίας αδικημάτων.
Αποποινικοποίηση των πταισμάτων του Ποινικού Κώδικα.
Αποποινικοποίηση ορισμένων εγκλημάτων ειδικών ποινικών νόμων, με βαθμό απαξίας που δεν άπτεται του κοινωνικού συνόλου σε συνδυασμό με αναβάθμιση των χρηματικών ποινών, καθώς και μετατροπή σε κατ’ έγκληση ορισμένων αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων με βαθμό απαξίας που δεν άπτεται του κοινωνικού συνόλου (ψευδής καταμήνυση, ορισμένες μορφές απάτης 386 Α [απάτη με υπολογιστή] και 388 ΠΚ [απάτη σχετικά με τις ασφάλειες κ.λ.π.].
Η αποποινικοποίηση πολλών «ψευδοεκλημάτων» τα οποία ανήκουν στο χώρο του διοικητικού δικαίου αποτελούσε χρόνιο αίτημά μας. Καθώς επίσης η αύξηση των εγκλημάτων που να διώκονται κατ’ έγκληση, διότι έτσι πράγματι θα αποσυμφορηθούν τα ποινικά δικαστήρια από το μεγάλο φόρτο εργασίας που έχουν.

4). Προκαταρκτική εξέταση.
Κατάργηση της υποχρεωτικότητας της προκαταρκτικής εξέτασης.
Συντόμευση διάρκειας προκαταρκτικής εξέτασης. Να προσδιορισθούν γεωγραφικά κριτήρια (π.χ. Εφετειακή περιφέρεια) για την ποκαταρκτική εξέταση, ώστε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις από τη μεταφορά της δικογραφίας, ώστε να υπάρχουν καθυστερήσεις από τη μεταφορά της δικογραφίας από πταισματοδικείο σε πταισματοδικείο.
Ο ανακριτής δεν επαναλαμβάνει ανακριτικές πράξεις που έχουν γίνει κατά την προανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση, εκτός εάν δεν έγιναν νομότυπα ή εξαιρετικά, εάν χρειάζονται ειδική συμπλήρωση.

Για την κατάργηση της υποχρεωτικότητας της προκαταρκτικής εξέτασης δεν συμφωνούμε, διότι η προκαταρκτική εξέταση κρίθηκε πετυχημένο στάδιο της προδικασίας γι’ αυτό αποτελούσε και χρόνιο αίτημά μας, διότι από την εφαρμογή του μέτρου αυτού δεν προσδίδεται πλέον άμεσα η ιδιότητα του κατηγορουμένου σε κάθε καταγγελία, αναφορά ή μήνυση, που ο κάθε ανεύθυνος ή δικομανής κατέθετε, με αποτέλεσμα να στιγματίζεται ένα άτομο μέχρι να αθωωθεί. Στη συντόμευση συμφωνούμε, φοβούμαστε όμως ότι στην προσπάθεια των εισαγγελέων και των ανακριτών να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις σε πολύ σύντομο χρόνο, αυτό θα αποβαίνει σε βάρος της σωστής έρευνας και κατ’ επέκταση σε βάρος της ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας, που αποτελεί καθήκον των δικαστηρίων για τη σωστή απονομή της δικαιοσύνης. Όσο για την εφετειακή περιφέρεια, διατηρούμε επιφυλάξεις, διότι τι θα συμβαίνει λ.χ. όταν θα χρειάζεται η μετακίνηση μαρτύρων από τη Ζαγορά του Πηλίου στα Τρίκαλα ή την Καλαμπάκα ή το Μουζάκι Καρδίτσας ή όπου αλλού θα διενεργείται η προκαταρκτική εξέταση, όταν για να φθάσει εκεί θα χρειάζεται να αλλάξει τρία και τέσσερα συγκοινωνιακά μέσα και ίσως χρειάζεται και διανυκτέρευση. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το χάσιμο πολύτιμου χρόνου αλλά και μια σοβαρή οικονομική δαπάνη, όταν στην εποχή μας ελάχιστοι θα έχουν αυτή τη δυνατότητα. Άλλωστε, όλα πρέπει να γίνονται για την εξυπηρέτηση του πολίτη και όχι για να του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Όσο για τη μη επανάληψη ανακριτικών πράξεων για τις οποίες έγινε προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, θα πρέπει να επαφίεται στην κρίση του εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση ο οποίος να τελεί υπό τον έλεγχο του εισαγγελέα εφετών, διότι στα πολύ σοβαρά κακουργήματα, πολλές φορές η κύρια ανάκριση ανεξάρτητα αν προηγήθηκε προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κρίνεται απολύτως αναγκαία.

5). Πρόσληψη ειδικών συμβούλων.
Σε υποθέσεις το αντικείμενο των οποίων απαιτεί ειδικές γνώσεις, ο ανακριτής μπορεί να ζητήσει από τον εισαγγελέα εφετών, να ορισθούν ειδικοί επιστήμονες μεταξύ αυτών που υπηρετούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που θα τον βοηθήσουν για τη διερεύνηση της υπόθεσης.
Μελέτη για τη δημιουργία μητρώου Εμπειρογνωμόνων, με εξειδικευμένους επιστήμονες ανά κλάδο (μηχανικοί, οικονομολόγοι, δικηγόροι ιατροί κ.λ.π.), οι οποίοι θα ενισχύουν το ρόλο της ανάκρισης.
Σωστή κρίνεται η εν λόγω τροποποίηση, λόγω της πολυπλοκότητας και της ιδιαιτερότητας που παρατηρείται στις επιστήμες και τις τέχνες, εξ αιτίας της αλματώδους εξέλιξης των επιστημών και της τεχνολογίας.

6). Διαδικασία εμφάνισης κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου
Κατάργηση της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου, με παράλληλη κατάργηση της παρουσίας του Εισαγγελέα, όταν έχει υποβληθεί έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα. Δυνατότητα του κατηγορουμένου να λαμβάνει γνώση της πρότασης του Εισαγγελέα και αντίκρουσης με υπόμνημα.
Αυτή η παλινωδία σ’ ότι αφορά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του συμβουλίου, μας προβληματίζει ιδιαίτερα, διότι το μέτρο που προτείνεται δεν είναι θετικό ούτε προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, ούτε προς το συμφέρον των διαδίκων, αλλά εξυπηρετεί μόνον τη συντόμευση της εκδίκασης των υποθέσεων, αδιαφορώντας για τις πολλές αρνητικές συνέπειες. Αρχικά με τη διάταξη της παρ. 2 εδ. α΄, β΄ και γ΄ του άρθρου 309 του ΚΠΔ «Το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους ήταν υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιον του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Μπορούσε ακόμα να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης. Το συμβούλιο μπορούσε να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως». Στη συνέχεια με την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 309 που έγινε με το άρθρο 18 του ν. 3904/ 23-12-2010 δηλαδή πριν από 10 μήνες «Το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνιση του συνηγόρου του ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσει κάθε διευκρίνιση. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιστρέψει και την ενώπιόν του αιτούντος διαδίκου. Το συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως». Τώρα προτείνεται η κατάργηση γενικά της εμφάνισης του κατηγορουμένου στο συμβούλιο, καθώς και του εισαγγελέα όταν έχει υποβάλει έγγραφη πρότασή του. Για την περίπτωση του εισαγγελέα, όπως είχε εξελιχθεί στην πράξη δεν έχουμε αντίρρηση, έχουμε όμως έντονες αντιρρήσεις στην κατάργηση της εμφάνισης των διαδίκων.

7). Προϋποθέσεις προσωρινής κράτησης.
Επέκταση του θεσμού της προσωρινής κράτησης και στις περιπτώσεις εγκλημάτων κατ’ εξακολούθηση τελούμενων αλλά και σε περίπτωση ύπαρξης μεγάλου αριθμού παθόντων.
Πάγιο αίτημα όλων των δικηγόρων, όλων των εποχών, ήταν η κατάργηση της προσωρινής κράτησης και εν ανάγκη η διατήρησή της σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, διότι η προσωρινή κράτηση είχε εξελιχθεί σε προκαταβολή ποινής. Το αίτημα αυτό ύστερα από πολλούς αγώνες έγινε εν μέρει δεκτό με την εφαρμογή της προσωρινής κράτησης μόνο στα κακουργήματα και σε μια πλημμεληματική περίπτωση, «την ανθρωποκτονία από αμέλεια από αλλοδαπό, που θα έφευγε και δεν θα ερχόταν στο δικαστήριο να δικαστεί». Τώρα, ενώ η πολιτεία λαμβάνει σειρά μέτρων για την αποσυμφόρηση των φυλακών, αυτοαναιρείται επιχειρώντας να επεκτείνει την προσωρινή κράτηση και σε πολλά πλημμελήματα και να αυξήσει τον αριθμό των προσωρινά κρατουμένων. Είναι χιλιοειπωμένο ότι η προσωρινή κράτηση συνιστά μέτρο δικονομικού καταναγκασμού και προσβάλλει ευθέως το υπέρτατο αγαθό της προσωπικής ελευθερίας. Ωστόσο, εφαρμόζοντας τη συνταγματική αρχή της «αναλογικότητας», δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να επεκταθεί ξανά η προσωρινή κράτηση και σε πολλά πλημμελήματα.