Ενημερωτικό Δελτίο Δ.Σ.Λ. ενόψει εφαρμογής Ν. 3919/2011 «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Λάρισα 4 Ioυλίου 2011
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ Αριθμ. πρωτ. 331.
(Ν.Π.Δ.Δ.)


Ταχ. Δ/νση : ΜΕΓΑΡΟ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ
Τ.Θ. 1004 – 41 000 ΛΑΡΙΣΑ
Πληροφορίες : ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΔΕΛΚΟΣ
Τηλέφωνο : 2410532037
FAX : 2410532042
E-mail : dslar@dslar.gr
Προς
Όλες και όλους τους κ.κ. Συναδέλφους Μέλη του Δ.Σ.Λ.
Στην έδρα του Γραφείου τους

Ενόψει εφαρμογής του Ν 3919/2011 (ΦΕΚ /Α/2.3.2011) «Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων» σας ενημερώνουμε τα εξής:

ΠΔ και ΚΥΑ

Α. – Για την έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων και των υπουργικών αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5 του Νόμου συγκροτήθηκε Ειδική Επιτροπή με την από 28-04-2011 απόφαση του μέχρι πρότινος Υπουργού της Δικαιοσύνης κ. Χ. Καστανίδη με συμμετοχή Προέδρων – μελών Συντονιστικής Επιτροπής των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων, αλλά και άλλων Προέδρων Δ.Σ και μελών του Δ.Σ. του ΔΣΑ στην οποία προήδρευε ο επίτιμος Αντ/δρος του ΣΤΕ κ. Μ. Βροντάκης. Η επιτροπή η οποία είχε γνωμοδοτικό χαρακτήρα, περάτωσε το έργο της την 20-06-2011 και υπέβαλε προς τον Υπουργό της Δικαιοσύνης τα σχέδια δύο διατάξεων Νόμου, δύο ΚΥΑ και δύο ΠΔ.

Η μια διάταξη νόμου αφορά την δυνατότητα ίδρυσης ΛΕΑΔ σε όσους επαρχιακούς συλλόγους δεν έχουν συστήσει μέχρι σήμερα ακόμα και εάν έχουν αριθμό κάτω των 20 ατόμων, ή έχουν συστήσει εκπρόθεσμα και τον ορισμό ποσοστού 5% επί των γραμματίων προκαταβολής η προείσπραξης.

Η δεύτερη διάταξη Νόμου αφορά την τροποποίηση του άρθρου 10 παρ.8 του ν.δ. 4114/1960 «Κώδικας Ταμείου Νομικών» όπου προβλέπεται πλέον ως προκαταβολή εισφοράς το ποσοστό 10% επί του ποσού αναφοράς ή ποσοστού αναφοράς και όχι επί της προεισπραττόμενης αμοιβής για την παράσταση των δικηγόρων στα συμβόλαια.

Και οι δυο διατάξεις νόμου κατά τις διαβεβαιώσεις του κ. Βροντάκη θα προωθούνταν άμεσα από τον Υπουργό για να εισαχθούν προς ψήφιση στη Βουλή μαζί με το ήδη κατατεθειμένο σχέδιο Νόμου για τον ΚΠολ.Δ.

Το ένα σχέδιο ΚΥΑ (Οικονομικών , Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Δικαιοσύνης) αφορά τα ποσοστά των προκαταβαλλόμενων κρατήσεων (12% για Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά και 10% για τους συλλόγους της περιφέρειας) στις δικαστικές παραστάσεις.

Το δεύτερο σχέδιο ΚΥΑ (Οικονομικών και Δικαιοσύνης) αφορά το ποσοστό προκαταβολής για τα συμβόλαια και ειδικότερα το ποσοστό 90% -εκτός του 10% που προορίζεται για το Ταμείο Νομικών- το οποίο θα διανέμεται κατά ποσοστά που θα ορίσει κάθε σύλλογος.

Αναφορικά με τα Π.Δ., με το ένα (Οικονομικών, Εργασίας και Δικαιοσύνης) θα ορίζεται ως ποσοστό το 12% επι των κρατήσεων των διπλοτύπων –γραμματίων προκαταβολής και για τους συλλόγους της περιφέρειας για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών τους, ενώ με το δεύτερο (Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Εργασίας) προσδιορίζονται τα διαδοχικώς φθίνοντα ποσοστά της αμοιβής του δικηγόρου, όπου αυτή υπολογίζεται με ποσοστό επι της αξίας του αντικειμένου της δίκης. (βλ. άρθρο 100 Κ.Π.Δικ.]

Παρακάτω παρατίθενται τα σχέδια των διατάξεων Νόμου, ΠΔ και ΚΥΑ με τις εισηγητικές εκθέσεις όπως αυτά προέκυψαν μετά τη γνωμοδότηση της παραπάνω Επιτροπής υπό τον κ. Βροντάκη:

«Άρθρο Νόμου

1. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, οι οποίοι δεν έχουν προβεί σε σύσταση Λογαριασμού Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ), κατ΄ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 2676/1999, εντός της ταχθείσης από τη διάταξη αυτή προθεσμίας, δύνανται να προβούν σε σύσταση ΛΕΑΔ, με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των μελών τους, και όταν τα μέλη τους υπολείπονται των είκοσι.

2. ΛΕΑΔ, οι οποίοι συστήθηκαν από Δικηγορικούς Συλλόγους μετά την εκπνοή της προθεσμίας του άρθρου 31 παρ.2 του ν. 2676/1999, λογίζονται νομίμως συσταθέντες.

3. Δικηγορικός Σύλλογος που συστήνει ΛΕΑΔ, μπορεί να μεταβιβάσει σε αυτόν, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων προσώπων, πάγια περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν αυτοδικαίως σε αυτόν, κατά την παρ. 4 του άρθρο 31 του ν. 2676/1999, ως καθολικό διάδοχο του καταργηθέντος κατά την παρ.1 του άρθρου τούτου Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων. Τούτο ισχύει και ως προς τους ΛΕΑΔ που συστήθηκαν από Δικηγορικούς Συλλόγους μετά την εκπνοή της προθεσμίας του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 2676/1999.

4. Ορίζεται ως πόρος των ΛΕΑΔ ποσοστό 5% επί των κατά την παρ.1 του άρθρου 96 του ν. δ/τος 3026/1954 «Κώδικας Δικηγόρων» (Α΄ 235), όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ.8 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011, «ποσών αναφοράς», προκαταβαλλόμενο από δικηγόρους που είναι μέλη του οικείου ΛΕΑΔ στον αντίστοιχο Δικηγορικό Σύλλογο, προς απόδοση στον ΛΕΑΔ, επι διενεργείας παραστάσεων ή παροχής υπηρεσιών που προβλέπει η ως άνω διάταξη. Για την αναπροσαρμογή του ποσοστού τούτου έχει εφαρμογή η παρ.2 του άρθρο 96 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρο 5 του ν. 3919/2011 (Α΄ 32).

5. Εγκρίνονται και ισχυροποιούνται οι γενόμενες μέχρι τώρα εκ μέρους Δικηγορικών Συλλόγων, προς απόδοση στον αντίστοιχο ΛΕΑΔ, παρακρατήσεις ποσοστού από προεισπραχθείσες δικηγορικές αμοιβές κατά την παρ. 7 του άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 2 του Ν. 1649/1986, ή εισπράξεις από δικηγόρους, προς απόδοση στον αντίστοιχο ΛΕΑΔ, προκαταβληθέντων ποσοστών επί «ποσών αναφοράς», επί διενεργείας παραστάσεων ή παροχής υπηρεσιών κατά την παρ.1 του άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο εν τέλει αντικαταστάθηκε με την παρ.8 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011.

6. Οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του παρόντος άρθρου καταλαμβάνουν και την έκδοση της κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δυνάμει της παρεχομένης με την δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου της παρ.1 του άρθρο 96 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 άρθρου 5 του ν. 3919/2011, νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως.

Εισηγητική έκθεση για το άρθρο

Η προτεινόμενη προς θέσπιση ρύθμιση αποσκοπεί εν πρώτοις (παρ. 1 του άρθρου) να παράσχει τη δυνατότητα συστάσεως Λογαριασμού Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) σε εκείνους τους Δικηγορικούς Συλλόγους που δεν είχαν προβή σε σύσταση ΛΕΑΔ κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 2676/1999, εντός της ταχθείσης με τη διάταξη αυτή προθεσμίας. Η ρύθμιση αυτή είναι πάγια, διότι προβλέπει χρονικώς απεριόριστη τη δυνατότητα συστάσεως ΛΕΑΔ. Περαιτέρω δε ορίζεται (παρ. 2 του άρθρου), προς αντιμετώπιση περιπτώσεων συστάσεως ΛΕΑΔ μετά την εκπνοή της ταχθείσης με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 2676/1999 προθεσμίας, ότι οι εν λόγω ΛΕΑΔ λογίζονται νομίμως συσταθέντες. Ωσαύτως (παρ. 3 του άρθρου), παρέχεται δυνατότητα στους Δικηγορικούς Συλλόγους που θα συστήσουν ΛΕΑΔ ή συνέστησαν ΛΕΑΔ μετά την εκπνοή της προθεσμίας του άρθρου 31 παρ. 2 του ν. 2676/1999, να μεταβιβάσουν σε αυτούς, χωρίς οιανδήποτε φορολογική επιβάρυνση, πάγια περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν αυτοδικαίως σε εκείνους κατά την παρ. 4 του εν λόγω άρθρου 31, ως καθολικούς διαδόχους των καταργηθέντων Ταμείων Προνοίας Δικηγόρων, κατ’ ακολουθίαν της μη συστάσεως ΛΕΑΔ εντός της ταχθείσης με την παρ. 2 του άρθρου τούτου προθεσμίας.

Περαιτέρω, η προτεινόμενη προς θέσπιση ρύθμιση αποσκοπεί στην αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτουν από την έλλειψη νομοθετικής προβλέψεως για πόρους των ΛΕΑΔ. Ειδικότερα, με την παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2676/1999 καταργήθηκαν τα Ταμεία Προνοίας Δικηγόρων που είχαν ιδρυθεί με βάση τις διατάξεις του αν. ν. 87/1936, εκτός των Ταμείων Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης. Συνάμα δε καταργήθηκαν οι θεσπισμένοι βάσει της κειμένης νομοθεσίας πόροι για τα καταργούμενα Ταμεία Προνοίας Δικηγόρων. Εξ’ άλλου, με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου παρασχέθηκε στους Δικηγορικούς Συλλόγους δυνατότητα συστάσεως, εντός της ταχθείσης προθεσμίας, Λογαριασμών Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) για τα μέλη τους ως Ν.Π.Δ.Δ. με σωματειακή μορφή, αποτελούντων καθολικούς διαδόχους φορείς των καταργουμένων Ταμείων Προνοίας Δικηγόρων, χωρίς όμως νομοθετική πρόβλεψη για πόρους των ΛΕΑΔ, καταλειφθείσης κατ’ αυτό τον τρόπο της προβλέψεως πόρων για τους συνιστώμενους από Δικηγορικούς Συλλόγους ΛΕΑΔ στις πρόνοιες των καταστατικών τους. Όμως, οι πρόνοιες των καταστατικών Ν.Π.Δ.Δ. με σωματειακή μορφή δεν συνιστούν ρύθμιση με χαρακτήρα κανόνων δικαίου που τίθενται από τη Διοίκηση κατ’ ενάσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας, αλλά στοιχειοθετούν κατά το ιδιωτικό δίκαιο ρήτρες δικαιοπρακτικού χαρακτήρα που αποτελούν τη βάση για την ανάληψη συμβατικών δεσμεύσεων από τους δικηγόρους μέλη των ΛΕΑΔ, κατά την εισδοχή τους σε αυτούς. Σε σχέση όμως προς πόρο των ΛΕΑΔ, η ύπαρξη και η υποχρέωση καταβολής του οποίου δεν προβλέπεται από κανόνες δικαίου, αλλά θεμελιώνεται σε ανάληψη συμβατικής δεσμεύσεως, είναι ασύμβατη προς τις αρχές του δημοσίου δικαίου η διά νόμου επιβολή της ως εκ μέρους των Δικηγορικών Συλλόγων παρακρατήσεως του πόρου τούτου, προς απόδοση στους ΛΕΑΔ, από προεισπραττόμενες δικηγορικές αμοιβές, κατά το προϊσχύσαν του ν. 3919/2011 νομικό καθεστώς, ή ήδη της εισπράξεως του πόρου τούτου, καταβαλλομένου από δικηγόρους μέλη των ΛΕΑΔ, προς απόδοση τούτου στους ΛΕΑΔ, κατά την παρ. 1 του άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011. Εν’ όψει επομένως της ανάγκης να προβλεφθεί με κανόνα δικαίου ο εν λόγω πόρος, τον οποίο υποχρεωτικά εισπράττουν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι από δικηγόρους μέλη τους που είναι συνάμα μέλη του αντίστοιχου ΛΕΑΔ, προς απόδοση στο ΛΕΑΔ, ορίζεται ( παρ. 4 του προτεινομένου άρθρου) ως πόρος του ΛΕΑΔ ποσοστό 5% επί των κατά την παρ. 1 του άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011 «ποσών αναφοράς», προκαταβαλλόμενο από δικηγόρους που είναι μέλη του οικείου ΛΕΑΔ στο Δικηγορικό Σύλλογο, προς απόδοση στο ΛΕΑΔ, επί διενεργείας παραστάσεων ή παροχής υπηρεσιών που προβλέπει η ως άνω διάταξη. Συνάμα δε ορίζεται ότι για την αναπροσαρμογή του ποσοστού τούτου έχει εφαρμογή η παρ. 2 του άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011. Περαιτέρω, προς νομιμοποίηση καταστάσεων του παρελθόντος που προέκυψαν από την εκ μέρους δικηγορικών συλλόγων παρακράτηση ποσοστού από προεισπραχθείσες δικηγορικές αμοιβές ως πόρου του ΛΕΑΔ, ή είσπραξη γενομένων από δικηγόρους καταβολών, ως πόρου του ΛΕΑΔ, παρά την έλλειψη κανόνα δικαίου που να προβλέπει τέτοιο πόρο, ορίζεται (παρ. 5 του προτεινομένου άρθρου) ότι εγκρίνονται και ισχυροποιούνται οι γενόμενες μέχρι τώρα εκ μέρους Δικηγορικών Συλλόγων, προς απόδοση στον αντίστοιχο ΛΕΑΔ, παρακρατήσεις ποσοστού από προεισπραχθείσες δικηγορικές αμοιβές κατά την παρ. 7 του άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 2 του Ν. 1649/1986, ή εισπράξεις από δικηγόρους, προς απόδοση στον αντίστοιχο ΛΕΑΔ, προκαταβληθέντων ποσοστών επί «ποσών αναφοράς», επί διενεργείας παραστάσεων ή παροχής υπηρεσιών κατά την παρ.1 του άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο εν τέλει αντικαταστάθηκε με την παρ.8 του άρθρου 5 του Ν. 3919/2011.

Τέλος (παρ. 6 του προτεινομένου άρθρου), ορίζεται ότι κατά την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης & Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προς έκδοση κοινής υπουργικής αποφάσεως, η οποία ιδρύθηκε με την νομοθετική εξουσιοδότηση που περιέχεται στη δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011, είναι ληπτέες υπ’ όψιν, όχι μόνο οι ρυθμίσεις που ισχύουν κατά τη θέσπιση της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, αλλά ως αύτης και οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του προτεινομένου άρθρου, που και αυτές καταλαμβάνουν την έκδοση της εν λόγω Κ.Υ.Α.

ΑΡΘΡΟ………. Ν…………

Η παρ. 8 του άρθρου 10 του ν.δ. 4114/1960 «Κώδικας περί Ταμείου Νομικών», που προστέθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 1512/1985, όπως τροποποιήθηκε από τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 1759/1988 και αντικαταστάθηκε από την παρ. 3 του άρθρου 37 του ν. 2145/1993, αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι δικηγόροι, επί παροχής εξώδικων εργασιών που συνίστανται σε σύνταξη ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδος δικαιοπραξίες, πέραν της επιβαλλομένης σε αυτούς κατά το εδαφ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 161 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 5 του Ν. 3919/2011, υποχρεώσεως σε προκαταβολή εισφοράς προς τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ως πόρου του τηρουμένου από αυτόν Διανεμητικού Λογαριασμού, συγκεκριμένου ποσοστού επί του «ποσού αναφοράς» ή «ποσοστού αναφοράς», το οποίο υπολογίζεται επί της αξίας του αντικειμένου της δικαιοπραξίας, υποχρεούται επίσης σε προκαταβολή εισφοράς προς το Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ) ποσοστού 10% επί του ιδίου με την εισφορά προς τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο «ποσού αναφοράς» ή «ποσοστού αναφοράς». Από αυτό το ποσοστό του 10%, το 3% περιέρχεται στον τομέα Κύριας Ασφάλισης Δικηγόρων του κλάδου κύριας ασφάλισης και το 7% στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΑΑ, κατά το άρθρο 25 του Ν. 3655/2008. Το ποσοστό τούτο προκαταβάλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και αποδίδεται στο ΕΤΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Ν. 1759/1988.

Εισηγητική Έκθεση

Με την προτεινόμενη διάταξη, ο τρόπος εισπράξεως του προβλεπόμενου από την παρ. 8 του άρθρου 10 του Ν. 4114/1960, όπως ήδη ισχύει, πόρου του Ταμείου Νομικών που ήδη συνιστά πόρο του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), κατά το άρθρο 27 του Ν. 3655/2008 και περιέρχεται στους τομείς Κύριας και Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων των κλάδων κύριας και επικουρικής ασφάλισης του ταμείου τούτου κατά το άρθρο 25 του νόμου, προσαρμόζεται προς τη νέα ρύθμιση του άρθρου 161 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 5 του Ν. 3919/2011.

Οι Υπουργοί Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης

και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Έχοντας υπόψη:

1. τις διατάξεις:

α) της δεύτερης πρότασης του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 96 του ν. δ/τος 3026/1954 «Κώδικας Δικηγόρων» (ΦΕΚ Α΄ 235), όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011(ΦΕΚ Α΄ 32).

β) των παρ. 4 και 6 του άρθρου …….. του ν. ………/2011 (ΦΕΚ Α΄ …).

γ) της Υ.Α. Φ. 30222/14099/574/25.08.2008 (ΦΕΚ Β΄ 1943/19.09.2008) της Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας «Διαχωρισμός του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών σε κλάδους πρόνοιας και υγείας»

δ) της Υ.Α. Φ. 30223/26029/1226 (05)/27.06.2006 (ΦΕΚ Β΄ 1003/27.07.2006) του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας«Διαχωρισμός του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Πειραιά σε κλάδους πρόνοιας και ασθενείας»

ε) της Κ.Υ.Α. Φ. 30223/23257/1024/26.09.2008 (ΦΕΚ Β΄ 2009/29.09.2008) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών-Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας «Μετατροπή του κλάδου Προνοίας του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Πειραιά σε Ν.Π.Ι.Δ.»

στ) της Κ.Υ.Α. Φ. 30223/20993/923/26.09.2008 (ΦΕΚ Β΄ 2009/29.09.2008) «Μετατροπή του κλάδου Προνοίας του Ταμείου Πρόνοιας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης σε Ν.Π.Ι.Δ.»

2. Το γεγονός ότι από την απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού

προϋπολογισμού ούτε και του προϋπολογισμού του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολημένων (ΕΤΑΑ)

Αποφασίζουμε:

1. Ο δικηγόρος για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, καθώς και ενώπιον των δικαστών υπό την ιδιότητά τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών και εν γένει για την παροχή υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και τη διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων και των διαδικασιών παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή εκδόσεως δικαστικής διαταγής, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ποσοστό 5% επί «ποσού αναφοράς». Από το ποσοστό αυτό, το ποσοστό 2% προορίζεται για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του συλλόγου, το δε ποσοστό 3% αποδίδεται στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ).

Στην περίπτωση που έχει συσταθεί από Δικηγορικό Σύλλογο Λογαριασμός Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ), ο Δικηγόρος που είναι μέλος του ΛΕΑΔ, όταν παρίσταται ή παρέχει υπηρεσίες που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου ή δικαστή, υποχρεούται να προκαταβάλει ένα επιπλέον ποσοστό 5% επί «ποσού αναφοράς», το οποίο αποδίδεται στο ΛΕΑΔ.

2. Ειδικώς στους Δικηγορικούς Συλλόγους Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, ο δικηγόρος υποχρεούται να προκαταβάλει ποσοστό 7% επί «ποσού αναφοράς». Από το ποσοστό αυτό, το ποσοστό 3% προορίζεται για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, το ποσοστό 1% προορίζεται για τον ειδικό διανεμητικό λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του Ν.2915/2001 ( ΦΕΚ Α΄109) και το ποσοστό 3% αποδίδεται στο ΤΕΑΔ του ΕΤΑΑ.

Ο δικηγόρος που είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, όταν παρίσταται ή παρέχει υπηρεσίες που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της προηγουμένης παραγράφου ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου ή δικαστή, υποχρεούται να προκαταβάλει ένα επιπλέον ποσοστό 1,75% επί «ποσού αναφοράς», το οποίο αποδίδεται στον Τομέα Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών του ΕΤΑΑ και περαιτέρω, ένα επιπλέον ποσοστό 3,25%, το οποίο αποδίδεται στον Τομέα Υγείας του ΕΤΑΑ.

Ο δικηγόρος που είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά ή του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και συνάμα μέλος του αντίστοιχου Ταμείου Αλληλοβοηθείας Δικηγόρων, όταν παρίσταται ή παρέχει υπηρεσίες που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της προηγουμένης παραγράφου ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου ή δικαστή, υποχρεούται να προκαταβάλει ένα επιπλέον ποσοστό ανερχόμενο σε 3,4% μεν, προκειμένου περί του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, 1,7165% δε προκειμένου περί του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, το οποίο αποδίδεται στο αντίστοιχο Ταμείο Αλληλοβοηθείας Δικηγόρων, και περαιτέρω, ένα επιπλέον ποσοστό ανερχόμενο σε 1,6% μεν, προκειμένου περί δικηγόρων μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, 3, 2835% δε προκειμένου περί δικηγόρων μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, το οποίο αποδίδεται στον Τομέα Υγείας του ΕΤΑΑ.

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ`ΑΡΙΘ.

Ορισμός αναλογικής αμοιβής δικηγόρων σε διαδοχικώς φθίνοντα ποσοστά

επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1.Τις διατάξεις:

α)Της τελευταίας υποπαραγράφου της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του ν. δ/τος 3026/1954 «Κώδικας Δικηγόρων» (ΦΕΚ Α΄ 235), όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το εδάφιο α΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011 (ΦΕΚ Α΄ 32) και το εδάφιο β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ιδίου Νόμου.

β)Του άρθρου 100 του Κώδικα Δικηγόρων.

2.Την από ………………….. γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος.

3.Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

4.Την …… γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

Αποφασίζουμε

την αντικατάσταση των παραγράφων 1, 2, και 3 του άρθρου 100 του Κώδικα Δικηγόρων ως εξής:

΄Αρθρο 100.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β`

Νόμιμες Αμοιβές Δικηγόρων (άρθρα 100-166)

Α) Εργασία σε πολιτικές υποθέσεις.

Π ρ ο δ ι κ α σ ί α

1. Η νόμιμη αμοιβή για την σύνταξη κυρίας αγωγής ορίζεται επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής σε ποσοστό ως κατωτέρω:

α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ,

β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ,

γ) 1% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό 750.001 ευρώ μέχρι 1.500.000 ευρώ,

δ) 0,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό 1.500.001 ευρώ μέχρι 3.000.000 ευρώ,

ε) 0,3% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό 3.000.001 ευρώ μέχρι 6.000.000 ευρώ,

στ) 0,2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό 6.000.001 ευρώ μέχρι 12.000.000 ευρώ,

ζ) 0,1% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό 12.000.001 ευρώ μέχρι 25.000.000 ευρώ,

η) 0,05% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται πέραν από το ποσό 25.000.001 ευρώ,

Επί αγωγών από συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή κατά την ειδική αυτών διαδικασία το ανωτέρω ποσοστόν μειούται στο ήμισυ.

2. Εάν το αίτημα της αγωγής δεν συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση (π.χ αγωγές αναγνωριστικές, νομής, κυριότητος, δουλειών, διανομής, ακυρότητος, διαλύσεως Εταιρείας κλπ.) η νόμιμη αμοιβή καθορίζεται κατά τα άνω με βάση την πραγματική αξία του αντικειμένου της αγωγής.

3. Εάν το αίτημα της αγωγής είναι περιοδικές παροχές ή πρόσοδοι απροσδιορίστου χρόνου, η νόμιμη αμοιβή καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος, με βάση το δεκαπλάσιο της ετήσιας παροχής ή προσόδου.

Αθήνα, 2011

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ`ΑΡΙΘ.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

– Την παρ. 2 του άρθρου 96 του ν. δ/τος 3026/1954 «Κώδικας Δικηγόρων» (ΦΕΚ Α΄ 235), όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011(ΦΕΚ Α΄ 32).

– Την από ………… γνώμη της Ολομελείας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας.

– Το ότι από τις διατάξεις του παρόντος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

– Την …… γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

Αποφασίζουμε:

Άρθρο μόνο

1. Το ποσοστό το οποίο είναι εφαρμοστέο επί των «ποσοστών αναφοράς» που ορίζονται στα τρία πρώτα εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011, αναπροσαρμόζεται, καθ΄όσον αφορά τους Δικηγορικούς Συλλόγους εκτός εκείνων των Αθηνών, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, από 10% σε 12%.

2. Το επί πλέον ποσοστό 2% επαυξάνει το ποσοστό που περιέρχεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ως πόρος για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του.

Στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.

Αθήνα, 2011

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Οι Υπουργοί Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Έχοντας υπ’όψη:

α) την παρ. 2 του άρθρου 161 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011

β) τις αποφάσεις…………………………………………. του Υπουργού Δικαιοσύνης

γ)τις αποφάσεις: από …………………………….. του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού

Συλλόγου……………………….. , από …………… του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού

Συλλόγου……………………….. , από ……………… του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού

Συλλόγου……………………….. , που ελήφθησαν με την πλειοψηφία των 2/3 των μελών τους.

Αποφασίζουμε:

την τροποποίηση των υπό στοιχεία β αποφάσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης ως εξής:

άρθρο μόνο

1.Οι δικηγόροι, επί παροχής εξώδικων εργασιών που συνίστανται σε σύνταξη ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες, υποχρεούνται σε προκαταβολή εισφοράς προς τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ως πόρου του τηρουμένου από αυτόν Διανεμητικού Λογαριασμού, που ανέρχεται σε 90% επί του «ποσού αναφοράς» ή «ποσοστού αναφοράς», το οποίο υπολογίζεται επί της αξίας του αντικειμένου της δικαιοπραξίας.

2.Η διανομή του εκάστοτε διανεμητέου ποσού του διανεμητικού λογαριασμού διενεργείται

ως εξής: ποσοστό μεν ………………………. % αυτού, διανέμεται σε όλους τους δικαιούχους μέλη του

δικηγορικού συλλόγου κατά ίσα μέρη, ποσοστό δε …………………………….. % διανέμεται στα μέλη του

δικηγορικού συλλόγου κατά λόγο της συμβολής τους στο σχηματισμό του εκάστοτε διανεμητέου ποσού.»

Κατά το πέρας εργασιών της Επιτροπής κατετέθη το παρακάτω κείμενο επιφυλάξεων και παρατηρήσεων, το οποίο συνυπέγραψε ο Πρόεδρος του ΔΣΛ [πλήν της παρατήρησης 4α] μαζί με τους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων Ιωαννίνων και Σύρου:

«Ι. ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ

1. Επιφύλαξη για την αποσύνδεση της δικηγορικής αμοιβής από τις υποχρεωτικές εισφορές.

2. Επιφύλαξη για την κατάργηση του υποχρεωτικού νομοθετικού καθορισμού των ελαχίστων δικηγορικών αμοιβών.

3. Επιφύλαξη για την πρόβλεψη γραπτής και έγκυρης συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής.

4. Επιφύλαξη για την απόδειξη της ύπαρξης συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής μόνο με έγγραφο (γραπτή και έγκυρη συμφωνία)

5. Επιφύλαξη για την παράλειψη πρόβλεψης «νόμιμης» αμοιβής στα συμβόλαια.

6. Επιφύλαξη για τον καθορισμό «ποσού αναφοράς» και «ποσοστού αναφοράς» με Υπουργική απόφαση σε ότι αφορά την προκαταβολή υποχρεωτικών εισφορών που δεν έχουν ανταποδοτικότητα.

ΙΙ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΤ’ ΙΔΙΑΝ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

Α. Καθορισμός «ποσού αναφοράς» και «ποσοστού αναφοράς» για την παρακράτηση υποχρεωτικών εισφορών στις διαδικαστικές πράξεις (άρθρο 96 παρ. 1 Κώδ. Δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011)

1. Τα «ποσά αναφοράς πρέπει να ταυτίζονται με τα ποσά που ορίζονται στην ΚΥΑ 1117864/2297/Α0012/7-12-2007.

2. Τα «ποσοστά αναφοράς» πρέπει να είναι ίδια με τα ισχύοντα μέχρι την έναρξη της ισχύος του άρθρου 96 Κώδικα Δικηγόρων ποσοστά.

3. Αντικείμενο ιδιαίτερης ρύθμισης είναι μόνο οι παρακρατήσεις υπέρ των Ταμείων Πρόνοιας και των διαδόχων αυτού φορέων (ΛΕΑΔ).

4. Αποδοχή της «ρύθμισης υποδοχής» των ΛΕΑΔ.

Β. Καθορισμός νομίμων αμοιβών σε προοδευτικώς φθίνοντα ποσοστά (τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 92 Κώδικα Δικηγόρων όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6α του άρθρου 5 του ν. 3919/2011).

Αποδοχή της ρύθμισης με την προϋπόθεση ότι η αφετηρία της φθίνουσας κλίμακας θα είναι υψηλή.

Γ. Υποχρεωτικές εισφορές άρθρου 161 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011.

1. Να αποσαφηνισθεί ότι οι Υ.Α. που έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση της παρ. 7 του άρθρου 161 Κώδικα Δικηγόρων, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι να εκδοθούν οι Υ.Α. της παρ. 2 του νέου άρθρο 161, ως προς το ύψος του παρακρατούμενου ποσοστού, το οποίο υπολογίζεται επί των «ποσοστών αναφοράς» της παρ. 4 του νέου άρθρου 161 Κώδικα Δικηγόρων (αφορά την παρ. 11 του άρθρο 5 του ν. 3919/2011), προς άρση κάθε παρερμηνείας.

2. Αποδοχή της ρύθμισης για την αναλογικότερη διανομή του μερίσματος του ιδιαίτερου διανεμητικού λογαριασμού ως προσωρινή «λύση ανάγκης» μέχρι να προβλεφθεί «νόμιμη αμοιβή» και για τις παραστάσεις στα συμβόλαια και, γενικά, για τις δικηγορικές πράξεις στις δικαιοπραξίες.

3. Αναγκαιότητα καθορισμού κοινού ποσοστού παρακράτησης στα συμβόλαια σ΄ όλους τους Δικηγορικούς Συλλόγους.

4. Καθορισμός της έννοιας «οικείος Δικηγορικός Σύλλογος».

α) Υπενθύμιση ότι σύμφωνα με την 1/1986 Γνμδ Εισ. ΑΠ «η προείσπραξη των δικηγορικών αμοιβών θα πρέπει να γίνεται με γραμμάτια το δικηγορικού συλλόγου στον οποίο ανήκει ο δικηγόρος που ενεργεί τις διαδικαστικές πράξεις (κυρίως παραστάσεις στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια), έστω και αν οι πράξεις αυτές ενεργούνται σε δικαστήρια εκτός της περιφέρειας του Πρωτοδικείου στην έδρα του οποίου εδρεύει ο Δικηγορικός Σύλλογος» (ΕλΔ/νη 27, 1518).

β) Ο προσδιορισμός της έννοιας «οικείος δικηγορικός σύλλογος» με τρόπο που να είναι αποδεκτός από όλους τους δικηγορικούς συλλόγους, είναι ιδιαίτερα δυσχερής, αφού υπάρχει «σύγκρουση συμφερόντων» ανάλογα με το πιθανολογούμενο «ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών» των δικηγορικών πράξεων σε κάθε περιφέρεια δικηγορικού συλλόγου.

γ) Ειδικά για τις απαλλοτριώσεις πρέπει να ορισθεί ότι «οικείος δικηγορικός σύλλογος» και δικαιούχος ex lege της παρακατατεθειμένης δικηγορικής αμοιβής είναι ο Δικηγορικός Σύλλογος στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ή τα απαλλοτριούμενο/α ακίνητο/α, ώστε να υφίσταται κοινό κριτήριο «δωσιδικίας». Ίδια λύση θα μπορούσε να δοθεί και στα συμβόλαια ακινήτων.

δ) Υπενθύμιση ότι δεν μπορεί να γίνει παρακράτηση εισφοράς από υπόχρεο δικηγόρο, χωρίς αυτή να έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, ανεξαρτήτως ποιος δικηγορικός σύλλογος θα παρακρατά τις εισφορές πρέπει να ρυθμιστεί και το ζήτημα της απόδοσης των εισφορών που δεν έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα στον «υπόχρεο δικηγόρο». Διαφορετικά θα δημιουργηθούν πολλά προβλήματα.

ΙΙΙ. ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ

1. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Ιωαννίνων υποβάλλει αίτημα προς τους συναρμόδιους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Οικονομικών για τη διατήρηση των ρυθμίσεων («περιορισμών») του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας με Π.Δ. κατ΄ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3919/2011 και τα άρθρα 15 παρ. 1, 2, 3 και 25 της Οδηγίας 2006/123 και τα άρθρα 16 παρ. 1, 2, 3 και 26 παρ. 1, 2 του ν. 3844/2010.

2. Η συμμετοχή μας στην ειδική επιτροπή για την έκδοση των κανονιστικών πράξεων του άρθρου 5 του ν. 3919/2011, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αποδοχή των ρυθμίσεων του νόμου αυτού. Για το λόγο αυτό ο Δικηγορικός Σύλλογος Ιωαννίνων επιφυλάσσεται ρητά για την άσκηση κάθε νομίμου δικαιώματός του.

3. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών άσκησε τριτανακοπή κατά της 909/2011 απόφασης του ΣτΕ, προβάλλοντας, ότι η επιβολή ΦΠΑ στις δικηγορικές υπηρεσίες πλήττει τον λειτουργηματικό χαρακτήρα του Δικηγόρου. Όπως όμως κατ΄ επανάληψη έχει επισημάνει ο Δικηγορικός Σύλλογος Ιωαννίνων ο λειτουργηματικός χαρακτήρας του Δικηγόρου πλήττεται και από τις ρυθμίσεις του ν. 3919/2011 με τις οποίες εισάγονται αδικαιολόγητες διακρίσεις σε βάρος των δικηγόρων σε σχέση με τους συμβ/φους. Οι συμβ/φοι διατηρούν, μεταξύ άλλων, την εδαφική αρμοδιότητά τους και τον νομοθετικό καθορισμό των αμοιβών τους διότι θεωρούνται «δημόσιοι λειτουργοί». Εξ αντιδιαστολής έπεται, ότι η άρση των θεσμικών και συμβολικών εκδηλώσεων το λειτουργηματικού χαρακτήρα της δικηγορίας (εδαφική αρμοδιότητα, νομοθετικός καθορισμός αμοιβών) σημαίνει ότι οι δικηγόροι είτε δεν είναι «δημόσιοι λειτουργοί» είτε ότι είναι «δημόσιοι λειτουργοί Β΄ κατηγορίας».

Για τους παραπάνω λόγους, εκφράζοντας και τις απόψεις του Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων, θα εξαντλήσουμε κάθε νόμιμο μέσο για την προάσπιση του λειτουργηματικού χαρακτήρα της δικηγορίας και στα πλαίσια αυτά διατυπώνονται οι παραπάνω επιφυλάξεις.

Οι Πρόεδροι των Δικηγορικών Συλλόγων Ιωαννίνων, Λάρισας, Σύρου».

Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων που συνήλθε την 30-06-2011 στην Αθήνα υιοθέτησε τις παραπάνω γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής, πλην του σχεδίου ΚΥΑ για τη διανομή του εκάστοτε διανεμητικού ποσού του διανεμητικού λογαριασμού το οποίο απαιτεί αποφάσεις των Δ.Σ. κάθε συλλόγου. Επαναλαμβάνεται, ότι η παραπάνω διατύπωση της γνώμης της Ολομέλειας έγινε επί σχεδίων τα οποία στο στάδιο αυτό δεν είχαν εγκριθεί ακόμη από τον Υπουργό.

Επομένως μέχρι σήμερα ουδέν ΠΔ ή ΚΥΑ έχει εκδοθεί σε εκτέλεση του άρθρου 5 του Ν 3919/2011.

Β. ΥΑ του Ν 3943/2011

Σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.7α του Νόμου αυτού, ορίζεται ότι επί των δικηγορικών αμοιβών οφείλεται προκαταβολή φόρου 15%, ο τρόπος, η διαδικασία, ο χρόνος και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια υπολογισμού και απόδοσης του φόρου αυτού καθορίζεται με ΥΑ η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει εκδοθεί.

Εν τω μεταξύ με την παρ. 15 του άρθρου 5 του Ν 3919/2011 καταργούνται οι παράγραφοι 2 ως 7 του άρθρου 7 του Ν 2753/1999 (ΦΕΚ 249Α) δηλ. οι διατάξεις που θέσπιζαν την υποχρέωση προκαταβολής φόρου. Αρα, λοιπόν και εφόσον η κατάργηση επέρχεται 4 μήνες από τη δημοσίευση του Νόμου (02-03-2011) σε συνδυασμό με την μη έκδοση ΥΑ , από 03-07-2011 προς το παρόν τουλάχιστον και μέχρι την έκδοση αυτής υπάρχει νομικό κενό ως προς το ζήτημα της προκαταβολής φόρου 15% και δεν μπορεί να γίνεται παρακράτηση.

Το σχέδιο ΥΑ που υπέβαλε η Ολομέλεια είναι το παρακάτω:

«Σχέδιο Υπουργικής Απόφασης, που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 20§7 του Ν. 3943/2011 σχετικά με τη ρύθμιση των λεπτομερειών υπολογισμού και απόδοσης της προκαταβολής φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στις δικηγορικές αμοιβές.

Σχέδιο Αιτιολογικής Έκθεσης

Ο δοκιμασμένος στην πράξη θεσμός της παρακράτησης φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στα γραμμάτια προείσπραξης από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο υπήρξε ανέκαθεν σταθερή πηγή σημαντικότατων εσόδων για το Ελληνικό Δημόσιο, όπως αποδεικνύεται και από τα σχετικά στατιστικά στοιχεία των ανά την Ελλάδα Δικηγορικών Συλλόγων. Το σύστημα αυτό υπήρξε καθ’ όλα διαφανές, αποδοτικό και λειτουργικό, εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως τόσο τη σταθερή απόδοση του προεισπραττόμενου φόρου στο Δημόσιο, όσο και την ελάχιστη δυνατή γραφειοκρατική ταλαιπωρία του δικηγόρου. Στο πλαίσιο αυτό, η σύνδεση του μηχανισμού προκαταβολής φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) με τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, όσον αφορά στη διαδικασία είσπραξης της προκαταβολής αυτής, παρίσταται ως η πλέον εφαρμόσιμη και λειτουργική λύση.

Περαιτέρω, ως προς τον χρόνο υπολογισμού της προκαταβολής αυτής, δέον να υπάρξει συμμόρφωση με τις νομοθετικές προβλέψεις για τον χρόνο κτήσης του εισοδήματος από ελευθέρια επαγγέλματα, όπως αποτυπώνονται στις διατάξεις του άρθρου 48§7 Κ.Φ.Ε., κατόπιν αντικατάστασής τους από τις διατάξεις του άρθρου 6§9 του Ν. 3842/2010. Προς τον σκοπό αυτό, οι υιοθετούμενες ρυθμίσεις σχετικά με την προκαταβολή φόρου πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τα όσα ορίστηκαν ειδικώς για τον χρόνο έκδοσης της Α.Π.Υ. των δικηγόρων με την εγκύκλιο ΠΟΛ. 1208/2010.

Εν συνεχεία, ως προς τη βάση υπολογισμού της προκαταβολής και κατ’ εξειδίκευση της έννοιας των «δικηγορικών αμοιβών», που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 20§7 του Ν. 3943/2011, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις κινούνται στον ίδιο άξονα με τις προβλέψεις του Ν. 3919/2011, που επέφερε ουσιώδεις τροποποιήσεις στον Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), χρησιμοποιώντας ακριβώς την ορολογία και τις διαδικασίες του νόμου αυτού. Ειδικότερα, λαμβάνονται ως άξονας οι «νόμιμες αμοιβές», όπως αυτές ορίζονται στις διατάξεις του τροποποιημένου άρθρου 92§1 του Κώδικα περί Δικηγόρων. Μέχρι, δε, την έκδοση του προεδρικού διατάγματος, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 92§1 εδ. ε’ του Κώδικα περί Δικηγόρων, ως «νόμιμες αμοιβές» ισχύουν εκείνες του Κεφαλαίου Ι (Παραστάσεις σε Δικαστήρια) της Κ.Υ.Α. υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/7.12.2007 (ΦΕΚ 2422 Β’), οι οποίες, σύμφωνα και με τη νομολογία του Αρείου Πάγου, έχουν φορολογικό χαρακτήρα (βλ. ΑΠ 1376/2009).

Τέλος, με τη σύνδεση του υπολογισμού της προκαταβολής φόρου με τον μηχανισμό των γραμματίων προκαταβολής, που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 96§4 του Κώδικα περί Δικηγόρων, παρέχονται αυξημένα εχέγγυα απόδοσης της προκαταβολής αυτής, καθώς η μη έκδοση του γραμματίου προκαταβολής συνεπάγεται, πέραν των φορολογικών κυρώσεων, και αυστηρές πειθαρχικές κυρώσεις για τον παραβάτη δικηγόρο.

Σχέδιο Διατάξεων
Κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδότησης, που παρέχει η διάταξη του άρθρου 20§7 του Ν. 3943/2011, με την παρούσα ορίζεται ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία υπολογισμού και απόδοσης της προκαταβολής φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στις δικηγορικές αμοιβές, καθώς και άλλες αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 20§7 του Ν. 3943/2011, που τροποποιούν τις διατάξεις του άρθρου 52§5 Κ.Φ.Ε.

Άρθρο 1
1. Σε περίπτωση, που δεν υφίσταται έγγραφη συμφωνία περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας και ισχύουν οι οριζόμενες στο άρθρο 92§1 του Κώδικα περί Δικηγόρων «νόμιμες αμοιβές», η προκαταβολή φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) υπολογίζεται επί των «νομίμων» αυτών αμοιβών.

2. Έως την έκδοση του προεδρικού διατάγματος, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 92§1 εδ. ε’ του Κώδικα περί Δικηγόρων, ως «νόμιμες αμοιβές» για την εφαρμογή του άρθρου 52§5 Κ.Φ.Ε. και της παρούσας Απόφασης ισχύουν εκείνες του Κεφαλαίου Ι (Παραστάσεις σε Δικαστήρια) της Κ.Υ.Α. υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/7.12.2007 (ΦΕΚ 2422 Β’), οι οποίες αναφέρονται στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας και προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 92§1 εδ. δ’ του Κώδικα περί Δικηγόρων. Μετά την έκδοση του ανωτέρω προεδρικού διατάγματος και την τροποποίηση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση των διατάξεων της ως άνω Κ.Υ.Α., ως «νόμιμες αμοιβές» ισχύουν οι προβλεπόμενες από το διάταγμα αυτό αμοιβές, όπως εκάστοτε ισχύει τροποποιημένο.

3. Ο υπολογισμός του ως άνω προκαταβλητέου φόρου ενεργείται από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και λαμβάνει χώρα ταυτοχρόνως προς την καταβολή προς τον Σύλλογο αυτό του εκάστοτε προβλεπομένου ποσοστού επί του «ποσού αναφοράς», που προβλέπεται στο άρθρο 96 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ο δε προκαταβλητέος φόρος μνημονεύεται επί του γραμματίου προκαταβολής, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 96§4 του Κώδικα περί Δικηγόρων.

4. Ο ως άνω υπολογιζόμενος φόρος εισπράττεται από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ταυτοχρόνως προς την έκδοση του γραμματίου προκαταβολής και αποδίδεται από τον Σύλλογο αυτό επ’ ονόματι του δικηγόρου εντός των προθεσμιών, που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 59 Κ.Φ.Ε.

Άρθρο 2
1. Σε περίπτωση έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής, που ενδεχομένως συνάπτεται μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέως του ή του αντιπροσώπου αυτού, η οποία περιλαμβάνει είτε την όλη διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος ή κατ’ ιδίαν πράξεις αυτής ή κάθε άλλης φύσεως νομικές εργασίες, ο προκαταβλητέος φόρος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) υπολογίζεται επί του ποσού αυτής, που αντιστοιχεί στη «νόμιμη αμοιβή», όπως η τελευταία προσδιορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 92§1 του Κώδικα περί Δικηγόρων και τις διατάξεις του άρθρου 1 της παρούσας Απόφασης. Ο υπολογισμός του ως άνω προκαταβλητέου φόρου ενεργείται από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και λαμβάνει χώρα ταυτοχρόνως προς την καταβολή προς τον Σύλλογο αυτό του εκάστοτε προβλεπομένου ποσοστού επί του «ποσού αναφοράς», που προβλέπεται στο άρθρο 96 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ο δε προκαταβλητέος φόρος μνημονεύεται επί του γραμματίου προκαταβολής, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 96§4 του Κώδικα περί Δικηγόρων.

2. Ο ως άνω υπολογιζόμενος φόρος εισπράττεται από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ταυτοχρόνως προς την έκδοση του γραμματίου προκαταβολής και αποδίδεται από τον Σύλλογο αυτό επ’ ονόματι του δικηγόρου εντός των προθεσμιών, που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 59 Κ.Φ.Ε.

3. Ως προς το ποσό, το οποίο, με βάση την έγγραφη συμφωνία, τυχόν υπερβαίνει την κατά τα ανωτέρω «νόμιμη αμοιβή», δεν υπολογίζεται προκαταβολή φόρου και για τη φορολόγησή του ισχύουν οι γενικές διατάξεις του Κ.Φ.Ε.

Άρθρο 3
Σε περίπτωση παροχής εξωδίκων δικηγορικών υπηρεσιών, δεν υπολογίζεται προκαταβολή φόρου και οι σχετικές αμοιβές φορολογούνται με βάση τις γενικές διατάξεις του Κ.Φ.Ε. και τα οριζόμενα στην ΠΟΛ. 1208/2010.

Άρθρο 4
1. Όπου, σύμφωνα με την παρούσα Απόφαση, προβλέπεται στις δικηγορικές αμοιβές προκαταβολή φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), οι προϋποθέσεις του άρθρου 58 Κ.Φ.Ε. για την παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) εφαρμόζονται μόνον για το επιπλέον της «νόμιμης αμοιβής» ποσό, που τυχόν έχει συμφωνηθεί.

2. Σε κάθε περίπτωση, εφ’ όσον η παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών πραγματοποιείται προς τα πρόσωπα του άρθρου 58 Κ.Φ.Ε., δεν υπολογίζεται προκαταβολή φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο επιπλέον της «νόμιμης αμοιβής» ποσό, έστω και αν αυτό δεν υπερβαίνει τα τριακόσια (300) ευρώ.

Άρθρο 5
1. Για την εφαρμογή της υποπαραγράφου δ’ του άρθρου 52§5 Κ.Φ.Ε., η προκαταβολή φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) υπολογίζεται κατά τον χρόνο έκδοσης της Α.Π.Υ., σύμφωνα και με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2.2 και 2.3 της εγκυκλίου ΠΟΛ. 1208/2010. Ειδικότερα, επί εργολαβικού συμβολαίου, που έχει κατατεθεί στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία και τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, η προκαταβολή φόρου υπολογίζεται με την εκτέλεση της απόφασης του δικαστηρίου και με βάσει τα όσα προκύπτουν από το υποβληθέν εργολαβικό δίκης, την εκτελεσθείσα δικαστική απόφαση και το προϊόν της εκτέλεσης. Περαιτέρω, επί παροχής δικηγορικών υπηρεσιών, στην οποία το απαιτητό της αμοιβής εξαρτάται μόνο από το (θετικό) αποτέλεσμα της υπόθεσης, η προκαταβολή φόρου εφαρμόζεται μόνον εφ’ όσον πληρωθεί η σχετική αίρεση και στον χρόνο, που θα συμβεί αυτό.

2. Επί εργολαβικού δίκης, ο υπολογισμός της προκαταβολής πραγματοποιείται με την προσκόμιση στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο του εργολαβικού δίκης, της εκτελεσθείσας απόφασης και κάθε στοιχείου, εκ του οποίου προκύπτει το προϊόν της εκτέλεσης. Επί συμφωνίας για καταβολή αμοιβής μόνο υπό την αίρεση θετικού αποτελέσματος της υπόθεσης, ο υπολογισμός της προκαταβολής πραγματοποιείται με την προσκόμιση στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο της σχετικής έγγραφης συμφωνίας και κάθε στοιχείου, εκ του οποίου προκύπτει η πλήρωση της αίρεσης. Η προσκόμιση των ανωτέρω και ο υπολογισμός της προκαταβολής λαμβάνουν χώρα, σε κάθε περίπτωση, μέσα στο δίμηνο, που εκτελείται η απόφαση ή πληρούται η αίρεση, όπως τα δίμηνα ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 59 Κ.Φ.Ε.

3. Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος υπολογίζει την προκαταβολή, την εισπράττει από τον δικηγόρο με την έκδοση σχετικής απόδειξης είσπραξης και αποδίδει τον ανωτέρω φόρο επ’ ονόματι του δικηγόρου εντός των προθεσμιών, που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 59 Κ.Φ.Ε., συναθροίζοντάς τον με τον προκαταβλητέο φόρο, που τυχόν προκύπτει από άλλες αμοιβές του ιδίου δικηγόρου εντός του ιδίου διμήνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων της παρούσας Απόφασης.»

Γ. Πέραν των παραπάνω, εκ των οποίων εξάλλου η έκδοση ΠΔ και ΚΥΑ εκκρεμεί εισέτι, μπορούμε να σας επισημάνουμε τα παρακάτω:

1ον. Επέρχεται κατάργηση γεωγραφικών περιορισμών [τροποποιημένο άρθρο 44 Κ.Περ.Δικ.] αφού για την εφαρμογή του δεν απαιτείται έκδοση ΠΔ η Υ.Α. Δηλαδή από 04-07-2011 δεν απαιτείται νομιμοποίηση –σύμπραξη συναδέλφου άλλου δικηγορικού συλλόγου στη πρωτοδικειακή περιφέρεια του οποίου γίνεται η παράστασή του η η διενέργεια άλλης διαδικαστικής πράξης.

2ον. Υπόχρεος για την έκδοση του γραμματίου προκαταβολής [πρώην γραμματίου προείσπραξης αμοιβής ή τετραπλότυπης απόδειξης είσπραξης αμοιβής καθ΄ημάς] είναι ο δικηγόρος και όχι ο εντολέας ο οποίος καταβάλει και τις κρατήσεις (10%) επι των «ποσών αναφοράς» οι οποίες στο στάδιο αυτό ταυτίζονται με τις «νόμιμες αμοιβές» της ΚΥΑ 1117864/2297/Α0012/07.12.07 (ΦΕΚ 2422 Β) δηλ. με τις ελάχιστες αμοιβές που αναγράφονταν μέχρι τώρα στις τετραπλότυπες αποδείξεις είπσπραξης αμοιβής. Στη περίπτωση έμμισθης εντολής υπόχρεος προς καταβολή των κρατήσεων είναι ο εντολέας, παράλληλα όμως ευθύνεται σε ολόκληρο και ο δικηγόρος.

3ον. Η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται με έγγραφη συμφωνία. Στη περίπτωση που δεν προκύπτει έγκυρη έγγραφη συμφωνία, ισχύουν ως «νόμιμες αμοιβές» αυτές της ΚΥΑ 1117864/2297/Α0012/07.12.07 (ΦΕΚ 2422 Β) δηλ. οι πρώην ελάχιστες αμοιβές που αναγράφονταν μέχρι τώρα στις τετραπλότυπες αποδείξεις είπσπραξης αμοιβής, μόνον όμως για τις δικαστικές πράξεις, όχι για τις εξώδικες και τα συμβόλαια.

4ον. Ενόψει του ότι, όπως επισημαίνεται και σε σχετικό ενημερωτικό σημείωμα του ΔΣΑ, πρόκειται για «νεοεισαγόμενες νομοθετικές διατάξεις οι οποίες δεν έχουν τύχει αυθεντικής ερμηνείας», θα υπάρξει συμπληρωματική ανακοίνωση με την οποία θα σας ενημερώσουμε ειδικότερα.

ΕΚ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ